Εκείνο το πρωινό τής διάβαζε σαν μαγεμένος
το μεμονωμένο θραύσμα του Αλκαίου
"βλήχρων ανέμων αχείμαντοι πνόαι"*
και σχεδόν δακρυσμένος τής έλεγε
πως το αρχαίο ποίημα χάθηκε
μα τούτος ο στίχος σώθηκε ειδικά για αυτούς τους δυο,
πως οι αχείμαντοι πνόαι ταξίδεψαν μες τους αιώνες,
ανεπαίσθητες ανάσες του λιανού ανέμου,
για να αγγίξουν τα δικά τους πρόσωπα.
Και έξαφνα σκέφτηκε
πως κάποτε θα έρθει ένα πρωινό
που δεν θα χρειάζεται να εξηγήσει σε κανέναν τον παμπάλαιο στίχο,
πως ο καιρός τους θα ρουφηχτεί στον μεγάλο Καιρό
και το γλυκό αεράκι θα φυσάει πια σε άλλα μάγουλα.
*Των απαλών ανέμων η ατάραχη πνοή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου