ΤΣΕ
ΥΙ
ἀπό τήν παιδική ἡλικία τοῦ Ε.C.G.
Ἐρχόμαστε ἀπό στέππες ἀμετάφραστες
παίζοντας μέ δίψα τήν ψυχή μας
καί χάνοντας μονότονα σ᾿ ὅλα τά χρώματα
ἐξόριστος ὁ μεσοπόλεμος στά μεταπολεμικά ξερονήσια
καθυστερούμενες σφαῖρες θερίζανε πρώιμα στάχυα
ἡ ἄλγεβρα πυροβολοῦσε τά παγωμένα θρανία
πέφτανε ψυχοῦλες πέφτανε κορμάκια
ζητήσαμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό
κι αὐτός μᾶς ἔστειλε στόν θεολόγο
Ἐλπίδα καμμιά
καμμιά ἐλπίδα δέν εἴχαμε ἀντίκρυ στ᾿ ἄγρια ταμποῦρλα
-σᾶς φέρνουμε τώρα τόν ἦχο τῆς βροχῆς
καί τήν ἀνείπωτη σιωπή τῶν κίτρινων σελίδων
Δέν μεγαλώσαμε εὔκολα
καπνίζαμε τσιγάρα στούκας καί διαβάζαμε τόν Ζαρατούστρα
ξορκίζαμε τό κατηχητικό στά ὑπόγεια τοῦ Γκόρκυ καί τοῦ Ζορρό
ὑπόγεια δικά μας προαιώνια ἑλληνικά
-δέν μεγαλώσαμε εὔκολα
φορᾶμε πάντα ροῦχα κατοχικά
κρυώνει ἀκόμα ἡ ψυχή μας
καπνίζουμε ἐφημερίδες μεθᾶμε μέ μελάνι
μᾶς πνίγουν οἱ καπνοί κι οἱ λέξεις μᾶς στενεύουν
ἐρχόμαστε ἀπό πολύ μακριά
Ὁ Ζαρατούστρα κλαίει ὁλομόναχος
στά παλιά μας θρανία.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ
ΙΙΙ
Ὅλα παιγμένα πάνω σ᾿ ἕνα ψέμα ἀληθινό
τόσο τρυφερά
μ᾿ ἔμπειρα δάχτυλα
στό πιάνο
ὅλα παιγμένα
πάνω σ᾿ ἕνα σκοπό χωρίς σκοπό.
Δέν πάει ἄλλο τό τραγούδι σου μέ τή φωνή μου
κάποιος πρέπει νά πεῖ τήν παράφωνη ἀλήθεια
ἔστω κι ἄν εἶναι νά σωπάσουμε γιά πάντα.
ΥΙΙ
σονέτο ᾿97
Ἔζησε σ᾿ ἄλλες ἐποχές. Ὡς νέος δέν τά πήγαινε καλά οὔτε μέ
τό λυρισμό οὔτε μέ τόν κυνισμό –δυστύχησε μετρίως. Ὡριμάζο-
ντας κατάλαβε.
Τά χρόνια πέρασαν. Σκαρφάλωσε τίς δεκαετίες στίχο-στίχο.
Ἔμαθε ὅλα τά τεχνάσματα τῆς ποίησης ἀλλά ἔμεινε ἔντιμος –
κατά τό δυνατόν.
Ἀνθηρός τώρα κι ἑτοιμοπόλεμος. Πρωτοκλασάτος. Ποτέ, ποτέ
κυνικός –ἁπλῶς ἡ πείρα ἐλέγχει τό δάκρυ. Ἔμαθε ὅλα τά τε-
χνάσματα. Κάπου-κάπου, μονάχα, τό σῶμα θυμᾶται τό ἀδέξιο
ποίημα πού ἔγραψε εἴκοσι χρονῶν: ἕνα παλιό μυστικό πού ἡ τέ-
χνη του συλλαβιστά λησμόνησε, γιά νά ἐπιζήσει.
ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ
Ι
Ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
γιατί τά δάκρυα λάμπουν διφορούμενα
γιατί ὁ θάνατος χαμογελάει ἀπό τό μέλλον
γιατί τό ψέμα πυροβολεῖ μ᾿ εὐθύβολες ἀλήθειες
γιατί ἡ ἀλήθεια δέν προβαίνει πλέον σέ δηλώσεις
Γιατί
στό ἀγκίστρι τοῦ θανάτου
τό δόλωμα ἦταν ἡ ζωή
…ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
πῆρες ὅ,τι σοῦ ἀνῆκε
τήν πόλη καί τή θάλασσα
τή θέα τῆς εὐτυχίας πού φεύγει
Πῆρες πολλά ἔδωσες λίγα
ἡ θάλασσα σέ πίστεψε
ἀλλά σοῦ τέλειωσαν τά λόγια
Μήν ἐνοχλεῖς τώρα τόν Κόσμο
οὔτε μέ τήν ἀγάπη.
