Σαν πέθαινε ο Καβάφης στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας
μαζεύτηκαν στους διαδρόμους μερικοί νέοι, για γράμματα φανατικοί,
ένθερμοι της ποίησής του θαυμαστές
ούτε συζήτηση: αν έμενε στην Αθήνα,
θα γινότανε σωστό προσκύνημα).
Και περιμέναν τους γιατρούς,
τάχα να μάθουν για την πορεία της υγείας του.
Μα περισσότερο, καθώς το ξέρανε πως θα ερχόταν το μοιραίο,
να μάθουνε για το φέρσιμο του Δασκάλου κείνες τις στερνές ώρες·
ξέραν πως δεν μπορούσε να μιλήσει
μα κάποιο γνέψιμο ή μια ματιά –
κάτι, τέλος πάντων.
Και οι γιατροί τούς απαντούσαν μάλλον πρόθυμα –
το νιώθανε πως ήσαν μάρτυρες στιγμών σημαντικών.
Κι όλοι μέσες άκρες συμφωνούσαν:
«ατάραχος περιμένει ο ποιητής,
έχοντας πλήρη επίγνωση όσων επίκεινται,
ίδιος με ήρωα των ποιημάτων του –
με συγκίνηση μα όχι με των δειλών τα παρακάλια».
Κι ικανοποιούνταν οι νεαροί οι θαυμαστές:
με συγκίνηση μα όχι με των δειλών τα παρακάλια,
σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος –
ω, έτσι βέβαια...
Μονάχα μια νοσοκόμα π' άλλαζε τα σεντόνια,
μια λαϊκή γυναίκα με βαριά φωνή, μάλλον χυδαία,
ιδέα δεν είχε από ποίηση,
μονάχα αυτή τούς τα είπε κάπως διαφορετικά –
στα σίγουρα τα λόγια της ήσαν πέρα για πέρα αναξιόπιστα:
«Δε λέω, ήσυχος κύριος – φαίνεται που 'ναι της καλής της κοινωνίας,
μα μη γυρεύετε πολλά: ο θάνατος είναι θάνατος·
τι να σας πω: κ α ι α υ τ ό ς
κάθε που μπαίνει γιατρός στον θάλαμο στρέφει το βλέμμα του
και με αγωνία τον ξεψαχνίζει
να καμακώσει ανάμεσα στα λόγια και τις οδηγίες του
μιάνα ελπίδα – μια τόση δα λιανή ελπιδούλα....»
Σφόδρα δυσαρεστήθηκαν οι θαυμαστές
από τα λόγια της αμόρφωτης της γυναικούλας·
ιδίως εκείνο το «λιανή ελπιδούλα» τους εξόργισε –
άκου «λιανή ελπιδούλα» ο Δάσκαλός τους...
Έτσι θύμωναν· νέοι ήσαν κι επιπόλαιοι
κι είχαν διαβάσει βιαστικά
τους στίχους του ινδάλματός τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου