Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Δ΄ (αποσπάσματα)

 

Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου [1941]. Απόγεμα [Αθήνα]

Στο τραπέζι το μεσημέρι η Σοφία Μαυρογορδάτου και η Μαρώ. Μιλούμε για τον πόλεμο. Και οι δυο τους βλέπουν από κοντά τον πόνο του πολέμου. Ο πόνος, η φρίκη και το μεγαλείο έχουνε τώρα βολευτεί κοντά μας, στα σπίτια μας, στην καθημερινή ζωή, σαν κατοικίδια. Τα συνηθίζουμε ανεπαίσθητα. Κάποτε έρχουνται και τρίβουν τα ρουθούνια τους στα γόνατά μας, στα χέρια μας. Και τότε καταλαβαίνουμε.

Η Μαρώ έβαλε την άσπρη της μπλούζα κι έφυγε για το νοσοκομείο. Μιλά για τους λαβωμένους της σα να ήταν τα άρρωστα παιδιά της. Προχτές: «Μου πέθαναν δυο.» Σήμερα: «Πρέπει να φύγω νωρίς· ο γιατρός είπε πως ο Μιχάλης θα πεθάνει. Του έκαναν μετάγγιση, αλλά δεν αντέχει πια. Όλοι τον συμπαθούν στο θάλαμο. Έχει κάτι μεγάλα ματοτσίνορα και ο πυρετός δε σταματά: 39-40. Όλο ψιθυρίζει: "Για την πατρίδα!... για την πατρίδα!..."».

Με τρελαίνει η απόγνωση όταν στοχάζομαι κι αναρωτιέμαι τι αισθάνεται ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια τούτο το παιδί μέσα στο παραμιλητό της θέρμης· ποιες εικόνες αυλακώνουν το μυαλό του. Πεθαίνει για μιαν ιδέα, όπως θα πέθαινα λ.χ. εγώ για μιαν ιδέα; Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ που δεν καταλαβαίνω· όπως η φωνή της μοίρας μέσα σε μια τραγωδία.

Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος —πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.

Αηδία ολοένα που δυναμώνει για τα «μετόπισθεν».

σ. 22-23

* * *

Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου [1941, Αθήνα]

[...]

Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγείται πως συνόδεψε έναν τραυματία, που αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει για να μην πέσει, κι αυτός μονολογούσε:

— Ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει;... η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι...

σ. 30

* * *

Δευτέρα, 24 Μάρτη 1941
     Τώρα, στην παραμονή της μεγάλης στροφής, συλλογίζεται κανείς το βαθύ πόνο του πολέμου που είναι εδώ, μέσα μας, στο πλάι μας, σαν ένας αμίλητος σύντροφος από δικό μας αίμα. Συλλογίζεται τον Κρητικό που του ‘κοψαν το πόδι, και, ξανά πάλι, του το ‘κοψαν λίγο παραπάνω, -που για να μη δείξει τον πόνο του γύρισε το κεφάλι από το άλλο μέρος τραγουδώντας «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη» σαν ένα λαϊκό μοιρολόι. Συλλογίζεται τον Πατρινό που έχασε και τα δυο του πόδια, και το ‘κρυβε από τη γυναίκα του, κι έπειτα, σαν ήρθε να τον δει στο νοσοκομείο, της είπε: «Τώρα κλαις για δυο χαμένα ποδάρια, ενώ αλλιώς θα ‘κλαιγες για τη λευτεριά σου.» Συλλογίζεται όλο το αίμα, κι εκείνη την απλή παλικαριά πάνω στο μέτωπο και του σφίγγεται η καρδιά.
 

Πέμπτη, 16 Ιουλίου [1942, Ιερουσαλήμ]

Υπάρχουν εδώ διάφορες παρέες Ρωμιών που αλληλομισούνται θανάσιμα· όλοι δουλεύουν σε αγγλικές υπηρεσίες που ανακατεύουν την Ελλάδα, ή χρησιμοποιούνται με κάποιον τρόπο από δαύτες.

Χτες βράδυ καλεσμένος στου Δογάνη. Ένα σωρό άνθρωποι και ο γέροντας αρχιδραγουμάνος του Πατριαρχείου, ιερατικός, αμίλητος. Ο Σωτήρης Ζάννας, μόλις έφτασε από την Πόλη, βρίζει τους πάντες και τα πάντα καθάρματα. Ο καθένας έχει εξαπολύσει το πάθος του, ίσως γιατί νομίζει, υποσυνείδητα τουλάχιστο, πως έτσι εξαγνίζεται μπροστά στον τόπο που υποφέρει — ένας τρόπος να νίψει τα χέρια του. Αλλά ο τόπος υποφέρει πραγματικά και τούτοι εδώ δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να κουβεντιάζουν στο κενό, χωρίς αποτέλεσμα, ή με μοναδικό αποτέλεσμα να θολώνουν τη σκέψη τους.

Κάποτε έχω την εντύπωση, την τρομαχτική εντύπωση, πως όλοι εμείς, που είμαστε έξω από την Ελλάδα, είμαστε ένας θίασος από τρελούς ανυπόστατους ανθρώπους. Και το δράμα, το μεγάλο δράμα, είναι ότι οι άνθρωποι που τρελαίνουνται και χάνουν ολοένα περισσότερο την υπόστασή τους είναι οι καλύτεροι. Γιατί οι άλλοι είναι εκ προμελέτης κακοποιοί.

Η μανία τους να μη χωριστούν, να μη μείνουν πίσω από τον τόπο, γίνεται ένα πολιτικό παραμιλητό που εκμεταλλεύουνται οι ψυχροί και οι έξυπνοι. Και κανείς δε βλέπει, μέσα σ' αυτό το αποτρόπαιο καζάνι όπου βράζουμε, τη διαφορά, την αγεφύρωτη διαφορά: ότι εκείνοι εκεί στην Ελλάδα υποφέρουν με τα κορμιά τους κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ενώ τούτοι εδώ μιλούν ή φωνάζουν.

Αυτό το άρρωστο μπουλούκι των Ελλήνων που μαζεύτηκαν έξω από τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Όχι μόνο εκείνων που έφυγαν από την αρχή αλλά και εκείνων που δεν παύουν να έρχουνται. Ήταν άραγε διαφορετικοί εκεί πέρα; Θαρρείς πως τους βλέπεις: Ξεκινούν με τις βαρκούλες τους από την Αττική, από τα νησιά, φτάνουν στην Τουρκία, προχωρούν κατά την Αίγυπτο, και το χρώμα τους αλλάζει, γίνεται σαν το δικό μας· το βλέπεις ν' αλλάζει. Τι συμβαίνει; Ποιο πράγμα τους έκανε διαφορετικούς εκεί-πέρα; Τι τους αλλάζει εδώ; Μήπως είναι η νοσταλγία μας — η αρρώστια μας;

[...]

σ. 225-226

* * *

Δευτέρα, 11 Οκτώβρη [1943, Αλεξάνδρεια]

[...]

Δέκα μέρες χωρίς να κάνω τίποτε, και μου χρειαζότανε. Κάποτε λυπούμαι που δεν έτυχε να μείνω εδώ στην Αλεξάνδρεια όλον αυτό τον καιρό της προσφυγιάς που μ' έκαναν να σκορπιστώ στους πέντε αγέρηδες. Κάτι θα είχα κάνει· έστω και με τούτη τη θάλασσα, έστω και με τούτο το λιμάνι. Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά· το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ' αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ' αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.

Αδύνατο να βολευτώ με καμιάν άλλη μυθολογία (πλησίασα τόσες από τότε που έφυγα από την Ελλάδα) εκτός από εκείνη που ήξερα. Το είχα ολοένα στο νου μου, καθώς έγραφα για τη θάλασσα ό,τι μου περνούσε από το κεφάλι. Πάνε κι αυτές οι μέρες. Τόσο περίεργο αυτή η Μέση Ανατολή· πώς αλέθει τους ανθρώπους· τους καταπίνει, τους χωνεύει: παρατηρώ αυτούς που έρχονται από την Ελλάδα· είναι ό,τι είναι, άνθρωποι· έπειτα από δυο εβδομάδες, βάλε τρεις, αρχίζουν κιόλας να γίνουνται σαν εμάς.

σ. 308-309

* * *

Σάββατο, 16 Σεπτέμβρη [1944]. Cava dei Tirreni «Albergo Impero»

Φτάσαμε σήμερα το πρωί σε τούτη την τελευταία έδρα, υποθέτω, της ελληνικής προσφυγικής Κυβέρνησης. Η συνοδεία ολάκερη εξουθενωμένη. Ξεμπαρκάραμε στον Τάραντα κατά τις 14.00´, φορτωμένοι με τα πράγματα που μπορούσαμε να σηκώσουμε. Αυτοκίνητα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Κέντρο αξιωματικών, όπου πήραμε καφέ και φάγαμε φρούτα. Έπειτα στο σταθμό. Τρομερή σκόνη. Πολλοί φωνάζουν για τις αποσκευές τους που έμειναν στο καράβι· καβγάδες· βραδιάζει, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Κατά τις 18.30´, τρένο: ξύλινα καθίσματα, χωρίς φως, χωρίς νερό στους αποπάτους· βρωμισιά. Το πρωί περνάμε τόπους με τα σημάδια του πολέμου. Στον προτελευταίο σταθμό ο Ryder· καφές σε μια καντίνα και τέλος ο Νικολά. Καμιόνια κι έπειτα εδώ.

Η Cava είναι ένα χωριουδάκι πάνω από το Salerno, τριγυρισμένο από λόφους, μισή ώρα μακριά από την Πομπηΐα και μια ώρα από τη Νάπολη. Χαρά να βλέπεις λίγα λοφάκια, την πρασινάδα, και ν' ανασαίνεις τον καθαρό αέρα ύστερ' από το τέλμα της Αίγυπτος. Σωματική χαρά. Εκτός από αυτό, διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κομπάρσους.

Κατέβηκα με τον Γιώργο στη θάλασσα και δεν μπόρεσα να μη δανειστώ το μπανιερό του για λίγα λεπτά κολύμπι. Η διεύθυνσή μας για τα επίσημα τηλεγραφήματα είναι: HELLAS FREEDOM CASERTA.

σ. 356-357

* * *

Σάββατο, 7 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Ραδιόφωνο, ένας ανταποκριτής από την Ελλάδα: Οι Έλληνες αντί να μας δεχτούν γυρεύοντας, όπως στην Ιταλία, ήρθαν να μας προϋπαντήσουν με προσφορές.

σ. 364

* * *

Παρασκευή, 13 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Τ' απόγεμα, καθώς γυρίζαμε από τη Νάπολη, ακούω, από αμερικάνικη πηγή, ότι λευτερώθηκε η Αθήνα από τους αντάρτες. Το βράδυ τα μαντάτα έρχουνται κι από το ραδιόφωνο. Συζήτηση κάτω στο γραφείο αν είπε το ράδιο αντάρτες ή πατριώτες, και αν η λέξη πατριώτες σημαίνει όλους τους αντάρτες. Παράξενο, στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης δεν ξεσπάς, δεν ξαλαφρώνεις, δε σε τινάζει η χαρά. Αισθάνεσαι πως σε φόρτωσαν ακόμη περισσότερο ίσως. Παράξενος που είναι ο πόλεμός μας — «drôle de guerre»: μήπως ήρθε η σειρά μας να το πούμε;

σ. 365

* * *

Δευτέρα, 16 Οκτώβρη [1944, Cava dei Tirreni]

Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ. Σκέπτομαι με φρίκη πως δεν έχω πια την ευκινησία να μπαινοβγαίνω στην ποιητική ατμόσφαιρα, που ίσως να είχα άλλοτε. Τώρα πρέπει να σύρω τον εαυτό μου από το σβέρκο, κι όταν μπω και πρόκειται να ξαναγυρίσω στην καθημερινή ζωή μου, μου φαίνεται πρόκειται να πέσω σ' ένα βάραθρο.

Φεύγουμε την Τετάρτη. Η Κυβέρνηση πρέπει να έφτασε στην Αθήνα. Νέα δεν υπάρχουν· μας έχουν πάρει και το ράδιο.

σ. 366

* * *

Κυριακή, 22 Οκτώβρη [1944]

Όταν μπαίνει κανείς στην Ελλάδα, το αίσθημα όχι πως προχωρείς, αλλά πως ανεβαίνεις σκαλοπάτια, πως περνάς ένα κατώφλι. Άλλος κόσμος, σε άλλο επίπεδο. Σήμερα πρωί η ανατολική ουρά της Ύδρας, ο Πόρος, έπειτα το Όρος της Αίγινας ένα αγκάθι πίσω απ' τον κάβο, κι έπειτα, με τα γυαλιά, η Ακρόπολη. Ήμουν, νομίζω, ο πρώτος που την ξεχώρισα. Όλοι, ξένοι και δικοί μας, στρατιώτες και βαθμοφόροι, όλο το πλήρωμα, απ' τη μιαν άκρη του καραβιού ως την άλλη, είχανε σταματήσει σε μιαν απόλυτη σιγή, όπως όταν ο αρχιμουσικός χτυπήσει το ραβδί του στο αναλόγιο, σε μιαν αίθουσα συναυλίας.

Σήμερα κλείνω ακριβώς τριάμισι χρόνια από τότε που έφυγα από τον Πειραιά στις 22 τ' Απρίλη 1941.

Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου.

σ. 370

* * *

Δευτέρα, 23 Οκτώβρη [1944]

Σπίτι.

σ. 370

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 31993]

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Όλγα Σελλά - Όταν οι διανοούμενοι έπαιρναν θέση



Θεοτοκάς, Σεφέρης και Καραγάτσης ανταλλάσσουν δημόσια απόψεις μέσω επιστολών για το θέμα της Κύπρου το 1954



Όλοι τις περιμένουν, και πάντα προκαλούν αντιδράσεις. Οι γνώμες, οι απόψεις, οι αναλύσεις των διανοουμένων και των αναλυτών, σε στιγμές εθνικής ή κοινωνικής κρίσης, αναμένονται πάντα με ενδιαφέρον. Άνθρωποι του πνεύματος, των γραμμάτων, της επιστήμης ή της πολιτικής επιχειρούν να ερμηνεύσουν ή να τοποθετηθούν σε θέματα που απασχολούν, κάθε φορά την κοινωνία. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι τοποθετήσεις τους προκαλούν νέες εντάσεις, νέες συμμαχίες, νέα στρατόπεδα σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης, νέους κραδασμούς.


Η «Κ» ξαναθυμίζει σήμερα πώς τρεις συγγραφείς της γενιάς του '30 τοποθετήθηκαν στο θέμα της Κύπρου το 1954, λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Άγγλους και ενώ στην Αθήνα κυριαρχούσαν οι μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (ευγενής, αλλά ευθύς) δημοσίευσε, το 1954, ένα κείμενο στην «Κ», στο οποίο κρίνει τη στάση Ελλήνων και Αγγλων, ανιχνεύει λάθη εκατέρωθεν, επικρίνει επιλογές και πρωτοβουλίες. Του απάντησε ο Γιώργος Σεφέρης (ποιητικός και συναισθηματικός) με μια επιστολή του από τη Βηρυτό. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, όμως, δέχεται και μια επιστολή από τον Μ. Καραγάτση (πληθωρικός και άμεσος), που για πρώτη φορά δίνεται στη δημοσιότητα. Είναι ένα κείμενο που βρισκόταν στο αρχείο Γιώργου Θεοτοκά, αλλά λάνθανε.


