Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Τρία ποιήματα

 
III

Χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους
σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι
γιατί η χλόη γίνεται άχυρο κι ο Αύγουστος Σεπτέμβρης. 
Έρχεται η ώρα κι οι αρχηγοί σημαίνουν υποχώρηση 
τραβιούνται πίσω τα νερά μένουν ξανά γυμνές οι ξέρες 
ανακαλούνται οι ποταμοί και τα τραγούδια των νεκρών 
«ήτανε λάθος» ο άνεμος που σήκωσε σημαίες 
- τώρα οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά
 οι λέξεις που 'βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις

...μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας 
κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν' αποφύγουμε τις σφαίρες 
κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταματήσαν να γερνούν
 χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι.


V

                                                                                 Σ.Π. 23.7.65

Κόντρα στο δακρυγόνο και στο ραδιόφωνο 
κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών 
κόντρα σε σένα και σε μένα
που θα 'μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.

Έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου
όλα χαμένα σαν τα είκοσί μου χρόνια
κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο
 παίρνει τα στήθη που 'φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και
βρισιές
—  έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από 
άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια 
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα

έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.


VI

                                                                 τα ποιήματα των παιδικών μου φίλων

Σκαλίζοντας τις στάχτες συναντώ τα πλούσια ποτάμια που
σωπάσαν
κοιμάται η χλόη της πρώτης μας φωνής κι εγώ τη νανουρίζω
 γιατί κουράστηκε, γιατί δεν την καταλαβαίνω πιά, γιατί
κι εγώ ο ίδιος κάποτε κλείνομαι σε δυο φύλλα χαρτί και κλαίω.

Η ζωή προχωρεί με βήμα παρελάσεως 
με διορισμούς και συνοικέσια
τσαλαπατώντας τη ζωή η ζωή προχωρεί. 
Εγώ έμεινα πίσω στη μέση του δρόμου
γιορτάζοντας λησμονημένες επετείους, ξένες και δικές μου 
μαζεύοντας κάλυκες από σφαίρες και κίτρινες παλιές σελίδες

—  δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα
είν' εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις
έμεινα γαντζωμένος σε κείνο τον Αύγουστο βουλιάζοντας
 μαζί του

τώρα μες στα συρτάρια μου ανασαίνουν οι φωτιές σας 
μες στα τραγούδια μου παφλάζουνε τα 19 σας χρόνια.


Πηγή: «Ραγισμένο ταμπούρλο» (1966), Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018), Αθήνα: Πανοπτικόν, 2020.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Το όνειρο


Η αθανασία ένα θρόισμα στα φύλλα
κάτι σαν άρωμα
από γρασίδι της παλιάς πατρίδας
Εκεί είδα τους φίλους μου
-απόμακρα θαμπά χαμόγελα
μια μουσική βραχνής ασπρόμαυρης ταινίας
Τους μίλησα και μου μίλησαν
δεν ήξεραν πως είν' αποθαμένοι
όμως εγώ
και μέσα στ' όνειρο
το ήξερα
Ποιος τώρα με ονειρεύεται και μένα
και ποιος ξυπνάει με τα δάκρυα στα μάτια;
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
30.6.12
Σημειώσεις, τχ. 76.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Θωμά Ιωάννου


Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Υπό ξένην σημαίαν [III]

 Coatzacoalcos, 1966


Έπρεπε να κάνω αυτόν το δρόμο για να σε ξαναβρώ;

καίγοντας τόσους νεκρούς σαν να μην ήτανε δικοί μου

αφήνοντας το κορμί κατά που θέλει ο άνεμος την ψυχή κατά πού

πάει το κύμα

έπρεπε λοιπόν να κάνω αυτόν το δρόμο;


Ποιος θ’ αναθρέψει τώρα απ’ την αρχή τα τρυφερά φυλλώματα

ξεσέρνοντας από τις στάχτες τα καμένα δάση

τσακίζοντας ξανά και του βοριά τα κρύσταλλα και του νοτιά

τ’ αγκάθια;


«λάμπουν ακόμα τα λόγια σου

κάθε μέρα πιο καινούργια και πιο μακρινά»

—Έπρεπε να κάνω αυτόν το δρόμο για να σε ξαναβρώ

μ’ άλλους ήλιους στα μάτια μ’ άγνωστες νύχτες στη φωνή

καίγοντας τόσους νεκρούς σαν να μην ήτανε δικοί μου

τινάζοντας από τους ώμους μου τις ήττες σαν αλαφρό

υστερόγραφο χιόνι του Μαρτίου

τινάζοντας κάθε πληγή απ’ το βλέμμα μου κάθε σκοτάδι από

το δέρμα

έπρεπε λοιπόν να κάνω αυτόν το δρόμο;


Κράτησε αγέρα την ανάσα σου ακόμα

λίγο αν φυσήξεις σβήσαν όλα

τ’ αγαπημένα γόνατα η άμμος και το φεγγάρι

λίγο αν φυσήξεις κόβεται ξανά στη μέση η ζωή μου

μισή αληθινή μέσα σ’ αυτά τα δάχτυλα

κι άλλη μισή από μελάνι και χαρτί


κράτησε αγέρα αν μπορείς

κράτησε την ανάσα σου για πάντα.


*Από τη συλλογή Υπό ξένην σημαίαν (1967) που περιλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό Ποιήματα (1962-2018), Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, Ιανουάριος 2020.


Πηγή: https://tokoskino.me/2025/05/05/%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CF%85%CF%80%CF%8C-2/?fbclid=IwY2xjawKFknpleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETE2dkRZSTdZV3JOUFFNSmhJAR5R4ddBCt28owF0fIf4eSxesOowzlzo-jbR6J6xonIPTNFhNYQO5YXT2ERVjQ_aem_-y7WNR_Pkkwbp_YtoW5WKQ




Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Από το λόφο του Στράνη


Καίγεται πάλι το Μεσολόγγι
ολημερίς κι ολονυχτίς βροντάει το κανόνι
από στεριά και θάλασσα βαρούν το καλυβάκι
Καίγεται
καίγεται το Μεσολόγγι
πεινάει και διψάει
πίνει θολό νερό και τρώγει φύκια
τρώγει ψοφίμια και ποντίκια
δεν πέφτει καίγεται το Μεσολόγγι.
Κι εμείς
από το λόφο του Στράνη ψιθυρίζουμε
«Βάστα καϋμένη Παλαιστίνη!»
πολύ σιγά και ψόφια ψιθυρίζουμε
μη μας ακούσουνε των Βρυξελλών οι Μεττερνίχοι
όμως στο μέγα πάθος του αιώνα συμμετέχουμε
νηστεύοντας τρεις μέρες το σουβλάκι.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ
περιοδικό σημειώσεις
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2024

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Δύο ποιήματα

 ΑΝΑΦΟΡΑ

                                                                              του Μάριου
 
Προκαταβάλλοντας τα χρέη της γενιάς σου
μας απαγόρευσες διαπαντός τα δάκρυα.
 
Εγώ όμως πρέπει εξάπαντος να σου γράψω
διότι δεν έχω άλλο χρόνο
διότι δεν μου απέμεινε δεκάρα τσακιστή
από τα χρυσά φεγγάρια της νιότης μας
 
διότι κουράστηκα να βλέπω τους πάντες να σε προσπερνούν
ακροποδητί
χλευάζοντας την προσήλωσή σου στην αισθητική της βρα-
δύτητας.
 
Φεύγοντας πήρες το βλέμμα σου από πάνω μου
όμως αυτοί που σε διαδέχτηκαν στην ψυχή μου
δεν κληρονόμησαν και την εξουσία σου πάνω της.
 
Και πρέπει τώρα να τα βγάλω πέρα με τους ανέμους αλλά όχι
παλεύοντας στα μαρμαρένια αλώνια
μα μπεκρουλιάζοντας στα σκαλοπάτια της Κίρκης.
 
Έτσι αφήνω το δεντράκι σου απότιστο στη βούληση
αδιάφορων κηπουρών
στο τίποτα του λιβανιού στο πουθενά της δόξας
 
διότι γέρασα και δεν αντέχω πια να διώχνω τα σκυλιά
που με κυκλώνουνε σαν έγνοιες νύχτα-μέρα.
 
Ήρθανε χρόνια δίσεχτα, πρίγκηπα
ραγίσανε τα κάστρα μας
ήρθε το μέλλον μαύρο
 
μα εσύ μας απαγόρευσες διαπαντός τα δάκρυα.

*
 
ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ ‘89
 
Οικολογική αποτέφρωση
                         φρονημάτων
-έστω λοιπόν
ας ολοκληρωθεί το μάταιο
 
να επιστρέψει το λευκό στο χαρτί
να επιστρέψει το χαρτί στο δέντρο
να ανέβει ψηλά
                  Καπνός
                                η ψυχή.

*Από το συγκεντρωτικό: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος Ποιήματα (1962-2018), Εκδόσεις Πανιοπτικόν.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Υπό ξένην σημαία


Συναντήσαμε τους δρόμους αυτούς προς δυσμάς της εφηβείας

όταν η μάχη είχε κριθεί χωρίς να χάσουμε σταγόνα αίμα

έτοιμο ήδη μας περίμενε το φέρετρο και τ’ ολοκαίνουριο κοστούμι

η χειραψία του προιστάμενου κι ο τελευταίος ασπασμός των φίλων

– τίποτα δεν αλλάζει πιά μέσα σε τούτο το τοπίο

ηλεκτρικό νεκροταφείο μ’ ευτυχισμένους νεκρούς κουρδισμένα τραγούδια

τίποτα δεν αλλάζει πιά

αποστηθίσαμε τη ζωή μας εύκολο μάθημα

ξέρουμε πού αρχίζει πού τελειώνει

(άμμος χωμένη μες στα νύχια να σε πονάει ξαφνικά σα φως που σε

ξυπνάει τη νύχτα

ριπές ανέμου μες στο ακίνητο αίμα, φάντασμα σημαίας λυγμός παλιού

χαρτιού μες στο συρτάρι

λόγια ενός ρήτορα παράκαιρου φύλλα ξερά μέσα σε πάρκα που λησμό-

νησαν την άνοιξη)

Αποστηθίσαμε τη ζωή μας, μελάνι και χαρτί

μελάνι και χαρτί

– μια ηχώ καλοκαιριού μέσα σε δέκα κούφια χρόνια

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ποιήματα και στίχοι

Όσο το κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.


Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν από τη θέση της παράδοσης, θα μπορούσαν ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα πράγματα από τους άλλους, τους προοδευτικούς τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούν απέναντι σε μια πρόοδο που αλέθει τα πάντα.


Από τη μια μεριά η μεταφυσική του χρήματος – από την άλλη η σάρκα του ροδάκινου.

Από τη μια μεριά ένα στρατσόχαρτο, μια υπογραφή, μια φούσκα – από την άλλη το χώμα, το νερό, ο ιδρώτας.

Από τη μια μεριά το επιχειρείν – από την άλλη ένας ψαράς κι η βάρκα του.

Από τη μια μεριά το νεκρό χρυσάφι – από την άλλη το ψωμί και το αλάτι.

Από τη μια μεριά ο υποθηκευμένος ουρανός, ένα παγκόσμιο μαύρο τίποτα – από την άλλη σύμπας ο κάτω κήπος.

Από τη μια μεριά ο τσιφλικάς, ο τραπεζίτης, τα στελέχη – από την άλλη ο Σάκκο, ο Βαντσέτι, ο Αντύπας.

Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.




Μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα

το δικό μας θαύμα.

Κι ας μην αγιάσαμε ποτέ.


ΑΘΗΝΑ 1936-2013

Σχεδόν ογδόντα χρόνια – είναι πολλά

αυτά που μας χωρίζουν.

Με γέννησε το Μεταξουργείο

με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια η Κεφαλλονιά

και με φανάτισε.

Σου γράφω τώρα

από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι

εγώ

ο πρώτος σου πακιστανός

ο αόρατος άνθρωπος

συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό

νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ’ ουρανού

αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας

χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη

κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω

σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα

όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου

ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου

ότι επέζησα των ονείρων μου…


Διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου· αυτό που θέλεις να ξαναβρίσκεις πάντα επιστρέφοντας. Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη σελίδα του Διονυσίου Σολωμού ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο. Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου. Η πατρίδα του Μπάιρον, η πατρίδα του Ντοστογιέφσκι, η πατρίδα του Τόμας Μαν – η πατρίδα των ανέστιων: Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου*. Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις ή αποχαιρετάς.

*Παραλλαγμένος στίχος από ποίημα του Νίκου Φωκά.


Κείμενα και στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (γεν. το 1936) – ποιητή, μεταφραστή, εκδότη και δοκιμιογράφου.

 Πηγή: http://www.verbalistes.gr/1079-2/

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Το θαύμα


μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη

 

«Μην τόν πιστεύετε» μάς είπαν

«δεν είναι άγιος είναι μάγος»

Όμως εμείς

θαλασσοβάτες κάποτε

σφογγίσαμε με πίστη τά δάκρυα τής λαμαρίνας

τή σκουριά πολεμήσαμε με τόν άνεμο

με τόν άνεμο παλεύοντας

για μιαν ένδειξη θαύματος

(κι αν κλάψαμε κάποτε

ήταν μόνο στον ύπνο μας)

Δείξαμε στο τέλος τά ρέστα μας:

μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα

– τό δικό μας θαύμα

κι ας μην αγιάσαμε ποτέ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Βαρκελώνη, 1975 [V]


 Μέσα σε τούτη τη σπηλιά
καίω τις τελευταίες μου προθεσμίες
δακρύζοντας απ’ τούς καπνούς.
 Κλεισούρα κρύο στην ψυχή επέτειος δίχως δόξα
— πώς πάνε οι άλλοι έτσι κατάστηθα στον θάνατο
πώς πνίγονται έτσι στ’ ανοιχτά;

Εγώ σταμάτησα την πολιορκία
ζεματισμένος απ’ το λάδι — παραμορφωμένος
δεν με γνωρίζουν πια οι εχθροί μου μήτε οι φίλοι μου

(θα χαρίσω το κράνος μου στα παιδάκια
να κουβαλούν άμμο και θάλασσα
χτίζοντας πολιτείες εφήμερες
ανάμεσα στα Ι.Χ. και τούς χοντρούς τουρίστες).

Ποιήματα 1962-2018, Πανοπτικόν, 2020

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ρεμπέτικο της Κούβας (1968)


Σαν αληθινό κρασί
σαν τραγούδι ψέμα
ρεματιά στον ουρανό
στο σκοτάδι αηδόνια

Σαν αληθινό κρασί
σαν ζωγραφισμένο δάκρυ
τα μάτια σου τα χείλη σου
τώρα του κόσμου η άκρη

Όνειρο στο λευκό χαρτί
έρχεσαι κι όμως φεύγεις
ρίμα γυμνή στην αγορά
αγάπη αγάπη αγάπη

Σαν αληθινό κρασί
σαν τραγούδι ψέμα
-χαμηλώνει η ζωγραφιά
χιόνισε στο αίμα.

Πηγή: Τα ποιήματα του μανδαρίνου

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Σαλπάρισμα


Ανεμίζει το μαντήλι

με δυο κόμπους δάκρυα.

Το βαπόρι είν' ένα φέρετρο που φεύγει

το λιμάνι είναι μια μεγάλη πρωινή θλίψη.


Τα νερά ξυπνάνε.

Το μουράγιο φεύγει,

ο κόσμος φεύγει

η Μαρία φεύγει,

τίποτ' άλλο...


 δημοσιευμένο στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης, Χρόνος Β', τόμος Γ', τεύχος 18, Ιούνιος 1956.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Αποσπάσματα

Πολλοί χαθήκανε σε εκείνη τη φωτιά μα οι πιο πολλοί πνιγήκανε αργότερα στη στάχτη.Όσοι επέζησαν δεν έχουν τίποτα να μας διδάξουν.

.................................................................................................................................................

Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

.................................................................................................................................................

Ποιος θ' αναθρέψει τώρα απ' την αρχή τα τρυφερά φυλλώματα ξεσέρνοντας από τις στάχτες τα καμένα δάση

..................................................................................................................................................................

ας φέγγεις τώρα τόσο μακριά στο έκτο πάτωμα. Εγώ

γιορτάζω ακόμα την επέτειο της άμμου γαντζωμένος χρόνια

και χρόνια σε κείνο τον Αύγουστο. Δεν θέλω να ξεχάσω

τίποτα – είν’ εύκολο να ξεχνάς, κι είναι σαν να πεθαίνεις.

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος -[άτιτλο]


Τόσα χρόνια μιλούσες

κι η αλήθεια τρυπούσε τα λόγια σου.

Τώρα σωπαίνεις

και το ψέμα βουίζει στη σιωπή σου.

«Κράτα πορεία!» σου φωνάζουν

καπετανέοι που χάσαν τα καράβια τους

δάσκαλοι των γλυκών νερών

διδάσκουν τώρα στους πνιγμένους την αρμύρα

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ποιήματα

 (Ι)

Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ
η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης
τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

μπουζούκι και μπετόν αρμέ -κάτω απ’ αυτή την μπότα
μεγαλώσαμε όμως θέλω να ξέρεις
δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα

μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει
χωρίς επιστροφή
από τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια.


(II)
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Δεν θέλω άλλες ειδήσεις δώσε μου μόνο μουσική
ειρήνη πόλεμος ειρήνη πόλεμος ειρήνη
-τι να τις κάνω τόσες λέξεις μεσοπέλαγα
με δέκα μίλια φεύγοντας το καλοκαίρι μας αφήνει.

Πες μου γι’ αυτούς που χάσανε τη βασιλεία των ουρανών
τον νέγρο πρίγκιπα που κλαίει για τσιγάρο
τραγούδα μου το παρελθόν το παρελθόν το παρελθόν
τον επικήδειο των δασών και τον σβησμένο φάρο.


Δεν θέλω άλλες ειδήσεις δώσε μου μόνο μουσική
μη μου μιλάς για το Διάστημα ξέρω τη Μοζαμβίκη
τραγούδα μου τη στάχτη τραγούδα μου τη λευτεριά
τραγούδα μου τα δάκρυα σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη.


(III)
Έτσι λοιπόν ανθίζει η ζωή
με μέλισσες και σφήκες
με πεταλούδες και σκουλήκια

Έτσι λοιπόν το ψέμα ήταν στη ρίζα
αυτού του άνθους σαν κοπριά.

Ό, τι πέρασε πέρασε
-ύψωσε τώρα το ποτήρι:
για ένα τίποτα
για ένα τίποτα ζήσαμε
για τι πεθαίνουμε δεν ξέρουμε.


(IV)

τέλος εποχής

Ούτε κρύο ούτε ζέστη∙
αυτό είναι ο θάνατος.
Μέρα τη μέρα βλέπω τα μπράτσα μου να λιώνουν
μέσα στα μάτια αυτής της θλιβερής γεροντοκόρης
που λέει πως αγαπάει τα γεράματά μου
– ούτε με θέλει ούτε τη θέλω

Θαρρούμε πως μας αγκαλιάζει ακόμα ο έρωτας
κι είναι τα σαπισμένα φύκια του καλοκαιριού

έτσι
με μουσική και όνειρα
θα φύγω
και με το βλέμμα πέρα, στα νησιά.
Τι θέλουμε τα ονόματα τις λέξεις
τα πετρωμένα δάκρυα;
– μόνο με μουσική
μπορούμε πια κάτι να πούμε.


(V)
Ο ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

…του φτωχού μουζικάντη ζήλεψα τη χαρά και τη λύπη…

Τι τρίπλες κάνει η ποίηση!
μα στην παράταση πάντα νικάει το χώμα.

Όμως αυτό εσένα δεν σε αφορά
τζιτζίκι του Σεπτέμβρη
τραγούδησε λοιπόν όσε σε παίρνει
τραγούδησε ακόμα μια φορά
διαιωνίζοντας τη δόξα του εφήμερου.

Έτσι κι εγώ
νηφάλιος ή μεθυσμένος
ακόμα μια φορά
φιλώ ζωή στα χείλη σου το ψέμα.

ΠΗΓΗ: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: «Ποιήματα (1962- 2018)» | Εκδόσεις: Πανοπτικόν 2020.

Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Δύο ποιήματα

 Όπως τα δάση μακρινά τα μάτια σου

Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
τα δάκρυα που δεν είναι πια δικά μου.
Λόγια που δεν τα πίστεψα στην ώρα τους
και τα πιστεύω τώρα που κανείς δεν τα πιστεύει
στολές που δεν τις φόρεσα στη δόξα τους
και τις φοράω τώρα κουρελιασμένες
— ένας συνταξιούχος ναύτης που τον ζαλίζει το φεγγάρι.
Πούλησα τον παπαγάλο μου για ένα τρανζίστορ
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.

Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
γιατί σαπίσαν στην καμπίνα μου τα φρούτα που μου χάρισες
γιατί έχασα όλες σου τις φωτογραφίες κι όλους σου τους όρκους
— τί να την κάνω τώρα την πατρίδα;
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.

Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
είμαι νεκρός μες στα τραγούδια που έρχονται,
μην ψάχνεις πια για μένα
είμαι νεκρός ανάμεσα στα χείλη σου
είμαι νεκρός από καιρό μην ψάχνεις πια για μένα.

*

Το κρασί των Φαιάκων

Πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ως το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
Άσ’ τους ανέμους να μας πάνε όπου θέλουν
άσ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα και η ομορφιά σου
πες μου το πάλι
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω

«Λόγια στην Καλυψώ» (1981) στο:  Ποιήματα (1962-2018), Πανοπτικόν 2020.

Πηγή:  https://trenopoiisis.blogspot.com/…/gerasimos-lykiardopoulo…

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ποιήματα



οδός Σοφοκλέους, 1959

Δεν έχω τίποτα γι’ αυτήν εδώ τη γυναίκα
ούτε λύπη, ούτε κατανόηση, ούτε φωτιά για το τσιγάρο της
– άλλος ανάβει ελπίδες άλλος δυναμίτες
εγώ
δεν ξέρω να παρηγορώ
δεν έχω ελπίδα
δεν έχω φράγκο κύριοι και κυρίες
κι αυτή η γυναίκα θα πεθάνει αύριο
μες στη γλυκειά τουριστική σας πολιτεία.

ανία

Άλλοι πεθαίνουνε στ’ αλήθεια
με τσακισμένα χέρια γόνατα συνθήματα
με την απελπισία μπηγμένη στην καρδιά τους μέχρι τη λαβή
δεν γονατίζουν ούτε πόντο τη ζωή τους
πεθαίνοντας δαγκώνουνε το θάνατο στο λαρύγγι —
κι εσύ
ξαπλωμένος στο γρασίδι
με την ωραία λιακάδα στα μαλλιά σου
παίζεις το κρυφτούλι με τη λύπη!

***

θύμηση αγγέλου

Τώρα λένε πως πέθανε
κι αυτή επιμένει να υπάρχει
μέσα στα θρέμματα της αντοχής μας και της νιότης μας
κάποτε ακούω την πηγή του μακρινού της γέλιου
παλίρροια από ξανθά μαλλιά και στίχους
οξυγόνο γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει
μες στα σαγόνια του 1969.

***

Πρωτομαγιά 1961

Λάμπουν πολύ ψηλά της αδικίας τα παράθυρα
η τράπεζα βασιλεύει πέρα ώς πέρα
ριζωμένη στη δική μας δυστυχία
τόσα χρόνια νύχτα στην πατρίδα μου.

Η αλήθεια κλαίει
πνίγεται μέσα στα ωραία λόγια
σπαράζει μες στη φρόνιμη σιωπή
— όμως εγώ
χωρισμένος μιά γιά πάντα
απ’ τη λαμπρή μου σταδιοδρομία
μιλώ γιά σάς
εργάτες βουλιαγμένοι ακόμα
μες στή μουντζούρα του ηλεκτρικού μεσαίωνά μας
μιλώ για σας με τη φωνή μου ολόκληρη
κι η λευτεριά τραντάζει πάλι την ερημιά τού στήθους μου.


1956

Λάμπουν ακόμα τα λόγια σου
κάθε μέρα πιο καινούργια και πιο μακρινά
λάμπουν ακόμα τα γυμνά σου γόνατα:
μοναδικό μου καταφύγιο
προτού με δυναμώσει η δυστυχία.

Το ημερολόγιο βέβαια
φέρνει τον Αύγουστο κάθε χρόνο ταχτικά
όμως ο μήνας ο δικός μας δεν θα ξαναρθεί
ποτέ δεν θα επιστρέψει ούτε μια μέρα καθαρή
ούτε μια νύχτα


Ούτε μια νύχτα σαν κι αυτές πού φτιάξαμε μαζί.


Από την ενότητα «Στοιχεία βιογραφίας» (1962) που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ραγισμένο ταμπούρλο, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2006.

Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ποιήματα

 ΤΣΕ

ΥΙ

ἀπό τήν παιδική ἡλικία τοῦ Ε.C.G.
Ἐρχόμαστε ἀπό στέππες ἀμετάφραστες
παίζοντας μέ δίψα τήν ψυχή μας
καί χάνοντας μονότονα σ᾿ ὅλα τά χρώματα
ἐξόριστος ὁ μεσοπόλεμος στά μεταπολεμικά ξερονήσια
καθυστερούμενες σφαῖρες θερίζανε πρώιμα στάχυα
ἡ ἄλγεβρα πυροβολοῦσε τά παγωμένα θρανία
πέφτανε ψυχοῦλες πέφτανε κορμάκια
ζητήσαμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό
κι αὐτός μᾶς ἔστειλε στόν θεολόγο

Ἐλπίδα καμμιά
καμμιά ἐλπίδα δέν εἴχαμε ἀντίκρυ στ᾿ ἄγρια ταμποῦρλα
-σᾶς φέρνουμε τώρα τόν ἦχο τῆς βροχῆς
καί τήν ἀνείπωτη σιωπή τῶν κίτρινων σελίδων

Δέν μεγαλώσαμε εὔκολα
καπνίζαμε τσιγάρα στούκας καί διαβάζαμε  τόν Ζαρατούστρα
ξορκίζαμε τό κατηχητικό στά ὑπόγεια τοῦ Γκόρκυ καί τοῦ Ζορρό
ὑπόγεια δικά μας προαιώνια ἑλληνικά
-δέν μεγαλώσαμε εὔκολα
φορᾶμε πάντα ροῦχα κατοχικά
κρυώνει ἀκόμα ἡ ψυχή μας
καπνίζουμε ἐφημερίδες μεθᾶμε μέ μελάνι
μᾶς πνίγουν οἱ καπνοί κι οἱ λέξεις μᾶς στενεύουν
ἐρχόμαστε ἀπό πολύ μακριά

Ὁ Ζαρατούστρα κλαίει ὁλομόναχος
στά παλιά μας θρανία.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ
ΙΙΙ

Ὅλα παιγμένα πάνω σ᾿ ἕνα ψέμα ἀληθινό
τόσο τρυφερά
μ᾿ ἔμπειρα δάχτυλα
στό πιάνο
ὅλα παιγμένα
πάνω σ᾿ ἕνα σκοπό χωρίς σκοπό.

Δέν πάει ἄλλο τό τραγούδι σου μέ τή φωνή μου
κάποιος πρέπει νά πεῖ τήν παράφωνη ἀλήθεια
ἔστω κι ἄν εἶναι νά σωπάσουμε γιά πάντα.

ΥΙΙ

σονέτο ᾿97

Ἔζησε σ᾿ ἄλλες ἐποχές. Ὡς νέος δέν τά πήγαινε καλά οὔτε μέ
τό λυρισμό οὔτε μέ τόν κυνισμό –δυστύχησε μετρίως. Ὡριμάζο-
ντας κατάλαβε.

Τά χρόνια πέρασαν. Σκαρφάλωσε τίς δεκαετίες στίχο-στίχο.
Ἔμαθε ὅλα τά τεχνάσματα τῆς ποίησης ἀλλά ἔμεινε ἔντιμος –
κατά τό δυνατόν.

Ἀνθηρός τώρα κι ἑτοιμοπόλεμος. Πρωτοκλασάτος. Ποτέ, ποτέ
κυνικός –ἁπλῶς  ἡ  πείρα  ἐλέγχει τό δάκρυ. Ἔμαθε  ὅλα  τά τε-
χνάσματα. Κάπου-κάπου,  μονάχα, τό  σῶμα θυμᾶται  τό ἀδέξιο
ποίημα  πού  ἔγραψε εἴκοσι χρονῶν: ἕνα  παλιό μυστικό πού ἡ τέ-
χνη του συλλαβιστά λησμόνησε, γιά νά ἐπιζήσει.

ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ
Ι

Ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
γιατί τά δάκρυα λάμπουν διφορούμενα
γιατί ὁ θάνατος χαμογελάει ἀπό τό μέλλον
γιατί τό ψέμα πυροβολεῖ μ᾿ εὐθύβολες ἀλήθειες
γιατί ἡ ἀλήθεια δέν προβαίνει πλέον σέ δηλώσεις

Γιατί
στό ἀγκίστρι τοῦ θανάτου
τό δόλωμα ἦταν ἡ ζωή
…ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
πῆρες ὅ,τι σοῦ ἀνῆκε
τήν πόλη καί τή θάλασσα
τή θέα τῆς εὐτυχίας πού φεύγει

Πῆρες πολλά ἔδωσες λίγα
ἡ θάλασσα σέ πίστεψε
ἀλλά σοῦ τέλειωσαν τά λόγια

Μήν ἐνοχλεῖς τώρα τόν Κόσμο
οὔτε μέ τήν ἀγάπη.

(Τά ποιήματα τοῦ μανδαρίνου)

ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ
1
ΑΝΑΦΟΡΑ
τοῦ Μάριου

Προκαταβάλλοντας εἰρωνικά τά χρέη τῆς γενιᾶς σου
μᾶς ἀπαγόρευσες διαπαντός τά δάκρυα

Ἐγώ ὅμως πρέπει ἐξάπαντος νά σοῦ γράψω
διότι δέν ἔχω χρόνο
διότι δέν μοῦ ἀπόμεινε δεκάρα τσακιστή
ἀπό τά χρυσά φεγγάρια τῆς νιότης μας
διότι κουράστηκα νά βλέπω τούς πάντες νά σέ προσ-
περνοῦν ἀκροποδητί
χλευάζοντας τήν προσήλωσή σου στήν αἰσθητική
τῆς βραδύτητας

Φεύγοντας πῆρες τό βλέμμα σου ἀπό πάνω μου
ὅμως αὐτοί πού σέ διαδέχτηκαν στήν ψυχή μου
δέν κληρονόμησαν καί τήν ἐξουσία σου πάνω της

Καί πρέπει τώρα νά τά βγάλω πέρα μέ τούς ἀνέμους
ἀλλά ὄχι παλεύοντας στά μαρμαρένια ἁλώνια
μά μπεκροπίνοντας στά σκαλοπάτια τῆς Κίρκης

Ἔτσι ἀφήνω τό δεντράκι σου ἀπότιστο στή βούληση
ἀδιάφορων κηπουρῶν
στό τίποτα τοῦ λιβανιοῦ στό πουθενά τῆς δόξας

Διότι γέρασα καί δέν ἀντέχω πιά νά διώχνω τά σκυλιά
ὁπού σάν ἔγνοιες μέ κυκλώνουν νύχτα-μέρα

Ἤρθανε χρόνια δίσεχτα, πρίγκηπα
ραγίσανε τά κάστρα μας
ἦρθε τό μέλλον μαῦρο

Μά ἐσύ μᾶς ἀπαγόρευσες διαπαντός τά δάκρυα.

4

ΦΥΓΗ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

τοῦ Ἀνδρέα –θύμηση κι ἐμπνοή

Ὅ,τι μετρᾶς στά κύματα βγαίνει λιγότερο κάθε φορά
Ὥρα νά φεύγουμε λοιπόν πρίν φτάσει ἀπό τή Βιέννη
ὁ κύριος ἐκεῖνος μέ τό κατσαβιδάκι τῆς ψυχῆς
καί κάνει βίδες ὁλόκληρο τό Ρίλκε

Νά φύγουμε νά φύγουμε
καί νά ᾿ναι σάν νά μήν ὑπήρξαμε ποτέ
στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
ρεμπέτες ναυτικοί κομμουνιστές
ὅλο τό ρόκ τῆς ἐποχῆς μας
στάχτη τῆς ὀμορφιᾶς στόν ἄνεμο τῶν ἄστρων
πόση Ρωσία χύθηκε στή θάλασσα τοῦ ὕπνου μας
πόση Σερβία κοκκίνισε τήν ἀθωότητά μας
ρεμπέτες ναυτικοί κομμουνιστές

ὅλο τό ρόκ τῆς ἐποχῆς μας σ᾿ ἕνα χαμένο στοίχημα

Ἄ, ἔπρεπε νά ᾿χεις ἤδη τελειώσει
πρίν ἐξαργυρωθεῖ ὥς τή στερνή σταγόνα του τό φῶς
πού σοῦ χρωστοῦσε ὁ ἥλιος
ἀφοῦ ἐσύ δέν τσιγκουνεύτηκες ποτέ σου, πῶς
βρέθηκαν μέσα στίς τρύπιες τσέπες σου τόσα
προσχήματα ζωῆς;

Καμμιά παράταση, λοιπόν, καμμιά παράταση
πέτα τούς ἄσους πού σοῦ χάρισε ὁ θεός σου
σέ βλέπουν πιά οἱ θύελλες τοῦ χρόνου
σέ δείχνουνε ὅλοι οἱ δεῖχτες τῆς βροχῆς

Καί ποῦ μπορεῖς νά πᾶς κυνηγημένε μου
ἀνάμεσα στά δάκρυα τῶν σκυλάδικων
μές στούς καπνούς τούς βρόντους καί τίς ἀστραπές
ἑνός ὁλόμαυρου μέλλοντος;
ἦταν ἀργά ἦταν ἀργά ἀπ᾿ τήν ἀρχή
βασιλέας τώρα τό κέρδος μουγκρίζει
καί ὁπλίζει ἀριθμούς ὁ αἰώνας
τό κακό ἀναβαίνει στά ὕψη
τά ὁράματα γίνανε γύψοι
-τσακισμένο φτερό τῆς τρυγόνας
τρεμοσβήνεις καί φεύγεις σάν χάρη
στό φιλί στό κρασί στό φεγγάρι

(Περιοδικό «Σημειώσεις», τ. 67, 2008)


Πηγή: https://giorgosaragis.wordpress.com/

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - αποσπάσματα

 «Όπου κι αν πάω φτάνω αργά μ’ αυτό το σαπιοκάραβο»

«Όταν ήρθαμε υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα

στα υπόγεια καταφύγια του στίχου»

«Γιατί το ψέμα πυροβολεί μ’ επίμονες αλήθειες»

 «Πες μου πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω»

 «Φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας»

«Όλο πιο ξένος πια σε ονειρεύομαι»΄


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Ηλία Κεφάλα.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, "Υπό ξένην σημαίαν"

 


Υπό ξένην σημαίαν
[1967]


Δεν θα ’ρθούμε. Τα χρόνια τα κύματα μας έβγαλαν αλλού. Το σπαθί βρέθηκε να ’ναι χαρτοκόπτης, το εμβατήριο μακρινό τραγούδι μες στη νύχτα. Εδώ χρειάζονταν ταμπούρλα κι αντοχή, εδώ χρειάζονταν λαοί ολόκληροι με τα μπράτσα τους και τα κεφάλια τους. Τι να σου κάνει ο φίλος εκείνος που ξεχάσαμε κι ο άλλος που μας ξέχασε ή θα μας ξεχάσει; Τι να σου κάνουνε τα λίγα εκείνα χρόνια που μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι γύρω σε μια ιαχή; Εδώ χρειάζονταν αιώνες καθαρής γεωμετρίας, κανόνες ανοξείδωτοι σ’ όλους τους καιρούς, κι εμείς δεν είχαμε ούτε δυο στέρεα χρόνια. Μονάχα λέξεις αφήσαμε πίσω μας, λέξεις κλεμμένες από φτωχούς αρρώστους προγόνους που ξεχάσαμε κιόλας τ’ όνομά τους. Δεν θα ’ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ’ ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαράχτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρόγραφά μας − αθάνατη σαν την πληγή της πρώτης μας αγάπης.






Ακτή
[1969]


ΑΚΤΗ


Αυτός ο άνθρωπος γύρισε σπίτι του επιτέλους
άφησε τη μοναξιά του στα τραγούδια
άφησε τους συντρόφους του σε μια σχεδία
έκοψε τα γένια του χαμογελάει σε όλους.

Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ούτε να κλάψει
γιατί οι δικοί του είν’ ευτυχείς που τον κερδίσαν πάλι
γιατί το κύμα που ’ρθε κι έφυγε παίρνοντας τόση ζωή
αυτόν το γιο τον ακριβό τον ξέρασε πίσω στ’ ακρογιάλι.

Εδώ μεγάλωσε και πέθανε σ’ αυτά τα μέρη
κοντά στη μάνα του και τον πατέρα του έχασε την ψυχή του
εδώ δίπλα στη θάλασσα τον σάπισε το καλοκαίρι
κι η άμμος ήπιε τη φωνή του.





ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ


Πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.

Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους
     τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ώς το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.

Άσ’ τους ανέμους να μας πάνε όπου θέλουν
άσ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα κι η ομορφιά σου

πες μου το πάλι
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.






Βαρκελώνη
Αφιέρωμα κι αποχαιρετισμός
[1975]
 

IV


Το τραγούδι μπορεί ν’ ακούγεται ακόμα
μα ο τραγουδιστής είναι χρόνια τώρα πεθαμένος.

Όλοι πουλάμε και κανείς δεν αγοράζει
έτσι το παλιατζίδικο ξεχείλισε
λόγια του φωνογράφου και της πιάτσας
τιμόνια καραβιών που χάσανε τη θάλασσα.

Τι θέλεις τώρα πια να μου πουλήσεις;
εγώ δεν κάνω τουρισμό σβήσε το δέρμα σου
σβήσε τις έναστρές σου διαφημίσεις
δώσε μου μόνο τα μεσάνυχτα μαλλιά σου.

…φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας
και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα
− γέρικα και κουτσά σκυλιά στο μονοπάτι
πάντα γυρίζουμε το σούρουπο στο σπίτι

πεθαίνουμε εκεί που γεννηθήκαμε.






Λόγια στην Καλυψώ
[1981]


ΙΧ

                                                           της Μαρίνας


Από το χέρι του Θεού κλεμμένη
η πιο γλυκειά μας ώρα
αυτή που κλαίει στον χωρισμό της σάρκας
και της μαδούν τα λόγια τούτα στο χαρτί

− μικρή στιγμή κομμένη σύρριζα με φρέσκια τη φωνή
κλαράκι της αυγής και ποταμέ
σπαθί και γέλιο της αγάπης
 
τελεία και παύλα της ζωής.






Νόστιμον ήμαρ
[1988]




                                                                   ποιητική 1986


Λέξεις χλωμές που τις ματώνουν σημαιάκια
του έρωτα και του θανάτου άλλων εποχών
ιδέες ακραιφνείς της εφηβείας χρώματα
αλήτες των γλυκών νερών
                                               νησιά ξεπουλημένα
νησιά νησιών μιμήσεις.

Τι γύρευα σ’ αυτή την κρουαζιέρα;

Μπαρκάραμε όλοι στο ίδιο σαπιοκάραβο
μέθυσο τσούρμο κι άμυαλα γεράματα
(πού να τα πίνει τώρα ο ραψωδός μου;
αχ! όλα μονάχος πρέπει να τα κάνω
μνήματα και ποιήματα
με σκάρτα υλικά και ξεπεσμένους τεχνίτες)
τι γύρευα λοιπόν σ’ αυτή την κρουαζιέρα;
κανείς δεν ξέρει πού τραβάμε κι όλοι τραγουδάμε.

Μα εγώ νυστάζω τώρα στο κατάστρωμα
νυχτώνει σ’ όλες τις ρυτίδες της φωνής μου
− σωπάστε πια ν’ ακούσουμε τη θάλασσα

που μας σκεπάζει.





Από τη συλλογή «Υπό ξένην σημαίαν, [Ποιήματα 1967-1988]», εκδ. Ύψιλον 1991.
Πηγή: «Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018)», εκδ. Πανοπτικόν 2020.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2021/08/blog-post_10.html

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ωδή (ημιτελής) στη Σελήνη


[...δεν θα ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ'
ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαρά-
χτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρο-
γραφά μας - αθάνατη σαν την πληγή της
πρώτης μας αγάπης...]
Εσύ
που μελανώνεις τα όνειρά μου
πρώτη
στο φως της άμμου διαδήλωση
φτερό του ανέμου φήμη
σιωπή
των είκοσι χρονώ
Δεν δίνω τίποτα στη μνήμη
δεν χτίζω δεν χαρίζω πια
δεν έχω τη ζωή μου
η άμμος πονάει χρόνια στα νύχια
(άμμος και κίτρινο παλιό χαρτί)
Εσύ
ανείπωτη ανείπωτη ανείπωτη
εκεί μέσα που κατοικείς
στο ακίνητο δάσος του μυαλού
πέτρα
πάνω στην πέτρα του στίχου αυτού
ξεκάρφωτου από την ψυχή ξερι-
ζωμένου μετανάστη
απ' τη μεγάλη ατέλειωτη ωδή
Εσύ
δρεπάνι ευαγγελικών επαναστάσεων
σκότος και χλωρασιά των άδετων μαλλιών
χειλιών
χεριών
μελλούμενων ωδών οδών
και θαλασσών ώ
Μισολόγγι της Ζακύνθου
των άμμων κάλβεια γράμματα
ανεμισμένα στους καιρούς των νέων ιακωβίνων
ανεμισμένη Ζάκυνθο
ηλεκτρική
σελήνη
1985

Πηγή: συλλογικό τόμο ιδιοις αναλώμασιν, Θεσσαλονίκη 1985.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη