Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Γλώσσα--Ανθρωπισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Γλώσσα--Ανθρωπισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Στέλιος Μερμίγκης -Το πρώτο σημάδι πολιτισμού

 Κάποτε ρωτήθηκε η ανθρωπολόγος Margaret Mead από έναν φοιτητή της ποιο ήταν το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κουλτούρα. Ο φοιτητής περίμενε ότι η Mead θα του μιλούσε για κάποιο αγκίστρι, για κεραμικά σκεύη ή μυλόπετρες. Ομως αυτή του είπε ότι το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια αρχαία κουλτούρα ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει κι έπειτα είχε θεραπευτεί.

Εξήγησε ότι στο ζωικό βασίλειο, όταν σπας το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τον κίνδυνο, ούτε να πας στο ποτάμι να πιεις νερό ούτε να ψάξεις τροφή. Γίνεσαι βορά των θηρίων που παραμονεύουν. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει με σπασμένο πόδι τον χρόνο που χρειάζεται για να δέσει το οστό. Ενα μηριαίο οστό που έχει θεραπευτεί είναι απόδειξη ότι κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να μείνει μαζί με εκείνον που έπεσε, έδεσε την πληγή, τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος και τον βοήθησε να αναρρώσει. Η Mead είπε ότι το σημείο στο οποίο αρχίζει ο πολιτισμός είναι η βοήθεια σε κάποιον στη δυσκολία.

Τα παραπάνω λόγια είναι αφιερωμένα σε όσους αρνούνται να συρθούν πίσω από τις λογικές του χυδαίου ατομικισμού που καλλιεργούν όλοι οι πολιτευτές τύπου Πνευματικού, σε όσους πάνε κόντρα στο πλειοψηφικό ρεύμα της δήθεν κανονικότητας, των χαμηλών προσδοκιών, της «άμυνας περί πάρτης», σε όσους με άλλα λόγια δημιουργούν με τις πράξεις τους πραγματικό πολιτισμό.


*φαρμακοποιός στο Νοσοκομείο Αγρινίου


Εφημερίδα των Συντακτών, 14.06.23

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Παντελής Μπουκάλας - «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»


Κάθε φορά που κάποιος από τη χορεία των «επωνύμων» γίνεται  ήρωας  αλγεινών επεισοδίων (πότε γιατί περιφέρεται ένοπλος στη Βουλή, πότε γιατί προσποιείται αμνησία για να κατευνάσει τις Ερινύες, πότε γιατί «κανονίζει σαν άντρας» τα ερωτικά του, κτλ) δεν χάνουμε την ευκαιρία της ομαδικής ψυχανάλυσης / ψυχοθεραπείας, την ευκαιρία δηλαδή να θεωρήσουμε την παραβατική συμπεριφορά αποκλειστικό γνώρισμα του ψυχισμού των συγκεκριμένων ανομούντων. 
                               Άλφρεντ Άντλερ
Ενόσω δακτυλοδεικτούμε αυστηρότατοι τους «κακούς» κερδίζουμε (έτσι νομίζουμε δηλαδή) τη διαφορά μας, τη λευκότητά μας, την αγιοσύνη μας. Κι ωστόσο, Ο κ. Κ., ο κ. Γ., ο κ. Γ., ο κ. Τ., ο κ. Εξουσία τυγχάνουν εκπρόσωποί μας και ως προς αυτό, ως προς την ωμότητα δηλαδή και τη μαγκιά, με την οποία όλο και συχνότερα ταυτίζεται το θρυλικό «ελληνικό φιλότιμο».
Η πολεμική κραυγή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» -μια κραυγή που για την εκφορά της αρκούν τα δόντια και περιττεύει η γλώσσα- δεν εκστομίζεται μόνο από τους διάσημους, τους εξουσιούχους, τους κατέχοντες. Είναι ένα εμβατήριο γραμμένο στη μαγνητοταινία που παίζει η μηχανική ψυχή όλων μας. Με την ευκολία που έχουμε να αναβαθμίζουμε σε μείζον το παντελώς ασήμαντο, το τιποτένιο, μπορούμε να σφαχτούμε (κι όχι μόνο στα λόγια) για οτιδήποτε θα μας φαινόταν καταγέλαστο αν δεν είχε θολώσει ο νους και το βλέμμα μας: Για την προτεραιότητα ή για μια θέση παρκαρίσματος (άλλωστε ο εγωισμός μας όταν κυκλοφορεί εποχούμενος, όταν προστατεύεται από το τετράτροχο άρμα του, συντρίβει όλα τα δεσμά του λεγόμενου πολιτισμού), για μια καρέκλα στην πολυσύχναστη ταβέρνα που την πρόλαβε κάποιος άλλος, για τα νερά που τρέχουν από το μπαλκόνι του γείτονα, για το μωρό που γκρινιάζει μεσημεριάτικα (θαρρείς κι είναι... 
μαγνητόφωνο και μπορείς να του πατήσεις  το στοπ), για τη μπαλιά του πιτσιρικά που λάθεψε στην αμμουδιά και πέτυχε κάποιον λουόμενο ή ηλιοθεραπευόμενο (δεν γεννήθηκαν δα Ρονάλντο όλοι οι μπόμπιρες), για την απύθμενη αναίδεια του προκαθημένου μας στον θερινό κινηματογράφο που δεν λέει να σκύψει καίτοι ψηλέας η, ακόμη καλλίτερα να φύγει, για την ουρά στο λεωφορείο, στο φερι-μποτ, στα διόδια, στο σούπερ μάρκετ, στο φούρνο, στο περίπτερο. 
Πιστόλια ευτυχώς δεν κουβαλάμε ακόμη (ή μάλλον δεν κουβαλάμε όλοι μας, γιατί με το πρόσχημα των κλοπών όλο και περισσότεροι φροντίζουν να εξοπλίσουν την εκβιασμένη ανασφάλειά τους), αλλά και τα χέρια αρκούν, κι ύστερα, φονικότερο όπλο από  τη γλώσσα και το βλέμμα δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, κι ούτε θα βρεθεί ποτέ.
Κι αλίμονο αν η αφέλειά σου ή η όψιμη, οικολογική σου ευαισθησία διανοηθεί να συστήσει σε κάποιον, με τον κομψότερο (ή και δουλικότερο) τρόπο, να μην πετάει με ανάλαφρη μαγκιά αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, κυρίως όταν διασχίζει τον Παρνασσό ή τον Ταΰγετο, η την αδειασμένη φιάλη του νερού, το οποίο έχει φτάσει να μας κοστίζει όσο σχεδόν και η τροφή. Αλίμονο αν παραπονεθείς για την καπνούρα που φεύγει από την εξάτμιση  του προπορευόμενου οχήματος, ή αν θυμίσεις ευγενικά σε κάποιον οδηγό ότι είθισται να μην περνάμε με κόκκινο και να ανάβουμε το φλασάκι μας πριν στρίψουμε αριστερά η δεξιά, για τον απλούστατο λόγο ότι τα θανατηφόρα τροχαία δεν επιλύουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Τότε ο «θιγμένος ανδρισμός μας» (επιχείρημα που μάλλον έχει αντίκρισμα και στα δικαστήρια) απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω, προπαντός αν η «προσβολή» ετελέσθη παρουσία τρίτων. Και ξεθηκαρώνουμε τότε το φανατισμό μας, κλειδαμπαρώνουμε την ψυχραιμία μας, στήνουμε μια γκιλοτίνα για το χιούμορ μας, κι ορμάμε Ακάθεκτοι.
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»... 
Βεβαίως και ξέρω, και ξέρεις, και ξέρουμε. Ξέρω πως είσαι όμοιος μου στα καλά και στα κακά ετοιμοπαράδοτος του θυμού, μονίμως με την αίσθηση του "αδικημένου», άρα και μονίμως ορισμένος. 
Ξέρω, και ξέρεις, ότι μοιάζουμε στο χαώδες βάθος μας, όσες όποιες πανοπλίες κι αν φρόντισε να φορτωθεί ο καθένας μας για να ελέγξει την ευκολία του ενστίκτου. 
Όλοι μας είμαστε κάτι, είμαστε κάποιοι, έστω κι αν ο χρόνος επιμένει αγέλαστος πως είμαστε κάτι λιγότερο από το τίποτε. Μόνο που να, δεν μπορούμε να τα βολέψουμε αυτά τα διαφορετικά «κάτι», να τα πείσουμε να συνυπάρξουν, να αλληλοαναγνωριστούν, να αποδεχθεί το ένα τη μοναδικότητα του άλλου. 
Εισερχόμαστε στην κοινωνία, (στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο «λειτούργημα», στο γήπεδο, ως και στην εκκλησία την ώρα του «Δεύτε λάβετε φως!») σαν φορείς μιας παράδοσης που τιμά την αντιπαράθεση, τη φιλυποψία, την ξινή ψυχή, η οποία εγγράφεται πάραυτα και στα αναλόγως ξινισμένα μούτρα μας. Είμαστε προετοιμασμένοι, εκπαιδευμένοι να βρίσκουμε παντού (και μόνο) εχθρούς, διαβολείς, κακότροπους που μας φθονούν και συνωμοτούν εις βάρος μας. 
Την πραότητα, την όρεξη της κουβέντας, της παρέας ακόμη (της τόσο μυθολογημένης), πρέπει να την επινοήσουμε με πολύ κόπο (γιατί χρειάζεται να υπολογίσουμε σωστά τις βαθύτατες ανάγκες μας και ταυτόχρονα να τιθασέψουμε τον έρωτά μας για την μονήρη διαδρομή της εχθρευόμενης αυτάρκειας), ή πρέπει να μας έχουν ευλογήσει πλούσια οι περιστάσεις, μια ήσυχη ακρογιαλιά ας πούμε, η θερινή χαλάρωση ώρα νυκτός κτλ. Φυσικότερη μας φαίνεται η συμπεριφορά που (μάλλον άδικά κατά τους φυσιοδίφες) αποδίδεται στον λύκο μονιά. 
Γιατί; Γιατί «μας πνίγει, κι το δίκιο». Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, , με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι 

Εφημερίδα: Η Καθημερινή

Αναδημοσίευση από: https://hamomilaki.blogspot.com/2011/11/egeismos-xereis-poios-eimai-ego-re.html

Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Αντώνης Δωριάδης-στο Μετρό




Σκυφτός, με το κεφάλι μεσ' στα σκέλια,
και μπρος του, γραμμένο σε χαρτί:
«Βοήθεια...πεινάω... ειμ' άνεργος...» 'ή
«χτες βγήκα απ'τη φυλακή...»
Οι επιβάτες προσπερνούν αδιάφοροι·
μερικοί -ελάχιστοι - αφήνουν
κάποιο νόμισμα στο άδειο του κασκέτο·

-όπως αφήνουμε ενα λουλούδι
στον τάφο κάποιου ζωντανού.

Αντώνης Δωριάδης

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Βύρων Λεοντάρης- Λεηλασία


Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν
και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.
Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…
Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις, τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;


Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/ βιβλία 2017.