Ἡ θλίψη ἀκατοίκητη ψάχνει τοὺς μετανάστες της
Ὅπως ἔφυγαν γιὰ ν’ ἀστράφτει
Ἀπ’ τὸ κενό, τὸ ἄδειο της σπίτι
Μὲ τὶς ἴδιες κινήσεις τῆς ψυχῆς
Σὰν ν’ ἄλλαξαν δρόμο καὶ νὰ ’στριψαν σ’ ἑνὸς μικροῦ
Παράδρομου τὴν ἱστορία γιὰ ν’ ἀγοράσουν
Τῆς μέρας τὸ ψωμί, ἕνα καρβέλι στὰ δύο
Μίλια θολὰ μετακινήθηκαν μὲ τὰ ἴδια μάτια
Ἀκίνητα, ἀμετακίνητα νὰ κοιτοῦν τὸν κόσμο
Ἕναν κόσμο ἴδιο στοιχισμένο σὲ ἄλλη σειρὰ
Ἕναν ἴδιο κόσμο στὴ φωτεινή του μεριὰ
Σκοτεινότερο κι ἀπὸ τὴν αὐγὴ
Μὴ ἀντέχοντας νὰ ποῦν τὸ ἴδιο παράπονο
Μία δεύτερη φορά, μὲ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ τοὺς ξερίζωσε
Ἀπὸ κεῖ, μυριάδες ριπὲς ἀέρα πιὸ πέρα ἀσάλευτοι
Καὶ πάλι στὸ ἴδιο παράπονο πνιγμένοι ζωντανοὶ
Ἐδῶ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖ
Ἡ θλίψη ἀκατοίκητη φέρνει τοὺς μετανάστες της
Στὸν ἄλλο τόπο, νὰ ἠχεῖ ἀπὸ ἀπόσταση τόση
Σῶμα σὰν κέλυφος κενὸ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΤΗ ΓΗ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου