Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Αγγλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Αγγλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Denise Levertov - Το παράπονο του Αδάμ


Κάποιοι άνθρωποι,
ό,τι και να τους δώσεις,
ζητούν ακόμα το φεγγάρι.
Το ψωμί,
το αλάτι,
το κρέας το λευκό και το ψαχνό,
μα παραμένουν πεινασμένοι.
Του γάμου το κρεβάτι
και την κούνια,
ακόμα νιώθουν μ' άδεια χέρια.
Τους δίνεις γη,
που την πατούν δική τους,
ακόμα παίρνουνε τους δρόμους.
Και νερό: το πιο βαθύ πηγάδι άνοιξέ τους,
και πάλι δεν θα είναι αρκετά βαθύ
για να πιουν το φεγγάρι.
Ντενίς Λέβερτοφ // Ποιήματα // Μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς // Ηριδανός, 2007.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

W. Η. Auden - Μα τι ’ν’ αυτό που το λενε αγάπη;



Λένε ότι o έρωτας είναι ένα αγόρι,
Άλλοι ότι είναι ένα πουλί,
Λένε κάνει τον κόσμο να γυρίζει,
Και πως δεν πατά στη γη.
Ρωτώντας κάποτε το γείτονά μου
Που έδειχνε να ξέρει,
Αγριεμένη του λέει η γυναίκα του
Λέξη να μην προφέρει.
Μήπως μοιάζει με τούτη την πιτζάμα
Ή με ζαμπόν λαϊκού ξενοδοχείου;
Mυρίζει όπως των Άνδεων το λάμα
Ή έχει το άρωμα μυροδοχείου;
Γεμάτη με αγκάθια σαν το βάτο;
Ή πάπλωμα είναι πουπουλένιο αφράτο;
Τάχα σκληρή ή μαλακή στην άκρη;
Μα τι ’ν’ αυτό που το λενε αγάπη;
Μιλούν γι’ αυτή βιβλία της Ιστορίας
Με τρόπο κρυπτικό,
Θέμα κοινό σ’ υπερωκεάνια
Πλέοντας στον Aτλαντικό.
Σε αναφορές αυτοκτονίας
Το όνομά της γράφουν
Και σε καρνέ με δρομολόγια τρένων
Αδέξια το χαράζουν.
Ουρλιάζει σα σκυλί της Αλσατίας
Ή σαν την μπάντα του στρατού μουγκρίζει;
Σε πριόνι ή σε πιάνο Στάινγουέυ
Γνωρίζει το σκοπό της να τονίζει;
Ξέφρενη μες στα πάρτυ τραγουδάει
Ή μοναχά ο Μπαχ την αναπαύει;
Αν θες λίγη ησυχία, σταματάει;
Μα τι ’ν’ αυτό που το λενε αγάπη;
Κοίταξα μες στο εξοχικό μας σπίτι ̇
Και δεν ήταν πουθενά.
Δοκίμασα στου Τάμεση την άκρη
Και στου Μπράιτον τη δροσιά.
Τι είπε η τουλίπα δε γνωρίζω,
Ο κότσυφας στα κλώνια ̇
Δεν ήταν στο κρεβάτι μου αποπίσω
Ούτε στον ορνιθώνα.
Της αρέσει τάχα αστεία να μορφάζει;
Είναι άρρωστη συχνά σε μια αιώρα;
Σε αγώνες ιπποδρομιών συχνάζει
Ή παίζει μ’ ένα σπάγγο όλη την ώρα;
Έχει τη θεωρία της για το χρήμα;
Μετρά γι’ αυτήν ο πατριώτης κάτι;
Λέει χυδαιότητες με αστείο ντύμα;
Μα τι ’ν’ αυτό που το λένε αγάπη;
Θα ’ρθει όταν τη μύτη μου σκαλίζω
Χωρίς να ειδοποιήσει;
Tην πόρτα θα χτυπήσει όταν ξυπνήσω;
Στο τραμ θα με πατήσει;
Θα ’ρθει σαν αλλαγή καιρού στην πόλη;
Θα είναι ευγενική ή όλο βιάση;
Πού θα την πάει τη ζωή μου όλη;
Μα τι ’ν’ αυτό που το λενε αγάπη;
Ιανουάριος 1938

Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

W. H. Auden - Τρία ποιήματα

Ω, ΕΡΩΤΙΑΡΗ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕ
(O LURCHER-LOVING COLLIER)

Ώ ερωτιάρη ανθρακωρύχε, μαύρε, μαύρε σαν τη νύχτα,
Ακολούθα το αίσθημά σου πάνω στους καθάριους λόφους.
Το φανάρι σου έχει σβήσει, οι σήραγγες βουβές είναι όλες.
Βάλε την καρδιά της στόχο και καθόλου μην λαθεύεις,
Γιατί η Κυριακή όπου νά ΄ναι πάει κι εσύ, Κέιτ, έτσι γρήγορα μη φεύγεις,
Γιατί η Δευτέρα φθάνει, όταν πια κανείς δεν θα μπορέσει
να φιλήσει:
Γίνε μάρμαρο στην κάπνα του, και στο μαύρο του εσύ γίνε άσπρο.

Μ Α Ι Ο Σ ( Μ Α Υ )

Μάης με το φως του να χορεύει
Ζωντανεύει αγγείο, μάτι, μέλος,
Ο μοναχικός και ο θλιμμένος
Να επανακάμψει θέλει,
Και σε κάθε ποταμάκι που χαρά για κύκνους είναι
Τα πικ-νίκ δίνουν και παίρνουν δίχως φρόντιση καμμιά
Σε άσπρα και κόκκινα έντονα πανιά.

Οι νεκροί μας μακρυνοί, κουκουλωμένοι
Αναπαύονται σε τρύπες, εμείς όμως
Έχουμε ξεφύγει απ’ τα αόριστά τους βέλη,
Δασάκια τα παιδιά όπου συναντιούνται
Και τα πάλλευκα αγγελούδια-βαμπιράκια πεταρίζουν,
Στέκονται τώρα με το μάτι σκιασμένο,
Το επικίνδυνο εκείνο μήλο είναι παρμένο τώρα πια.

Ο πραγματικός κόσμος απλώνεται μπροστά μας,
Θαρραλέες κινήσεις της νεολαίας,
Άφθονη επιθυμία θανάτου,
Οι ευχαριστούντες, ευχαριστημένοι, στοιχειωμένοι:
Ένας Δάσκαλος που αργοπεθαίνει βυθίζεται βασανισμένος
Στον κύκλο αυτό των θαυμαστών του,
Οι άδικοι κατακτούν την γη.

Και η αγάπη που κάνει ν’ ανυπομονεί
Χελώνα και ζαρκάδι, που αποθέτει
Τον ξανθό δίπλα στον μελαχροινό,
Συνιστά επιμόνως στο αίμα μας,
Πριν απ’ τα κακά και τα καλά
Πόσο ανεπαρκή είναι
Το άγγιγμα, το χάδι, η ματιά.

Δ Υ Ο Α Ν Α Ρ Ρ Ι Χ Η Σ Ε Ι Σ
( T W O C L I M B S)

Αποφεύγοντας τρελλαμένους υπαλλήλους με κοντό μαλλάκι,
Πρόσωπα θλιβερά και άχρηστα τριγύρω από το σπιτικό μου,
Στα όρη του φόβου μου αναρριχώμαι:
Ψηλά, ένας βράχος κάθετος και καφτερός. Σπηλιές καθόλου,
Μήτε και διάσελο, ούτε νερό. Με αφορμή επινοημένη,
Σύντομα πέφτω πάνω σε χαμηλότερη κορυφή λαχανιασμένος,
Φρεσκάροντας την κούρασή μου με λάθη που επιδεικνύουν
Μία ζωή που έχουν κλέψει κι έχουνε τελειοποιήσει.

Να αναρριχηθώ μαζί σου ήταν εύκολο σαν τάμα.
Φθάσαμε στην κορυφή δίχως να πεινάσουμε καθόλου,
Όμως ήταν τα μάτια που ατενίζαμε, όχι η θέα,
Τίποτα άλλο δεν βλέπαμε από εμάς τους ίδιους, ζαβούς, χαμένους,
Επανελθόντες στην ακτή, το πλούσιο εσωτερικό ακόμη
Άγνωστο: ο έρως έδωσε την δύναμη, μα έκλεψε την επιθυμιά.


Μετάφραση Γιώργος Λυκοτραφίτης


Πηγή:https://www.poiein.gr/2008/08/01/whauden-onssa-dhiethiaoa-iaouonaoc-adhssiaoni-aethnaio-eoeionaossoco/

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Sidney Keyes - Ποιητής πολέμου




Είμαι ο άνθρωπος που αναζητούσα την ειρήνη και βρήκα
Τα μάτια μου στο συρματόπεγμα,
Είμαι ο άνθρωπος που ψαχούλευα τις λέξεις και βρήκα
Στο χέρι μου ένα βέλος καρφωμένο.
Είμαι ο χτίστης που οι στέρεοι τοίχοι του ζώνουν
Μια γη γλιστερή.
Σαν αρρωστήσω ή τρελλαθώ
Μη με περιγελάτε και μη μ' αλυσσοδένετε·
Σαν θα πλησιάζω τον άνεμο
Μη με ρίχνετε χάμω·
Μ' όλο που η όψη μου είν' ένα βιβλίο καμμένο
Και μια ερειπωμένη πολιτεία.

μτφ. Κλείτος Κύρου

[πηγή: Ανθολογία της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 51]

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

William Shakespeare - Μάκβεθ (Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πέμπτη)


Ο Αγγελιοφόρος βγαίνει κι η Λαίδη Μάκβεθ μονολογεί


Κι ο κόρακας ακόμη είναι βραχνός που κράζει μηνώντας τον μοιραίο ερχομό του Ντόνκαν

στο δικό μου τόν πύργο ! — Ελάτε, πνεύματα, σεις που τους φονικούς βοηθάτε στοχασμούς μου αλλάξτε το γυναίκειο φυσικό μου,

κι απ’ την κορφή ως τα νύχια πλημμυρίστε με

με τρομερή ασπλαχνία ! Το αίμα μου πήξτε ! φράξτε τόν κάθε δρόμο

προς τη συνείδησή μου, ώστε η συμπόνια

να μην ταράξει τους φριχτούς σκοπούς μου,

μηδέ να βάλει ειρήνη ανάμεσα στην πράξη

και σ’ αυτούς ! Στα γυναίκεια μου ελάτε τα στήθια και βάλτε τους χολή για γάλα, ω εσείς

μεσίτες του θανάτου, όπου κι αν είστε

με την αέρινην ουσία σας και δουλεύετε

τον όλεθρο τού κόσμου... Έλα, μαύρη νύχτα,

και μες στους πιο πυκνούς τής Κόλασης τυλίξου καπνούς, για να μη δει το κοφτερό μαχαίρι μου την πληγή που θανοίξει,

και μήτε ο ουρανός να με κοιτάξει

μέσ’ απ’ του σκοταδιού το καταπέτασμα

και κράξει : «Στάσου ! στάσου !». 


Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ 


William Shakespere - Ρωμαίος και Ιουλιέτα (Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη)



Καλπάστε, ω φλογοπόδαρα άτια, τρέξτε γοργά στην κατοικία του Φοίβου. Τώρα θάπρεπε νάχατε οδηγό το Φαέθοντα,
να σας ρίξει μ’ ορμή κατά τη Δύση,
και να φέρει μεμιάς πάνω στη γη
την καταχνιά τής νύχτας.
Άπλωσε το πυκνό σου παραπέτασμα,
νύχτα, προστάτρια της κρυφής αγάπης,
και κλείσ’ τα μάτια του κάθε διαβάτη,
για να μπορέσει ο Ρωμαίος να πετάξει
στην αγκαλιά μου, δίχως να τον δει κανείς και να τον μαρτυρήσει. Όσοι αγαπιούνται μπορούνε, στου έρωτά τους την ιερή
γιορτή, να βλέπουν με της ομορφιάς τους μόνο το φως. Ή αν είναι, καθώς λένε,
ο έρωτας τυφλός, τότε ταιριάζει
πιο καλά με τη νύχτα. Ω, έλα νύχτα,
σοβαρή και σεμνή, μαυροντυμένη βασίλισσα, και μάθε με
πώς να χάσω κερδίζοντας σ’ ένα παιχνίδι
που παίζεται για δυο παρθενικές
αμόλυντες καρδιές.
Σκέπασε με το μαύρο σου μαντύα
το τρομαγμένο μου αίμα που φτεροκοπάει γοργά στο πρόσωπό μου, ώσπου ο άμαθος και δειλός έρωτάς μου
ν’ αναθαρρέψει και να βλέπει αγνότητα μονάχα στης πιστής αγάπης τα έργα.
Αχ, έλα νύχτα ! έλα, Ρωμαίο ! έλα εσύ
μέρα μέσα στη νύχτα ! Γιατί θάσαι,
στης νύχτας τα φτερούγια απάνω, πιο άσπρος απ’ το χιόνι στη ράχη ενός κοράκου.
Έλα, νύχτα γλυκιά, έλα πονόψυχη μαυροματούσα νύχτα δώσ’ μου το Ρωμαίο. 

Μετάφραση: Κ. Καρθαίος

William Shakespeare - Ρωμαίος και Ιουλιέτα (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη. )

Η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι απευθύνεται στον Ρωμαίο. 


Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου, Αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει

την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω.

Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα

τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε

οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω.

Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις, μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας

γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης.

Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι

θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε

θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σου λέω «όχι»,

ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω.

Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ’ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη, εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι ίσως

θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με,

θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν

πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν.

Θάπρεπε να δειχτώ κι εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα,

τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω,

κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο

συχώρεσέ με, κι αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου

που έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι. 


Πηγή: Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

William Shakespeare - Σονέτο 153

 Sonnet 153

Cupid laid by his brand and fell asleep,
A maid of Dian’s this advantage found,
And his love-kindling fire did quickly steep
In a cold valley-fountain of that ground:
Which borrowed from this holy fire of Love,
A dateless lively heat still to endure,
And grew a seeting bath which yet men prove,
Against strange maladies a sovereign cure:
But at my mistress’ eye Love’s brand new-fired,
The boy for trial needs would touch my breast,
I sick withal the help of bath desired,
And thither hied a sad distempered guest.
But found no cure, the bath for my help lies,
Where Cupid got new fire; my mistress’ eyes.
**
Σονέτο 153

Κοιμήθη ο Έρως κι είχε τον πυρσό του πλάι·
νύφη της Διάνας βρήκε ευθύς την ευκαιρία
και πάει την ποθοανάφτρα φλόγα τη βουτάει
σε μια πηγή που ’τρεχε στην κοιλάδα κρύα.
Μα πήρε αυτή απ’ τη θεία του έρωτα φωτιά
θέρμη αιώνια και πάντα ζωντανή
κι έγινε μια θερμοπηγή που ’ναι γιατρειά
γι’ αρρώστιες σπάνιες. Μα ο Έρως το δαυλί
ξανάναψε απ’ τα μάτια της καλής μου κι ίσα
το δοκίμασε ο μάγκας πάνω στην καρδιά μου
κι αρρώστησα· ελεεινός από ερωτιάρα λύσσα
πάω στη θερμοπηγή για να βρω την υγειά μου,
μα τίποτα, τα μάτια της μόνη γιατρειά,
εκεί απ’ όπου ο Έρως παίρνει νέα φωτιά.

Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας, Βούλα Δαμιανάκου

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

D. H. Lawrence - Θύμηση της σελήνης


Σαν πέσει η σελήνη στο αίμα ενός ανθρώπου
λευκή κι αβέβαιη, όπως στα μαύρα νερά ενός λιμανιού
να τρέμουν τα κομμάτια της και στα πλευρά του να χτυπά –
τότε ο γεμάτος θόρυβο, βρώμικος κόσμος της μέρας
δεν υπάρχει πια κι ούτε ποτέ υπήρξε αληθινά•
μα αντίθετα
αυτή η υγρή λευκή μαρμαρυγή
συσπάται και τραβιέται χτυπώντας, γλείφοντας μέσα βαθιά, ασημένια τα πλευρά του
την ψυχή του που ’ναι σκοτεινός ωκεανός εντός του.
Και στο τίναγμα του λευκού μαστιγίου της σελήνης
θαλάσσια ζώα στο νερό γέρνουν λοξά κι αστράφτουν φωτεινά
σε αγνή λάμψη οργής, οργής κάτω απ’ τη θάλασσα
στο φτηνό, μηχανοκίνητο της βρώμικης μέρας διάβα
που βρώμικο άφησε στη θάλασσα αφρό, ακόμα και τη νύχτα.

D. H. Lawrence, Ποιήματα, μτφρ. Κώστας Ιωάννου, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, Μάρτιος 1997, σ. 95.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Percy Shelley - Υπεράσπιση της Ποίησης (απόσπασμα)


Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ είναι διττή. Δημιουργεί κατ’ αρχάς νέα αντικείμενα γνώσης, δύναμης και ευχαρίστησης, για να τα συνθέσει κατόπιν μ’ ένα διαφορετικό ρυθμό και τάξη, σύμφωνα δηλαδή με το αγαθό και την ομορφιά. Η καλλιέργεια, ωστόσο, της ποίησης παραμελείται εντελώς σε περιόδους όπου το εγώ και το συμφέρον κυβερνούν, οπόταν η συσσώρευση υλικών αγαθών της εξωτερικής ζωής υπερκαλύπτει την εσωτερική φύση του ανθρώπου. Τότε το σώμα γίνεται αφάνταστα βαρύ και η πνοή που το αφυπνίζει χάνεται.
Κάτι άλλο πραγματικά θεϊκό είναι η ποίηση. Πυρήνας συνάμα και περιφέρεια της γνώσης. Αυτή αφομοιώνει όλη την επιστήμη και σ’ αυτήν η επιστήμη όλη αναφέρεται. Ρίζα μαζί κι ανθός κάθε σκέψης. Από αυτήν πηγάζουν όλα και αυτή τα πάντα κοσμεί. Εάν κάποτε λείψει, ο κόσμος όλος θα χαθεί από ουρανική ασητεία. Γιατί η ποίηση είναι η τέλεια και ακριβής στιγμή, ο ροδαμός των πραγμάτων• η απόλυτος ομορφιά που μπορεί να διαρκέσει επ’ άπειρον.

(Percy Shelley 4 Αυγούστου 1792, Χόρσαμ, Ηνωμένο Βασίλειο -8 Ιουλίου 1822, Lerici, Ιταλία)

Σέλλεϋ, «Υπεράσπιση της Ποίησης», απόδοση Ιουλίτα Ηλιοπούλου, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, Δεκέμβριος 1996, σσ. 76-77


Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

William Shakespeare - Σονέτο 23


Σαν άβγαλτος ηθοποιός πάνω στη σκηνή

Που από το φόβο του τα λόγια του μπερδεύει

Ή σα θηρίο άγριο, γεμάτο οργή, 

Που η δύναμή του την καρδιά του σακατεύει∙

Όμοια κι εγώ, δειλιάζοντας πολύ, ξεχνώ 

Τα λόγια στης αγάπης την ιεροτελεστία∙

Κι απ’ της αγάπης την ορμή πώς ξεψυχώ,

Λυγίζω απ’ της αγάπης μου την εξουσία.

Όμως πιο εύγλωττοι οι στίχοι ας γραφτούν, 

Κήρυκες σιωπηλοί για όσα η καρδιά προφέρει

Κι εκλιπαρούν γι’ αγάπη κι ανταμοιβή ζητούν,

Ω, πιο πολύ κι απ’ το πολύ που η γλώσσα ξέρει.

      Της σιωπηλής αγάπης μάθε τη γραφή∙

       Σαν με τα μάτια ακούει η αγάπη είναι σοφή.


Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

John Keats - Ωδή στη Μελαγχολία


Μη! Μην πας στη Λήθη και μην ζητάς το στάλαγμα

Τ’ Ακόνιτου να πιεις. Στο γαλανό σου μέτωπο

Φιλί του Στρίχνου μη δεχτείς ποτέ - κι ας είναι

Εκείνος άλικο της Περσεφόνης δώρο,

Αλήθεια με καρπούς Ιτάμου θες να φτιάξεις Κομπολόι; Α, τη θλιμμένη σου ψυχή!

Μα πως αντέχεις τριζόνι του θανάτου να τη δεις

Ή πεταλούδα νεκρική και μες στις χώρες της Λύπης

Το μοιρολόι του γκιώνη να ‘χεις συντροφιά;

Φυλάξου τώρα ! Γιατί θα ‘ρθει αχνόθωρος ίσκιος πάνω στη σκιά

Και την ασίγητη αγωνία της ψυχής θα πνίξει …


Αλλ΄ όταν ο ζόφος γείρει της μελαγχολίας

Κι έξαφνα από τους ουρανούς το δακρυσμένο σύννεφο κυλήσει

Τα λιπόθυμα τινάζοντας των λουλουδιών κεφάλια, και τους πράσινους

Λόφους σκεπάζοντας, με τ’ Απριλιού το νεκρικό σεντόνι

Τότε τη θλίψη σου χόρτασε, με τη δροσιά του πρωινού τριαντάφυλλου,

Ή πάνω στο ουράνιο τόξο, που με το κύμα σπάζει στ΄ ακρογιάλι

Ή ακόμη πέρα στο βασιλικό της παιωνιας πλούτο

Κι αν την αγαπημένη σου μια μέρα, έξαλλη δεις από θυμό

Το τρυφερό της χέρι αιχμαλώτισε - άσε τη να λυσσομανά

Κι εσύ πιες – πιες ως το τελος – τη φλόγα που καίει βαθιά

Στα σμαράγδινα μάτια της


Ζει με την Ομορφιά η Μελαγχολία - την Ομορφιά

Που πρέπει να πεθάνει. Και τη χαρά που πάντα

Το χέρι στα χείλη της έχει κι είναι έτοιμη να πει: αντίο.

Εκεί κοντά της Ηδονής ο πόθος - μα φαρμάκι γυρίζει

Την ίδια στιγμή που αχόρταγα πίνει το μελίρρυτο στόμα.

Α, ναι! Μες στο ναό της Ηδονής, τ’ αληθινό της ιερό

Η πεπλοφόρος Μελαγχολία έχει κεντήσει.

Κι είναι απ’ όλους αθέατη - παρεκτός και αν κάποιου η αδάμαστη γλώσσα

Της Χαράς το σταφύλι να σπάσει μπορεί

Στον κρουστό του ουρανίσκο επάνω.

Αλλά τότε, η πανίσχυρη θλίψη της μεμιάς θ’ αναρπάσει

την ψυχή του

Κι εκεί ψηλά, καταμεσής στ’ αραχνιασμένα της τρόπαια, θα κρεμαστεί!


John Keats (31 Οκτωβρίου 1795 - 23 Φεβρουαρίου 1821)

(Μετάφραση: Κώστας Μπουρναζάκης)

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

W. H. Auden - Η Ασπίδα του Αχιλλέα



Ο Ήφαιστος ο οπλουργός με τα σφιγμένα χείλη
χωλαίνοντας έφυγε πέρα,
γοερή κραυγή έβγαλε η Θέτις
μες απ' τα στήθη της τα λαμπερά
γι' αυτό που σφυρηλάτησε ο θεός
το άλκιμο παιδί της να καλοκαρδίσει,
τον αδυσώπητο αντροφονιά Αχιλλέα
που λίγες μέρες είχε για να ζήσει."


Γ. Χ. Ώντεν, "Η ασπίδα του Αχιλλέα", εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Ερρίκος Σοφράς, Αντίποδες 2020.

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

William Shakespere - Δύο Σονέτα

 Σονέτο XV

Όταν κοιτώ πως κάθε τι που μεγαλώνει
μόνο για μια στιγμή στο τέλειο μένει,
και πώς το σύμπαν τούτο εικόνες μόνο κλείνει
που μυστικά τα αστέρια τις επηρεάζουν˙
όταν κοιτώ πώς οι άνθρωποι είναι σαν λουλούδια
που ο ίδιος ουρανός τα ζει και τα σκοτώνει,
κομπάζουν για την ομορφιά τους και πεθαίνουν,
κ η μικρούλα τους θέση χάνεται από τη μνήμη˙
η σκέψη τότε της αστάθειας αυτής
αντίκρυ μου σε στήνει πάμπλουτο από νιάτα,
ενώ η φθορά κι ο σπάταλος Καιρός πασχίζουν
της νιότης σου τη μέρα να την κάμουν νύχτα.
Κι εγώ, σε πόλεμο με τον Καιρό για σένα,
απ΄ την αρχή σμιλεύω εκείνα που σου παίρνει.
~!*~!*~!*
Σονέτο XVIII
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απλότητα και χάρη∙
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.
Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη∙
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.
Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του∙
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!
Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.
[Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου]


William Shakespeare (1564 - 1616), Σονέτα, Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση, Στυλιανός Αλεξίου. Τρίτη Αθήνα: Εκδόσεις Στιγμή 2021.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

W. H. Auden - Προσφυγικό μπλουζ

 ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ


Πες πως η πολη αυτη εχει δεκα εκατομμυρια ψυχες
αλλοι ζουνε σε μεγαρα,αλλοι σε τρυπες μικρες
κ ομως δεν εχει θεση για μας,αγαπη μου,δεν εχει θεση για εμας.

Ειχαμε καποτε μια πατριδα κ μας φαινονταν ολα καλα,
ψαξε μεσα στον ατλαντα κ θα την εβρεις κειδα
τωρα να παμε εκει δεν μπορουμε,αγαπη μου,να παμε εκει δεν μπορουμε

Στο κοιμητηρι του χωριου ενα σμιλαγκι μεγαλωνει
καθε ανοιξη απ'την αρχη μες στο ανθος φουντωνει
τα παλια διαβατηρια δεν μπορουν να το κανουν,αγαπη μου,δεν μπορουν να το κανουν

Ο προξενος ειπε χτυπωντας το γραφειο του εμπρος
"Αν δεν εχεις το διαβατηριο,τυπικα θεωρεισαι νεκρος"
ομως να που ακομα ζουμε,αγαπη μου,να που ακομα ζουμε

Πηγα σε μια επιτροπη,εκατσα να ξαποστασω
με παρακαλεσαν ευγενικα του χρονου να ξαναπερασω
ομως σημερα που θα παμε,αγαπη μου,σημερα που θα παμε;

Ηρθα σε μια συγκεντρωση'σηκωθηκε ο ομιλητης να πει
"Αν τους αφησουμε να μπουν,θε να μας κλεψουν το ψωμι"
Μιλουσε για σενα κ για μενα,αγαπη μου,για σενα κ γιο μενα

Σαν ν'ακουσα μπουμπουνητα στα ουρανια να κατρακυλουν
ηταν ο Χιτλερ στην Ευρωπη,που ελεγε "Πρεπει να εξοντωθουν"
Α,μας ειχε στο νου του,αγαπη μου,μας ειχε στο νου του

Ειδα μια σκυλιτσα που φορουσε μια ζακετα κουμπωμενη,
ειδα μια πορτα ολανοιχτη κ μια γατα να μπαινει:
ομως δεν ηταν Γερμανοεβραιοι,αγαπη μου,δεν ηταν Γερμανοεβραιοι

Τραβηξα στο λιμανι,στο μωλο σταθηκα μπροστα,
ειδα τα ψαρια να τρεχουν στο νερο,δε ζουνε στη σκλαβια:
μολις τρια μετρα μακρυα μου,αγαπη μου,τρια μετρα μακρυα μου

Περπατησα σ'ενα δασος,ειδα στα δενδρα τα πουλια'
δεν ειχανε πολιτικους κ κελαηδουσαν χαρωπα:
δεν ηταν ανθρωποι σαν κ μας,αγαπη μου,δεν ηταν σαν κ μας

Στον υπνο μου ονειρευτηκα χιλιωροφα κτιρια
με χιλιες πορτες κ χιλια παραθυρια
ουτε ενα δεν ηταν δικο μας,αγαπη μου,δεν ηταν δικο μας

Σταθηκα μες στο χιονι που 'πεφτε σε μια ανοιχτη πεδιαδα
δεκα χιλιαδες στρατιωτες βαδιζαν στην αραδα:
Ψαχναν για μας τους δυο,αγαπη μου,ψαχναν για μας τους δυο

Μετάφραση: Κλείτος Κύρου


                           REFUGEE    BLUES

Say this city has ten million souls,
some are living in mansions,some are living in holes:
yet there's no place for us,my dear,there's no place for us

Once we had a country and we thought it fair,
look in the atlas and you'll find it there:
We cannot go thera now,my dear,we cannot go thera now

In the village churchyard there grows an old yew
every spring it blossoms anew:
old passports can't do that,my dear,old passports can't do that

The consul banged the table and said
"If you've got no passport,you're officially dead"
But we're still alive,my dear,but we are still alive

Went to a comitte,they offered me a chair
asked me politely to return next year
but where shall we go today,my dear,but where shall we go today?

Came to a public meeting,the speaker got up and said
"If we let them in,they will steal our daily bread"
he was talking of you and me.my dear,he was talking of you and me

Thought i heard the thunder rumbling in the sky
it was Hitler over Europe,saying,"they must die"
O we were in his mind,my dear,O we were in his mind

Saw a puddle in a jacket fastened with a pin
saw a door opened and a cat let in:
Βut they weren't Geman Jews,my dear,but there weren't German Jews

Went down the harbour and stood upon the quay
saw the fish swimming as if they were free:
only ten feet away, my dear,only ten feet away

Walked through a wood,saw the birds in the trees
they had no politicians and sang at their ease:
they weren,t the human race,my dear,they weren't the human race

Dreamed i saw a building with a thousand doors
a thousand windows and a thousand doors:
not one of them was ours,my dear,not one of them was ours

Stood on  a great plain in the falling snow
ten thousand soldies marched to and fro:
looking for you and me,my dear,looking for you and me

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Alice Oswald- Μνημείο πεσόντων (απόσπασμα)

 Όπως ένας άντρας έβαλε βέργα ελιάς στη γη

Και την πότισε κι η βέργα έγινε κύμα

Έγινε βίτσα ραχοκοκαλιά κορώνα

Έγινε του ανέμου λεξικό 

Μπορούσε να προφητεύει

Έγινε κάρο ταλαντευόμενο φορτωμένο άνθη

Κι έπειτα μια θύελλα ήρθε μαινόμενη

Κι έγινε δέντρο τσακισμένο εκριζωμένο

Έγινε από ξύλα ένας σωρός σε έρημο χωράφι.


Alice Oswald «Μνημείο πεσόντων», Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Μελάνι

Alice Oswald - Μνημείο Πεσόντων (αποσπάσματα)

 Όπως τα φύλλα ποιός θα μπορούσε να γράψει μια ιστορία

των φύλλων

Ο άνεμος σκορπίζει τα φαντάσματά τους στο έδαφος

Κι η άνοιξη αναπνέει νέα φύλλα μες στα δάση

Χιλιάδες ονόματα χιλιάδες φύλλα

Όταν τα θυμάσαι να θυμάσαι αυτό

Νεκρά σώματα είναι η καταγωγή τους

Που δεν βαραίνουν παραπάνω από τα φύλλα»


[...]


Όπως τον Ιούνιο

Μια παπαρούνα που τη σφυροκοπά η βροχή

Γέρνει το κεφάλι της

Έτσι ακριβώς είναι

Όταν παραδιδεται ο λαιμός του ανθρώπου


Και ο χαλκινος κάλυκας του κράνους του

Γέρνει το κεφάλι του.


[...]


«Της Αθηνάς ο αγαπημένος ΦΕΡΕΚΛΟΣ γιος του Άρμονα

Στα χέρια επιδέξιος όσο λίγοι κι από μακριά γενιά τεχνίτη

Αυτός ήταν που έφτιαξε του Πάρη τον καταραμένο στόλο

Πού να το ξέρει πώς ήταν καράβι θανάτου για τον ίδιο»


«Προσευχόταν κάθε πρωί την ίδια προσευχή

Θέε μου σε παρακαλώ τη θέση μου σεβάσου

Προστάτεψε του γιούς μου ΦΗΓΕΑ και ΙΔΑΙΟ


Ηρέμησε τα άλογα τους σήκωσέ τους

Από τη μάχη ανάλαφρα σαν να’ταν στάχτη

Ο Ήφαιστος τον άκουσε μα δεν μπορούσε

Να συγκρατήσει αυτά τα αγόρια τα άγρια

Που κάλπαζαν μέσα στη μάχη τόσο γρήγορα

Συνάντησαν ένα ιπτάμενο δόρυ

Και σαν την πόρτα του ασανσέρ που κλείνει

Ο ανεξήγητος Ήφαιστος

Άρπαξε τον έναν τους

Και ο άλλος πέθανε.


Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά


Πηγή: https://popaganda.gr/


Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Malcolm Lowry - [άτιτλο]

Προσευχήθηκα να πω μία λέξη τόσο απλή

Σαν την μαργαρίτα. Έψαξα τόσο πολύ

Για να μιλήσω για αυτό το λουλούδι που η αγαθότητα δημιούργησε,

Ή να αναδημιουργήσω την μαργαρίτα σε τραγούδι…

Αλίμονο, το τραγούδι μου και πάλι μεγάλο,

Επομένως, ξανά, ηττήθηκα.


Μετάφραση:  Χ. Αγγελακόπουλος

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

William Blake – Μια αξιομνημόνευτη φαντασίωση

 Καθώς περπατούσα ανάμεσα στις φλόγες της κόλασης, γοητευμένος από τις απολαύσεις του Πνεύματος, που οι Άγγελοι θεωρούν μαρτύριο και παραφροσύνη, συνέλεξα μερικές από τις Παροιμίες τους· με τη σκέψη ότι όπως τα γνωμικά ενός λαού φωτίζουν τον χαρακτήρα του, έτσι και οι Παροιμίες της Κόλασης φανερώνουν τη φύση της Δαιμονικής σοφίας καλύτερα από οποιαδήποτε περιγραφή κτηρίων ή ενδυμάτων.

Όταν επέστρεψα: στην άβυσσο των πέντε αισθήσεων, όπου ένα απόκρημνο βάραθρο στέκει απειλητικό πάνω από τον παρόντα κόσμο, είδα έναν παντοδύναμο Διάβολο τυλιγμένο σε μαύρα σύννεφα, να περιφέρεται στην άκρη του βράχου και με διαβρωτικές φλόγες να γράφει τον ακόλουθο λόγο που συνέλαβε ο νους των ανθρώπων, και τώρα διαβάζεται απ’ αυτούς στη γη:

Πώς ξέρεις αν κάθε πουλί που σκίζει τους δρόμους τ’ ουρανού

Δεν είναι ένας απέραντος κόσμος ηδονής, περίκλειστος στις πέντε σου αισθήσεις

Απόσπασμα από το βιβλίο Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Philip Edward Thomas - Θα έρθεις;


Θα έρθεις;
Θα έρθεις;
Θα ιππεύσεις
τόσο αργά
στο πλευρό μου;
Ω, θα έρθεις;
Θα έρθεις;
Θα έρθεις;
Aν η νύχτα έχει
ένα φεγγάρι,
ολόκληρο και φωτεινό;
Ω, θα έρθεις;
Θα ερχόσουν;
Θα ερχόσουν;
Εάν το μεσημέρι έδινε φως,
όχι το φεγγάρι;
Όμορφη, θα ερχόσουν;
Θα είχες έρθει;
Θα είχες έρθει
χωρίς να περιφρονείς,
Αν ήταν
ακόμη πρωί;
Αγαπημένη, θα είχες έρθει;
Αν είναι να έρθεις
Βιάσου κι έλα
Οι κουκουβάγιες έκλαψαν'
Σκοτεινιάζει
για να ιππεύσεις.
Αγαπημένη, όμορφη, έλα.
Μεταφράζει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

Πηγή: http://www.vakxikon.gr/%ce%bd%ce%ad%ce%b5%cf%82-%ce%bc.../