Λίγο πριν να πεθάνουνε κι τρεις τους,
κι ενώ τους εγκατέλειπε κάθε τους δύναμη,
γύρισε ο αριστερός ληστής στον Ιησού:
"Τελικώς βγήκες μεγάλη απάτη, αδελφέ:
Αν ήσουνα αληθινός Θεός, δεν θα καθόσουνα
να σε καρφώνουν με καρφιά,
να σου φοράν ακάνθινα στεφάνια,
να πεθαίνεις μαζί με τους ληστές και τα κλεφτρόνια –
θα έκανες ένα φου και θα τους σκόρπιζες όλους,
στρατιώτες, Φαρισαίους, Γραμματείς,
και θα έδειχνες στους πάντες τι θα πει Θεϊκη Δύναμη."
Ο Χριστός του απάντησε μόλις ψιθυρίζοντας,
μισοπεθαμενος όπως ήτανε από τα τρομερά βασανιστήρια:
"Αν ήμουνα αληθινός Θεός,
από αυτούς που κάνουν φου
και σκορπάνε τον κόσμο,
θα με ξεχνούσε ως κι η μάνα μου –
ενώ τώρα,
όσο πιο βαθιά μού μπήγουν τα καρφιά
και τη λόγχη και τα ακάνθινα στεφάνια,
τόσο πιο πολύ θα με θυμούνται."
Για λίγο σώπασε, έφτυσε αίμα,
και μ' όση δύναμη του απέμεινε
συμπληρωσε σχεδόν μέσα από τα χείλη του:
"Γιατί τέτοιοι είναι οι άνθρωποι:
δίχως καρφιά που τρυπάνε την σάρκα,
δίχως αίμα και πόνο και ουρλιαχτά,
δεν πιστεύουνε τίποτε και κανέναν."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου