Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται. |
Λουκάς Θάνος - Μυγδαλιά
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται. |
Νίκος Ξυλούρης-Κι αν έσβησε
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·
κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·
κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ —
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!
Από τη συλλογή Νηπενθή (1921)
[πηγή: Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1998, σ. 53]
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνειτους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνεισήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουνέμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουνοι γενεές, όταν σε παρομοιάσουνμε το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπησαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,και τη ζωή τους εξακολουθούνε,νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
Ελέγεια και Σάτιρες
1
Παλιό η ψυχή μου γράμμα είναι κι εγράφησε μια παρθένα ωραία —ευγενικήπαρθένα— που για λύπη ερωτικήτο μοναστήρι εδιάλεξεν, ετάφη.
Τί τώρα κι αν ασπρίζουνε οι κροτάφοι;Τί τότε κι αν η μοίρα ήταν κακή;Ένα συρτάρι εβένινον εκείτων αναμνήσεων κρύβει το χρυσάφι.
Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.
Έπειτα, ενώ, με βλέφαρα κλειστά,το φευγαλέο της όραμα κρατά,σηκώνεται να πάει στο περιβόλι.
2
Με τον καιρό που πρόσχαρη ήταν νέα—αλίμονο!— για να αναμετρηθεί,για νά βρει ένα σκοτάδι πιο βαθύ,σέρνεται προς την πένθιμη αλέα.
Βαριά στη ζωή της έπεσε η αυλαίακαι δε μπορεί καλά να θυμηθεί.Το χείλος, μόνο ξέρει, δεν ανθεί,δεν είναι πια τα μάτια της ωραία.
Κι όπως τα δέντρα ολόγυρα σιωπούν,
έτσι ποτέ για εκείνον που τη χάνει,ποτέ δε θά ’ρθουν άνθρωποι να πουν.
Αχ, μήτε τ’ όνομά του εδώ δε φτάνει!Να ζει; Και πάντα ναν τον αγαπούν;Μην έχει τάχα —σαν αυτή— πεθάνει;
3
Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνειολοένα κάποιος έρωτας πικρός,που λησμονήθηκε κοιτώντας προςτα περασμένα, κι έτσι θ’ απομείνει.
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.Ένας ακόμη θα ’σουνα νεκρός,αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται και αργείχαμένην ευτυχία να νοσταλγεί.
Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζιόσα, το βράδυ, δάκρυα, την αυγή,στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ /ΝΗΠΕΝΘΗ /ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ Νίκος Ξυλούρης-Είσαι ψυχή μου Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=1003&hi=201057&cnd_id=6 |