«Οι πέστροφες»
Σάββατο 28 Ιουνίου 2025
Τάσος Πορφύρης - Η μάνα [Δυο κατακλείδες]
Δευτέρα 26 Μαΐου 2025
Αντωνίνη Σμυρίλλη - Σωστή ανατροφή
Ενάμιση χρόνο
Στο βυζί της μάνας μου
Κατασκεύασα
Αντισώματα
Για την κακία
Αντωνίνη Σμυρίλλη ( 1987 - )
Πηγή: Κάτω απ’ το πάπλωμα», Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν 2020
Κυριακή 11 Μαΐου 2025
Μιχάλης Γκανάς - Παραλογή (απόσπασμα)
Μια μάνα γύρευα να βρω,
με εννιά μαχαιριά στο πλευρό
και με τη μια της κόρη
Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά,
και μες τα καρυοφύλλια.
Να `πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή,
να πάει βρεγμένος σπίτι.
Να του φορέσει τα στεγνά,
να τον μαλώσει σιγανά...
Μιχάλης Γκανάς, από τη συλλογή Παραλογή (1993),
συγκεντρωτική έκδοση Μιχάλης Γκανάς - Ποιήματα 1978 – 2012 εκδ. Μελάνι
Νικολέττα Κατσιδήμα - Έναν τρόπο
Τάσος Λειβαδίτης - Μητρότητα
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.
Ποιήματα (1958-1964)
Πάνος Χατζόπουλος - Μάνα μου καπνοφύτισσα (Βραχωρίτικο)
Γεώργιος Βιζυηνός -Η μητέρα
Διονύσιος Σολωμός - Η τρελή μάνα [ή] Το κοιμητήριο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ |
[19]1 Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά. 2 Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά. 3 Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς. 4 Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς. 5 25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά. 6 Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά. 7 Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά. 8 Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά. 9 Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά. 10 55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά. |
(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) * |
11 Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί. 12 Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά. 13 Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά. 14 Της πέφτουν έπειτα,80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά. 15 85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά. 16 Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά· 17 όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά. 18 «Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά. 19 »Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.» 20 115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά. 21 «Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά· 22 »τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.» 23 Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά. 24 «Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά. 25 145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.» 26 Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά. 27 «Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά. 28 »Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδια,εις την πολύανθηΠρωτομαγιά.» 29 Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά· 30 175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά. * * * 31 Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάεικαι ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά· 32 στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά· 33 εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά. * * * 34 Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής. * * * |
___ |
στ. 29-30 |
κι έμεινε η μάνα τους στη συφορά. |
στ. 36 |
ελεεινά. |
στροφή 7 |
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:* |
Σιωπή τα σήμαντρα οπού τα κλάψαν, σιωπή τα σύνεργα οπού τα θάψαν, σιωπή τα ψάλματα τα λυπηρά. |
στροφή 14 |
Νά μπει, αλλά μάταια— πισθοδρομίζει, και παίρνει απέξωθε, και τριγυρίζει το περιτείχισμα πασπατευτά. |
στροφή 17 |
στ. 97-98 |
Και αυτή από λύπηση Τετυφλωμένη |
στροφή 24 |
Βραχνό το ψάλσιμο του καλογήρου, αχνά τα εντάφια κεριά τριγύρου· αργά τα σήμαντρα και τρομερά. Ο Λάμπρος |
Κυριακή 16 Μαρτίου 2025
Γιώργος Χριστοδουλίδης - Τις μέρες που γύρεψα τη μάνα μου
Έψαξα καιρό μέσα στον κόσμο
στεγνός, πλημμυρισμένος,
όμως δεν μπόρεσα
να βρω τη μάνα μου.
Πήγα στη χώρα των σκιών
αλλά και στη χώρα των πραγματικών
ικέτεψα στα γόνατα πεσμένος
δαιμόνια και ανιχνευτές ελπίδων ατσαλένιων
που δύσκολα οξειδώνονται
μέχρι που ένα χλωμό πουλί δεμένο σφικτά
μέσα στον ρόγχο του
μου ψέλλισε και μου ’πε
«αργά τη γύρεψες τη μάνα σου
χάθηκε πριν να γεννηθείς, αλλά και μετά
πού ήσουν όταν σ’ έψαχνε;»
Κι ότι είναι επειδή δεν τη θέλησα πολύ
-για την ανάγκη ενός νερού
που τρέχει δίχως πηγή
και δίχως αντιφέγγισμα στον ουρανό,
τρέχει μέσα στην έρημο αδιάκοπα-
που χάθηκε η μάνα μου
η μάνα μου
που μόνο μέσα από ένα άγγιγμα αγάπης
ένα θαύμα αυτοσχέδιο
μια πιτσιλιά ροδόσταμα που πέφτει και κυλά
από το παρελθόν στο μέλλον
θα αντιληφθεί ξανά το γέννημά της
και ίσως επιστρέψει.
Μυστικοί Άνθρωποι εκδόσεις ΚΥΜΑ 2019
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025
Γιάννης Βαρβέρης - Πέντε ποιήματα
Κοιμάσαι;
Να μην τηλεφωνώ τη νύχτα αργά, μου λες
γιατί κοιμάσαι.
Όμως σε ώρες αδυσώπητες
εγώ τηλεφωνώ αν κοιμάσαι
ή εκοιμήθης.
-Κοιμήσου τώρα, καληνύχτα.
Idée fixe
Δεν είναι απώλεια, όπως λεν, προσφάτου μνήμης.
Διόλου δεν ξέχασε πως ζήτησα καφέ
όμως μου φέρνει πάλι
ένα ποτήρι γάλα.
Καμένα αρχεία
Αν έρθει η ώρα
τα χρόνια που έχεις κρύψει
στην ταυτότητα
θ’ απαιτήσω
να τα ζήσεις.
Άκοπος κόπος
Από βιβλία
κλειστές σελίδες
σου δίνω να μου ανοίγεις
με το χαρτοκόπτη-
προβιβασμός του γήρατος
σε χρησιμότητα.
Μετά διαβάζοντας
βρίσκω αραιά και πού
σελίδες ξεχασμένες, άκοπες..
Έτσι θα τις αφήσω
για τον κόπο σου.
Κλινική
Μου είπε επί λέξει
-Άμα πεθάνω
πώς θα ζήσω
χωρίς εσένα;
Πηγή: Βαθέος γήρατος, Κέδρος 2011
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024
Κλεοπάτρα Λυμπέρη - Χριστούγεννα σε παγοδρόμιο
Γλιστράνε ένας ένας οι σκιέρ πάνω στη χλόη του
χιονιού. Γλιστράνε τα παιδιά και τα Χριστούγεννα.
Ο πάγος μένει πάντα σ’ έξοχη λευκότητα. Ίδιος
με το στερέωμα των ποιητών.
Ή των βρεφών. Ίδιος με πτέρωμα αθώων
πυροκροτητών του Νίκου Εγγονόπουλου.
Σχεδόν Ανταρκτική.
Σχεδόν βοσκή ταράνδων κι Αϊ-Βασίληδων.
Γλιστρούσαν ολοένα τα παιδιά
γλιστρούσαν οι φωνές
γλιστρούσανε τα γέλια
γλιστρούσε η χαρά
γλιστρούσαν τα λαμπιόνια
γλιστρούσε ο θάνατος
προς το παράξενο εκείνο 1991.
Μητέρα, οι πεθαμένοι μου δεν παίζουν πια.
Μες στο μεγάλο λούνα παρκ λιώσαν οι πάγοι.
Το μαύρο σβήνει ο καιρός
και ο σγουρός βασιλικός
σαν θυμιατό που ανάβει.
Πηγή: https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/19532-h-exohi-leukotita
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024
Μίμης Κωστήρης - Νυκτερινή επίσκεψη
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024
Athena Farrokhzad - [άτιτλο]
Τετάρτη 15 Μαΐου 2024
Αγγελική Σαραντάκου - Τα χέρια της Μάνας μου
Τα χέρια της Μάνας μου πριν μάθουν να γράφουν,
μάθαν να πλένουν στη σκάφη
ρούχα χοντρά της δουλειάς.
Τέσσερ’ αδέρφια της άφησε, βλέπεις, η μάνα της.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν μάθανε να χαϊδεύουν
γιατί ποτέ δεν τα χάιδεψαν.
Μα ξέρουνε να ζυμώνουν ατέλειωτες σκάφες αλεύρι.
Αν στρώσεις κάτω τα χιλιάδες ψωμιά,
θα γίνουνε δρόμοι, με άσπρες, στρογγυλές πλάκες
που θα διασχίζουν όλη τη γη.
Τα χέρια της Μάνας μου,
γίναν κουτάλια να με χορτάσουν,
γίναν κουπιά που λάμνουν στη θάλασσα,
να με βρουν.
Τα χέρια της Μάνας μου μάκρυναν
κουβαλώντας ασήκωτα δέματα
στο σχολειό, στη δουλειά μου, στη φυλακή.
Τα χέρια της Μάνας μου
κολλούσαν στη σήτα της φυλακής
και λιώναν το σύρμα για να μ’αγγίξουν,
κι ύστερα, κατακόκκινα με τ’αποτυπώματα,
πλάθανε κουλουράκια για τις κοπέλες του θαλάμου μου.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν θα μείνουν ακίνητα
ούτε κάτω απ το χώμα,
μα θα βρούνε τον τρόπο
να φυτρώσουνε
για να βλαστήσουν και να κάνουν λουλούδια!
από τη συλλογή Εφεδρείες, 1994
Τρίτη 14 Μαΐου 2024
Άννα Δερέκα - Επινόηση ενάντια στη φθορά
Δευτέρα 13 Μαΐου 2024
Βαρβάρα Χριστιά - Μάνα
Κυριακή 12 Μαΐου 2024
Alfred Mombert - Μητέρα μου…
Αφροδίτη Κατσαδούρη - Δεν μαρλμπορώ
Τις Κυριακές
έστριβε τα τσιγάρα της
με τον φρενήρη εργοστασιακό ρυθμό της Δευτέρας
Από μικρή
έπλεκε σήματα καπνού στον ουρανό
και τα πουλούσε στους λευκούς
για ώρα ανάγκης.
Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι
Γ. Λ. Οικονόμου - Μάνα
Στον ύπνο μου
ακόμα εσένα φωνάζω.
Όταν κρυώνω
«ρίξε μια κουβέρτα μάννα»
όταν διψώ
«νεράκι μαμά»
κι ανοίγω τα μάτια
κι έχεις μόλις φύγει
και κλείνω τα μάτια
όσο περισσότερο μπορώ
να σε κρατήσω
κοντά μου
΄Ενα με τη σκόνη