Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Τάσος Πορφύρης - Η μάνα [Δυο κατακλείδες]


«Οι πέστροφες»

Πρώτα πέρασα από το σπίτι του Κώτσιου. Χτύπησα, βγήκε η μάνα του. «Θειάκω, βρήκα δυο πέστροφες, πάρε τη μία». Την άλλη την τηγάνισε η Μάνα εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι. Καθώς είχα κάνει τόσο δρόμο, είχα ξελιγωθεί της πείνας. Το τζάκι έκαιγε ακόμα∙ τράβηξε λίγα κάρβουνα κάτω από την πυροστιά κι έφερε το τηγάνι. Μόλις την ακούμπησε, άρχισε να τσιτσιρίζει από το λίπος που έβγαζε∙ ήταν τετράπαχη. Μαζί μ’ ένα κομμάτι μπομπότα αποτέλεσαν ένα βασιλικό πρόγευμα. Προσπάθησα να δώσω στη Μάνα ένα κομμάτι αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενη πως το πρωί δεν μπορούσε να φάει. Φαίνεται πως η πείνα μου ήταν αρκετά ορατή και δεν θέλησε να μου στερήσει ούτε μία χαψιά. Εγώ έτρωγα κι εκείνη χόρταινε. Μάνα!

«Αλουμινάκια για το καντήλι σας»

Όμως ο κόσμος άλλαξε και συνεχώς αλλάζει και δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσουμε απ’ αυτόν καθώς μας ελέγχει, μας περιβάλλει και μας «προστατεύει». Μεταξύ μας, μονάχα η μάνα μου με προστάτευε όσο ζούσε. Μου έστρωνε το σεντόνι μόλις μ’ έπαιρνε ο ύπνος κι έσκυβε να με φιλήσει. Κι ήταν μια κίνηση παραπάνω, ένας λυγμός λαχτάρας κι έγνοιας για τη ζωή μου, μήπως τυχόν συνέβαινε κάτι στο γιόκα της κι έρθει ο κόσμος άνω κάτω. Α, ρε μάνα!

Τα σπίτια, Πεζογραφήματα, Πανοπτικόν, 2013.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Μιχάλης Γκανάς - Παραλογή (απόσπασμα)

Μια μάνα γύρευα να βρω,

με εννιά μαχαιριά στο πλευρό

και με τη μια της κόρη


Τη βρίσκω στα βασιλικά

σε πέντε όνειρα κακά,

και μες τα καρυοφύλλια.


Να `πιανε μια νεροποντή

να ξύπναγε τον Κωσταντή,

να πάει βρεγμένος σπίτι.


Να του φορέσει τα στεγνά,

να τον μαλώσει σιγανά...


Μιχάλης Γκανάς, από τη συλλογή Παραλογή (1993), 

συγκεντρωτική έκδοση Μιχάλης Γκανάς - Ποιήματα 1978 – 2012 εκδ. Μελάνι

Νικολέττα Κατσιδήμα - Έναν τρόπο


Δε λέω σαλόνι πια
μα σάλα.
Ούτε αυλοπόρτα
αλλά πορτόνι.
Και τα εξώφυλλα
των παραθύρων
τα λέω πλέον σκούρα.
Κι όταν ακούω
καμιά μακρινή καμπάνα
του εσπερινού
αναρωτιέμαι φωναχτά
κάνοντας το σταυρό μου
«Μπα, τι γιορτή να 'ναι αύριο;»
Βρήκα έναν τρόπο ανάπηρο
για να 'σαι εδώ μητέρα.

Τάσος Λειβαδίτης - Μητρότητα



Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),

και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,

όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν

καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα

η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη

δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,

ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο

πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα

δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –

λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα

που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές

να μην χωρούσε τώρα μόνο

σ’ ένα θάνατο.


Ποιήματα (1958-1964)

Πάνος Χατζόπουλος - Μάνα μου καπνοφύτισσα (Βραχωρίτικο)



Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά.
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.
Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας
κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.
Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας
πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.
Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,
στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.
Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο
- κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά -
κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο
κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.
Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,
οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,
οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,
σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή.
Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,
τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.
Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,
ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.
Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,
τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα - το δάκρυ το πικρό σου –
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι
κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,
η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά.

Γεώργιος Βιζυηνός -Η μητέρα


Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
===

Διονύσιος Σολωμός - Η τρελή μάνα [ή] Το κοιμητήριο

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[19]


1

Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.

2

Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.

3

Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.

4

Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.

5

25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.

6

Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά.

7

Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά.

8

Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά.

9

Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά.

10

55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *
11

Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί.

12

Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά.

13

Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά.

14

Της πέφτουν έπειτα,80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά.

15

85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά.

16

Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά·

17

όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά.

18

«Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά.

19

»Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.»

20

115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά.

21

«Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά·

22

»τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.»

23

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά.

24

«Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά.

25

145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.»

26

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά.

27

«Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά.

28

»Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδια,εις την πολύανθηΠρωτομαγιά.»

29

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά·

30

175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά.

* * *
31

Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάεικαι ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά·

32

στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά·

33

εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά.

* * *
34

Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής.

* * *
___
στ. 29-30
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.
στ. 36
ελεεινά.

στροφή 7
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.

στροφή 14
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.

στροφή 17
στ. 97-98
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη

στροφή 24
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.


Ο Λάμπρος 

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Γιώργος Χριστοδουλίδης - Τις μέρες που γύρεψα τη μάνα μου


Έψαξα καιρό μέσα στον κόσμο

στεγνός, πλημμυρισμένος,

όμως δεν μπόρεσα

να βρω τη μάνα μου.

Πήγα στη χώρα των σκιών

αλλά και στη χώρα των πραγματικών

ικέτεψα στα γόνατα πεσμένος

δαιμόνια και ανιχνευτές ελπίδων ατσαλένιων

που δύσκολα οξειδώνονται

μέχρι που ένα χλωμό πουλί δεμένο σφικτά

μέσα στον ρόγχο του

μου ψέλλισε και μου ’πε

«αργά τη γύρεψες τη μάνα σου

χάθηκε πριν να γεννηθείς, αλλά και μετά

πού ήσουν όταν σ’ έψαχνε;»

Κι ότι είναι επειδή δεν τη θέλησα πολύ

-για την ανάγκη ενός νερού

που τρέχει δίχως πηγή

και δίχως αντιφέγγισμα στον ουρανό,

τρέχει μέσα στην έρημο αδιάκοπα-

που χάθηκε η μάνα μου

η μάνα μου

που μόνο μέσα από ένα άγγιγμα αγάπης

ένα θαύμα αυτοσχέδιο

μια πιτσιλιά ροδόσταμα που πέφτει και κυλά

από το παρελθόν στο μέλλον

θα αντιληφθεί ξανά το γέννημά της

και ίσως επιστρέψει.

Μυστικοί Άνθρωποι εκδόσεις ΚΥΜΑ 2019

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Γιάννης Βαρβέρης - Πέντε ποιήματα


Κοιμάσαι; 

Να μην τηλεφωνώ τη νύχτα αργά, μου λες

γιατί κοιμάσαι.

Όμως σε ώρες αδυσώπητες

εγώ τηλεφωνώ αν κοιμάσαι

ή εκοιμήθης.

-Κοιμήσου τώρα, καληνύχτα.


Idée fixe

Δεν είναι απώλεια, όπως λεν, προσφάτου μνήμης.

Διόλου δεν ξέχασε πως ζήτησα καφέ

όμως μου φέρνει πάλι

ένα ποτήρι γάλα.


Καμένα αρχεία 

Αν έρθει η ώρα

τα χρόνια που έχεις κρύψει

στην ταυτότητα

θ’ απαιτήσω

να τα ζήσεις.


Άκοπος κόπος  

Από βιβλία 

κλειστές σελίδες 

σου δίνω να μου ανοίγεις 

με το χαρτοκόπτη- 

προβιβασμός του γήρατος 

σε χρησιμότητα.

Μετά διαβάζοντας 

βρίσκω αραιά και πού 

σελίδες ξεχασμένες, άκοπες..

Έτσι θα τις αφήσω 

για τον κόπο σου.


Κλινική


Μου είπε επί λέξει

-Άμα πεθάνω

πώς θα ζήσω

χωρίς εσένα;


Πηγή: Βαθέος γήρατος, Κέδρος 2011



Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Κλεοπάτρα Λυμπέρη - Χριστούγεννα σε παγοδρόμιο



Γλιστράνε ένας ένας οι σκιέρ πάνω στη χλόη του 

χιονιού. Γλιστράνε τα παιδιά και τα Χριστούγεννα.   


Ο πάγος μένει πάντα σ’ έξοχη λευκότητα. Ίδιος   

με το στερέωμα των ποιητών.   

Ή των βρεφών. Ίδιος με πτέρωμα αθώων   

πυροκροτητών του Νίκου Εγγονόπουλου. 

Σχεδόν Ανταρκτική. 

Σχεδόν βοσκή ταράνδων κι Αϊ-Βασίληδων.  


Γλιστρούσαν ολοένα τα παιδιά 

γλιστρούσαν οι φωνές   

γλιστρούσανε τα γέλια 

γλιστρούσε η χαρά 

γλιστρούσαν τα λαμπιόνια 

γλιστρούσε ο θάνατος 

προς το παράξενο εκείνο 1991. 


Μητέρα, οι πεθαμένοι μου δεν παίζουν πια.

Μες στο μεγάλο λούνα παρκ λιώσαν οι πάγοι. 

Το μαύρο σβήνει ο καιρός     

και ο σγουρός βασιλικός  

σαν θυμιατό που ανάβει.   


Πηγή:  https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/19532-h-exohi-leukotita

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Μίμης Κωστήρης - Νυκτερινή επίσκεψη


της μητέρας μνήμη
Σαν φωτεινό πρόσωπο
απόψε το φεγγάρι
Κι' έτσι
όπως πέρασε ανάερα
απ' το τζάμι
και στάθηκε σιγανά
πάνω απ το κρεββάτι του
λες πως τον χάϊδεψε
λες πως τον φίλησε
Στο άγγιγμα
στο φίλημα το τρυφερό
οι πόνοι
οι τρόμοι του
φτερούγισαν μακρυά
Γλυκός
λυτρωτικός
έκανε να τόνε πάρει
ο ύπνος
Πριν αποκοιμιθεί
σαν γύρισε
γιά μιά στερνή ματιά
γιά ένα καληνύχτισμα
προς τον
νυχτερινό επισκέπτη
πάνω
στον ασημένιο δίσκο
του φεγγαριού
ολοζώντανη η μορφή
της μητέρας του

Μίμης Κωστήρης

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Athena Farrokhzad - [άτιτλο]

Ο πατέρας μου είπε: Όταν τα χρόνια θα 'χουν καταβάλει
το σώμα σου αυτό θα σε προδώσει
Όταν θα 'χεις χάσει όλες σου τις δυνάμεις
θ' απομείνει
μονάχα η μητρική σου γλώσσα
Η μητέρα μου είπε: Αν σ' αυτή τη γλώσσα με σκοτώσεις χάρισμα σου.
Ατένα Φαρροχζάντ
Μετάφραση: Αντώνης Μπογαδάκης
Αντίποδες

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Αγγελική Σαραντάκου - Τα χέρια της Μάνας μου


Τα χέρια της Μάνας μου πριν μάθουν να γράφουν,

μάθαν να πλένουν στη σκάφη

ρούχα χοντρά της δουλειάς.

Τέσσερ’ αδέρφια της άφησε, βλέπεις, η μάνα της.

Τα χέρια της Μάνας μου δεν μάθανε να χαϊδεύουν

γιατί ποτέ δεν τα χάιδεψαν.

Μα ξέρουνε να ζυμώνουν ατέλειωτες σκάφες αλεύρι.

Αν στρώσεις κάτω τα χιλιάδες ψωμιά,

θα γίνουνε δρόμοι, με άσπρες, στρογγυλές πλάκες

που θα διασχίζουν όλη τη γη.

Τα χέρια της Μάνας μου,

γίναν κουτάλια να με χορτάσουν,

γίναν κουπιά που λάμνουν στη θάλασσα,

να με βρουν. 

Τα χέρια της Μάνας μου μάκρυναν

κουβαλώντας ασήκωτα δέματα

στο σχολειό, στη δουλειά μου, στη φυλακή.

Τα χέρια της Μάνας μου

κολλούσαν στη σήτα της φυλακής

και λιώναν το σύρμα για να μ’αγγίξουν,

κι ύστερα, κατακόκκινα με τ’αποτυπώματα,

πλάθανε κουλουράκια για τις κοπέλες του θαλάμου μου.

Τα χέρια της Μάνας μου δεν θα μείνουν ακίνητα

ούτε κάτω απ το χώμα,

μα θα βρούνε τον τρόπο 

να φυτρώσουνε

για να βλαστήσουν και να κάνουν λουλούδια!


από τη συλλογή Εφεδρείες, 1994


Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Άννα Δερέκα - Επινόηση ενάντια στη φθορά

 

Οι Χαρτοποιίες
Τα τυπογραφεία, τα βιβλιοδετεία,
Είναι η επινόησή μας
Ενάντια στη φθορά
Έλεγε η μητέρα
Καθώς άπλωνε το σεντόνι
Πάνω στα παλαιά έπιπλα.
Αγέρωχη
Και επιβλητική
Η μητέρα
Ακόμη κι όταν
Καθόταν
Στην ψάθινη πολυθρόνα
Του κήπου
Κεντώντας με τα σοβαρά χέρια της
Με κλωστές εύθραυστες
Εκείνον τον πίνακα
Που παρίστανε έναν βωμό
Και μια κόρη
Που προσευχόταν.
Έργο
Αληθινά
Υπομονής
Που δοκιμάστηκε
Από τον χρόνο
Και φθάρθηκε.
Έτσι
Μας δίδασκε η μητέρα
Την παραδοχή
Της ενηλικίωσης
Του γάμου
Των γηρατειών.
Άννα Δερέκα, Εις εαυτόν κρημνοί, Κύμα, 2023.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Μάνα


Της μάνας μου
το χέρι το αριστερό
μου ’δειχνε δαίμονες
να τους κοιτώ στα μάτια.
Στραγγάλιζε τον φόβο μου
στο χέρι το δεξί,
με μάθαινε πώς να κρατώ
στο βλέμμα μου τον ήλιο.
Της μάνας μου
τα χέρια και τα δυο,
όσο μεγάλωνα, μικραίναν
και με σπρώχναν.
Μου ’ριχναν μίτους
την άκρη τους να βρω.
Χειροκροτούσαν
όταν έκοβα το νήμα.
Της μάνας μου
δε στέρεψε η θηλή
να ξεδιψάω
της αγάπης της το γάλα.
Στα σωθικά της
έχει ακόμα ζωντανό
σχεδόν μισό αιώνα
τον πλακούντα.
Της μάνας μου
ζευγάρωσε η ευχή:
«Αν γίνεις μάνα,
μόνο τότε θα με νιώσεις».
Βαρβάρα Χριστιά
Συλλογή: Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδ. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ 2019

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Alfred Mombert - Μητέρα μου…


Μητέρα μου, πως μάκρυνα έτσι;
Το σούρουπο,
πριν απ’ την ώρα που σβήνουμε το φως,
κάθομαι δίπλα σου στην ανθοκαμαρούλα,
στη δροσιά,
και συλλογιέμαι
πόσο αλήθεια μάκρυνα από σένα.
Χιλιάδες μίλια-
δέκα χιλιάδες χρόνια-
άπειρα παγερό το στερέωμα γύρω μου σωπαίνει .
Το σύμπαν είναι μόνο του! Ορφανά μόνο.
Ξάφνου-
φλογερά μέσα μου με τρώει,
τ’ ότι , ναι, εσύ ’σαι η μάνα μου!
κ’ εγώ το παιδί σου!
τόσο κοντά όσο μάνα και παιδί ’ναι.
Και μες στο στέρνο σου το κεφάλι χώνω -
Πολύ κοντά μου κάθεσαι , με τη θερμή μορφή σου,
μητέρα, τα μάγουλα χαϊδεύεις
του παιδιού σου …
Μητέρα βοήθησέ με !
η μοναξιά κατατρώει την ανθρωπιά μου
σα σαράκι!
Πολύ από σένα μάκρυνα , μητέρα .
Από τους Δεκατρείς αιώνες Γερμανικής ποίησης
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Εκδόσεις Δωδώνη 1977

Αφροδίτη Κατσαδούρη - Δεν μαρλμπορώ

 Τις Κυριακές

έστριβε τα τσιγάρα της

με τον φρενήρη εργοστασιακό ρυθμό της Δευτέρας


Από μικρή

έπλεκε σήματα καπνού στον ουρανό

και τα πουλούσε στους λευκούς

για ώρα ανάγκης. 


Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι

Γ. Λ. Οικονόμου - Μάνα

 Στον ύπνο μου 

ακόμα εσένα φωνάζω.


Όταν κρυώνω

«ρίξε μια κουβέρτα μάννα»

όταν διψώ

«νεράκι μαμά»


κι ανοίγω τα μάτια

κι έχεις μόλις φύγει


και κλείνω τα μάτια

όσο περισσότερο μπορώ

να σε κρατήσω 

κοντά μου


΄Ενα με τη σκόνη