Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.1. Θάνος Λουκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.1. Θάνος Λουκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης-Μυγδαλιά


Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ (1919)


Λουκάς Θάνος - Μυγδαλιά 

Δραμαμίνη - Μυγδαλιά


Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Κ.Γ. Καρυωτάκης-[Κι αν έσβησε σαν ίσκιος…]


                                            Νίκος Ξυλούρης-Κι αν έσβησε


Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,

κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,

κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·


κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι

στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,

το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι

κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·


κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου

βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ —

καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου

σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,


η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,

και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,

μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,

μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!


Από τη συλλογή Νηπενθή (1921)


[πηγή: Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1998, σ. 53]

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Κ.Γ. Καρυωτάκης-Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες


Νίκος Ξυλούρης - Ιδανικοί αυτόχειρες



Δημήτρης Λάγιος - Ιδανικοί Αυτόχειρες

[από το ανέκδοτο  έργο  του Δημήτρη Λάγιου, πάνω στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο "Είς τους Άδοξους Ποιητές", το οποίο παρουσίασε πρώτη φορά στο κοινό της Τρίπολης μαζί με τη Μικτή Χορωδία της πόλης το καλοκαίρι του 1988.]

"Αν ζούσε σήμερα ο Καρυωτάκης θα ήταν αντάρτης πόλεων και χλευαστής της κοινωνίας μας. Ένα χαστούκι για τον τρόπο ζωής μας. Κι ενώ αν τον βλέπαμε στο δρόμο θα ’μοιαζε με έναν περιθωριακό ροκά, κι εμείς θα τον περιφρονούσαμε, αυτός θα σάρκαζε πρώτα και τον εαυτό του και θα μας έφτυνε με τη ματιά του. Ο Καρυωτάκης έχει επηρεάσει οπωσδήποτε τη σκέψη μου, τη νοοτροπία μου και τον θαυμάζω. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι ο καλύτερος θαυμαστής του." Δημήτρης Λάγιος

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Κ.Γ. Καρυωτάκης - Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνειτους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνεισήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουνέμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουνοι γενεές, όταν σε παρομοιάσουνμε το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπησαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,και τη ζωή τους εξακολουθούνε,νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
Ελέγεια και Σάτιρες




Κώστας Καρυωτάκης - Το άγαλμα της ελευθερίας
(Νίκος Ξυλούρης)





Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Κώστας Βάρναλης-Οι πόνοι της Παναγιάς


Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας. 
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
·
Σπιτάκι μου,— στανάχωρο, και κάμαρά μου,— χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.

(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).

Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς,
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
κάν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς—
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;

Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.

Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή βραδί,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.

...................................
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!΄

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ /ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ /ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Το Θεϊκό ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος





                                                      Τμήμα της ποιητικής σύνθεσης: «Οι πόνοι της Παναγίας»
                                                       Μελοποίηση: Λουκάς Θάνος
                                                       Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης


Μαρία Δημητριάδη - Ήσουν ωραίος σαν άγγελος
Μελοποίηση: Νίκος Μαμαγκάκης

Μαρία Παπαγεωργίου - Οι πόνοι της Παναγίας

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Κ.Γ. Καρυωτάκης-Η ψυχή μου

1

Παλιό η ψυχή μου γράμμα είναι κι εγράφησε μια παρθένα ωραία —ευγενικήπαρθένα— που για λύπη ερωτικήτο μοναστήρι εδιάλεξεν, ετάφη.

Τί τώρα κι αν ασπρίζουνε οι κροτάφοι;Τί τότε κι αν η μοίρα ήταν κακή;Ένα συρτάρι εβένινον εκείτων αναμνήσεων κρύβει το χρυσάφι.
Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.
Έπειτα, ενώ, με βλέφαρα κλειστά,το φευγαλέο της όραμα κρατά,σηκώνεται να πάει στο περιβόλι.

2

Με τον καιρό που πρόσχαρη ήταν νέα—αλίμονο!— για να αναμετρηθεί,για νά βρει ένα σκοτάδι πιο βαθύ,σέρνεται προς την πένθιμη αλέα.

Βαριά στη ζωή της έπεσε η αυλαίακαι δε μπορεί καλά να θυμηθεί.Το χείλος, μόνο ξέρει, δεν ανθεί,δεν είναι πια τα μάτια της ωραία.
Κι όπως τα δέντρα ολόγυρα σιωπούν,
έτσι ποτέ για εκείνον που τη χάνει,ποτέ δε θά ’ρθουν άνθρωποι να πουν.
Αχ, μήτε τ’ όνομά του εδώ δε φτάνει!Να ζει; Και πάντα ναν τον αγαπούν;Μην έχει τάχα —σαν αυτή— πεθάνει;

3

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνειολοένα κάποιος έρωτας πικρός,που λησμονήθηκε κοιτώντας προςτα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.

Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.Ένας ακόμη θα ’σουνα νεκρός,αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται και αργείχαμένην ευτυχία να νοσταλγεί.
Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζιόσα, το βράδυ, δάκρυα, την αυγή,στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ /ΝΗΠΕΝΘΗ /ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ

                                 Νίκος Ξυλούρης-Είσαι ψυχή μου

Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=1003&hi=201057&cnd_id=6



Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Κωστής Παλαμάς, «Το σπίτι που γεννήθηκα»


Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ’ ὅλα του τὰ νιάτα.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
Τῆς πόρτας του ἡ παλαιϊκὴ κορώνα, ὦ! νὰ ἡ καμάρα!
Μόνο οἱ χορδὲς τῆς λείπουνε γιὰ νὰ γενῇ κιθάρα
νὰ συνοδέψῃ τοῦ σπιτιοῦ τ’ ὁλόχαρο τραγούδι
πρὸς τὸ παιδί· γυρίζω ἀνθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στὴ φωλιά, στὴ γάστρα μου, στὸ πρωΐ μου, στὸ μαγνήτη,
στὴ ζέστα τῆς μητέρας μου, στὸ πατρικὸ ἅγιο σπίτι.
Ἂς ἦρθαν τὰ γεράματα κι ἂς κύλησαν οἱ χρόνοι·
ἀπ’ τὸ ψιμύθρι τοῦ ἀλλασμοῦ κι ἀπ’ τοῦ χαμοῦ τὴ σκόνη
καὶ ἀπείραχτο καὶ ἀνέγγιχτο στὴ Μοῖρα ἀγνάντια στέκει,
κι ἀπὸ τὸν κῆπο του γιὰ μὲ χλωρὰ στεφάνια πλέκει.
Τοῦ κάκου οἱ ἔγνοιες, οἱ καιροί, πληγὲς καρδιῶν καὶ τόπων.
Τὰ μάτια μου ἄλλα, κι ἄλλα εἶναι τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ τὴν ἰσκιερὴ ἐμπατὴ στὴ φωτισμένη σάλα
μὲ τ’ ἀκριβὸ ρωλόϊ χρυσὸ στὴν κρυσταλλένια γυάλα,
ὅλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,
προσώπατα, ἀντικείμενα, μὲ καρτεροῦν ἐμένα.
Στὸ πλάϊ τῆς δούλας τῆς πιστῆς ἡ ἀρχόντισσα γιαγιά μου
καὶ ἡ ρήγισσα τῆς προκοπῆς ἡ μάννα μου, ὦ χαρά μου!
τὸ στερνογέννητο καρπὸ στὴν αγκαλιά, καὶ πέρα
μπρὸς σὲ χαρτιὰ τὸ φάντασμα γνοιασμένο τοῦ πατέρα.
Καὶ μέσ’ ἀπ’ τοὺς ἀνασασμοὺς τοῦ ρόδου καὶ τοῦ δυόσμου
καὶ δουλευτὴς καὶ φυτευτὴς τοῦ κήπου, ὁ ἀδερφός μου.
Καὶ πιὸ βαθιά, κατάβαθα, σὰν ἄλλου κόσμου πλάση,
νά! Ὁλόρθο, ἀξήγητο, κρυφό, στὸν κῆπο ἕνα κοράσι.
Τοῦ πρώτου πόθου τὸ ἱερὸ προφήτεμα, ἡ παιδούλα!
Στὴ χαραυγή μου γέλασμα, στὴ δύση μου τρεμούλα.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι.
Στοιχειό, καὶ σὰν ἀπάτητο, μὲ ζῇ καὶ μὲ προσμένει.




Από τη συλλογή Τα Παράκαιρα (1918)


[Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τ. Ζ΄, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 253-254]

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1690,5410/extras/texts/indexh_5_parallilo_keimeno_3.html


Κώστας Βάρναλης- Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου



Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,             
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.               

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη                     
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!               

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,                  
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),               

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:         
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.               

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου               
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.               

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".



(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)

Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=232&author_id=56



Καλλιτέχνης: Νίκος Ξυλούρης
Άλμπουμ: Σάλπισμα
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1978


                                       
  Ολόκληρη η ποιητική σύνθεση: Ερμηνεύει ο Μαυροπρόβατος

Απαγγελία: Κώστας Βάρναλης

Edouard Vuillard - Τhe Window