(Τά ποιήματα τοῦ μανδαρίνου)
ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ
1
ΑΝΑΦΟΡΑ
τοῦ Μάριου
Προκαταβάλλοντας εἰρωνικά τά χρέη τῆς γενιᾶς σου
μᾶς ἀπαγόρευσες διαπαντός τά δάκρυα
Ἐγώ ὅμως πρέπει ἐξάπαντος νά σοῦ γράψω
διότι δέν ἔχω χρόνο
διότι δέν μοῦ ἀπόμεινε δεκάρα τσακιστή
ἀπό τά χρυσά φεγγάρια τῆς νιότης μας
διότι κουράστηκα νά βλέπω τούς πάντες νά σέ προσ-
περνοῦν ἀκροποδητί
χλευάζοντας τήν προσήλωσή σου στήν αἰσθητική
τῆς βραδύτητας
Φεύγοντας πῆρες τό βλέμμα σου ἀπό πάνω μου
ὅμως αὐτοί πού σέ διαδέχτηκαν στήν ψυχή μου
δέν κληρονόμησαν καί τήν ἐξουσία σου πάνω της
Καί πρέπει τώρα νά τά βγάλω πέρα μέ τούς ἀνέμους
ἀλλά ὄχι παλεύοντας στά μαρμαρένια ἁλώνια
μά μπεκροπίνοντας στά σκαλοπάτια τῆς Κίρκης
Ἔτσι ἀφήνω τό δεντράκι σου ἀπότιστο στή βούληση
ἀδιάφορων κηπουρῶν
στό τίποτα τοῦ λιβανιοῦ στό πουθενά τῆς δόξας
Διότι γέρασα καί δέν ἀντέχω πιά νά διώχνω τά σκυλιά
ὁπού σάν ἔγνοιες μέ κυκλώνουν νύχτα-μέρα
Ἤρθανε χρόνια δίσεχτα, πρίγκηπα
ραγίσανε τά κάστρα μας
ἦρθε τό μέλλον μαῦρο
Μά ἐσύ μᾶς ἀπαγόρευσες διαπαντός τά δάκρυα.
4
ΦΥΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
τοῦ Ἀνδρέα –θύμηση κι ἐμπνοή
Ὅ,τι μετρᾶς στά κύματα βγαίνει λιγότερο κάθε φορά
Ὥρα νά φεύγουμε λοιπόν πρίν φτάσει ἀπό τή Βιέννη
ὁ κύριος ἐκεῖνος μέ τό κατσαβιδάκι τῆς ψυχῆς
καί κάνει βίδες ὁλόκληρο τό Ρίλκε
Νά φύγουμε νά φύγουμε
καί νά ᾿ναι σάν νά μήν ὑπήρξαμε ποτέ
στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
ρεμπέτες ναυτικοί κομμουνιστές
ὅλο τό ρόκ τῆς ἐποχῆς μας
στάχτη τῆς ὀμορφιᾶς στόν ἄνεμο τῶν ἄστρων
πόση Ρωσία χύθηκε στή θάλασσα τοῦ ὕπνου μας
πόση Σερβία κοκκίνισε τήν ἀθωότητά μας
ρεμπέτες ναυτικοί κομμουνιστές
ὅλο τό ρόκ τῆς ἐποχῆς μας σ᾿ ἕνα χαμένο στοίχημα
Ἄ, ἔπρεπε νά ᾿χεις ἤδη τελειώσει
πρίν ἐξαργυρωθεῖ ὥς τή στερνή σταγόνα του τό φῶς
πού σοῦ χρωστοῦσε ὁ ἥλιος
ἀφοῦ ἐσύ δέν τσιγκουνεύτηκες ποτέ σου, πῶς
βρέθηκαν μέσα στίς τρύπιες τσέπες σου τόσα
προσχήματα ζωῆς;
Καμμιά παράταση, λοιπόν, καμμιά παράταση
πέτα τούς ἄσους πού σοῦ χάρισε ὁ θεός σου
σέ βλέπουν πιά οἱ θύελλες τοῦ χρόνου
σέ δείχνουνε ὅλοι οἱ δεῖχτες τῆς βροχῆς
Καί ποῦ μπορεῖς νά πᾶς κυνηγημένε μου
ἀνάμεσα στά δάκρυα τῶν σκυλάδικων
μές στούς καπνούς τούς βρόντους καί τίς ἀστραπές
ἑνός ὁλόμαυρου μέλλοντος;
ἦταν ἀργά ἦταν ἀργά ἀπ᾿ τήν ἀρχή
βασιλέας τώρα τό κέρδος μουγκρίζει
καί ὁπλίζει ἀριθμούς ὁ αἰώνας
τό κακό ἀναβαίνει στά ὕψη
τά ὁράματα γίνανε γύψοι
-τσακισμένο φτερό τῆς τρυγόνας
τρεμοσβήνεις καί φεύγεις σάν χάρη
στό φιλί στό κρασί στό φεγγάρι
(Περιοδικό «Σημειώσεις», τ. 67, 2008)
Πηγή: https://giorgosaragis.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου