Καλπάστε, ω φλογοπόδαρα άτια, τρέξτε γοργά στην κατοικία του Φοίβου. Τώρα θάπρεπε νάχατε οδηγό το Φαέθοντα,
να σας ρίξει μ’ ορμή κατά τη Δύση,
και να φέρει μεμιάς πάνω στη γη
την καταχνιά τής νύχτας.
Άπλωσε το πυκνό σου παραπέτασμα,
νύχτα, προστάτρια της κρυφής αγάπης,
και κλείσ’ τα μάτια του κάθε διαβάτη,
για να μπορέσει ο Ρωμαίος να πετάξει
στην αγκαλιά μου, δίχως να τον δει κανείς και να τον μαρτυρήσει. Όσοι αγαπιούνται μπορούνε, στου έρωτά τους την ιερή
γιορτή, να βλέπουν με της ομορφιάς τους μόνο το φως. Ή αν είναι, καθώς λένε,
ο έρωτας τυφλός, τότε ταιριάζει
πιο καλά με τη νύχτα. Ω, έλα νύχτα,
σοβαρή και σεμνή, μαυροντυμένη βασίλισσα, και μάθε με
πώς να χάσω κερδίζοντας σ’ ένα παιχνίδι
που παίζεται για δυο παρθενικές
αμόλυντες καρδιές.
Σκέπασε με το μαύρο σου μαντύα
το τρομαγμένο μου αίμα που φτεροκοπάει γοργά στο πρόσωπό μου, ώσπου ο άμαθος και δειλός έρωτάς μου
ν’ αναθαρρέψει και να βλέπει αγνότητα μονάχα στης πιστής αγάπης τα έργα.
Αχ, έλα νύχτα ! έλα, Ρωμαίο ! έλα εσύ
μέρα μέσα στη νύχτα ! Γιατί θάσαι,
στης νύχτας τα φτερούγια απάνω, πιο άσπρος απ’ το χιόνι στη ράχη ενός κοράκου.
Έλα, νύχτα γλυκιά, έλα πονόψυχη μαυροματούσα νύχτα δώσ’ μου το Ρωμαίο.
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου