Κάθε φορά που τον ρωτούσαν
για το ωραιότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ,
χαμογελούσε στωικά για την απλοϊκή ερώτηση,
κι έλεγε ένα, σχεδόν στη τύχη,
διαφορετικό κάθε φορά,
μια την Κορδοβα, μια τον Φληβά, μια το Κοράκι,
συχνά έναν ήσσονα σπληνικό - αυτό για να κάνει εντύπωση,
κάποιες φορές και κάτι από τα ατελή του Καβάφη.
Κι έπειτα, όταν ξέμενε μόνος, ανακαλούσε στο μυαλό του
αυτό που ήτανε στ' αλήθεια το ωραιότερο ποίημα όλων των αιώνων
και το κράταγε πεισμάτικά για τον εαυτό του,
θαρρείς και θα χαλαγε αμα το διάβαζαν περισσότεροι.
Ήταν εκείνο το 277 του έβδομου βιβλίου της Παλατινής,
γραμμένο από τον τρομερό Καλλίμαχο τον Κυρηναίο:
"Τίς ξένος, ώ ναυηγέ; Λεόντιχος ενθάδε νεκρόν
εύρεν επ' αιγιαλοίς, χώσε δε τώδε τάφω,
δακρύσας επίκηρον εόν βίον· ουδέ γαρ αυτος
ήσυχον, αιθυίης δ' ίσα θαλασσοπορεί. "
που σημαίνει:
"Ποιος να είσαι, ναυαγέ; Ο Λεόντιχος εδώ σε βρήκε,
κουφάρι ξεβρασμένο στ' ακρογιάλι και σε έθαψε σε τούτονα τον τάφο,
δακρύζοντας και για την δική του εφήμερη ζωή.
Γιατί το ξέρει πως κάποτε κι αυτός θα ξεβραστεί,
καθώς σαν γλάρος ταξιδεύει στις θάλασσες".
Και θαύμαζε όλο και πιο μαγεμένος το αρχαίο τετράστιχο
που είχε χρειαστεί κοντά τριαντα χρόνια για να καταλάβει
τι μετάθεση σπαρακτική κουβαλά μέσα του,
πόσο φόβο και πόση αγωνία για τον επίκηρον βίον,
πόσην μνήμη και πόση οδύνη για το πεπρωμένο των ανθρώπων.
Κι όταν έπεφτε η νύχτα έκλαιγε με λυγμούς
για κείνον τον Λεόντιχο
που κήδευσε ό ίδιος τον εαυτό του
θάβοντας το ναυαγισμένο σώμα ενός ξένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου