Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σουρής Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σουρής Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Γεώργιος Σουρής - Η ζωγραφιά μου





Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.

Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.

Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.



(από Τα Άπαντα, Α΄, Βίβλος 1954)

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Γεώργιος Σουρής - Χριστούγεννα

 Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ

και γονατίζω και ρωτώ:

Γιατί και πριν στη φάτνη σου

να γεννηθείς ακόμα,

κι ανθρώπου λάβεις σώμα,

όσοι φανήκαν άνθρωποι

γεννήθηκαν σ’ αχούρια

και σε παλάτια λαμπερά

τα ξέστρωτα γαϊδούρια;


Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,

στου κόσμου τα φιλιά

φαρμακωμένος πόλεμος

και κιτρινιάρης φθόνος;

Γιατί και του προδρόμου σου

Σωκράτη τη σπηλιά

οι σήμερον σωκρατικοί

εκόπρισαν αφθόνως;


Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,

και πάντοτε και τώρα,

ίσα να μη μοιράζονται

των αγαθών τα δώρα,

κι άλλοι να τρώνε κάπονες

πεντέμισυ λιτρών,

κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες

εκείνους που τους τρων;


Κι άλλα πολλά ρωτήματα

ποθώ, Χριστέ, να κάνω,

μα κι εκ της γης καμιά φωνή,

αλλ’ ούτε κι από πάνω.

Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,

στο βογγητό του πόνου:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,

πρώτη γιορτή του χρόνου!


Εις των αλόγων άλλοτε

την φάτνην εγεννήθη

Μεσσίας λογικότατος,

τυφλά φωτίσας πλήθη,

στη φάτνη δε των λογικών,

που λέγεται Βουλή,

Μεσσίαι δίχως λογικά

γεννήθηκαν πολλοί.



Πηγή: Γεώργιος Σουρής: Άπαντα (Συλλεκτικές Εκδόσεις Σύμπαν, 2009)


Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Γεώργιος Σουρής - Πέντε ποιήματα

 ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Ω Διογένη κυνικέ, σχίσε μου τα φορέματα…

Με την σπουδήν του σύμπαντος το σύμπαν δεν εννόησα…

Θ’ αυτοκτονήσω, βρε παιδιά… τελείωσαν τα ψέμματα.

Πολλάκις τ’ απεφάσισα, πολλάκις μετενόησα.


Μα τώρα, θα το κάνω

για να σας συγκινήσω…

Δεν θέλω να πεθάνω

χωρίς ν’ αυτοκτονήσω.


Ω φύσις όλη κάλλη,

συ μάγισσα μεγάλη,

πώς θέλεις να πονείς

και δεν αυτοκτονείς;


Γιατί μωρέ πλανήτη,

καρφώθης εδώ πέρα,

και με μακρύ κομήτη

δεν κουτουλάς μια μέρα;


Να λείψουν τόσ’ ανόσια,

να λείψει κάθε γέννα,

κι οικόπεδα δημόσια

και καταπατημένα;


Από σε τι βλέπομε;…

Σούτ, αποστομώσου…

Σε κοιτώ και ντρέπομαι

για λογαριασμό σου.



ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ελλάς πατρίς μου, δεν σ’ αγαπώ,

για σε δεν καίω κι εγώ λιβάνι,

πάντα για σένα κακά θα πώ,

κι ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι.


Όμως συγχώρει τον μισητόν,

πατρίς γλυκεία και τροφοδότις,

κι εις τόσο πλήθος πατριωτών

ας είναι κι ένας μη πατριώτης.



ΠΟΙΟΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ;


Τώρα κοντά ένας μακρύς

και με ψηλό καπέλο

με χαμογέλιο με κοιτά,

κι όπου με δει με χαιρετά,

χωρίς εγώ να θέλω.


Ποιος νάναι; Λέγω και μ’ αυτόν

την μνήμη μου σκοτίζω

και με κοιτά και τον κοιτώ,

και χαιρετά και χαιρετώ,

χωρίς να τον γνωρίζω.


Μην είναι μύωψ σαν κι εμέ

κι ευρίσκεται σ’ απάτη;

Μην είμαστε συμμαθηταί;

Μήπως εφάγαμε ποτέ

μαζί ψωμί κι αλάτι;


Μού είπαν όμως απ’ αυτόν

πως χαιρετιούνται κι άλλοι•

και αν κι εμένα χαιρετά,

κάλπη ο φίλος μελετά

για Δήμαρχος να βάλει.



ΚΑΗΜΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ


Κι εγώ για νύφη λαχταρώ,

μα ναύρω νύφη δεν μπορώ

του γούστου μου ακόμα.


Και δος του κι αρχαιολογώ,

κι αρχαίες νύφες κυνηγώ

να εύρω μες στο χώμα.


Μα τέτοιες νύφες δεν μιλούν,

ούτε το μάτι μού σφαλούν,

κι ούτε γαμπρό γυρεύουν.


Αχ! Τι τα θέλω όλ’ αυτά

τ’ αγάλματα τα λατρευτά,

αφού δεν ζωντανεύουν.


Ω! ας μπορούσε απ’ αυτές

τις νύφες τις καμαρωτές

καμμιά να ζωντανέψει!


Να παύσω ν’αρχαιολογώ,

νύφη αυτή, γαμπρός εγώ…

και ποιος δεν θα ζηλέψει;


Σαν τη Γαλάτεια κι αυτή

να γίνει νύφη ζηλευτή,

μα νάναι και με προίκα.


Κι όλοι τη νύφη να κοιτούν,

και να μην παύουν να ρωτούν

πού διάβολο την βρήκα!



ΜΕΣ ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΝ ΚΟΠΟ


Μες στης ζωής τον κόπο

με σώμα κουρασμένο

ξανοίγω μπρός μου τόπο

με καύκαλα σπαρμένο.


Γελώντας τα πατώ,

τα πιάνω, τα κοιτώ,

τους κάνω τόσα χάδια…

Η μόνη των σοφία

είναι να μένουν άδεια

μες στα Νεκροταφεία.


*  από την έκδοση: Άπαντα τα καλύτερα (Εκδοτική Θεσσαλονίκης) 


Πηγή: http://dragonerarossa.gr/2016/03/09/%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B7%CF%83-1852-1919-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1/

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Γεώργιος Σουρής - Ο Φασουλής στον Άδη (απόσπασμα)


Του Φασουλή ταξίδι στο ανήλιον
και ζοφερόν του Πλούτωνος βασίλειον.
Φασουλής κατέρχεται εις των νεκρών τας χώρας
διά λιμνών και ποταμών και ζοφερών αδύτων,
ο Χάρων δε τον θεωρεί μ' ανεστραμμένας κόρας
και ο εξής διάλογος αρχίζει μεταξύ των)
ΧΑΡΩΝ
Ποιος είσαι συ;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ο Φασουλής...
ΧΑΡΩΝ
Τι θέλεις εδώ πέρα;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ήρθα δι' ανακούφισιν και καθαρόν αέρα.
ΧΑΡΩΝ
Αλλ' όμως πώς, χωρίς εγώ να έρθω να σε πάρω,
εμβήκες μόνος σου εδώ;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μην τα ρωτάς, κυρ Χάρο.
Βαρέθηκα τους ζωντανούς και της ζωής τους πόνους
και θέλω να ιδώ νεκρούς τριγύρω μου αφώνους.
Θέλω ν' αφήσω μια στιγμή τον κόσμο τον απάνω
κι ήλθα το ψυχοσάββατον μαζί με σας να κάνω.
Και αν ακόμη, Χάρε μου, δεν μούγινε η χάρις
με το γνωστόν σου δρέπανον να έλθεις να με πάρεις,
μονάχος μου στο κράτος σου εμβήκα να το στρώσω,
χωρίς μικρόν δικαίωμα εισόδου να πληρώσω,
και μη ζητήσεις πληρωμήν, διότι ουκ αν λάβοις...
ΧΑΡΩΝ
Με ποίον θάρρος αναιδές μου κόβεις και μου ράβεις;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τρισένδοξε, παμβασιλεύ, την τόλμην μου συγχώρει...
μας έσπασαν τα έξοδα, μας έσπασαν οι φόροι,
και είναι τόσον ακριβή κι η της θανής δαπάνη,
που συλλογίζεται κανείς αν πρέπει ν’ αποθάνει.
/
Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής στον Άδη (απόσπασμα). Ο διάλογος δημοσιεύτηκε στην σατιρική εφημερίδα του Σουρή, "Ο Ρωμηός", στις 25 Φεβρουαρίου 1889.

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - Στα παιδιά μου


Μια φορά κι έναν καιρό, σε χρόνια περασμένα,

ένας μπαμπάς παιδάκια μου, ζούσε σαν κι εμένα.

Κι αυτός επήρε μια μαμά, καθώς και τη μαμά σας

και τρία έκαναν παιδιά, που είχαν τ’ όνομά σας.

Και ο μπαμπάς απέθανε με δίχως διαθήκη

και τα παιδιά του έψαχναν να βρούνε χαρτζιλίκι

αλλά δεν βρήκαν τίποτε, παρά χαρτιά γραμμένα, 

εφημερίδες μπόλικες, μια κάλπικη δραχμή,

κι έναν σταυρό, καθώς αυτόν, που έδωσε σ’ εμένα

ο κύριος πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.

Και τα παιδιά μεγάλωσαν σιγά-σιγά κι εκείνα 

και γνώρισαν τους Έλληνες, τον κόσμο, την Αθήνα.

Μα είδαν πώς κοπάνιζαν καβουρδιστόν αέρα

και τότε πια εννόησαν πως είχανε πατέρα, 

που ήταν το κεφάλι του γεμάτο από πίτερα,

κι πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Θέλετε κι επιμύθιον, παιδιά μου, να σας πω;

Λυπούμαι που σας γέννησα, γιατί σας αγαπώ.


Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - Στον καφέ


Ω, βαρύ γλυκέ καφέ μου,
και σαν είμαι με παρέα,
και σαν έχω μοναξιά,
κάθε μια σου ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.
Γεώργιος Σουρής, Τα άπαντα, εκδ. οίκος Δ. Δημητράκου, Αθήναι, 1945.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - [Όποιος σας σφίγγει δυνατά το ένα και τ’ άλλο χέρι]



Όποιος σας σφίγγει δυνατά το ένα και τ’ άλλο χέρι
και πηλαλεί εδώ κι εκεί στο ντάλα μεσημέρι
αυτός που σας χαμογελά και σας κτυπά στον ώμο,
αυτός που με τα τέσσερα σας κυνηγά στο δρόμο
και στέκει μ’ ύφος ταπεινό θεράποντος και δούλου
θηρεύει το αξίωμα Δημοτικού Συμβούλου.
Ακούτε κάποιον για νερά να λέει και για λέρες,
να ξεκουφαίνει των γνωστών κι αγνώστων του τ’ αυτιά,
ακούτε να υπόσχεται σε μερικές ημέρες
να κάμει την πρωτεύουσα σαν άλλη Βενετιά,
τον βλέπετε την κάρτα του σ’ όποιον ευρεί να δίνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Βλέπετε κάποιον να κολλά στους τοίχους τ’ όνομά του,
να κάνει μες στα μαγαζιά της αγοράς γιουρούσι,
τον βλέπετε να παραιτεί στη μέση τη δουλειά του
και να τραβά στην Κηφισιά, να τρέχει στο Μαρούσι,
μες στις ταβέρνες να κερνά κι αδιάκοπα να πίνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Βλέπεις αυτόν που δεν ουρεί στων τοίχων τ’ αγκωνάρια
και όπου βλέπει του σταυρού σημάδι δεν σιμώνει
οπού φωνάζει με χολή “ως πότε παλικάρια,
θα ζούμε μες στη σκοτεινιά, στη βρόμα και στη σκόνη;”
τον βλέπεις που στο διάβα του σκουπίδι δεν αφήνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Βλέπεις εκείνον που κρατεί τα δύο του ρουθούνια
γιατ’ είναι ασυνήθιστα στων Αθηνών τη βρόμα,
αυτόν που βρίζει άφοβα τους προύχοντας γουρούνια
και ό,τι άλλο πρόχειρον του έρχεται στο στόμα,
που για Δημάρχους και λοιπούς πολύ φαρμάκι χύνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Βλέπεις αυτόν που κατ’ αυτάς τον ντελικάτο κάνει
και στην καθαριότητα τους Ευρωπαίους φθάνει,
που έχει την ευγένεια στο στόμα σαν μαστίχα,
που δεν ανέχεται να δει μες στον καφέ του τρίχα,
και κάνει ότι ντρέπεται τα πίσω του να ξύνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Ακούς αυτόν που εξυμνεί τους συνδημότας όλους,
οπού υπόσχεται εν τιμή στον κάθε πατριώτην
ότι θα κτίσει εκκλησιές στους δώδεκ’ Αποστόλους
και εις αυτόν τον άτιμον Ιούδαν τον προδότην;
που ευτυχές το μέλλον μας και ρόδινον το κρίνει;
θα πει πως θέλει Σύμβουλος Δημοτικός να γίνει.
Τι Σύμβουλοι Δημοτικοί! εγέμισαν οι δρόμοι,
και ποιος το ξέρει τάχατε πόσοι θα βγουν ακόμη.
Τι Σύμβουλοι Δημοτικοί που είναι να τους δείρεις…
καρύδι κάθε καρυδιάς και κάθε κακομοίρης
με σωτηρίας πρόγραμμα φυτρώνει μες στη μέση
κι ο Καραβίδας φαίνεται πως κάλπην θα εκθέσει.
Τι Σύμβουλοι Δημοτικοί! εγέμισαν οι δρόμοι,
και ποιος το ξέρει τάχατε πόσοι θα βγουν ακόμη.
Εμπρός σου όλοι έρχονται με μάτια δακρυσμένα,
γράψε για με, παρακαλώ, μα γράψε και για μένα,
αλλά κι εμένα προς θεού να μη με λησμονήσεις,
και δος του πια τρεχάματα και τόσαι διαχύσεις.
Σωτήρ του Δήμου γίνεται η κάθε μια μαζέτα
κι εγέμισαν οι τσέπες μας με κάρτες και μπιλιέτα.
Κάθε δουλειά των παραιτούν τα μαγαζιά των κλείνουν
θέλουν κι αυτοί να φαίνονται μέσα στον κόσμο κάτι,
χωρίς κανέν αξίωμα δεν ημπορούν να μείνουν,
θέλουν κι αυτοί τουλάχιστον να μπαίνουν στο Παλάτι.
Θέλουν κι αυτοί ν’ αγωνισθούν καθώς και τόσοι άλλοι
και αν στους τόσους κόπους των βραβείον δεν δοθεί,
αλλ΄ όμως όταν έξαφνα καμιά ημέρα πάλι
και άλλο βασιλόπουλο ενηλικιωθεί,
με μια ελπίδα τρέφονται τουλάχιστον πως τότε
θα γίνουν βέβαια κι αυτοί του αργυρού ιππόται.
Σωτήρ του Δήμου γίνεται η κάθε μια μαζέτα
κι εγέμισαν οι τσέπες μας με κάρτες και μπιλιέτα.
Μπιλιέτα με ονόματα Συμβούλων παστρικά
μέσα στον κάθε καφενέ, μέσα στην κάθε σάλα,
κι αν ήσαν καν τουλάχιστον ολίγον μαλακά,
πολύ θα μ’ υποχρέωναν αν μου’στελλαν και άλλα.

Ρωμηός, 20-6-1887

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - Αρχηγοί


Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - Αποκρηαίς


Κι’ ἐγὼ τραγούδια νέα θὰ τονίσω
σ’ αὐτὸ τὸν μασκαρένιο μας καιρό,
καὶ μασκαρᾶς ἐμπρός σας θὰ πηδήσω
νὰ σύρω ἀποκρηάτικο χορό.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρί...,
καρσιλαμᾶ ἡ λύρα μου βαρεῖ.
Στοὺς τωρινοὺς καιροὺς τῆς Ρωμηοσύνης
τραγούδια δὲν μᾶς πρέπουν σοβαρά,
οὔτε κλωνάρια δάφνης καὶ μυρσίνης,
μᾶς φθάνει μουσικὴ τοῦ ταμπουρᾶ.
Γυναῖκες, ἄνδρες ὅλοι τὸ χορό,
καὶ σᾶς κρατῶ τὸ ἴσο... τιριρό.
Ὅλο τὸ χρόνο εἴμαστε μπερλίναις,
κι’ ὅμως βαστοῦμε ὕφος σοβαρό,
καὶ γιὰ τῇς δόξαις σκούζουμε ἐκείναις,
ποὺ ἄλλοτε τῇς εἴχαμε σωρό.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρά...,
γιὰ βάλετε στὰ πόδια σας φτερά.
Μὰ σὰν ἐλθῇ τρελλὸ τὸ καρναβάλι,
ἀφίνομε τὴν πόζα τὴν πλαστή,
γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀλλάζομε κεφάλι,
καὶ μασκαράδες βγαίνομε σωστοί.
Ὄπ! Ὄπ! πηδᾶτε ὅλοι σας ψηλά,
ἡ φτέρναις σας ν’ ἀνάψουν... τραλαλά.
Ὅλα σ’ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν,
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
ἡ μούραις μας μουτσούναις ἐγινῆκαν,
δὲν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τραλλαλό...,
κι’ ἐγὼ μασκαρεμμένος σᾶς γελῶ.
Εσείς, Catheri

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

Γεώργιος Σουρής - Τω βασιλεί


 

 

Κι εγώ, Μεγαλειότατε, ποσώς δεν αμφιβάλλω,

πως στο ταξίδι σας αυτό περάσατε καλά,

και κρίμα που δεν βρέθηκα κι εγώ εκεί να ψάλλω,

και να φωνάξω Ζήτω μας και τράλαλαλαλά.

Αλλ΄ όμως οι ελεύθεροι εμείς από δω πέρα

με το μυαλό πετούσαμε κοντά σας κάθε μέρα.

 

Οι νέοι σας Επίτροποι με τόση καλοσύνη

κάθε ημέρα έγραφαν εις τις εφημερίδες,

πού σήμερα ή αύριον ο βασιλεύς θα μείνει,

αν έφαγε με όρεξη και τι λογιών μερίδες.

Σε τίνος μέσα κάθησε Πασά αρχοντικό,

κι αν ύπνο εκοιμήθηκε εκεί βασιλικό.

 

Με τούτα οι Επίτροποι μας σύχαζαν κομμάτι,

κι εμείς σαν εμαθαίναμε πως είσθε υγιής,

το ρίχναμε εις το φαγί, στον ύπνο, στο ραχάτι,

κι εις κάθε μια απόλαυση λεβέντικης ζωής.

Και μόλις ύπνος ήσυχος μάς έκλεινε τα μάτια,

καβάλα σας εβλέπαμε σε αφρισμένα άτια.

 

Εβλέπαμε τριγύρω σας Τούρκους, Ρωμιούς, Ραββίνους,

να βγάζουνε στο διάβα σας ως κάτω τα καπέλα,

και καθαρά ακούαμε τους λόγους των εκείνους,

που μέσα εις τον ύπνο μας μάς ήρχετο σαν τρέλα.

Κι εγώ μια νύκτα ξύπνησα κι απ΄ την πολλή χαρά

απ΄ το κρεβάτι πήδησα και φώναξα «Ουρρά»!

 

Ω! πόσον είναι ευτυχής ο βασιλεύς εκείνος,

που δίχως βόλι γίνεται χωρών κατακτητής,

που με χαρά τον προσφωνεί ακόμη κι ο Ραββίνος,

και ο Χασάν ο Δήμαρχος, κι εγώ ο ποιητής!

Αυτά και άλλα έλεγα μονάχος μες στο νου μου,

κοιτάζοντας το κάντρο σας στον τοίχο του σπιτιού μου.

 

Κι εγώ, Μεγαλειότατε, σας έχω κρεμασμένο,

κι εγώ πολύ σας αγαπώ... ξέρω πως δεν σας μέλει,

αλλ΄ όμως στην αγάπη μου εγώ θα επιμείνω,

κι αν η Μεγαλειότης σας ακόμη δεν την θέλει.

Και αν εσείς δεν θέλετε και να σας χαιρετώ,

θα χαιρετώ το κάντρο σας, και είναι το αυτό.

 

Πόσες φορές να ξέρατε μες στη φτωχή μου σάλα

είχα τ΄ ωραίο κάντρο σας για μόνη συντροφιά,

πόσα γι΄ αυτό δεν έκαμα ποιήματα μεγάλα,

πόσες φορές του μίλησα για την αγιά Σοφιά!

Με συγχωρείτε, βασιλεύ, για το πολύ μου θάρρος,

είπα πολλά στο κάντρο σας, αλλ΄ όμως μη προς βάρος.

 

Ναι μεν, γνωρίζω έγκλημα φρικτόν πως θεωρείται

και με το κάντρο βασιλιά κουβέντα να κρατείς,

αλλά, Μεγαλειότατε, καλά συλλογισθείτε,

πως έχω το δυστύχημα να είμαι ποιητής.

Και ξέρετε, οι ποιηταί μιλούνε νύκτα μέρα

με ουρανούς, με ζωγραφιές, με κύματα, μ΄ αέρα.

 

Εγώ, Μεγαλειότατε, δεν είμαι δημοκράτης,

εμένα πάντα μ΄ άρεσε ο θρόνος και μ΄ αρέσει,

θέλω να είμαι ευγενής κι εγώ αριστοκράτης,

ή καν να έχω στην Αυλή αρχιμαγείρου θέση.

Δημοκρατίες μοναχά γυρεύουν οι κουτοί,

κι αν στέμμα τους επρόσφεραν, θα τόπαιρναν κι αυτοί.

 

Ως τώρα δεν εφθόνησα τη δόξα σας ποτέ μου,

και ούτε εις τον θρόνο σας επιθυμώ ν΄ ανέβω,

και θα με συγχωρήσετε, Μεγαλειότατέ μου,

αν κάποτε σαν άνθρωπος τον σκύλο σας ζηλεύω.

Ω! ας μου εχαρίζατε εκείνο το σκυλί,

κι ούτε Αυλάρχης ήθελα να ήμουν στην Αυλή.

 

Με λύπη μου σας βεβαιώ πως ο καλός σας σκύλος

σας αγαπά καλύτερα απ΄ όλη την Αυλή,

πως είναι ο πιστότερος κι ως σύμμαχος κι ως φίλος,

κι ας μη σας υποκλίνεται κι ας μη σας ομιλεί.

Χωρίς παράσημα φρουρεί ακοίμητος το στέμμα,

κι είναι ο μόνος Αυλικός οπού δεν λέγει ψέμα.

 

Ω! είθε σεις οι βασιλείς να είχατε συμβούλους

εκ της φυλής της Νέας Γης ή Οτεντόττων σκύλους,

και όχι τόσους κόλακας και παρασίτους δούλους,

που τους θαρρείτε μόνοι σεις του θρόνου σας τους στύλους.

Αλλά γιατί παραλαλώ για θρόνους και σκυλιά;

εγώ θα βάλω τάχα νου σε κάθε βασιλιά;

 

Και αν τα είπα όλ΄ αυτά, τα είπα για καλό σας,

και θεωρείτε πάντοτε τους στίχους μου αθώους,

και έπειτα δεν είμαι δα κι εγώ υπήκοός σας,

που θα σας κάμω μάλιστα και νέους υπηκόους;

Λοιπόν ωσάν υπήκοος νομίζω πως μπορώ

να εξοδεύω και για σας ολίγο μου καιρό.

 

Και  τώρα πάλιν έρχεσθε στους πρώτους σας θαλάμους,

και πάλι στην πρωτεύουσα πατείτε την κλεινή,

να εορτάσετε εδώ τους ευτυχείς σας γάμους...

ω! τι παράτα, βασιλεύ, καινούργια θα γενεί!

Δεν έχει, θα το κάψουμε εφέτος χωρίς άλλο,

κι εγώ φωτιά στους στίχους μου για χάρη σας θα βάλω.

 

Αλλά, Μεγαλειότατε, ολόρθος σηκωθείτε,

και αετός δικέφαλος τριγύρω σας πετά·

και με τα δυο τα χέρια σας το στέμμα σας κρατείτε,

κι ο αετός τη λάμψη του αχόρταγα κοιτά.

Προσέξετε μην πέσετε στου αετού το νύχι,

και δεν θα σας γλυτώσουνε χίλιες χιλιάδες στίχοι.

 

Μη σας κοιμίζουν, βασιλεύ, με Ζήτω και παράτες,

και άμα ένας άξιος φανεί να βασιλεύει,

τότε μ΄ αγάπη άδολη θα βρει καρδιές γεμάτες,

και δημοκράτης να γενεί κανείς δεν θα γυρεύει.

Αυτά σας λέγω, βασιλεύ, και υπογεγραμμένος

μένω πιστός υπήκοος κατενθουσιασμένος.-

 

 Από το περιοδικό Μη χάνεσαι, τόμος 2, αριθμός 204 (1881), σ. 4-5.

Αναδημοσίευση απ' το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Γεώργιος Σουρής-Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Α' (4)



Βρὲ Φασουλὴ καϋμένε, δὲν κάθεσαι στ' αὐγά σου,
τοὺς ψωροφιλοσόφους στὸν διάβολο δὲν στέλλεις;
Δὲν σὲ ἀρκεῖ νὰ χάσκῃς στὴ ράχη τοῦ Πηγάσου,
μὰ καὶ φιλοσοφίες ἀρχίζεις νὰ μοῦ θέλῃς;

Ὅπως κι ἄν διεπλάσθη τὸ Σύμπαν τὶ σὲ μέλει;
κι' ἄν ἐξ αὐτῆς παρήχθη τῆς μάζης ἤ ἐκείνης,
κι' ἄν ἦτο πρῶτα χάος ἤ μιὰ φωτονεφέλη,
ἐσὺ μπορεῖς μὲ τοῦτο καλλίτερος νὰ γίνῃς;

Καὶ ἄν στῶν συστημάτων ἐγκύψῃς τὴν σωρείαν,
καὶ ἄν τοῦ Δημοκρίτου δεχθῇς τὴν θεωρίαν,
καθ' ἥν ἐκ τῶν ἀτόμων συνίσταται ἡ φύσις,
κι' ἐπὶ τῆς θεωρίας αὐτῆς φιλοσοφήσεις.

Θαρρεῖς τὸ ἄτομόν σου δὲν θἆναι ὅπως εἶναι,
πὼς ἀσθενὲς σαρκίον ὡς τώρα δὲν θὰ μένῃ,
πὼς δὲν θὰ τὸ μαραίνουν οἱ πόθοι κι' αἱ ὀδύναι,
κι' οὐδὲ θὰ παίζῃ λόρδα καὶ ἡ παραδαρμένη;

Κι' ἄν τοῦ Θαλῆ τὸ ὕδωρ ἀρχὴν ἀναγνωρίσῃς
κι' ὑδραυλικῆς σπουδήσεις μεθόδους περισσάς,
πιστεύεις πὼς καμμία δὲν θὰ στερεύσῃ βρύσις
καὶ σὺ ἀπὸ τὴν δίψα ποτὲ δὲν θὰ λυσσᾷς;

Καὶ ἄν τοῦ Ἡρακλείτου τὸ σύστημα σ' ἐξαίρῃ,
κ' εἰπῇς ἀρχὴ τῶν ὅλων τὸ πῦρ τὸ ἀδηφάγον,
νομίζεις ὅτι πάντα θὰ εἶναι καλοκαῖρι
καὶ δὲν θὰ τουρτουρίζῃς τὴν ἐποχὴ τῶν πάγων;

Κι' ἄν ὡς ὁ Πυθαγόρας κι' ἐσὺ ἀνακηρύξῃς
πὼς εἶναι ἁρμονία τὰ πάντα καὶ ρυθμός,
κι' ἄν ἀριθμοὺς ἀγνώστους ἑνώσῃς κι' ἀναμίξεις
κι' εἰπεῖς πὼς ἄρχει πάντων τὸ ἕν κι' ὁ ἀριθμὸς.

Νομίζεις πὼς τ'αὐτιά σου ποτὲ δὲ θὰ ταράξῃ
βαρύτονος, τενόρος ἤ ἄλλος φουκαρᾶς,
ποὺ μὲ βρυγμοὺς ὀδόντων ἐλπίζει νὰ μαλάξῃ
τὴν ἄμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυρᾶς;

Ἤ μήπως τῶν πλουσίων τὰ πλούτη θὰ σαρώσῃς;
ἤ μήπως τὸ πουγγί σου θὰ βρίσκεται γεμάτο;
ἤ τάχα θὰ μπορέσῃς τὸ σπίτι νὰ πληρώσῃς
ποὺ ἔκτισες μὲ χρέος στὸν Φαληρέα κάτω;

Κι' ἄν δεχθῇς ἀκόμη σὰν τὸν Ἀναξιμένη
πὼς ὁ ἀήρ, τὸ Σύμπαν καὶ ἄπειρον σημαίνει,
θαρρεῖς πὼς θὰ περάσῃ καὶ μόνο μιὰ ἡμέρα,
ποὺ δὲν θὰ καβουρδίσῃς κοπανιστὸν ἀέρα;

καὶ ἄν τὰς πολιτείας τὰς οὐρανογενεῖς
τοῦ Πλάτωνος ποθήσεις εὐγενεστάτου θρέμματος,
μὴ τάχα ζωοκλέπτης δὲν θὰ μπορῇ κανεὶς
νὰ γίνῃ Ταξιάρχης καὶ σύμβουλος τοῦ Στέμματος;

Καὶ ἄν τὸν ἔρωτά σου δεχθῇς τὸν ἰδεώδη,
μήπως δὲν θὰ σηκώνουν τὸν κόσμο εἰς τὸ πόδι
προικοθηρῶν πεινώντων τοσαῦται συμμορίαι,
ὁπόταν ξεμυτίζουν πολύφερναι κυρίαι;

Νομίζεις οἱ ἐρῶντες πὼς θὰ πετοῦν στὰ νέφη
καὶ πὼς ποτὲ δὲν θἄχουν γιὰ τίποτ' ἄλλο κέφι;
ἤ μὴ κι' ὁ ἔρως θἄναι καπνός, ἀτμὸς καὶ σκόνη,
καὶ γυναικὸς κοιλία ποτὲ δὲν θὰ φουσκώνῃ;

Καὶ ἄν τοῦ Σοφρωνίσκου ἀκούσῃς τὸν υἱὸν
ποὺ ἕν' ἀνακηρύττει τοῦ Σύμπαντος θεὸν
ἀσύλληπτον καθ' ὅλα καὶ ἄυλον κι' αἰώνιον
κι' εἰς τοῦτο ἀποβλέπων ἐρρόφησε τὸ κώνειον.

Κι' ἄν στὴν Χαναναίαν πετάξῃς νοερῶς
εἰς τὸν θεὸν ἐκεῖνον πιστεύεις τοῦ Σινᾶ,
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ φθάσῃ οὐδέποτε καιρὸς
ὁποῦ θὰ προσκυνήσῃς κι' ἐσὺ τὸν Μαμμωνᾶ;

Θαρρεῖς τὸν ἑαυτὸν σου διττῶς ἄν διαιρέσῃς
εἰς νοῦν καὶ εἰς αἰσθήσεις, πὼς δὲν θὰ μείνῃς βλάξ;
θαρρεῖς πὼς ἀσφαλίζεις τὰς μεταξύ των σχέσεις
κι' αὐτὸ δὲν θἄναι δοῦλον τοῦ ἄλλου ἐναλλάξ;

Καὶ ἄν τοῦ Ἐπικούρου τὴν Ἡδονὴν δεχθῇς
καὶ τύχει καμμιὰν ὥρα καὶ σὺ νὰ ὀρεχθῇς
νὰ φᾶς μονάχος ἕνα μουλκέικο πεπόνι
θαρρεῖς πὼς τ' ἄντερά σου δὲν θὰ θερίσουν πόνοι;

Κι' ἄν τὴν ἀχρείαν σάρκαν ἐξ ἡδονῶν κορέσῃς
νομίζεις πὼς μὲ ἄλγος ποτέ σου δὲν θὰ κλαύσῃς;
κι' ἄν τὸν βαρὺν χιτῶνα τῆς ἀρετῆς φορέσῃς
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ θέλεις ἐκείνας ν' ἀπολαύσῃς;

Νομίζεις πὼς δὲν εἶναι κι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο χίμαιρα;
Πιστεύεις καὶ εἰς ὄρκους καὶ λόγους τῆς τιμῆς;
νομίζεις ὅτι τοῦτο, ποὺ θὰ ποθήσῃς σήμερα,
καὶ αὔριον ἐπίσης θὰ τὸ ἐπιθυμῇς;

Κι ἄν εἶσαι ἀνθρωπίσκος ἐκ τῆς κοινῆς ἀγέλης
θὰ μακαρίζῃς κλαίων σκηπτούχους βασιλεῖς,
κι  ἄν  βασιλεὺς καλεῖσαι, θἀλθῇ στιγμὴ νὰ θέλῃς
ν' ἀδειάζῃς ἀνωνύμους θαλάμους τῆς Αὐλῆς.

Βρὲ Φασουλῆ, καϋμένε, ὡς ἐδῶ πέρα μεῖνε,
πολλὴ φιλοσοφία καὶ σκέψις ἄς σοῦ λείπει…
δι' ὅ,τι πρᾶγμα χαίρεις αὐτὸ χαρὰ δὲν εἶναι,
δι' ὅ,τι πρᾶγμα πάσχεις αὐτὸ δὲν εἶναι λύπη.

Δὲν εἶσαι οὔτ' εὐδαίμων ἀλλ' οὔτε δυστυχής,
εὐκόλως μὴν πιστεύῃς στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον,
οὐδ' εἰς ἀθανασίαν, οὐδ' εἰς θνητὸν ψυχῆς,
και δι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο νὰ στέκῃς ἀμφιβάλλων.

Ὁ κόσμος ἄς κινεῖται καὶ τοῦτο τὸ Βασίλειον
ἄς στρέφετ' αἰωνίως ἡ γῆ περὶ τὸν ἥλιον,
κι' ἐκεῖνος περὶ ταύτην ἄς κινηθῇ ἄν θέλῃ..
δι' ὅλας τὰς κινήσεις πεντάρα μὴ σὲ μέλει.

Ἀτάραχος θεώρει τοῦ κεραυνοῦ τὸ βέλος,
τοῦ κόσμου τὰ βιβλία εἰς τὰ σκουπίδια ὅλα,
κι' ἐνόσω τὴν ἀρχή του δὲν βλέπεις καὶ τὸ τέλος
ὑπόμενε, ἀνέχου, ἀνθρώπους γεννοβόλα.

Αθήνα, 1891

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Γεώργιος Σουρής-Οι Έλληνες Λόγιοι


Δροσίνης γλαφυρότατος, με πνεύμα δροσερό
αλλά προφέρει πάντοτε πολυ ψευδά το ρο.

Πολέμης λιγυρότατος και πολυχαϊδεμένος,
αλλά πειράζεται πολύ, για κρίσεις, ο καημένος.

Ο Προβελέγγιος λαμπρός στα δράματα και σ' όλα,
μα δύο γλώσσες παίζουνε στο νου του καραμπόλα.

Ο Παλαμάς βαθύτατος, με ποίηση ζοφώδη,
αλλά φρενιάζει σαν του πεις κακό για τη δημώδη.

Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση,
που τα μαλλιά του τα 'κοψε μα όχι και το μούσι.

Λασκαράτος
γέρος γάτος!


Ο Μαρκοράς Γεράσιμος
κι επίσημος και άσημος.

Βλέπω πυρ εις τον Στρατήγη, του Αβέρωφ τον κολλήγα,
που στην Αίγυπτον επήγε, σαβουρώσας ουκ ολίγα.

Ο Βλάχος μέγας κριτικός, τον έχω και κουμπάρο,
αλλά ποτέ μου δε μπορώ στο σκάκι να τον πάρω.

Ο Ροΐδης ή Τσουρίδης, φιλολόγος ξεβαμμένος,
αγελαίος κατά Κόντον και πολύ γεγανωμένος.

Ο Άννινος θαυμάσιος, με καλαμπούρια πρώτης,
ωσάν κι εμένα πλούσιος, μα του Σταυρού Ιππότης.

Δαμβέργης φίνος συγγραφεύς κι αυτός γεμάτος φώτα
και κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα.

Ξενόπουλος πολυ κομψός, μα χωρατά δε δέχεται,
εις δε το μάους πάντοτε απ' όλους κατατρέχεται.

Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση,
απ' το Παρίσι έρχεται και πάει στο ...Παρίσι.

Πολύ τιμάται παρ' εμού και ο Παπαδιαμάντης,
που είναι πάντ' a quatres epingles και φαίνεται γαλάντης.

Ο Πολυλάς
σοφός μπελάς.


Εγώ μεγάλως εκτιμώς κι αυτόν τον Καρκαβίτσα,
που 'ναι γιατρός στ' ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα.

Τι σου λέει ο Ψυχάρης,
κάβο δε μπορείς να πάρεις.

Κουρτίδης εμβριθέστατος, με γράμματα περίσσια,
μα κάνει τον ρομαντικό και μένει στα Πατήσια.

Ο Καλοσγούρος κριτικός, αλλ' όμως δε τον ξέρω,
γι' αυτά που δεν εδιάβασα εκ μέσης τον συγχαίρω.

Γαβριηλίδης ο πολύς, με κύρος κι αυθεντίαν,
που βγάζει πότε Χαλιμάν και πότε Λαυρεντίαν.

Όποιος χάσει δε τον χάνει,
τον Καμπούρογλου τον Γιάννη,
τ' άντερά του στο τηγάνι,
να τα τρων οι Ατσιγγάνοι!

(Τόσον καιρό κορόιδευα με την εφημερίδα μου
και με τις κοροϊδίες μου γινήκαν όλα ρόιδο,
μα μου τα πλήρωσαν διπλά εις την δεκαετηρίδα μου
κι όλοι εμμέτρως και πεζώς με πήραν στο κορόιδο
!...)

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Γιώργος Σουρής-Καινούργια Αθήνα


Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτε δεν σου μένει

και κάθε μέρα κι από μια ανάμνησις σου σβήνει,

οι πιο αρχαίοι κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι

κι ένα σπιτάκι σου μικρό ολόρθο δεν θα μείνει.

Και θαύμα πώς εσώθησαν μέσα στα τόσα νέα,

οι άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.


Πού είναι τα σπιτόπουλα εις τον καθένα δρόμο;

Πού είναι πια το Ροδακιό; Που είναι το Γεράνι;

Τα πρώτα Αθηναίικα πού είναι εν συντόμω;

Πού η ωραία η Ελλάς και πού το σιντριβάνι;

Μέσα στα όλα χάθηκε κι ο κλασικός Πλακιώτης

και ματαιότης, φίλοι μου, τα πάντα ματαιότης.


Τώρα στην κάθε γειτονιά εκτίσθηκαν παλάτια,

τώρα μαρμάρινοι στοαί με χιλιάδες φώτα,

τώρα παντού, όπου κανείς ρίξει τα δυο του μάτια,

θε ν’ αντικρίσει κι από μια πεντάμορφη κοκότα.

Τώρα Πανεπιστήμια, τώρα σπουδής μανία,

τώρα και χαρτοπαίγνια στην κάθε μια γωνία.


Κι ακόμα πώς φαντάζομαι την κλασική Αθήνα!

Φαντάζομαι με μακαντάμ πως θα την δω στρωμένη,

πως φέρνει τον πολιτισμό ακόμη κι απ ‘την Κίνα,

και από φως ηλεκτρικό πως είναι φωτισμένη.


Φαντάζομαι πως θα την δω με θέατρα, με κήπους,

με μπουλεβάρ, με τζέντλεμαν, με λόρδους και με ίππους.


Φαντάζομαι όπου σταθώ πίδακας κα πλατείας,

ήρωα και αγάλματα ημεδαπών και ξένων,

φαντάζομαι βασιλικάς ιεροτελεστίας

και τον λαόν νευρόσπαστον του Χόλδεν γυμνασμένον,

και βλέπω όλους στρατηγούς με πτερωτά λοφία,

και βλέπω αναρίθμητα μεσιτικά γραφεία.


Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον,

τον Πειραιά να ενωθεί με την κλεινήν Παλλάδα.

Τον σύμπαντα Ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον

και ούτε ένα κάτοικον εις την λοιπήν Ελλάδα.

Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι,

και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.


Μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβον και την πολυκοσμίαν

να χαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,

να μην αισθάνεται κανείς συγκίνησιν καμίαν

και να κοιμάται πάντοτε ο κόσμος με την Διάνα.

Παντού να στήνουν πλούσιοι Ισραηλίται βρόχια

και να τα καμαρώνουνε πολλοί από τη φτώχια.


Να γίνει χαλικόστρωμα η κάθε μια κολόνα,

να ξεχειλίσει ο χρυσός αλλά και η επαιτεία,

να κάμουν ασβεστόχωμα κι αυτόν τον Παρθενώνα

και τέλος η Ακρόπολις να γίνει μια πλατεία.

Κι όταν Εγγλέζοι έρχονται εδώ κανένα μήνα

να ερωτούν- Που έκειτο η παλαιά Ατήνα;-

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Γεώργιος Σουρής-Δεσποτάδες


Ἡ μίτραις ἡ δεσποτικαῖς ἐβγῆκαν στὸ παζάρι,

λοιπὸν ἀμέσως λύσετε, Δεσπόταις, τὸ κεμέρι*,

ὅποιος θὰ δώσῃ πιὸ πολλά, ἐκεῖνος καὶ θὰ πάρῃ

τοῦ Ἐπισκόπου τὸ ραβδὶ στὸ ἅγιό του χέρι.

Λοιπὸν ἐμπρός, Δεσπόταις μου, εἰς τὴν δημοπρασία,

πρέπει νὰ δίνῃ κἄτι τι θαρρῶ κι' ἡ Ἐκκλησία.


Ὅσον παρᾶ θὰ δώσετε γιὰ τὸ Δεσποτιλίκι,

ὁ παντοδύναμος Θεὸς διπλὸ θὰ σᾶς τὸν δώσῃ...

Ἐκεῖνο τὸ φαρδὺ φαρδὺ Δεσποτικὸ μανίκι

πόσα καὶ πόσα πράγματα δὲν εἰμπορεῖ νὰ χώσῃ!

Γιὰ σᾶς ἡ μίτραις ἡ βαριαῖς, γιὰ σᾶς τὰ πετραχήλια,

γιὰ σᾶς οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια.


Πόσος παρᾶς, πόση τιμὴ καὶ δόξα σᾶς προσμένει!

Καὶ μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἀκόμα θὰ μιλᾶτε,

αὐτὸς θὰ σᾶς μυριπλουτῇ, αὐτὸς θὰ σὰς παχαίνῃ,

καὶ ἕνα βῷδι μόνοι σας θ' ἀντέχετε νὰ φᾶτε.

Ἡ μίτρα στὸ κεφάλι σας ἀκτῖνες θὰ σκορπίζῃ,

κι' ὁ διᾶκος μὲ τὸ θυμιατὸ θὲ νὰ σᾶς λιβανίζῃ.


- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα, θέλω παππᾶς νὰ γίνω...

- Πιστεύω πὼς δὲν ἔρχεσαι μὲ χέρια ἀδειανά,

- Ἂς χειροτονηθῶ παππᾶς, καὶ ὅσα θὲς σοῦ δίνω,

ὡς τόσο πάρε κάμποσα, Δεσπότη μου, λιανά.

Καὶ ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀπ' τὰ μαλλιὰ ἁρπάζει,

καὶ Ἄ ξ ι ο ς καὶ Ἄ ξ ι ο ς ὁ κόσμος τοῦ φωνάζει.


- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα... ἔλα στὸ τάδε σπίτι,

μιὰν ὤμορφη ἀρχόντισσα νὰ ἐξομολογήσῃς...

- Ἔλα νὰ θάψῃς, Δέσποτα, τὸν τάδε μακαρίτη,

- Ἔλα τοῦ δεῖνα ἄρχοντα τὸ Δράκο νὰ βαπτίσῃς.

- Ἔλα νὰ κάμῃς ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς μνημονέψῃς.

- Ἔλα καὶ μιᾶς Μαγδαληνῆς τὸν πόνο νὰ γιατρέψῃς.


- Πάρε αὐτὸ τὸ βούτυρο, πάρε κι' αὐτὸ τὸ μέλι,

πάρε κουρμάδες**, κάστανα καὶ λάδι δυὸ τουλούμια...

ὁ γέρο παππᾶ Γιακουμῆς γιὰ δῶρο σοῦ τὰ στέλλει,

σοῦ στέλλει κι' ὁ παππᾶ Φωκᾶς δέκα κουτιὰ λουκούμια.

- Ἔλα μαζί μας, Δέσποτα, νὰ φᾷς καὶ νὰ γλεντήσῃς,

καὶ σήκωσε τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσῃς.


Ὅπου πατήσῃς, Δέσποτα, ἐκεῖ κι' ἡ εὐτυχία,

Μαγδαληναῖς ἀπὸ μπροστὰ καὶ διᾶκοι ἀπὸ πίσω,

οἱ ἄγγελοι τριγύρω σου πετοῦνε μ' ἁρμονία,

καὶ ὅταν ψάλλῃς, σοῦ βαστοῦν τὰ Χερουβεὶμ τὸ ἴσο.

Κι' ἐδῶ ἡ καλοπέρασις, παρᾶς, τιμὴ μεγάλη,

καὶ βασιλεία οὐρανῶν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἄλλη.


Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, Δεσπόταις,

συλλογισθῆτε τῇς τιμαῖς καὶ τὰ καλὰ τὰ τόσα,

τὸν κύριον ἡμῶν Χριστόν, τῇς πάπιαις καὶ τῇς κότταις,

καὶ τὸ πουγγί σας λύσετε καὶ δῶστε ὅσα ὅσα.

Ἔ! ἀλὰ οὔνα, ἀλὰ τρέ, εἰς τὴν δημοπρασία,

γιὰ νὰ μὴ χάσετε καὶ σεῖς κι' ἐμεῖς κι' ἡ Ἐκκλησία.


 Τον Ιανουάριο 1882


*κεμέρι το: δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές, πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα, 

 **Κουρμάδες  ή Θρούμπες ή Σταφιδολιές ή Χαμάδες

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Γεώργιος Σουρής-Εις το ρωμαίικο

Στὸ κλῖμα μας θὰ ἦλθε μεταβολὴ μεγάλη·
ἐνῷ τὸ ἔθνος πρῶτα ζητοῦσε νὰ γλεντᾷ,
κι' οὔτε πολέμου ἴσκιο δὲν ἔβλεπε κοντά,
ἀπὸ καιρὸ καμπόσο τοῦ μπῆκε τρέλλα κι' ἄλλη,
νὰ χώνεται στὰ ὅπλα μὲ πόδια καὶ κεφάλι,
καὶ μὲς στὰ σύνορά του ν' ἀστράφτη, νὰ βροντᾷ.

Για τα φιλοπολεμικά αισθήματα που αναζωογονήθηκαν με την ανακίνηση του Ελληνοτουρκικού ζητήματος. 28 Σεπτεμβρίου 1880.

Γεώργιος Σουρής-Ζωγραφιά

Ἂν τόσοι ἄλλοι ζωγραφίζουν τὴν Ε ἰ ρ ή ν η
παρθένα δροσερὴ μ' ἐληᾶς κλωνάρι,
ἐμεῖς θὰ ζωγραφίζωμε κι' ἐκείνη
χονδρὴ ἀνδρογυναίκα μὲ κοντάρι.

Για τα φιλοπολεμικά αισθήματα που αναζωογονήθηκαν με την ανακίνηση του Ελληνοτουρκικού ζητήματος.