Η απελπισία έχει φτερούγες
Ο έρωτας έχει την απελπισία
Για μαργαριταρένια φτερούγα
Οι κοινωνίες μπορούν ν’ αλλάξουν.
*
Ο ποιητής σ’ όλη του τη ζωή μόνο μια λέξη αρθρώνει
Όταν πετύχει να την αποσπάσει από τις θύελλες
Να την γλιτώσει απ’ τους μεγάλους πειρασμούς
Και να την δοκιμάσει πέρα από κάθε προδοσία.
Ας την αρθρώσει έστω κι εν μέσω χιλιάδων ναυαγίων!
Ας την αρθρώσει κι αρθρώνοντάς την ας χαθεί
Γι’ αυτή τη μία μόνη λέξη, λέξη μιας δόξας δίχως αντηχήσεις
Του παιδικού έρωτα, που από τους έρωτες όλους ο πιο θερμός.
*
Ω δώσε μου το σώμα σου ανοιγμένο σαν μεγάλο μυστικό
Εκεί όπου άγριο κι άπειρο το βάθος
Όπου ο χρόνος χάθηκε στην άβυσσο όπου η ζέση σώνεται
Ανάμεσα στο μοναδικό και στον αφανισμό
Ω ζωή! Όργανο πλήρες δασών και θαλασσών
Δώσ’ μου με την υπέροχη συμβία μου ενότητα
Εμένα, για να πυρποληθώ από τον άσαρκο έρωτα
Όπως το πνεύμα απαιτεί, χωρίς άντρα και χωρίς συμβία.
*
Πικρό φύλο, δεν ήταν μάταιο που σε είδα. Ώμοι γυναίκας
Που λάμποντας φανερώθηκαν. Και τα πουλιά σώπασαν
Εκείνη ακριβώς τη μέρα στη γλύκα του ερέβους.
Θαύμα της φωνής, εάν το έργο μου έχει διάρκεια,
Βγήκες από εκείνο το τόσο αγνό και από τούτες τις συνθήκες
Της ερήμωσης που τόσο πολύ έβλαψαν την ψυχή;
Ποίηση
Τεράστιο ενδιαφέρον για το μίσος, έγνοια για πείνες
Σας αντιλαμβανόμαστε στον κίνδυνο της γης
Στο ρίσκο της καρδιάς και στον κίνδυνο του Θεού
Ένα μάτι θηριώδες και μπλε υψώνεται και μας λέει
Κοίτα, θα καταλάβεις από αυτή την τρύπα, εκείνο
Που οι πατέρες δεν τολμούσαν να ονομάσουν καν.
Στον κίνδυνο του έρωτα, στο ρίσκο της ζωής
Στον κίνδυνο της σωτηρίας των εθνών και του Θεού
Ένα θηριώδες μάτι μπλε
Λέει: από την τρύπα της φυσικής αιδούς!
Και μεγαλώνεις όλο αιμορραγώντας, αιώνια ανεμώνη.
Μακριά
Η γραμμή της αβύσσου και το ψηφίο της ουλής
Με κοιτάζουν περίεργα όσο γεννιέμαι.
Ομολογία
Τόση σκιά έκανε άνω κάτω την καρδιά μου. Τόση πικρία
Βασίλεψε στους νόμους σου από τότε που με τα χτυπήματα
Χάλκεψες σε μια σάρκα ασθενική τον καλλιτέχνη
Στη σοφίτα της εφηβείας και του τρελού έρωτα,
Τόσες αυστηρές σιωπές και απώλειες
Τόσες κινήσεις περιττές σε κατεργάστηκαν
Σε σημείο που να φοβάσαι να μιλήσεις τη γλώσσα σου
Κάπως αργά σε αυτό το ανασκαμμένο χώμα·
Και η μελαγχολία είναι μια χήρα λαμπερή
Κάθεται στην κόκκινη πολυθρόνα απέναντί σου
Μετακινώντας τα έπιπλα, τον πολυέλαιο και τα βιβλία,
Διώξ’ την, συντρίβει με τα μολυβένια στήθη της
Τη μνήμη και την ελπίδα, τις αμφιβολίες σου τη δόξα σου
Και τα μνημεία σου τα ’χει κιόλας σκοτώσει.
Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-29/klimakes/aristerh-oxoh
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου