Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025
Γεώργιος Σουρής - Η ζωγραφιά μου
Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.
Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.
Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.
Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
(από Τα Άπαντα, Α΄, Βίβλος 1954)
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024
Γεώργιος Σουρής - Χριστούγεννα
Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα,
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;
Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;
Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,
και πάντοτε και τώρα,
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα,
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισυ λιτρών,
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;
Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!
Εις των αλόγων άλλοτε
την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί.
Πηγή: Γεώργιος Σουρής: Άπαντα (Συλλεκτικές Εκδόσεις Σύμπαν, 2009)
Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024
Γεώργιος Σουρής - Πέντε ποιήματα
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Ω Διογένη κυνικέ, σχίσε μου τα φορέματα…
Με την σπουδήν του σύμπαντος το σύμπαν δεν εννόησα…
Θ’ αυτοκτονήσω, βρε παιδιά… τελείωσαν τα ψέμματα.
Πολλάκις τ’ απεφάσισα, πολλάκις μετενόησα.
Μα τώρα, θα το κάνω
για να σας συγκινήσω…
Δεν θέλω να πεθάνω
χωρίς ν’ αυτοκτονήσω.
Ω φύσις όλη κάλλη,
συ μάγισσα μεγάλη,
πώς θέλεις να πονείς
και δεν αυτοκτονείς;
Γιατί μωρέ πλανήτη,
καρφώθης εδώ πέρα,
και με μακρύ κομήτη
δεν κουτουλάς μια μέρα;
Να λείψουν τόσ’ ανόσια,
να λείψει κάθε γέννα,
κι οικόπεδα δημόσια
και καταπατημένα;
Από σε τι βλέπομε;…
Σούτ, αποστομώσου…
Σε κοιτώ και ντρέπομαι
για λογαριασμό σου.
–
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ελλάς πατρίς μου, δεν σ’ αγαπώ,
για σε δεν καίω κι εγώ λιβάνι,
πάντα για σένα κακά θα πώ,
κι ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι.
Όμως συγχώρει τον μισητόν,
πατρίς γλυκεία και τροφοδότις,
κι εις τόσο πλήθος πατριωτών
ας είναι κι ένας μη πατριώτης.
–
ΠΟΙΟΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ;
Τώρα κοντά ένας μακρύς
και με ψηλό καπέλο
με χαμογέλιο με κοιτά,
κι όπου με δει με χαιρετά,
χωρίς εγώ να θέλω.
Ποιος νάναι; Λέγω και μ’ αυτόν
την μνήμη μου σκοτίζω
και με κοιτά και τον κοιτώ,
και χαιρετά και χαιρετώ,
χωρίς να τον γνωρίζω.
Μην είναι μύωψ σαν κι εμέ
κι ευρίσκεται σ’ απάτη;
Μην είμαστε συμμαθηταί;
Μήπως εφάγαμε ποτέ
μαζί ψωμί κι αλάτι;
Μού είπαν όμως απ’ αυτόν
πως χαιρετιούνται κι άλλοι•
και αν κι εμένα χαιρετά,
κάλπη ο φίλος μελετά
για Δήμαρχος να βάλει.
–
ΚΑΗΜΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ
Κι εγώ για νύφη λαχταρώ,
μα ναύρω νύφη δεν μπορώ
του γούστου μου ακόμα.
Και δος του κι αρχαιολογώ,
κι αρχαίες νύφες κυνηγώ
να εύρω μες στο χώμα.
Μα τέτοιες νύφες δεν μιλούν,
ούτε το μάτι μού σφαλούν,
κι ούτε γαμπρό γυρεύουν.
Αχ! Τι τα θέλω όλ’ αυτά
τ’ αγάλματα τα λατρευτά,
αφού δεν ζωντανεύουν.
Ω! ας μπορούσε απ’ αυτές
τις νύφες τις καμαρωτές
καμμιά να ζωντανέψει!
Να παύσω ν’αρχαιολογώ,
νύφη αυτή, γαμπρός εγώ…
και ποιος δεν θα ζηλέψει;
Σαν τη Γαλάτεια κι αυτή
να γίνει νύφη ζηλευτή,
μα νάναι και με προίκα.
Κι όλοι τη νύφη να κοιτούν,
και να μην παύουν να ρωτούν
πού διάβολο την βρήκα!
–
ΜΕΣ ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΝ ΚΟΠΟ
Μες στης ζωής τον κόπο
με σώμα κουρασμένο
ξανοίγω μπρός μου τόπο
με καύκαλα σπαρμένο.
Γελώντας τα πατώ,
τα πιάνω, τα κοιτώ,
τους κάνω τόσα χάδια…
Η μόνη των σοφία
είναι να μένουν άδεια
μες στα Νεκροταφεία.
* από την έκδοση: Άπαντα τα καλύτερα (Εκδοτική Θεσσαλονίκης)
Πηγή: http://dragonerarossa.gr/2016/03/09/%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B7%CF%83-1852-1919-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1/
Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024
Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024
Γεώργιος Σουρής - Ο Φασουλής στον Άδη (απόσπασμα)
Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - Στα παιδιά μου
Μια φορά κι έναν καιρό, σε χρόνια περασμένα,
ένας μπαμπάς παιδάκια μου, ζούσε σαν κι εμένα.
Κι αυτός επήρε μια μαμά, καθώς και τη μαμά σας
και τρία έκαναν παιδιά, που είχαν τ’ όνομά σας.
Και ο μπαμπάς απέθανε με δίχως διαθήκη
και τα παιδιά του έψαχναν να βρούνε χαρτζιλίκι
αλλά δεν βρήκαν τίποτε, παρά χαρτιά γραμμένα,
εφημερίδες μπόλικες, μια κάλπικη δραχμή,
κι έναν σταυρό, καθώς αυτόν, που έδωσε σ’ εμένα
ο κύριος πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.
Και τα παιδιά μεγάλωσαν σιγά-σιγά κι εκείνα
και γνώρισαν τους Έλληνες, τον κόσμο, την Αθήνα.
Μα είδαν πώς κοπάνιζαν καβουρδιστόν αέρα
και τότε πια εννόησαν πως είχανε πατέρα,
που ήταν το κεφάλι του γεμάτο από πίτερα,
κι πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Θέλετε κι επιμύθιον, παιδιά μου, να σας πω;
Λυπούμαι που σας γέννησα, γιατί σας αγαπώ.
Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - Στον καφέ
Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - [Όποιος σας σφίγγει δυνατά το ένα και τ’ άλλο χέρι]
Όποιος σας σφίγγει δυνατά το ένα και τ’ άλλο χέρι
και πηλαλεί εδώ κι εκεί στο ντάλα μεσημέρι
αυτός που σας χαμογελά και σας κτυπά στον ώμο,
αυτός που με τα τέσσερα σας κυνηγά στο δρόμο
και στέκει μ’ ύφος ταπεινό θεράποντος και δούλου
θηρεύει το αξίωμα Δημοτικού Συμβούλου.
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - Αρχηγοί
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - Αποκρηαίς
Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023
Γεώργιος Σουρής - Τω βασιλεί
Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022
Γεώργιος Σουρής-Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Α' (4)
Βρὲ Φασουλὴ καϋμένε, δὲν κάθεσαι στ' αὐγά σου,
τοὺς ψωροφιλοσόφους στὸν διάβολο δὲν στέλλεις;
Δὲν σὲ ἀρκεῖ νὰ χάσκῃς στὴ ράχη τοῦ Πηγάσου,
μὰ καὶ φιλοσοφίες ἀρχίζεις νὰ μοῦ θέλῃς;
Ὅπως κι ἄν διεπλάσθη τὸ Σύμπαν τὶ σὲ μέλει;
κι' ἄν ἐξ αὐτῆς παρήχθη τῆς μάζης ἤ ἐκείνης,
κι' ἄν ἦτο πρῶτα χάος ἤ μιὰ φωτονεφέλη,
ἐσὺ μπορεῖς μὲ τοῦτο καλλίτερος νὰ γίνῃς;
Καὶ ἄν στῶν συστημάτων ἐγκύψῃς τὴν σωρείαν,
καὶ ἄν τοῦ Δημοκρίτου δεχθῇς τὴν θεωρίαν,
καθ' ἥν ἐκ τῶν ἀτόμων συνίσταται ἡ φύσις,
κι' ἐπὶ τῆς θεωρίας αὐτῆς φιλοσοφήσεις.
Θαρρεῖς τὸ ἄτομόν σου δὲν θἆναι ὅπως εἶναι,
πὼς ἀσθενὲς σαρκίον ὡς τώρα δὲν θὰ μένῃ,
πὼς δὲν θὰ τὸ μαραίνουν οἱ πόθοι κι' αἱ ὀδύναι,
κι' οὐδὲ θὰ παίζῃ λόρδα καὶ ἡ παραδαρμένη;
Κι' ἄν τοῦ Θαλῆ τὸ ὕδωρ ἀρχὴν ἀναγνωρίσῃς
κι' ὑδραυλικῆς σπουδήσεις μεθόδους περισσάς,
πιστεύεις πὼς καμμία δὲν θὰ στερεύσῃ βρύσις
καὶ σὺ ἀπὸ τὴν δίψα ποτὲ δὲν θὰ λυσσᾷς;
Καὶ ἄν τοῦ Ἡρακλείτου τὸ σύστημα σ' ἐξαίρῃ,
κ' εἰπῇς ἀρχὴ τῶν ὅλων τὸ πῦρ τὸ ἀδηφάγον,
νομίζεις ὅτι πάντα θὰ εἶναι καλοκαῖρι
καὶ δὲν θὰ τουρτουρίζῃς τὴν ἐποχὴ τῶν πάγων;
Κι' ἄν ὡς ὁ Πυθαγόρας κι' ἐσὺ ἀνακηρύξῃς
πὼς εἶναι ἁρμονία τὰ πάντα καὶ ρυθμός,
κι' ἄν ἀριθμοὺς ἀγνώστους ἑνώσῃς κι' ἀναμίξεις
κι' εἰπεῖς πὼς ἄρχει πάντων τὸ ἕν κι' ὁ ἀριθμὸς.
Νομίζεις πὼς τ'αὐτιά σου ποτὲ δὲ θὰ ταράξῃ
βαρύτονος, τενόρος ἤ ἄλλος φουκαρᾶς,
ποὺ μὲ βρυγμοὺς ὀδόντων ἐλπίζει νὰ μαλάξῃ
τὴν ἄμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυρᾶς;
Ἤ μήπως τῶν πλουσίων τὰ πλούτη θὰ σαρώσῃς;
ἤ μήπως τὸ πουγγί σου θὰ βρίσκεται γεμάτο;
ἤ τάχα θὰ μπορέσῃς τὸ σπίτι νὰ πληρώσῃς
ποὺ ἔκτισες μὲ χρέος στὸν Φαληρέα κάτω;
Κι' ἄν δεχθῇς ἀκόμη σὰν τὸν Ἀναξιμένη
πὼς ὁ ἀήρ, τὸ Σύμπαν καὶ ἄπειρον σημαίνει,
θαρρεῖς πὼς θὰ περάσῃ καὶ μόνο μιὰ ἡμέρα,
ποὺ δὲν θὰ καβουρδίσῃς κοπανιστὸν ἀέρα;
καὶ ἄν τὰς πολιτείας τὰς οὐρανογενεῖς
τοῦ Πλάτωνος ποθήσεις εὐγενεστάτου θρέμματος,
μὴ τάχα ζωοκλέπτης δὲν θὰ μπορῇ κανεὶς
νὰ γίνῃ Ταξιάρχης καὶ σύμβουλος τοῦ Στέμματος;
Καὶ ἄν τὸν ἔρωτά σου δεχθῇς τὸν ἰδεώδη,
μήπως δὲν θὰ σηκώνουν τὸν κόσμο εἰς τὸ πόδι
προικοθηρῶν πεινώντων τοσαῦται συμμορίαι,
ὁπόταν ξεμυτίζουν πολύφερναι κυρίαι;
Νομίζεις οἱ ἐρῶντες πὼς θὰ πετοῦν στὰ νέφη
καὶ πὼς ποτὲ δὲν θἄχουν γιὰ τίποτ' ἄλλο κέφι;
ἤ μὴ κι' ὁ ἔρως θἄναι καπνός, ἀτμὸς καὶ σκόνη,
καὶ γυναικὸς κοιλία ποτὲ δὲν θὰ φουσκώνῃ;
Καὶ ἄν τοῦ Σοφρωνίσκου ἀκούσῃς τὸν υἱὸν
ποὺ ἕν' ἀνακηρύττει τοῦ Σύμπαντος θεὸν
ἀσύλληπτον καθ' ὅλα καὶ ἄυλον κι' αἰώνιον
κι' εἰς τοῦτο ἀποβλέπων ἐρρόφησε τὸ κώνειον.
