Όταν μου μιλούν για μια σφαγή αμάχων,
που κουβαλούν τα τρομερά τους λάβαρα,
για φονιάδες που μπαίνουν σε μια πόλη
και γεμίζουν τους δρόμους με πτώματα,
που κομματιάζουν τις γυναίκες
και λειώνουν στους τοίχους τα κεφάλια των μωρών
φοβάμαι, όπως τότε που ήμουνα παιδί και σβήνανε τα φώτα –
έτσι φοβάμαι.
Όταν μου μιλούν για βομβαρδιστικά,
για βόμβες της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της αγάπης μας,
για θεσπέσια μανιτάρια και πανηγύρια Νίκης στην πλατεία
(βάλε όποια πλατεία θέλεις, μεγάλη ή μικρή),
φοβάμαι, όπως τότε που με ταΐζανε με ψέματα για μάγισσες και δράκους –
έτσι φοβάμαι.
Κι όταν μου λένε πως για τη σφαγή φταίνε κ υ ρ ί ω ς οι σφαγμένοι
που δεν παραδόθηκαν εγκαίρως
(ας πούμε, οι Άραβες της Ιερουσαλήμ του 1099,
οι Έλληνες της Σαλονίκης του 1430,
οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς του 1821 – λέμε τώρα),
φοβάμαι πιο πολύ.
Κι όταν μου λένε
πως για το βομβαρδισμό φταίνε β α σ ι κ ά οι βομβαρδισμένοι
οι Γερμανοί της Δρέσδης, οι Ιάπωνες της Χιροσίμας,
οι Καμποτζιανοί, οι Ιρακινοί, οι σκοτωμένοι, τέλος πάντων,
διότι είχανε τον Χίτλερ, τον Σαντάμ, τον ποίξο και τον δείξο,
κι άρα καλώς κάηκαν τα μωρά σε ένα βρεφοκομείο,
φοβάμαι πιο πολύ.
Κι όταν μου λένε
τι τα θέλεις όλα αυτά,
πάντοτε η ιστορία γράφεται με αίμα,
πάντοτε κάποιοι θα σφάζουν κάποιους άλλους,
πάντοτε η χόρτασή σου θα σημαίνει, κάπου μακριά,
ένα τουμπανιασμένο σώμα,
οπότε κάνε μπρακ και σβήσε το φως,
φοβάμαι όλο και πιο πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου