Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Kierkegaard Søren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Kierkegaard Søren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Σαίρεν Κίρκεγκωρ: Ένας αδιανόητος διανοητής


Σαίρεν Κίρκεγκωρ: Ένας αδιανόητος διανοητής
Ο Δανός φιλόσοφος και θεολόγος Søren Kierkegaard (1813-1855) αποτελεί ένα δυσνόητο παράδοξο με τον τρόπο που έζησε και στοχάστηκε. Διέλυσε ανεξήγητα τον αρραβώνα του με την αγαπημένη του κι έκτοτε ούτε δημιούργησε οικογένεια ούτε άσκησε κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, αλλά επιδόθηκε παθιασμένα στη συγγραφή – με τόσο, μάλιστα, πάθος, ώστε απεβίωσε από εξάντληση σε ηλικία 42 ετών αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο φιλοσοφικού, θρησκευτικού και ημερολογιακού χαρακτήρα. Σπούδασε τον Γερμανικό ιδεαλισμό, αλλά πολύ γρήγορα τον αντιμετώπισε με κριτικό και ειρωνικό βλέμμα.
Στη διδακτορική του διατριβή μελέτησε την ειρωνεία του Αθηναίου Σωκράτη, αλλά την ερμήνευσε μάλλον ως στάση ζωής παρά ως φιλοσοφική μέθοδο. Υποστήριξε μάλιστα ότι η ειρωνική συμπεριφορά του Σωκράτη δεν είναι (όπως θεωρείται συνήθως) ένα τέχνασμα, για ν’ αποκαλυφθεί η άγνοια και η δοκησισοφία των συνομιλητών του, αλλά είναι ένα βαθύτατο χαρακτηριστικό της σωκρατικής προσωπικότητας μέσα στην τάση της να εγκαταλείψει την εμπειρική-αισθησιακή αμεσότητα και να αναχθεί στην ηθική και μάλιστα θρησκευτική σφαίρα.
Ο Κίρκεγκωρ κατανοήθηκε ως εκείνος ο στοχαστής, που έστρεψε τον αφηρημένο τρόπο σκέψης του ιδεαλισμού προς τα συγκεκριμένα προβλήματα του εξατομικευμένου ανθρώπου. Έτσι αναγνωρίστηκε ως «πατέρας» της φιλοσοφίας της ύπαρξης ή αλλιώς του υπαρξισμού που άνθισε τον 20ό αιώνα. Αλλά η αναμφισβήτητη επίδρασή του πάνω σ’ αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα (πανεπιστημιακών καθηγητών όπως ο Γιάσπερς, ο Χάιντεγγερ ή ο Σαρτρ) δύσκολα εναρμονίζεται με τις διόδους που ακολουθήθηκαν και τις διεξόδους που εξευρέθηκαν.
Τα φιλοσοφικά έργα του Κίρκεγκωρ εκδόθηκαν κάτω από ποικίλα ψευδώνυμα, στα οποία υποκρύπτεται και ένας κάθε φορά διαφορετικός τρόπος σκέψης και ύπαρξης. Για παράδειγμα, το ψευδώνυμο Johannes Climacus (= Ιωάννης της Κλίμακος) υπαινίσσεται έναν αμφισβητία που φιλοδοξεί να ανέβει τη σκάλα της θρησκευτικής πίστης, ενώ το ψευδώνυμο Vigilius Haufniensis (=ο Επαγρυπνών Κοπεγχάγειος) υπαινίσσεται έναν ακοίμητο μελετητή της ανθρώπινης ψυχής. Και κανένα από αυτά τα ψευδώνυμα δεν αποδίδει τη σκέψη ή την προσωπικότητα του Κίρκεγκωρ: είναι διαφορετικές προοπτικές και προσωπικότητες.
Ο Κίρκεγκωρ επικεντρώνεται συχνότατα στο πρόβλημα του Θεού, αλλά όχι με το αστείο νόημα ότι προϋποθέτει τη θεϊκή ύπαρξη ή ότι επιχειρηματολογεί υπέρ αυτής. Αντιμετωπίζει επίμονα τον παραλογισμό που διαφαίνεται μέσα στη θρησκευτική πίστη, ειδικά όταν ο πιστός καλείται από τον Θεό να θυσιάσει αναίτια τον ίδιο του τον γιο (όπως ο Αβραάμ τον Ισαάκ) ή να θυσιάσει υπέρ της κοινωνικής ευπραγίας την ίδια την κόρη του (όπως ο Αγαμέμνων την Ιφιγένεια). Ο Κίρκεγκωρ δεν διστάζει να περιγράψει με τα πιο χτυπητά χρώματα το σκάνδαλο που εμφωλεύει στη θρησκευτική πίστη, τον σκανδαλισμό του αμφισβητία και το αδιέξοδο του ανθρώπου που αφοράται από έναν άτεγκτο και παράλογο Θεό.
Προς τι όμως η αναφορά στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αρέσκεται να βάζει σε πειρασμό ακόμα και τους πιο πιστούς υπηκόους του, τον Αβραάμ και τον Ιώβ; Προφανώς ο Κίρκεγκωρ θέλει να υποδείξει ότι ο προπατορικός Θεός δεν άλλαξε συμπεριφορά ανά τους αιώνες, όσο και αν οι χριστιανοί Απόστολοι επιχείρησαν να τον εμφανίσουν σαν Θεό της αγάπης, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς φανέρωνε όλο τον τρόμο του για τον αιμοβόρο «Πατέρα ημών», όταν συνιστούσε να προσευχόμαστε να «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν».
Ο Κίρκεγκωρ υπήρξε ένας πρωτοπόρος. Υπέδειξε στον φιλοσοφικό στοχασμό να εγκύψει στα ψυχικά βάθη και μάλιστα στα ανθρώπινα συναισθήματα, αποποιούμενος την προκατάληψη ότι ο στοχασμός οφείλει να παραμένει αποστασιοποιημένος, νηφάλιος και να εκτιμά πρώτιστα τη διανοητική-ορθολογική ικανότητα. Αλλά τα συναισθήματα που μελέτησε ο Κίρκεγκωρ δεν είναι οι άκακες ψυχολογικές μεταπτώσεις της άστατης καθημερινότητας: είναι κάποιοι τυραννικοί συγκλονισμοί του ανθρώπινου ψυχισμού που έχουν τη δύναμη να τον συναρπάζουν και να τον ανατρέπουν εκ θεμελίων.
Με οξύ ψυχολογικό βλέμμα μελέτησε την αγωνία που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο, πριν αυτός κάνει το αποφασιστικό άλμα είτε προς κάποια αποτρόπαιη πράξη (από θρησκευτική άποψη: «προς την αμαρτία») είτε προς τη σωτήρια πίστη και τον εξιλασμό. Έτσι ιδωμένη η αγωνία είναι το ανθρώπινο προνόμιο που μας ξεχωρίζει από τα ζώα (και όχι «ο λόγος» που ίσχυε μέσα στην παραδοσιακή φιλοσοφία ως διακριτικό του ανθρώπου), αλλά και ένα εξουθενωτικό μαρτύριο. Ο Κίρκεγκωρ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το συναίσθημα είναι τόσο έντονο, ώστε η ίδια η στιγμή της πτώσης ή της σωτηρίας διεξάγεται μέσα σε ίλιγγο, γιατί η αποφασιστική πράξη είναι υπεράνω των ανθρώπινων δυνάμεων. Η αγωνία είναι σφραγισμένη με τη διττότητα της συμπάθειας και της αντιπάθειας, γι’ αυτό και κοντοστέκεται αναποφάσιστα στο κατώφλι του πράττειν. Αλλά από αυστηρά ηθική και θρησκευτική άποψη ήδη αυτός ο αυτοδιχασμός είναι ένοχος και αμαρτωλός.
Επιπλέον ο Κίρκεγκωρ μελέτησε από θρησκευτικό πρίσμα την απελπισία. Αλλά δεν την ερμήνευσε σαν αξιοκατάκριτη ιδιότητα ορισμένων πεσιμιστών απογοητευμένων από τις ελλείψεις ή τις κακοτοπιές της ζωής. Υποστήριξε ότι η απελπισία είναι μια ασθένεια που εκτείνεται σε όλα τα ανθρώπινα υποκείμενα και αφορά όλα τα επίγεια αντικείμενα! Ως άνθρωποι είμαστε απελπισμένοι τόσο αναφορικά με τα πεπερασμένα όσο και με τα απέραντα όντα, τόσο αναφορικά με τα έγχρονα όσο και με τα άχρονα, τόσο αναφορικά με τα αναγκαία όσο και με την απελευθέρωσή μας από αυτά. Αλλά κατά το πλείστο μας διαφεύγει ότι το πεπερασμένο και το άπειρο, η χρονικότητα και η αιωνιότητα, η αναγκαιότητα και η ελευθερία είναι συνθετικά στοιχεία του ανθρώπινου εαυτού – είτε τον αναζητούμε, είτε αδιαφορούμε γι’ αυτόν είτε και αν του εναντιωνόμαστε πεισματικά.
Από όσα ειπώθηκαν διαφαίνεται ότι ο Κίρκεγκωρ δεν διστάζει να οδηγήσει τον στοχασμό του σε έσχατες ακρότητες, να αντιμετωπίσει (μολονότι θεολόγος!) τον παραλογισμό της θρησκευτικής πίστης, το αυτοδιχασμένο μετεώρισμα της αγωνίας και την καθολική διάδοση της απελπισίας. Πώς κατορθώνει τελικά να βγει από όλα αυτά τα αδιέξοδα; Ο Δανός στοχαστής είναι εφοδιασμένος με ένα εργαλείο που δανείστηκε από τον γερμανικό ιδεαλισμό: είναι η διαλεκτική μέθοδος εφαρμοσμένη εδώ σε κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα. Εάν ο στοχασμός δεν οδηγηθεί σε ακρότητα, στην άρνηση κάθε θετικής τοποθέτησης, δεν πρόκειται ποτέ να πετύχει το άλμα προς την αναίρεση των αντιθέτων και τη συμφιλιωτική μετάβαση σε κάτι καινούριο. Εάν ο Αβραάμ δεν παραιτηθεί από την αγάπη του για τον μονάκριβο γιο του, δεν πρόκειται ούτε να διατρανώσει την πίστη του κι έτσι ν’ αποβεί γενάρχης των Εβραίων – ούτε να κερδίσει θαυματουργά τον γιο του σ’ αυτήν εδώ τη ζωή! Εάν ο κατειλημμένος από αγωνία ή απελπισία άνθρωπος δεν οδηγήσει το συναίσθημά του ή τη συνείδησή του σε πλήρη αυτοσυνείδηση, ποτέ δεν πρόκειται ν’ απαλλαγεί από τις αρρωστημένες ψυχικές καταστάσεις. Όπως έγραψε ο σχεδόν ταυτόχρονος με τον Κίρκεγκωρ, Γερμανός ποιητής Φρίντριχ Χαίλντερλιν: «Όπου όμως υπάρχει ο κίνδυνος, εκεί αναπτύσσεται και η σωτηρία».
Ας επισημανθεί τελικά ότι ο Κίρκεγκωρ δεν έχει ακόμα γίνει εντελώς προσιτός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, γιατί οι νεοελληνικές μεταφράσεις των έργων του βασίζονται κατά το πλείστο σε άλλες γλώσσες και όχι στο δανέζικο πρωτότυπο. Ακόμα και τα σημαντικότερα φιλοσοφικά του κείμενα παραμένουν μέχρι σήμερα ακατανόητα.
Γράφει ο Γιάννης Τζαβάρας*
*Ο Γιάννης Τζαβάρας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1950. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1968-1973) κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (1973-1978). Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1978 χάρη στην εργασία Bewegung bei Kierkegaard [= Η κίνηση κατά τον Κίρκεγκωρ]. Κατά τα έτη 1979-2014 δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αρχικά (1979-1984) ως ειδικός επιστήμων, στη συνέχεια (1984-1990) ως επίκουρος καθηγητής, έπειτα ως αναπληρωτής καθηγητής (1991-1997) και από το 1997 έως το 2014 ως καθηγητής. Ασχολήθηκε διδακτικά και ερευνητικά τόσο με την αρχαία ελληνική όσο και με τη σύγχρονη φιλοσοφία με επίκεντρο τον οντολογικό-μεταφυσικό προβληματισμό. Προσωπική ιστοσελίδα: https://istoselidatzavara.webnode.com/

Τη σειρά επιμελείται ο Αχιλλέας Ε. Κούμπος

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Κίργκεγκορ:«Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια δική μου, μια ιδέα, για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω».

Αποτέλεσμα εικόνας για κίρκεγκωρ
Søren Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη, (5 Μαΐου 1813 – 11 Νοεμβρίου 1855)

Ο Κίρκεγκορ, υπήρξε  ένας απόλυτα ελεύθερος στοχαστής, που δεν ανήκει σε σχολές και ρεύματα. Επισήμανε την καθοριστική σημασία «του εαυτού» και εξερεύνησε τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα των ανθρώπων, όταν έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές ζωής: «Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια δική μου, μια ιδέα, για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω».
Αυτός ο αφορισμός του έγινε η σημαία του Υπαρξισμού, από τη δεκαετία του 30, εποχή που ο Δανός φιλόσοφος κέρδισε τον θρόνο της ευρωπαϊκής διανόησης.
Μελαγχολικός και ανατρεπτικός, αγνόησε όλες τις συμβάσεις της εποχής του: Στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ανακάλυψε ότι δεν τον ενδιέφερε η ιστορία και η φιλοσοφία. «Αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι να ξεκαθαρίσω τι θα κάνω, ποιος θα είμαι και όχι τι πρέπει να ξέρω…δεν θέλω να ζήσω απομονωμένος στη γνώση, αλλά εκτεθειμένος στην πραγματική ζωή». Η διαθήκη του είναι διαχρονική: « Η εποχή δεν χρειάζεται μια ιδιοφυία –έχει αρκετές- αλλά έναν μάρτυρα, που θα διδάξει στους ανθρώπους τον σεβασμό, με το παράδειγμά του. Η εποχή χρειάζεται αφύπνιση».
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν κήρυξε ποτέ, δεν εξομολογήθηκε ποτέ, παρά μόνο στα ημερολόγιά του, όπως είπε ο ίδιος , στις 7000 σελίδες τους, συγκεντρωμένες σε 23 τόμους, γραμμένες με ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, τα οποία αποτελούν την σημαντικότερη πηγή κατανόησης της ζωής και της σκέψης του. Μάλιστα πολύ νωρίς έγινε ένα πρόσωπο περιθωριακό κι απόβλητο, στόχος σαρκασμού και ειρωνείας. Και με τον καιρό, άρχισε κι αυτός να δείχνει την πίκρα του, σαν το άγριο σκυλί που δαγκώνει όλους όσοι το πλησιάζουν. Σιγά σιγά, έγινε ακριβώς αυτό που ο Ίψεν αργότερα θα ονομάσει “εχθρό του λαού”.
Προς το τέλος πια της ζωής του, είχε φτάσει ν’ ασκεί οξυτάτη κριτική στο σύνολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πίστευε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βάδιζε προς τη χρεοκοπία, ότι ζούσε σε μια εποχή χωρίς πάθη και πίστη και εξαπέλυε μύδρους εναντίον της χαλαρής και αδιάφορης στάσης της Εκκλησίας.
Κυρίως, εναντίον των “χριστιανών της Κυριακής”, όπως τους ονόμαζε, εκτόξευε, τα κείμενα του, βέλη πύρινα και φαρμακερά». Σήμερα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους “χριστιανούς των εορτών και των πανηγυριών.

Εξαιτίας της ενασχόλησης του με τη θρησκεία το έργο του Κίρκεγκορ έχει καταταγεί στον χριστιανικό υπαρξισμό και την υπαρξιακή ψυχολογία. Οι ιδέες που έφερε στο φως ο Κίρκεγκορ έγιναν αιτία έντονων συνειδησιακών διλημμάτων και αυτοκριτικής για τους αναγνώστες του. Στο έργο του Δανού θεολόγου υπογραμμίζεται μια επιτακτική ανάγκη: για να γίνουν γόνιμοι οι καιροί που ζούμε, οφείλουν να απολακτίσουν την πολλή και ποικίλη γνώση προς χάριν της αυτογνωσίας· η εποχή μας πρέπει να σπάσει τα δεσμά της αυθεντίας και του δογματισμού και να γίνει σωκρατική, δηλαδή διαλεκτική. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον πάψει η αντικειμενικότητα να γίνεται το επίκεντρο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η σωκρατική φιλοσοφική σκέψη επηρέασε βαθιά τις ιδέες και τα έργα του. Επίσης, η βασική έννοια της υπαρξιακής αγωνίας για την σωτηρία του ανθρώπου που ανέπτυξε ο Κίρκεγκορ εμφανίστηκε και ορίστηκε αρχικά από τον Ιωάννη Δαμασκηνό.
Τα πρώιμα έργα του τα έγραψε χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτήρες με ψευδώνυμα, οι οποίοι παρουσίαζαν τις διαφορετικές απόψεις τους μέσω πολύπλοκων διαλόγων. Ο Κίρκεγκορ άφηνε στον κάθε αναγνώστη του να κατανοήσει τη σημασία των έργων του, διότι «το έργο [του αναγνώστη] θα πρέπει να καθίσταται δύσκολο, καθώς μόνο η δυσκολία εμπνέει εκείνον που έχει ευγενή κίνητρα». Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκορ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δέκατου ένατου αιώνα». Αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα που επηρέασε τη σύγχρονη διανόηση».
Ο Κίργκεγκορ είχε ακονίσει τη ματιά του έτσι ώστε να διακρίνει με κάθε λεπτομέρεια τη σημασία του μεμονωμένου ατόμου. Αλλά σ’ ένα πράγμα είχε δίκιο: δεν είμαστε μονάχα “παιδιά της εποχής μας”. Καθεμιά και καθένας από μας είναι ταυτόχρονα κι ένα μοναδικό άτομο, που ζει μόνο τώρα, αυτή τη μία και μοναδική φορά. Επειδή ο Χέγκελ ενδιαφερόταν μονάχα για την ιστορική εξέλιξη σε γενικές γραμμές, ο Κίρκεγκορ θεώρησε ότι η φιλοσοφία των ρομαντικών και ο ιστορισμός του Χέγκελ είχαν αφαιρέσει από το άτομο την ευθύνη για τη ζωή του. Κατά τη γνώμη του, οι ρομαντικοί και ο Χέγκελ έβραζαν στο ίδιο καζάνι.
Για τον Κίρκεγκορ, ο χριστιανισμός ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό και συνάμα τόσο παράλογο, που τα απαιτούσε όλα ή τίποτα. Κατά τη γνώμη του, ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς “λίγο” ή “μέχρι ένα ορισμένο σημείο”. Διότι ή αναστήθηκε ο Θεός την Κυριακή του Πάσχα ή δεν αναστήθηκε.
Κι αν αναστήθηκε στ’ αλήθεια εκ νεκρών, αν πέθανε πράγματι για χάρη μας, τότε έχουμε μπροστά μας ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό, που πρέπει να χαράξει βαθιά κι ανεξίτηλα όλη μας τη ζωή».Ο Κίρκεγκορ διέκρινε στους συγχρόνους του, Εκκλησία και πλήρωμα, μια στάση ψεύτικης ευσέβειας συνδυασμένη με μια δασκαλίστικη λογική κατανόηση της πίστης. Κάτι τέτοιο ήταν γι’ αυτόν αδιανόητο. H θρησκεία και η λογική ήταν γι’ αυτόν σαν το νερό με τη φωτιά. Δεν αρκούσε να θεωρεί κανείς το χριστιανισμό “αληθινό”, έλεγε. H χριστιανική πίστη επιβάλλει να βαδίζουμε στα χνάρια του Χριστού».Με τη φιλοσοφία του, ωστόσο, επηρέασε και μη χριστιανούς διανοητές, όπως αυτούς της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, που άντλησαν πολλά στοιχεία από τη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ.
Στα είκοσι οχτώ του χρόνια, έκλεισε τις σπουδές του με την εργασία “H έννοια της ειρωνείας στον Σωκράτη”, με την οποία κανονίζει ταυτόχρονα μια και καλή τους λογαριασμούς του με τη ρομαντική ειρωνεία και το αιώνιο παιχνίδι των ρομαντικών με την ψευδαίσθηση. Απέναντι στη ρομαντική ειρωνεία, τοποθετεί τη “σωκρατική ειρωνεία”.O Σωκράτης είχε, επίσης, χρησιμοποιήσει κατά κόρον την ειρωνεία, ο σκοπός του, όμως, ήταν να διαπαιδαγωγήσει τους ακροατές του και να τους οδηγήσει σε μια όλο και πιο σοβαρή στάση απέναντι στη ζωή. O Σωκράτης, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς, ήταν, για τον Κίρκεγκορ, ένας υπαρξιακός φιλόσοφος, ένας φιλόσοφος, δηλαδή, που συμπεριλαμβάνει όλη του την ύπαρξη στη φιλοσοφική του σκέψη, ενώ οι ρομαντικοί, με την έλλειψη σοβαρότητας που τους διέκρινε, πολύ απείχαν από μια τέτοια υπεύθυνη και συνεπή στάση.
O Κίρκεγκορ υιοθέτησε την ακριβώς αντίθετη στάση από το “σύστημα” του Έγελου που οι οπαδοί του το χρησιμοποιούσαν και το εφάρμοζαν σε όλους σχεδόν τους τομείς της έρευνας και της επιστήμης. και δήλωσε ότι οι “αντικειμενικές αλήθειες”, με τις οποίες ασχολιόταν η εγελιανή φιλοσοφία, ήταν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ανθρώπου.Σημασία για τον μεμονωμένο άνθρωπο, σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο, δεν ήταν τόσο η αναζήτηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ με κεφαλαία, αλλά ήταν η αναζήτηση των αληθειών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του κάθε ατόμου. Το σπουδαίο είναι, έλεγε, “να βρω τη δική μου αλήθεια”.
Τοποθέτησε, λοιπόν, απέναντι στο “Σύστημα” το άτομο – τον μεμονωμένο άνθρωπο. O Χέγκελ, έλεγε, είχε ξεχάσει πως ήταν κι ο ίδιος ένας άνθρωπος. O Κίρκεγκορ κορόιδευε με καυστικό τρόπο τους αφηρημένους καθηγητές της εγελιανής φιλοσοφίας, που ζουν στα σύννεφα, κι ενώ εξηγούν ολόκληρο το Σύμπαν, ξεχνούν το ίδιο τους το όνομα, ξεχνούν ότι είναι ανθρώπινα όντα κι όχι ενσαρκώσεις μιας κάποιας στρυφνής και ακαταλαβίστικης παραγράφου.
Μια περιγραφή, γενική και θεωρητική, της ανθρώπινης φύσης ή της ανθρώπινης “ύπαρξης” δεν ενδιέφερε καθόλου τον Κίρκεγκορ. Σημασία έχει γι’ αυτόν η ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου, του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με την ύπαρξή του καθισμένος πίσω από ένα γραφείο. Μόνο όταν ενεργούμε, – και προπάντων όταν προχωρούμε με σημαντικές επιλογές- , μόνο τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ύπαρξή μας.
Μια ιστορία από τη ζωή του Βούδα μπορεί να μας δώσει να καταλάβουμε το ακριβώς εννοούσε ο Κίρκεγκορ. Γιατί και η φιλοσοφία του Βούδα είχε ως αφετηρία της την ανθρώπινη ύπαρξή. Κάποτε ήταν ένας μοναχός που πίστευε ότι ο Βούδας δίνει ασαφείς απαντήσεις σε πολύ σημαντικά ερωτήματα, όπως: τι είναι ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος.
O Βούδας του απάντησε με ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα: Ας πούμε ότι κάποιος πληγώνεται από βέλος φαρμακερό. O άνθρωπος αυτός δε θα ρωτήσει ποτέ από καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, από περιέργεια, πώς είναι φτιαγμένο το βέλος που τον χτύπησε, σε ποιο δηλητήριο ήταν βουτηγμένη η μύτη του και από ποια γωνία έπεσε πάνω του και τον χτύπησε. Το σπουδαιότερο για τον πληγωμένο θα ήταν να έρθει κάποιος και να του το βγάλει και να περιποιηθεί την πληγή του.
O Βούδας κι ο Κίρκεγκορ ένιωθαν κι οι δυο πολύ έντονα ότι η ζωή είναι εξαιρετικά σύντομη. Και σ’ αυτή την περίπτωση δε χώνεται κανείς πίσω από ένα γραφείο να σπαζοκεφαλιάζει για το Παγκόσμιο Πνεύμα.Ο Κίρκεγκορ είπε ακόμα ότι η αλήθεια είναι “υποκειμενική”. Δεν εννοούσε ότι ό,τι κι αν πιστεύουμε, ό,τι κι αν λέμε, κάνει το ίδιο. Εννοούσε ότι οι πραγματικά σημαντικές αλήθειες είναι προσωπικές. Μόνο τέτοιες αλήθειες είναι “αλήθειες για μένα”, “δικές μου αλήθειες”».
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι, για παράδειγμα, η αλήθεια ή όχι του χριστιανισμού. Το ερώτημα αυτό δεν μπορούμε, κατά τη γνώμη του Κίρκεγκορ, να το αντιμετωπίσουμε με ακαδημαϊκό ή θεωρητικό τρόπο. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν αρχίζει να το συζητά απλά και μόνο επειδή του αρέσει η συζήτηση. Είναι ένα θέμα που προσεγγίζουμε με μεγάλο πάθος. Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε μια διάκριση: από τη μια, έχουμε το φιλοσοφικό ερώτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός κι από την άλλη, έχουμε τη στάση του ατόμου απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα. O κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ερωτήσεις με τον δικό του τρόπο. Κι εξάλλου, δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε οριστική απάντηση σ’ αυτές παρά μονάχα μέσω της πίστης. Τα πράγματα που μπορούμε ν’ αντιληφθούμε με τη λογική και το μυαλό μας είναι για τον Κίρκεγκορ ασήμαντα.
Για παράδειγμα: Οχτώ και τέσσερα κάνουν δώδεκα. Αυτό το ξέρουμε με σιγουριά. Είναι ένα παράδειγμα λογικής αλήθειας, που απασχολεί όλους τους φιλόσοφους από τον Ντεκάρτ και μετά. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να τη συμπεριλάβει στη βραδινή του προσευχή; Και ποιος κάθεται να τις συλλογιστεί αυτές τις αλήθειες, όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του θανάτου; Κανείς! Αυτές οι αλήθειες, όσο “αντικειμενικές” και “γενικές” κι αν είναι, παραμένουν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου.
Η πίστη έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, όταν πρόκειται για ζητήματα θρησκείας. O Κίρκεγκορ λέει ότι αν αντιλαμβάνομαι αντικειμενικά το Θεό, τότε δεν τον πιστεύω. Ακριβώς, όμως, επειδή δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ αντικειμενικά την ύπαρξη του, οφείλω να πιστέψω σ’ αυτήν. Κι αν θέλω να διατηρήσω την πίστη μου, πρέπει πάντα να ‘χω τα μάτια μου δεκατέσσερα, να μην ξεχάσω ότι και όμως πιστεύω.
Έτσι, παλιά πολλοί προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού – ή, έστω, να την αντιληφθούν – με τη λογική τους. Αν, όμως, καταπιαστούμε με τέτοια συστήματα απόδειξης του Θεού και λογικά επιχειρήματα, τότε χάνουμε την πίστη μας και τη θρησκευτική μας θέρμη. Το σημαντικό δεν είναι αν ο χριστιανισμός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αν “για μένα” είναι ή όχι αλήθεια. Στο Μεσαίωνα, η ίδια σκέψη είχε διατυπωθεί με τη φράση “Credo quia absurdum”. Που σημαίνει: “Πιστεύω επειδή είναι παράλογο”. Αν ο χριστιανισμός απευθυνόταν στη λογική μας, – και όχι σε άλλες πλευρές μέσα μας -, τότε δε θα ήταν ζήτημα πίστης.
Στις τρεις έννοιες – “ύπαρξη”, “πίστη” και “υποκειμενική αλήθεια” – ο Κίρκεγκορ οδηγήθηκε χάρη στην κριτική που άσκησε στη φιλοσοφική παράδοση και, προπάντων, στη φιλοσοφία του Χέγκελ. H κριτική σκέψη του, ωστόσο, αφορούσε ολόκληρο τον πολιτισμό. Στη σύγχρονη κοινωνία των μεγαλουπόλεων, ο άνθρωπος έχει μετατραπεί σε “κοινό” ή “κοινή γνώμη”, έλεγε ο Κίρκεγκορ. Και το πρώτο χαρακτηριστικό του “πλήθους” είναι ακριβώς η “ανόητη φλυαρία”. Σήμερα, θα χρησιμοποιούσαμε ίσως τη λέξη “κομφορμισμός”, που σημαίνει ότι όλοι “πιστεύουν” το ίδιο, έχουν “την ίδια γνώμη”, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για τίποτα.
Antikleidi , https://antikleidi.com