Κι' ἄν στὴν Χαναναίαν πετάξῃς νοερῶς
εἰς τὸν θεὸν ἐκεῖνον πιστεύεις τοῦ Σινᾶ,
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ φθάσῃ οὐδέποτε καιρὸς
ὁποῦ θὰ προσκυνήσῃς κι' ἐσὺ τὸν Μαμμωνᾶ;
Θαρρεῖς τὸν ἑαυτὸν σου διττῶς ἄν διαιρέσῃς
εἰς νοῦν καὶ εἰς αἰσθήσεις, πὼς δὲν θὰ μείνῃς βλάξ;
θαρρεῖς πὼς ἀσφαλίζεις τὰς μεταξύ των σχέσεις
κι' αὐτὸ δὲν θἄναι δοῦλον τοῦ ἄλλου ἐναλλάξ;
Καὶ ἄν τοῦ Ἐπικούρου τὴν Ἡδονὴν δεχθῇς
καὶ τύχει καμμιὰν ὥρα καὶ σὺ νὰ ὀρεχθῇς
νὰ φᾶς μονάχος ἕνα μουλκέικο πεπόνι
θαρρεῖς πὼς τ' ἄντερά σου δὲν θὰ θερίσουν πόνοι;
Κι' ἄν τὴν ἀχρείαν σάρκαν ἐξ ἡδονῶν κορέσῃς
νομίζεις πὼς μὲ ἄλγος ποτέ σου δὲν θὰ κλαύσῃς;
κι' ἄν τὸν βαρὺν χιτῶνα τῆς ἀρετῆς φορέσῃς
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ θέλεις ἐκείνας ν' ἀπολαύσῃς;
Νομίζεις πὼς δὲν εἶναι κι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο χίμαιρα;
Πιστεύεις καὶ εἰς ὄρκους καὶ λόγους τῆς τιμῆς;
νομίζεις ὅτι τοῦτο, ποὺ θὰ ποθήσῃς σήμερα,
καὶ αὔριον ἐπίσης θὰ τὸ ἐπιθυμῇς;
Κι ἄν εἶσαι ἀνθρωπίσκος ἐκ τῆς κοινῆς ἀγέλης
θὰ μακαρίζῃς κλαίων σκηπτούχους βασιλεῖς,
κι ἄν βασιλεὺς καλεῖσαι, θἀλθῇ στιγμὴ νὰ θέλῃς
ν' ἀδειάζῃς ἀνωνύμους θαλάμους τῆς Αὐλῆς.
Βρὲ Φασουλῆ, καϋμένε, ὡς ἐδῶ πέρα μεῖνε,
πολλὴ φιλοσοφία καὶ σκέψις ἄς σοῦ λείπει…
δι' ὅ,τι πρᾶγμα χαίρεις αὐτὸ χαρὰ δὲν εἶναι,
δι' ὅ,τι πρᾶγμα πάσχεις αὐτὸ δὲν εἶναι λύπη.
Δὲν εἶσαι οὔτ' εὐδαίμων ἀλλ' οὔτε δυστυχής,
εὐκόλως μὴν πιστεύῃς στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον,
οὐδ' εἰς ἀθανασίαν, οὐδ' εἰς θνητὸν ψυχῆς,
και δι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο νὰ στέκῃς ἀμφιβάλλων.
Ὁ κόσμος ἄς κινεῖται καὶ τοῦτο τὸ Βασίλειον
ἄς στρέφετ' αἰωνίως ἡ γῆ περὶ τὸν ἥλιον,
κι' ἐκεῖνος περὶ ταύτην ἄς κινηθῇ ἄν θέλῃ..
δι' ὅλας τὰς κινήσεις πεντάρα μὴ σὲ μέλει.
Ἀτάραχος θεώρει τοῦ κεραυνοῦ τὸ βέλος,
τοῦ κόσμου τὰ βιβλία εἰς τὰ σκουπίδια ὅλα,
κι' ἐνόσω τὴν ἀρχή του δὲν βλέπεις καὶ τὸ τέλος
ὑπόμενε, ἀνέχου, ἀνθρώπους γεννοβόλα.
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022
Γεώργιος Σουρής-Οι Έλληνες Λόγιοι
αλλά προφέρει πάντοτε πολυ ψευδά το ρο.
Πολέμης λιγυρότατος και πολυχαϊδεμένος,
αλλά πειράζεται πολύ, για κρίσεις, ο καημένος.
Ο Προβελέγγιος λαμπρός στα δράματα και σ' όλα,
μα δύο γλώσσες παίζουνε στο νου του καραμπόλα.
Ο Παλαμάς βαθύτατος, με ποίηση ζοφώδη,
αλλά φρενιάζει σαν του πεις κακό για τη δημώδη.
Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση,
που τα μαλλιά του τα 'κοψε μα όχι και το μούσι.
Λασκαράτος
γέρος γάτος!
Ο Μαρκοράς Γεράσιμος
κι επίσημος και άσημος.
Βλέπω πυρ εις τον Στρατήγη, του Αβέρωφ τον κολλήγα,
που στην Αίγυπτον επήγε, σαβουρώσας ουκ ολίγα.
Ο Βλάχος μέγας κριτικός, τον έχω και κουμπάρο,
αλλά ποτέ μου δε μπορώ στο σκάκι να τον πάρω.
Ο Ροΐδης ή Τσουρίδης, φιλολόγος ξεβαμμένος,
αγελαίος κατά Κόντον και πολύ γεγανωμένος.
Ο Άννινος θαυμάσιος, με καλαμπούρια πρώτης,
ωσάν κι εμένα πλούσιος, μα του Σταυρού Ιππότης.
Δαμβέργης φίνος συγγραφεύς κι αυτός γεμάτος φώτα
και κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα.
Ξενόπουλος πολυ κομψός, μα χωρατά δε δέχεται,
εις δε το μάους πάντοτε απ' όλους κατατρέχεται.
Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση,
απ' το Παρίσι έρχεται και πάει στο ...Παρίσι.
Πολύ τιμάται παρ' εμού και ο Παπαδιαμάντης,
που είναι πάντ' a quatres epingles και φαίνεται γαλάντης.
Ο Πολυλάς
σοφός μπελάς.
Εγώ μεγάλως εκτιμώς κι αυτόν τον Καρκαβίτσα,
που 'ναι γιατρός στ' ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα.
Τι σου λέει ο Ψυχάρης,
κάβο δε μπορείς να πάρεις.
Κουρτίδης εμβριθέστατος, με γράμματα περίσσια,
μα κάνει τον ρομαντικό και μένει στα Πατήσια.
Ο Καλοσγούρος κριτικός, αλλ' όμως δε τον ξέρω,
γι' αυτά που δεν εδιάβασα εκ μέσης τον συγχαίρω.
Γαβριηλίδης ο πολύς, με κύρος κι αυθεντίαν,
που βγάζει πότε Χαλιμάν και πότε Λαυρεντίαν.
Όποιος χάσει δε τον χάνει,
τον Καμπούρογλου τον Γιάννη,
τ' άντερά του στο τηγάνι,
να τα τρων οι Ατσιγγάνοι!
(Τόσον καιρό κορόιδευα με την εφημερίδα μου
και με τις κοροϊδίες μου γινήκαν όλα ρόιδο,
μα μου τα πλήρωσαν διπλά εις την δεκαετηρίδα μου
κι όλοι εμμέτρως και πεζώς με πήραν στο κορόιδο!...)
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021
Γιώργος Σουρής-Καινούργια Αθήνα
Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτε δεν σου μένει
και κάθε μέρα κι από μια ανάμνησις σου σβήνει,
οι πιο αρχαίοι κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι
κι ένα σπιτάκι σου μικρό ολόρθο δεν θα μείνει.
Και θαύμα πώς εσώθησαν μέσα στα τόσα νέα,
οι άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.
Πού είναι τα σπιτόπουλα εις τον καθένα δρόμο;
Πού είναι πια το Ροδακιό; Που είναι το Γεράνι;
Τα πρώτα Αθηναίικα πού είναι εν συντόμω;
Πού η ωραία η Ελλάς και πού το σιντριβάνι;
Μέσα στα όλα χάθηκε κι ο κλασικός Πλακιώτης
και ματαιότης, φίλοι μου, τα πάντα ματαιότης.
Τώρα στην κάθε γειτονιά εκτίσθηκαν παλάτια,
τώρα μαρμάρινοι στοαί με χιλιάδες φώτα,
τώρα παντού, όπου κανείς ρίξει τα δυο του μάτια,
θε ν’ αντικρίσει κι από μια πεντάμορφη κοκότα.
Τώρα Πανεπιστήμια, τώρα σπουδής μανία,
τώρα και χαρτοπαίγνια στην κάθε μια γωνία.
Κι ακόμα πώς φαντάζομαι την κλασική Αθήνα!
Φαντάζομαι με μακαντάμ πως θα την δω στρωμένη,
πως φέρνει τον πολιτισμό ακόμη κι απ ‘την Κίνα,
και από φως ηλεκτρικό πως είναι φωτισμένη.
Φαντάζομαι πως θα την δω με θέατρα, με κήπους,
με μπουλεβάρ, με τζέντλεμαν, με λόρδους και με ίππους.
Φαντάζομαι όπου σταθώ πίδακας κα πλατείας,
ήρωα και αγάλματα ημεδαπών και ξένων,
φαντάζομαι βασιλικάς ιεροτελεστίας
και τον λαόν νευρόσπαστον του Χόλδεν γυμνασμένον,
και βλέπω όλους στρατηγούς με πτερωτά λοφία,
και βλέπω αναρίθμητα μεσιτικά γραφεία.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον,
τον Πειραιά να ενωθεί με την κλεινήν Παλλάδα.
Τον σύμπαντα Ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον
και ούτε ένα κάτοικον εις την λοιπήν Ελλάδα.
Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι,
και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.
Μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβον και την πολυκοσμίαν
να χαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
να μην αισθάνεται κανείς συγκίνησιν καμίαν
και να κοιμάται πάντοτε ο κόσμος με την Διάνα.
Παντού να στήνουν πλούσιοι Ισραηλίται βρόχια
και να τα καμαρώνουνε πολλοί από τη φτώχια.
Να γίνει χαλικόστρωμα η κάθε μια κολόνα,
να ξεχειλίσει ο χρυσός αλλά και η επαιτεία,
να κάμουν ασβεστόχωμα κι αυτόν τον Παρθενώνα
και τέλος η Ακρόπολις να γίνει μια πλατεία.
Κι όταν Εγγλέζοι έρχονται εδώ κανένα μήνα
να ερωτούν- Που έκειτο η παλαιά Ατήνα;-
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021
Γεώργιος Σουρής-Δεσποτάδες
Ἡ μίτραις ἡ δεσποτικαῖς ἐβγῆκαν στὸ παζάρι,
λοιπὸν ἀμέσως λύσετε, Δεσπόταις, τὸ κεμέρι*,
ὅποιος θὰ δώσῃ πιὸ πολλά, ἐκεῖνος καὶ θὰ πάρῃ
τοῦ Ἐπισκόπου τὸ ραβδὶ στὸ ἅγιό του χέρι.
Λοιπὸν ἐμπρός, Δεσπόταις μου, εἰς τὴν δημοπρασία,
πρέπει νὰ δίνῃ κἄτι τι θαρρῶ κι' ἡ Ἐκκλησία.
Ὅσον παρᾶ θὰ δώσετε γιὰ τὸ Δεσποτιλίκι,
ὁ παντοδύναμος Θεὸς διπλὸ θὰ σᾶς τὸν δώσῃ...
Ἐκεῖνο τὸ φαρδὺ φαρδὺ Δεσποτικὸ μανίκι
πόσα καὶ πόσα πράγματα δὲν εἰμπορεῖ νὰ χώσῃ!
Γιὰ σᾶς ἡ μίτραις ἡ βαριαῖς, γιὰ σᾶς τὰ πετραχήλια,
γιὰ σᾶς οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια.
Πόσος παρᾶς, πόση τιμὴ καὶ δόξα σᾶς προσμένει!
Καὶ μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἀκόμα θὰ μιλᾶτε,
αὐτὸς θὰ σᾶς μυριπλουτῇ, αὐτὸς θὰ σὰς παχαίνῃ,
καὶ ἕνα βῷδι μόνοι σας θ' ἀντέχετε νὰ φᾶτε.
Ἡ μίτρα στὸ κεφάλι σας ἀκτῖνες θὰ σκορπίζῃ,
κι' ὁ διᾶκος μὲ τὸ θυμιατὸ θὲ νὰ σᾶς λιβανίζῃ.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα, θέλω παππᾶς νὰ γίνω...
- Πιστεύω πὼς δὲν ἔρχεσαι μὲ χέρια ἀδειανά,
- Ἂς χειροτονηθῶ παππᾶς, καὶ ὅσα θὲς σοῦ δίνω,
ὡς τόσο πάρε κάμποσα, Δεσπότη μου, λιανά.
Καὶ ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀπ' τὰ μαλλιὰ ἁρπάζει,
καὶ Ἄ ξ ι ο ς καὶ Ἄ ξ ι ο ς ὁ κόσμος τοῦ φωνάζει.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα... ἔλα στὸ τάδε σπίτι,
μιὰν ὤμορφη ἀρχόντισσα νὰ ἐξομολογήσῃς...
- Ἔλα νὰ θάψῃς, Δέσποτα, τὸν τάδε μακαρίτη,
- Ἔλα τοῦ δεῖνα ἄρχοντα τὸ Δράκο νὰ βαπτίσῃς.
- Ἔλα νὰ κάμῃς ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς μνημονέψῃς.
- Ἔλα καὶ μιᾶς Μαγδαληνῆς τὸν πόνο νὰ γιατρέψῃς.
- Πάρε αὐτὸ τὸ βούτυρο, πάρε κι' αὐτὸ τὸ μέλι,
πάρε κουρμάδες**, κάστανα καὶ λάδι δυὸ τουλούμια...
ὁ γέρο παππᾶ Γιακουμῆς γιὰ δῶρο σοῦ τὰ στέλλει,
σοῦ στέλλει κι' ὁ παππᾶ Φωκᾶς δέκα κουτιὰ λουκούμια.
- Ἔλα μαζί μας, Δέσποτα, νὰ φᾷς καὶ νὰ γλεντήσῃς,
καὶ σήκωσε τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσῃς.
Ὅπου πατήσῃς, Δέσποτα, ἐκεῖ κι' ἡ εὐτυχία,
Μαγδαληναῖς ἀπὸ μπροστὰ καὶ διᾶκοι ἀπὸ πίσω,
οἱ ἄγγελοι τριγύρω σου πετοῦνε μ' ἁρμονία,
καὶ ὅταν ψάλλῃς, σοῦ βαστοῦν τὰ Χερουβεὶμ τὸ ἴσο.
Κι' ἐδῶ ἡ καλοπέρασις, παρᾶς, τιμὴ μεγάλη,
καὶ βασιλεία οὐρανῶν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἄλλη.
Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, Δεσπόταις,
συλλογισθῆτε τῇς τιμαῖς καὶ τὰ καλὰ τὰ τόσα,
τὸν κύριον ἡμῶν Χριστόν, τῇς πάπιαις καὶ τῇς κότταις,
καὶ τὸ πουγγί σας λύσετε καὶ δῶστε ὅσα ὅσα.
Ἔ! ἀλὰ οὔνα, ἀλὰ τρέ, εἰς τὴν δημοπρασία,
γιὰ νὰ μὴ χάσετε καὶ σεῖς κι' ἐμεῖς κι' ἡ Ἐκκλησία.
Τον Ιανουάριο 1882
*κεμέρι το: δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές, πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα,
**Κουρμάδες ή Θρούμπες ή Σταφιδολιές ή Χαμάδες
Παρασκευή 3 Απριλίου 2020
Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020
Γεώργιος Σουρής-Εις το ρωμαίικο
ἐνῷ τὸ ἔθνος πρῶτα ζητοῦσε νὰ γλεντᾷ,
κι' οὔτε πολέμου ἴσκιο δὲν ἔβλεπε κοντά,
ἀπὸ καιρὸ καμπόσο τοῦ μπῆκε τρέλλα κι' ἄλλη,
νὰ χώνεται στὰ ὅπλα μὲ πόδια καὶ κεφάλι,
καὶ μὲς στὰ σύνορά του ν' ἀστράφτη, νὰ βροντᾷ.
Για τα φιλοπολεμικά αισθήματα που αναζωογονήθηκαν με την ανακίνηση του Ελληνοτουρκικού ζητήματος. 28 Σεπτεμβρίου 1880.
Γεώργιος Σουρής-Ζωγραφιά
παρθένα δροσερὴ μ' ἐληᾶς κλωνάρι,
ἐμεῖς θὰ ζωγραφίζωμε κι' ἐκείνη
χονδρὴ ἀνδρογυναίκα μὲ κοντάρι.
Για τα φιλοπολεμικά αισθήματα που αναζωογονήθηκαν με την ανακίνηση του Ελληνοτουρκικού ζητήματος.