Τρία κείμενα που υπογραμμίζουν ένα θέμα πάντα επίκαιρο: ποια είναι η θέση των διανοουμένων σε περιόδους διαπραγμάτευσης κρίσιμων θεμάτων; Οφείλουν να φωτίζουν και άλλες πλευρές των πραγμάτων, ακόμα κι όταν η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το ακούσει; Τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα και στην Ελλάδα, οι εκρήξεις οργής, αντίδρασης και βίας, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά, οι λέξεις επιχείρησαν να ερμηνεύσουν και να κρίνουν, οι αντιδικίες για μια ακόμα φορά ακολούθησαν τις απόψεις που εκφράστηκαν. Τα τρία κείμενα, των Θεοτοκά, Σεφέρη, Καραγάτση, υπενθυμίζουν στάσεις και συμπεριφορές των διανοητών που πάντα ισχύουν σε περιόδους κρίσης, αλλά αποκαλύπτουν τις αντιλήψεις και την προσωπικότητα καθενός από τους γράφοντες.


Το κείμενο Θεοτοκά και η αντίδραση Σεφέρη


Στις 22 Δεκεμβρίου 1954 ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην «Κ» ένα κείμενο με τίτλο «Έλληνες και Άγγλοι - Σκέψεις εξ αφορμής του Κυπριακού», το οποίο περιλαμβάνεται στο δίτομο έργο «Στοχασμοί και θέσεις - Πολιτικά κείμενα 1925-1966» (Εκδ. Εστία). «Όσοι έχουν τον τρόπο να εκφράζονται δημοσίως οφείλουν, όσο είναι καιρός, να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου». Στη συνέχεια κάνει μια αναδρομή στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας και συνεχίζει με κριτική τοποθέτηση στους πολιτικούς χειρισμούς από τις δύο πλευρές: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, για κάθε απροκατάληπτο τρίτο, η κύρια ευθύνη βαρύνει τους αρμόδιους Βρετανούς υπουργούς. Οι Έλληνες επικαλούνται το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών, δηλαδή μίαν από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική φιλοσοφία του δυτικού πολιτισμού. Οι Άγγλοι επικαλούνται τις ανάγκες της στρατηγικής τους και φοβούνται, προφανώς, ότι η υποχώρησή τους στην Κύπρο θα τους αναγκάση να υποχωρήσουν και σε άλλα σημεία του χάρτη. (...) Ας πούμε τώρα και τα δικά μας λάθη... (...) Λάθος ήταν ο φανατισμένος τόνος που προσέλαβε συχνά η ελληνική προπαγάνδα και η ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου. Φαντάζεται κανείς σοβαρά ότι οι εκκλήσεις προς το μίσος, οι προσβολές ξένων σημαιών και οι καταστροφές γραφείων και βιβλιοθηκών αποτελούνε επιχειρήματα που πρόκειται να ενισχύσουν τη διεθνή μας θέση; Ποιον πάμε να πείσωμε με τα μέσα αυτά;»


Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, του απαντά από τη Βηρυτό (η επιστολή δημοσιεύεται στον τόμο «Αλληλογραφία Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης, 1930-1966)», εκδ. Ερμής. «...Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”. (...) Απόκριση σ’ αυτό το αίτημα της συνείδησης περίμενα να βρω στο άρθρο σου, Γιώργο. Θα μου πεις: δεν ήταν το θέμα μου – έπρεπε να είναι κι αυτό».


Η επιστολή Καραγάτση (31.12.1954)


Αγαπητέ Γιώργο,


Αργά διάβασα το περί Κύπρου άρθρο σου στην «Καθημερινή». Χρέος μου να σε συγχαρώ για τη νηφαλιότητα των απόψεών σου. Το ότι δεν συμφωνώ σε πολλά σημεία (ιδίως σε ό,τι αφορά την προϊστορία των ελληνο-βρετανικών σχέσεων) δεν έχει σημασία. Ο αγοραίος όμως τρόπος –ο ενθυμίζω δηλιγιαννική πολιτική σαπρία– με τον οποίο έγινε ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χειρισμός ενός τόσο σοβαρού εθνικού ζητήματος με έκανε, πολλές φορές, να αηδιάσω. Μισώ το πεζοδρόμιο. Μισώ την ψευδορρητορική πομφόλυγα. Μισώ την επιπόλαια ταρταρινική προκλητικότητα, που μας γελοιοποιεί ανεπανόρθωτα στη διεθνή γνώμη. Με κάτι τέτοιες ευτράπελες μπαλαφάρες ο παλαιοκομματισμός χαντάκωσε τις εθνικές μας επιδιώξεις, τον περασμένο αιώνα. Δυστυχώς η βρετανική πολιτική υπέθαλπε, στην Ελλάδα, αυτή την ευτράπελη πολιτική ατμόσφαιρα, που τόσο εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Όταν όμως οι Άγγλοι είδαν πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε τη σφραγίδα της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή μας (και πως συνεπώς τα διαλυτικά τεχνάσματά τους δεν έπιαναν πια τόπο) με πολιτική ευστροφία αξιοθαύμαστη επήραν την Ελλάδα στα σοβαρά, και την οδήγησαν στην Τσατάλτζα και στη Σμύρνη. Όταν πάλι ξαναγινήκαμε πολιτικώς ευτράπελοι, οι Βρετανοί ξαναγύρισαν στην παλιά διαλυτική πολιτική τους. Και γεννιέται το ερώτημα: φταιν οι Βρετανοί που μας διαλύουν πολιτικώς; Ή εμείς που προσφερόμεθα βλακωδέστατα στη διαβρωτική επενέργεια των Βρετανών; Οι Άγγλοι κάνουν τη δουλειά τους· κι όπως ξέρεις, στις business συναισθηματισμοί δεν στέκονται...


Στο ζήτημα της Κύπρου έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας. Μέσα στο σημερινό κυρίαρχο κλίμα της δημοκρατίας και της αυτοδιαθέσεως των λαών, ένας ήρεμος και σοβαρός πολιτικός χειρισμός θα μας οδηγούσε –αργά ίσως αλλά ασφαλώς– στην επιτυχία. Προτιμήσαμε το πεζοδρόμιο, τον κούφιο ψευδολυρισμό και τις φωνασκίες χυδαίων ρασοφόρων και ηλίθιων καθηγητάδων ενός δήθεν Πανεπιστημίου. Έτσι, γενήκαμε καταγέλαστοι. Σκατά!


Δικός σου


Μ. Καραγάτσης


Πηγή: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11 Ιανουαρίου 2009)

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Α'

 Ποιος από τους παρόντες διανοουμένους μας μοιάζει να έχει πάθει τίποτε από τη σκέψη του, αρρωστήσει απ’ αυτή, απελπιστεί, σιχαθεί τον εαυτό του: να την έχει ζήσει κατάσαρκα;

  Γιώργος Σεφέρης, 24 Ιουλίου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Δ‘ 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944,


Όσο και να λένε, η Ελλάδα δεν έζησε ποτέ της, είτε στον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης είτε τώρα, μια ζωή ανεξάρτητη από τη ζωή, ξεχωρισμένη από τη ζωή της Ευρώπης. Έζησε τη ζωή μέσα στη ζωή της Ευρώπης, άλλοτε καλύτερα και άλλοτε χειρότερα- θέλω να πώ: άλλοτε με περισσότερη δύναμη, ζωντάνια, πρωτοτυπία (μεγαλοφυία ακόμη) και άλλοτε με λιγότερη. Έτσι σκέπτομαι και το μεγάλο ζήτημα που έθεσαν οι δημοτικιστές και ξέπεσε θλιβερά στα τελευταία χρόνια, δηλαδή έγινε βιομηχανία ενός ελληνικού πολιτισμού.

Ελληνικός πολιτισμός δε θα πει κάτι απομονωμένο, ξένο και αβοήθητο από κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που γίνεται γύρω μας. Θα πει πρώτα απ’ όλα να κρατήσουμε με κάθε τρόπο, να κρατήσουμε ζωντανές και ανοιχτές τις ψυχές μας. Κι αν έχουμε αρκετή ζωντάνια (ή επειδή θα έχουμε αρκετή ζωντάνια) να φροντίσουμε ν’ αναπτύξουμε ό,τι πολυτιμότερο διαφυλάχτηκε από τις περασμένες γενεές, είτε χωρίς να το φροντίσει κανένας, είτε μολονότι όλα τα στοιχεία βάλθηκαν να το χαλάσουν και δεν το κατάφεραν, είτε γιατί βρέθηκαν άνθρωποι που πολέμησαν γι’ αυτό.

Αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο του ελληνισμού ενσαρκώνεται κάθε τόσο σε διάφορες μορφές (που συμβαίνει να είναι και αντίθετες ή αντιφατικές) και δεν προσδιορίζεται. Το νιώθουμε ωστόσο, έχει μια δική του, άλλη γεύση, όπως η γεύση του σταφυλιού έχει άλλο ρυθμό από τη γεύση της μπανάνας., αλλά δεν έχει συνταγή. Ιδωμένοι από την άποψη αυτή ο Κάλβος, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Ψυχάρης, ο Γιαννόπουλος, ο Μακρυγιάννης, ο Βενιζέλος δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση, η Ακρόπολη, τα ψηφιδωτά του Καχριέ, η Αλεξάνδρεια, οι Δελφοί δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Και άμα καταλάβουμε την κατεύθυνση αυτή, μας βοηθούν να την ακολουθήσουμε ακόμη μακρύτερα ο Όμηρος, ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος -και ο Μπάχ και ο Σαίξπηρ, και όσοι μεγάλοι ακόμη- και η Αττική, και το κύμα του Αιγαίου, και ο έναστρος ουρανός. Ακόμη και όλη η ανθρώπινη πείρα που μαζέψαμε ταξιδεύοντας το μεγάλο κόσμο. Γιατί, μαζί με άλλα, ελληνισμός θα πει ανθρωπισμός.

Δεν το ‘χα σκοπό να γράψω τώρα για τέτοια πράγματα, όμως κάθε φορά που βλέπω την Ελλάδα να ξεχωρίζει διαφορετική (όπως σε τούτη την καινούρια χώρα ο πολιτισμός που φτιάνουν οι Ευρωπαίοι άποικοι με κάνει να αισθάνομαι τόσο ξένος) μου έρχονται πάντα στο νου οι κάπηλοι και οι ψευτοιρώμενοι του ελληνισμού, και δεν μπορώ να προχωρήσω αν δεν ξεχωρίσω τα τσανάκια μου από τα δικά τους. Κάποτε ο ελληνισμός μου με σπρώχνει προς το ταξίδι, να ξεκαθαρίσω το άγνωστο και το ξένο, κάποτε σε στιγμές όπως οι σημερινές, με κάνει να σκέπτομαι πως ίσως επειδή είμαι Έλληνας θα μπορέσω να ξεφύγω καλύτερα από την αρρώστια που έχει απλωθεί σ’ όλη την οικουμένη.

Γ.Σεφέρης, Μέρες Δ‘ 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.133,134.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Γιώργος Σεφέρης - Μέρες Β'

Τι είναι πιο δημιουργικό στις σχέσεις δύο ανθρώπων; Να κάνει ο ένας τον άλλον όσο μπορεί πιο ελεύθερο· όσο μπορεί, αν μπορεί. Οι αντίπαλοι του ανθρώπου: η φύση ολόκληρη, όλοι οι άλλοι, και το καθετί που αγαπά. Όμως―

Προσπαθώ να σωθώ με την αγάπη. Χειροπιαστή όπως τη νιώθω: αναφαίρετη, δική μου, βαριά. Υπομονετική σαν σπονδυλική στήλη του Υμηττού, χωρίς σαχλαμάρα.

...................................................................................................................................................................

 Όταν δεν δίνουμε  στο πνεύμα  πράγματα που αξίζουν, λειτουργεί  (γιατί δεν μπορεί  παρά να λειτουργεί) με αντικείμενα τυχαία  και μηδαμηνά  που μας ταπεινώνουν . Τον  τελευταιο ((μεταβατικό ) μήνα κατάντησα να με  ζαλίζει η σκέψη μου  που γύριζε, χωρίς πια να το θελω,   σε  τιποτένιους  διαπληκτισμούς της καθημερινής   δουλειάς.

19 Αυγούστου  1932.  .Γ Σεφέρης " Μέρες"

Μέρες Β'


Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Γιώργος Σεφέρης-Δευτέρα 28

Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως.

Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως μετά τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας.

Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.

Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της.

Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη. Πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο. Τώρα όλοι μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».

Ο βασιλιάς με ύφος νέου αξιωματικού. Υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε. Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:-είστε βέβαιος; και των Γερμανών; -Και των Γερμανών είπα. -Τι δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις: -Πέστε τους πως τώρα είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ' εμένα. Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «'Αλα Λιτόρια»


Από το βιβλίο «Μέρες Γ'. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940»

Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

Γιώργος Σεφέρης-Μέρες Ε΄ Απόσπασμα

«Ξεθαύουν τώρα - άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα...Ο Μπρούτζινος Δίας ή Ποσειδών, ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης. Τον άγγιξα. Τον άγγιξα στο στήθος, εκεί που δένει το μπράτσο με τον ώμο, στην κοιλιά, στα μαλλιά του. Μου φάνηκε πως άγγιζα το δικό μου σώμα. Σκέφτηκα πως θα του έδινα μ' ευχαρίστηση να γλεντήσει τη γυναίκα που θ' αγαπούσα. Συλλογίστηκα ακόμα πως ο τεχνίτης που έπλασε τούτο το σώμα είχε στα χέρια τη συνείδηση πως έδινε ζωή σ' έναν θεό που είχε πολύ μοιχέψει ανάμεσα στους θνητούς· μου φάνηκε παράξενο. Αυτός ο μεγάλος άντρας, πλαγιασμένος ανάσκελα, είχε μια διάταξη βρέφους».» 

Μέρες Ε΄, σελ. 38- 39

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης -Μέρες Δ΄ (απόσπασμα)


Αν πρόκειται να κερδίσουμε ένα δίδαγμα από όλα αυτά που υποφέρουμε και θα υποφέρουμε, θα πρέπει φαντάζομαι να είναι τούτο: Όλος ο κόσμος, ως τους αντίποδες, η γης ολόκληρη ως τα βάθη της Κίνας είναι υπεύθυνη για την αδικία που γίνεται και σ’ έναν άνθρωπο ακόμη και στον πιο μικρό, τον πιο ασήμαντο άνθρωπο. Την αδικία την πληρώνουμε όλοι. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής.

Αυτά μας λέει η μοίρα μας, και γι’ αυτό, φοβούμαι, η μοίρα μας θα μας χτυπά ως τη συντέλεια των αιώνων – ξεχνούμε, πάντα ξεχνούμε, και το κακό που κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μας δε γνωρίζει εμπόδια.


 Γιώργος Σεφέρης | 13 Μαρτίου 1900 - 20 Σεπτεμβρίου 1971 |

| Μέρες Δ' | εκδόσεις Ίκαρος |


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης-Έξι νὐχτες στην Ακρόπολη (απόσπασμα)

 «Ἄκουσα σήμερα ἀπὸ ἕναν πρόσφυγα τοῦτο: Βγῆκαν κυνηγημένοι σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς. Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε, χαλνοῦσε τὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. Τέλος ἀπὸ ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν: «Ενα φράγκο τὸ ποτήρι». Κί ὁ πατέρας συνεχίζει: «Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω» 


Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Γιώργος Σεφέρης-Μέρες Τόμος Γ΄

Στο μεταξύ, μας σκοτώνουν με μικρές δόσεις, πολύ ταχτικά, πολύ σιωπηλά, πολύ σοφά. 

Κάθε μέρα γυρίζουμε στο σπίτι μας για να θάψουμε ένα νεκρό: μια σκέψη, ένα αίσθημα. 

Σε λίγο δε θα χουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να κοιτάζουμε πως να βρούμε το ταΐνι μας, σαν τα σκυλιά και σαν τις γάτες, με μόνη τη διαφορά, το χειρότερο, πως θα κουβαλούμε μαζί μας τα υπολείμματα των ανθρώπων που ήμασταν.

Αθήνα, 08-07-1940
Μέρες, τόμος Γ΄ (16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940)