Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Γερνάς και σκοτεινιάζει
Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.
Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.
Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.
Στίχοι για το τραγούδι Γερνάς και σκοτεινιάζει Παπακωνσταντίνου Βασίλης του έτους 1980 σε στίχους Λειβαδίτης Τάσος και σύνθεση Λοΐζος Μάνος από το album Για μια μέρα ζωής.
Δισκογραφία:
Τα λυρικά - 1978
Οκτώβρης '78 - 1978
Άλκηστη Πρωτοψάλτη - 1981
Απέναντι - 1998
28 Grandes exitos - 2004
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλικάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
Βρέχει στη φτωχογειτονιά '' ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣΣτίχοι : Τάσος Λειβαδίτης - Μουσική : Μίκης Θεοδωράκης
LP - Πολιτεία του Μ. Θεοδωράκη (1976)
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ! ψεύτη κι άδικε ντουνιά
που άναψες τον καημό μου
Είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
Φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες
Αχ! ψεύτη κι άδικε ντουνιά
που άναψες τον καημό μου
Είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου.
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης ΘεοδωράκηςΣτίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης [Πρόκειται για την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού το 1960 σε δίσκο 45 στροφών. Λίγο αργότερα, το 1961, συμπεριλήφθηκε στον κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία (Α’)».]
Δίσκος: Γρηγόρης Μπιθικώτσης [50 χρόνια] / Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη Νο 1 [1960-1964] (2005)
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημόςκάθε καρφί του πίκρα και λυγμόςΜα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειάεγώ και εκείνη όνειρα, φιλιάΤο 'δερνε αγέρας κι η βροχήμα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχήΑχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μαςστη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωήΚράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μουεμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοίΈνα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιάστην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιάΚάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμόςκάθε παράθυρό του κι ουρανόςΚι΄ όταν ερχόταν η βραδιάμες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιάΑχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιάΠάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μαςστη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωήΚράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μουεμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ Κι εγώ για να σε συναντήσω Γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα Πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
« Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: «Έχει ψύχρα απόψε». Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά. Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα Και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια Μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία. Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω! Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια Των νεκρών.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω Ακόμα και το πρόσωπό της Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά Που είναι κάτι περισσότερο Κι απ’ την ανάμνησή της. Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου. Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου Εσύ θα ξέρεις Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών Που ονειρευότανε για σένα.
Από τα Ποιήματα (1958-1964).
Μανώλης Λιδάκης - Για να σε συναντήσω
Θάνος Ανεστόπουλος - Μια γυναίκα (Ποίηση Τάσος Λειβαδίτης) (30-4-2013)