Φοινικιά
Ύστερα από μακρύ πηγαιμό ο Τηλέμαχος
ανακάλυψε τον τάφο του Οδυσσέα στην Πύλο,
ξέθαψε ευλαβικά τα οστά, τα ράντισε με κρασί
τα κάπνισε με φύλλα δάφνης, προσκύνησε.
Το ταξίδι είχε τελειώσει. Η αφήγηση κόπηκε
εκεί που μια βασιλική φοινικιά σκορπίζει τον άνεμο
στους τέσσερις ορίζοντες με τα πυκνά κλαδιά της.
Ο κορμός της είναι μία κολόνα δωρική.
Κάτω από τη σκιά της φοινικιάς ο Τηλέμαχος
έστρωσε το χώμα για τον δικό του τον τάφο,
κτερίσματα το σπαθί του Οδυσσέα, τα δόντια.
Άνοιξε το σημειωματάριο, βούτηξε
το κόκαλο του πατέρα του στο μελάνι·
έγραψε: Εδώ αρχίζει της ζωής μου το τέλος.
Πρεσβυωπία
Μετά τα σαράντα όλα είναι ίδια:
ένας σκύλος έρχεται να χορέψει γύρω απ’ τα πόδια σου στην άμμο
όπως κι εχθές – όλα είναι όμοια με τα περσινά, αλλοιωμένα μόνο
απ’ την όψη των ματιών σου που βλέπουν λιγότερα
κι εσύ δεν έχεις γίνει σοφότερος, λευτερωμένος από φόβο
στωικός, υπομονετικός ή μειλίχιος.
Στην περσινή φωτογραφία δυσκολεύεσαι να διακρίνεις
εάν αυτά που βλέπεις είναι μανταρίνια ή πορτοκάλια,
και στο χαρτί τα γράμματα που διαβάζεις είναι υγρά:
αδύνατο να καταλάβεις.
Με μια κίνηση μπορείς να τα χαλάσεις όλα
από αμηχανία ή πείσμα.
Έχεις μια εμμονή να σκέπτεσαι το ίδιο μοτίβο,
το κόκκινο χώμα και το παραγινωμένο αχλάδι
το στήθος της γοργόνας στο ψηφιδωτό και το χρυσό τσαμπί
το γλίστρημα του ήλιου στις θαλάσσιες σπηλιές.
Κι όταν στο τέλος γράφεις για να μην ξεχάσεις και να μη σε ξεχάσουν
κρατάς τη σελίδα σε απόσταση για να μπορέσεις να δεις, και διαβάζεις:
Υπάρχουν άπειρα μέρη του κόσμου όπου δεν πρόκειται να πεθάνω
κι υπάρχουν όλα τα μέρη του κόσμου
όπου δεν πρόκειται ν’ αναστηθώ.
Δέντρα τον χειμώνα
Όταν βλέπω τα δέντρα σκέπτομαι τον πατέρα
που τέντωσε το κορμί του να μυρίσει την παγωνιά,
τα χέρια του λυγισμένα κλαδιά, τα πέλματα ριζωμένα
εάν φυσούσε εκείνη την ώρα μια ριπή θα τον θέριζε.
Ποιος έχει τη γνώση ν’ αγκαλιάσει έναν γηραλέο κορμό
να παραμερίσει τη δέντρινη μοναξιά, να ξεχωρίσει
τα ξεραμένα φύλλα
απ’ τις ξερές παλάμες, τις ξεχωμένες ρίζες απ’ τη σκαμμένη γη;
Τα δέντρα είναι μια εποχή από μόνα τους.
Μούσα του κανενός
Δεν ήταν έγκλημα ήταν αγάπη:
κατάπια δυο τόμους και μια βιβλιοθηκάριο.
Έφαγα τη μούσα του κανενός, τον κορμό μιας οξιάς.
Ας αναπαύονται στα κύτταρα και τους αδένες μου.
Τα μάτια της δυο καταπράσινοι σάπφειροι,
η γεύση της ένα ολοστρόγγυλο βότσαλο.
Το χαρτί και τα δάχτυλα έδιναν
την εικόνα της πιο σπάνιας ποίησης.
Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει αγάπη:
η πείνα του ποιητή για μελάνι και δέρμα·
ο θρίαμβος της γλώσσας και των δοντιών,
τροφή, η ανάγκη μας για τον άλλο.
Κάποιος να πει
Κάποιος να είναι εδώ. Κάποιος
να μας σηκώνει το μαξιλάρι.
Κάποιος ν’ αφήσει κάτι για μας
όταν δεν θα είναι εδώ.
Κάποιος να φύγει πριν από εμάς
ή μετά από εμάς.
Κάποιος να στρώσει το τραπέζι.
Να φάει το φαγητό που αγαπάμε.
Να χύσει λίγο κρασί στο χώμα για μας.
Κάποιος να μας πει πως και το τέλος, όταν έλθει,
θα περάσει σαν όλα τ’ άλλα.
Πέτρα του φεγγαριού
Κανένας δεν μαρτυρεί για το τέλος. Για την ακροτελεύτια σκέψη.
Κανείς δεν την αφηγείται. Γνωρίζουμε τι έγινε πριν
και που πάμε μετά. Ότι μεγαλώνουμε μαζί με παιδιά
ότι το δέρμα μας πεθαίνει χωρίς το αίμα, ότι θα ζήσουμε
μέσα στη λήθη των άλλων. Ποια θα είναι η τελική εικόνα
όμως κανείς δεν γνωρίζει, ποιες λέξεις θα παντρευτούν
για να δώσουν μια σκέψη σ’ ένα μυαλό με αγγεία που σκάνε.
Είναι μια συμφωνία ανάμεσα στον ουρανό και το σώμα:
για ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού η σκέψη μας γίνεται
γραφή στο εσωτερικό μιας πέτρας του φεγγαριού,
τα πνευματικά δικαιώματα περνούν στο σύμπαν.
Ευχή
Άλλοι φεύγουν γλιστρώντας απ’ το κατάστρωμα ενός καραβιού
κι άλλοι με τα μάτια στο ταβάνι ένα ξημέρωμα μόνοι,
άλλοι την ώρα του ύπνου κι άλλοι με μια σφαίρα στο στήθος.
Όλοι γνωρίζουν πού πηγαίνουν μα όχι γιατί
δεν αναχωρήσαν νωρίτερα ή δεν στάθηκαν λίγο παραπάνω
να σκαλίζουν με το τακούνι τους τα ξερά φύλλα
ή να σχεδιάζουν αδέξιους χάρτες μ’ ένα μολύβι
σε κιτρινισμένο τετράδιο. Και τι παίρνουν μαζί τους;
Σίγουρα αυτό το σώμα που δεν θέλει να κοιτάζει κανείς
κι όλα του τα υπάρχοντα: παλιές ανάσες, ελπίδες,
δείγματα της φθοράς, δέρμα και δόντια.
Όσοι έμειναν πίσω φαντάζονται το δικό τους σενάριο
που έχει κύματα λύπης κι έναν μακρύ αποχαιρετισμό
ίσως κι έναν μισοτελειωμένο καμβά που θα ολοκληρώσει
κάποιος άλλος που ενδέχεται να κάτσει στο ίδιο παράθυρο.
Όλοι πάντως μένουν μόνοι: σε μια φωτισμένη παγόδα
ή σ’ ένα κρεβάτι που τυλίγουν οι φλόγες
κ’ ύστερα γίνεται βάρκα σ’ αμίλητα σκοτεινά νερά.
Είθε αυτή η μοναξιά να διαρκέσει μόνο για λίγο.
Πηγή: https://frear.gr/?p=31854
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου