Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χαραλαμπίδης Κυριάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χαραλαμπίδης Κυριάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπἰδης - Λέβητας

 ΛΕΒΗΤΑΣ


ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΕΒΗΤΑΣ κρύβει τα μάτια σου
και χίλιοι πετεινοί τ’ αυτιά σου.
Δε μιλώ για τους κόρφους σου και τους σταυρούς σου-
τεσσαρακάντουνοι σε δίπλες αφρισμένου νέκταρος.

Τότε ήταν που είδα τη χρυσή λαβή της μέσης σου
αδελφωμένη στο φως με την έννοια του ύπνου.
Είδα κι άλλα πολλά που δε θα ομολογήσω
παρά μονάχα στην έσχατη κρίση.
Εκεί ο βρυγμός των οδόντων,
το καλύτερο θέαμα για τους αργόσχολους.

Αλλά, θεέ μου, αυτός ο λαός
επέδειξε απίστευτη αντοχή στο μαρτύριο και καρτερία
για να δώσει με λόγια του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη
τη σκυτάλη στους όλβιους, αυθεντικούς κερατάδες.

Τώρα τί να σου κάνω και τί να σε ειπώ:
Χαίρετε, Αμμόχωστος, 
Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,
Σπαθαρικόν, Λευκόνικον, Ακανθού,
Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,
Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη,
Γαστριά, Βουκολίδα-
λίγα μόνο σημεία της ανατολικής σου παρειάς 
χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες
για να αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια
κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα.

Ο σκώληκας που με ταράσσει κυνηγάει το θαύμα
της επίορκης ανάστασης – όχι, μα τον Δία,
δεν πρέπει για την ώρα να υπερβούμε 
τα όριά μας. ενθυμού τις Ερινύες.

Καλύτερα το λέβητα που λέγαμε
στην αρχή του ξορκιού μας
να τον κρύψουμε βάθη μεγάλα σαν τα μάτια σου
και πετεινούς να σφάξουμε για να στεριώσουν
αδελφωμένοι με το φως οι κόρφοι σου.
μαστοί αστραπή στου ξύπνου το ξετύλιγμα.

Άγαλμα τέτοιο πουθενά δεν είδα
μήτε στο δικαστήριο του Θεού να στολίζει
τα δόντια του με νυχτερίδες
στα κρόταλα των ακηδεύτων θαυμαστών του.

Και τόση ώρα που μιλάμε δε σε κέρασα
μήτ’ ένα καφεδάκι, και με συγχωρείς.
Πηγαίνω να σ’ το φέρω, δε θ’ αργήσω.

Και όταν ήρθα τι να δω; Η πόλη βγήκε
σεργιάνι στα βουνά. Ούτε δυό λεπτά
να περιμένει δεν μπορούσε. Της αξίζει αγάπη;

Αύγουστος 1980
Από την ποιητική συλλογή «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Η τυραννία των λέξεων

 

Σημείωμα Κ. Χαραλαμπίδη

Το ποίημα είναι γέννημα οργής και πεισματερής απελπισίας (απαισιόδοξης όχι) μπροστά στις δηλώσεις του Βρετανού Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Λόρδου Σφραγιδοφύλακα Σερ Ίαν Γκίλμουρ.
Οι λεπτομέρειες της παράστασης δίνουν καλύτερα το πλαίσιο: Ο Σερ Ίαν έφτασε στην Κύπρο 19 Απρίλη 1980 "για να δει και να μάθει όπως είπε: "I am just really coming to look and learn" (Αεροδρόμιο Λάρνακας, μόλις πάτησε το πόδι του στο νησί). Οι αθώοι Κυπριώτες προσπαθούν να πείσουν την Εγγυήτρια Δύναμη για τις ευθύνες της - ο ερχομός του Ίαν Γκίλμουρ είναι καλή ευκαιρία. Αυτός πηγαίνει στον ένα και τον άλλο, "βλέπει-μαθαίνει" και στις 22 Απρίλη κάνει τις γνωστές δηλώσεις του.
Φυσικά, αν ήμασταν μεγάλο κράτος, θα κατακεραυνώναμε το Βρετανό. Όταν όμως η Μεγάλη Δύναμη σού έχει το μαχαίρι στο λαιμό, η παραμικρή κίνηση, ακόμα και για άμυνα, μπορεί να αποβεί θανάσιμη για σένα. Βέβαια είναι και το άλλο· αν δεν υπήρχαν στην Κύπρο υπηρέτες πρόθυμοι να ξεπουλήσουν την πατρίδα τους, ασφαλώς ο Σερ Ίαν θα μετρούσε τις λέξεις του. Το πράγμα όζει και οι μύγες το ξέρουνε.
Τότε ήταν που µ' έπιασε ένα σφίξιμο, η οργή και το πείσμα. Να ένα κράτος, έλεγα, που το χτυπούν, το μαγαρίζουν, το ακυρώνουν με αυθάδεια, κι αυτό το καημένο προσέχει ακόμη και τη διαμαρτυρία του. Λαέ μου, τι εποίησαν σοι; Αισθάνομαι το σεντόνι να τυλίγει το σώμα του νησιού μου.
Με απορροφητική αγωνία άρχισα να συλλέγω καθετί που αφορούσε τον Ίαν Γκίλμουρ και τις δηλώσεις του. Ήταν ανάγκη πρώτα να εξευρεθούν οι πόροι του ποιήματος. Πέρασα δυο σκληρές, αβάσταχτες μέρες. Όμως ο Ίαν, ο δικός μου Ίαν, φρικιούσε μέσα μου. Τον είχα παγιδέψει για καλά. Ο πρώτος έφυγε κι έμεινε εδώ για πάντα ο άλλος Ίαν, εκείνος που το θάνατό του έχουμε μεις στην εξουσία μας.
Το ποίημα με βρήκε καταρρακτωδώς, 24 Απρίλη βράδυ. Ήμουνα κι εγώ παγιδευμένος, κλεισμένος μέσα στο ποίημα. Αντιμετριόμουνα με τον Σερ Ίαν, είχαμε παλιούς λογαριασμούς, εκείνος σαν πατρόνα της πολιτικής, εγώ σαν ποιητής θυρεός. Είχα διαλέξει τα όπλα μου, το χώρο και το χρόνο, τη δύναμη των λέξεων.

Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Γ' 82, 4

I have already said that there is too much tyranny of words on this island. It depends quite plainly: the Turkish army arrived in Cyprus. "Invasion" means different things to different people.

Sir Ian Gilmour


Τρέχουν τα σύννεφα βροχή στην άσπρη χούφτα μου

που μελανιάζει από το πείσμα και το χιόνι.

Λαγός προβάλλει από τα σκίνα και καμώνεται

πως παρακολουθεί το μαρουλόφυλλο.

Ξάφνου μας κλέβει την παράσταση και χάνεται

μες στην καρδιά μου τη γεμάτη με χταπόδια.

Βρωμοκοπούν ταμπάκο τα πλεμόνια του.

Λαγός σταλμένος σ' ελικοπτέρου φτερά.

Στη μία και δεκαπέντε αφίχθηκε στη Λάρνακα.

«Ήρθε να δει» χαμογελώντας ανοιχτά

ενώ στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του

η στρίγκλα φώλιαζε τετράγωνη πατρόνα.

Ήρθε να δει. Ανοίγουνε γαρούφαλα,

πατάει τη μουσική, μες στο χυτήριο μπαίνει

των λέξεων με λαβίδα και... α, διάβολε!

πριν ακόμα το γεύμα τελειώσει,

σερβιριστούν ποτά και δώσουμε τα χέρια,

νίβει τα χέρια του ο παράνομος Ιάνος –

από ποια μάνα γεννημένος, ποια του σίδερου γυναίκα

βασιλικά τον έντυσε, μας τον απέδωσε σαν φίλο

για τα λινά παλιοπροβλήματά μας.


Ο κάλος στο ποδάρι του υποχώρησε

καθώς μας πάτησε γερά κρυφογελώντας.

Είχα κι εγώ πιστέψει στο χαμόγελο

πριν έξι χρόνια, δεκατέσσερις Ιουλίου.

Άρκεσε η μέρα για να φτάσει η νύχτα

και πέντε νύχτες για να μπούμε στο εικοστό σκοτάδι.

Καράβια που έσερναν τη μπότα του κινδύνου

χαμήλωναν τ' αυτιά τους κι εμετούσαν.

Κουρσάροι που έμελλε να γίνουν κηπουροί

μπαίναν στου Μόρφου, κλέβαν απ'τη Λάπηθο λεμόνια.


Περιβολάρηδες στης Αμμοχώστου τα πεζούλια

πουλούν πραμάτεια ξένη, αγκαθερή.

Έξι χιλιάδες ανιστόρητοι νεκροί

λιπαίνουν τα χωράφια μας επίμονα καλώντας

τη Δικαιοσύνη, αν έτσι λέγεται, κι αν είναι

πράγμα υπαρκτό στον κόμπο της ελπίδας,

της αναφαίρετης αφέλειας και της μνήμης.



Αλλά ο Σερ Ίαν κάτι τέτοια δεν τα χάφτει,

έχει διαβάσει Θουκυδίδη και Πλαταιείς

είναι γενναίο παιδί των Κολλεγίων,

από τον κόσμο των Ελλήνων παραδέχεται

τ' αρχαία Ελληνικά σαν σπόνδυλο της Δύσης.


Μπροστά σ' αυτά υποκλίνεται·

το Κούριο κι ο Απόλλων

καλομονταρισμένοι στη Βάση Επισκοπής

στη Βάση Δεκελείας (άλλη αρχαία λέξη)

τα κύματα επιλέγονται της ιστορίας.


Έτσι θα πει χωρίς περιστροφές

πως είστε μούλοι, ω Κύπριοι,

πως αν θελήσετε να ζήσετε στο χώρο

που κατά τύχην βρίσκεστε, να λογαριάσετε

πως πρέπει να χωρέσετε σ' ένα κιβώτιο.

Έχουν αυτοί κλειδί και μεις τα κόκαλα,

έχουν τα θάρρητά τους στα παχύρευστα όπλα,

τα κράνη, τις μπογιές, τις αλυσίδες,

τον εκκωφαντικό κρότο καυσίμων

και πιθανόν, αν αληθεύουν οι πηγές μας,

σε ηλεκτρονικά ολισθήματα κανόνων.


Το είπε καθαρά για το καλό μας:

Η βία δεν ξέρει να γεννάει το ψέμα,

ότι από κείνο γεννημένη οφείλει να είναι φιλαλήθης.

Ήταν σαφής και σύντομος σαν που ταιριάζει

σ' άγγελο του θανάτου με τα σύμβολα της νίκης.

Θέλετε φαγητό; Κοπιάστε πρώτα

να συζητήσουμε τους όρους του χωνέματος

Μην προκαλείτε, διάβολε, το φύλακα άγγελό σας·

η Εγγυήτρια Δύναμη θυμώνει αν τη ζορίσεις.


Σας δέσαμε πιστάγκωνα μιαν αυγινήν ημέρα

και τη μαχαίρα δώσαμε σε κείνον

που θα σας μάθει να γερνάτε στην υποταγή.

Μιλάτε για εισβολή και μου πετάτε λέξεις.

Από το πέτο πιάνω εγώ την αβασανισιά σας,

τα χείλη σας τραντάζονται ξετείχιστα, στακάτα.

[...]

Τώρα θα φύγω για δουλειά, δεν ήρθα για να επέμβω.

Αν ήθελαν μας ζητηθούν καλές υπηρεσίες

τις θέτουμε στη διάθεση των δυο σας κομματιών.

Είναι το κόκαλο άτιμο, δεν κόβεται όπως πρέπει,

αλλά ο μπαλτάς ενδέχεται να φτάσει το ταχύ.



Ψήσιμο εύχομαι λοιπόν καλό –ήλιο που έχετε!

Τον θηλυκώνω στο πορτοφολάκι μου, μ' εσπέρια φρούτα,

Κρασί αβασίλευτο, χρυσά νομίσματα και τερακότες.

Είπε, και δίνει μια στον αρχηγό του Κράτους

κι ανέβηκε ψηλά σαν ελατήριο Άγγλος–

ελεύθερο πουλί σημαίνει αυτή η λέξη·

Άγγλος από το άγγελος, το κατά συγκοπήν

που λένε οι ετοιμόλογοι της ετυμολογίας.


Σ'ένα παιχνίδι λέξεων μα και πολιτικής

άλλος ταιριάζει να τραβάει κουπί, άλλος τη βάρκα

να κάνει και τα κύματα κι άλλος τον ήλιο.

Αυτός εδώ ο σπληνέμπορας από την Ιγγλετέρα

ζώνει με φόβο τη οπλειά και τα φωτιστικά της.

Γεννήθηκε φτωχός, φτωχός θα παραμείνει.

Δε φταίει πολύ θαρρώ, άλλοι τον πλάσαν έτσι.

Μπορεί κι ο Πλάστης μου και θεός να φρόντισε γι' αυτό.


Οικονομία του Κόσμου, Θεία Δικαιοσύνη.


(Κ. Χαραλαμπίδης,Ο κύκλος 5, Σεπτ.- Οκτ. 1980, σ. 155-7)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Σέσκλο


Όταν η ώρα της ποίησης έρθει, γίνονται αλήθειες
τα πιο απατηλά του κόσμου, κι είναι παράξενο'
το φως ασάλευτο είναι, μα το νερό κυλά.
Η σκέψη παίρνει τη γραμμή της - σχήμα ιδιότροπο.
Δεν ξέρω τι να κάνω για να το εξηγήσω,
ούτε να το σταματήσω μπορώ' το απαγορεύουν
οι λόφοι, όταν σμίγουνε την ιστορία τους,
οι συνοικίες, που γίνονται πόλη μεγάλη.
(1964)
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ή άγνοια του νερού, 1967

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Τη νύχτα που η Κάλλας έκλαψε πικρά



Είχε μαζέψει τόσο χειροκρότημα,

γαρούφαλα και χείμαρρο από ρόδα.


Κι όμως εκείνη ντύθηκε μια θλίψη

μ’ άρρητου λόγου άρραφο χιτώνα.


Πήρε των ομματιών της κι η φωνή της

κλείστηκε σε πυρίμαχο κοιτώνα.


Τούτο, γιατί στου λόγου τη στροφή

επί σκηνής της έπεσε μια νότα.


Αμοναχή στην κάμαρά της τώρα,

με δυο στα χείλη φύλλα του χειμώνα,


το νιώθει που είν’ ανάξια και να δένει

των χειροκροτημάτων τους ιμάντας.


Πηγή: Από τη συλλογή Η Νύχτα των Κήπων, εκδ. Ίκαρος, 2022


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Νυχτερινό για ένα πιάνο που το πέταξαν απ’ το παράθυρο

 Στον Michal Brinkowski 

Ένα πιάνο με ή χωρίς ουρά
μπορεί να μην είναι τίποτα
σ' αξύριστων και άξεστων στρατιωτών τα χέρια.

Μπορεί ωστόσο να είναι το κεφάλι τους
και τα πόδια τους και η ουρά τους
κάτω από πυκνά μαύρα σύννεφα
που μαραζώνουν στον ήλιο.

Μπορεί ακόμα να είναι
η σπασμένη τελευταία νότα
που πέφτει καταγής να φτάσει ως το ποτάμι —
τώρα το λεν Βιστούλα,
κάποτε ήταν άγγελος
με τα φτερά παραμάσχαλα
και τον υδάτινο κόσμο του ώς την κορφή
νυχτερινής ημιτελούς φαντασίας.

Τώρα μπορεί να κοιμάται
στην καρδιά του Σοπέν
προτού τη μεταφέρουν σε ναό
για να πετρώσει εκεί
γονατισμένη πάνω απ' ένα φέρετρο
που το σηκώνουν αργά με προσοχή,
μα τους ξεφεύγει απ' τα χέρια
και κατρακυλά στα σκαλιά.



 (Από τη συλλογή «Ηλίου και Σελήνης άλως», εκδ. Ίκαρος, 2017)

* Σημείωση του ποιητή στο βιβλίο: Από ένα δωμάτιο στη Βαρσοβία αγροίκοι στρατιώτες πέταξαν σε ταραγμένους καιρούς το πιάνο του Σοπέν απ’ το παράθυρο. Η εικόνα του πιάνου που πετιέται καρφώθηκε στο μυαλό μου, σαν είδα από κοντά το δωμάτιο (περιοχή Πανεπιστημίου). Λίγο αργότερα, στο ναό όπου εναποτέθηκε η καρδιά του Σοπέν, έτυχε να βγάζουν ένα φέρετρο και να το κατεβάζουν προσεκτικά από τα σκαλιά. Μπροστά πήγαινε ο ιερέας και ακολουθούσαν αξιοπρεπώς οι συγγενείς και οι φίλοι του νεκρού. Το πιάνο ταυτίστηκε με το φέρετρο, που είχε απάνω του θεωρητικά και την καρδιά του συνθέτη. 

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/poihmata-gia-ton-sopen/3/ ]

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Το Εικοσιένα στην Κύπρο



Σκεφτότανε τ’ αθάνατον Εικοσιένα 
και την πικρή σκλαβιά μέσα στη νύχτα.
Είχε μια λύπη στην ψυχή, που αυτός ωρίμαζε, 
χώρια και μόνος, στη σκιά της Λευτεριάς.
Κι έλεε: «Πότε βγάνω το κεφάλι 
από τ’ άνομα κέρδη του πλησίον;»
Και δεν έπαιρνε απόκριση. Ήξερε δα 
πως ένας φτάνει και συχνά περσεύει.
Γι’ αυτό καθότανε την άγρια, κοφτερή 
να πελεκάη ελευτερία.

Αυτή και μόνη του ’δινε κουράγιο 
να βυθοσκοπηθή αργά προς τα μεσάνυχτα 
και να γλυκοκοιμάται «υπέρ την νύκτα».

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Το Εικοσιένα στην Κύπρο, 
Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Αδάκρυτο



Σαν στέγνωσε απ’ τα δάκρυα η γυναίκα
κεντάει με κέντρο τον Χριστό
μια μαξιλαροθήκη. Κάνει γύρω γύρω
τους δώδεκα αποστόλους με κεντίδι
πολύχρωμο και ζώνες απ’ τα θάματα:
τον παραλυτικό και τον δαιμονισμένο,
την κόρη του Ιάειρου, το γάμο της Κανά,
τον Λάζαρο απ’ τον τάφο κι άλλα τέτοια.

Αυτά δεν το ‘χε για σκοπό της να φορέσει
σε μαξιλάρι της – θα τα διπλώσει και θα βάλει
ξερά τριαντάφυλλα στις κόχες να μοσκοβολάνε
στο ερμάρι μέσα με τ’ απάρθενα προικιά.

Πες ήταν ένας τρόπος να τον κλάψει
ακόμα πιο πολύ, σαν στέρεψε η πηγή της.

Ποιήματα, 1961-2017,  Ίκαρος.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Ποιμενικό



Πέντε ρακένδυτοι σε κείνα τα βουνά
με φαγωμένα του ήλιου τα φτερά
τη λίγη τυραγνούν που τους απόμεινεν ελπίδα.

Και κάποιοι εκεί βοσκοί που τη σκιά
θωρούν να τρεμοσβήνει ροβολάν.

Τους ομιλούν σε γλώσσα κουρδική,
τους είπαν οι άλλοι «γεια σας» σε γλώσσα ελληνική,
για ν’ αληθέψει ο λόγος του Καβάφη:

«Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν»
ξανά

Μεθιστορία

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Κυριάκος Χαραλαμπίδης- Ρήγας Φεραῖος


Εὐστράτιος 

Δημήτριος

Ἀντώνιος

Ἰωάννης

Θεοχάρης

Ἰωάννης

Παναγιώτης

οἱ ἑφτὰ τοῦ Ρήγα σύντροφοι

Καὶ ἄλλοι ἑφτὰ συμμάρτυρες:

Ἀργέντης

Νικολίδης

Κορωνιὸς

Καρατζᾶς

Τουρούντζιας

Ἐμμανουὴλ

καὶ Ἐμμανουήλ.


Ἅμα τοὺς δέσεις σὲ τόμο

θὰ ἔχεις ἀσφαλῶς

τὴ Χάρτα τῆς Ἑλλάδος:

Εὐστράτιος Ἀργέντης

Δημήτριος Νικολίδης

Ἀντώνιος Κορωνιὸς

Ἰωάννης Καρατζᾶς

Θεοχάρης Τουρούντζιας

Ἰωάννης Ἐμμανουὴλ

καὶ Παναγιώτης Ἐμμανουήλ.


Καταγωγὴ ἀπ’ τὴ Χίο

τὰ Γιάννενα

τὴ Χίο

τὴν Κύπρο

καὶ τὴ Σιάτιστα

τὴν Καστοριὰ

τὴν Καστοριά.


Ἐσκίσθη τὸ παλτό τους

ἐσύρθησαν βιαίως

γιατροί, λόγιοι, ἔμποροι

καὶ φοιτητές, νὰ μάθουν

τὴ Χάρτα τ’ Οὐρανοῦ.





Μάρτης 1998


ΔΟΚΙΜΙΝ (2000)

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Περί κλάδου ελαίας


Έχοντας στη φαρέτρα του
θέσφατα νομικά
με κλάδο ελαίας παρμένο από
το νεκροκράββατο της ιστορίας,
παρόντος του εχθρού προ των πυλών,
η πολυτέλεια, έλεε, της τιμωρίας παρέλκει.
(Όσο για μεταμέλεια ούτε λόγος).

– Προσέξτε· το κακό φαντάζει αχειροποίητο.
Για να παραγραφούν ανόσιες πράξεις
θα πρέπει να παραγραφεί αυτό το ανόσιον.
Για να παραγραφεί αυτό το ανόσιον
ο χώρος όπου εγένετο πρέπει να μην υπήρξε.
Ψεύτικος σκύλος ψεύτικη μάντρα φυλάγει.
Η Κύπρος δεν υπάρχει· καταργείται
ως χώρος τραγικών συμβάντων.

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Παίκτης και ποιητής

Ο ποιητής, Φερνάζης τ’ όνομά του,
κοίταξε τ’ αργυρά και τα χρυσά
που ο μεγάλος παίκτης τού προσέφερε.
Τα ζύγισε στα χέρια του: «Είναι σα να λέμε
My kingdom for a horse∙ έτσι δεν είναι;»
«Όπως ορίζεις∙ πάρε τα όλα και άρμοσέ με
σ’ ένα σου στίχο…»
Είτα ο ποιητής
του χαμογέλασε «και μη φοβάσαι∙
κάθε που θα προφέρω τ’ όνομά σου
θα με κερνάς κρασί∙ με αρκούν τα ολίγα.
Βλέπεις εδώ; Θα γράψω τ’ όνομά σου
με γράμματ’ ανεξίτηλα. Κρασί να πιω!»
Κι όπως αλάργευεν ο Γκάλης, ο Φερνάζης
χαμογελούσε ρυθμικά, που γνώριζε
πως γι’ άλλο Γκάλην έγραφε∙ συνωνυμία

Πηγή: Δοκίμιν, Άγρα, 2000 και στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα, Ίκαρος, 2019.

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Αιγιαλούσα

Στον Γιώργο Χριστοδούλου από την Αιγιαλούσα


Ι

Πλήθος θαλάσσης• θάλασσα πλημμύρισε
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.

 2

« Το σπίτι μας εμάυρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τα’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.


.....


Δυο μέρες πριν να φύγουμε ήρτε κείνος
που θα στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι.
Γυρεύει το κλειδί. Του λέω: «Εγώ κλειδί
δεν έχω και δεν έχει το χωριό μας.
Εμείς ξεκλείδωτα είχαμε τα σπίτια
γιατί κανένας δεν καταδεχόταν
να μπει μέσα στου άλλου την αυλή».
Δεν είπε τίποτα, έφυγε, ξανάρτε
την άλλη μέρα. Του είπα: «Έλα πιάσε
τούτο το πιάτο, φώναξε τον σκύλο
να του το δώσεις να σε συνηθίσει,
για να μην κλαίει το κτηνόν μας όταν
θα ’χουμε φύγει». Το έπιασε, του φώναξε,
όμως ο σκύλος του ’δειξε τα δόντια.

Χαμαί το πιάτο. Κίνησε να φύγει.
Του λέω: «Μίαν χάριν από σένα˙
έπαρε ως αύριον ’πομονήν στ’ ανάθεμαν να πάμεν
κι ύστερα να ’ρτεις να ’μπεις μες στο σπίτι».

Την άλλη μέρα έδεσα τον σκύλο
να μην μας ακλουθά, το πλάσμαν του Θεού.
Του έβαλα φαΐ, νερό κι εμπήκαμε
ο άντρας μου κι εγώ στο φορτηγό.

Αιγιαλούσης επίσκεψις. Ένα ποίημα και ένα σχόλιο

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Ο γηραιότερος των τριών μάγων


Τώρα που είναι τα λιβάδια σκεπασμένα
πρόσχαρους ήλιους και τα λούλουδα είν᾽ ολάνθιστα
με τρυφερά πουλιά, ελάτε οι μέρες του Μαγιού
να προσκυνήσουμε απάνω στ᾽ άλογά μας
το νιόβλαστο Σωτήρα. Μην τη φοβηθούμε,
λέω την Αγάπη, μόλο που τα δώρα της
θωρώ αφημένα στο σανό. Άλλωστε, Κύριε,
στης αδειανής ψυχής μας την κασέλα
ελάχιστος πια πόνος απομένει.
Και ξέρεις που εγώ, σαν ο πιο γέρος
από τους τρεις εκείνους του παραμυθιού,
φόρεσα τα καλά μου και τη σμύρνα μου
για τ᾽ άχραντο ποδάρι σου. Και ξέρεις που εγώ,
ντυμένος αυτοκράτορας Μανουήλ,
κατέβηκα από τ᾽ άλογο.
Κύριε, σώσε
το βασιλέα σου και δώσ᾽ μου τα καλύτερα
του κόσμου κυνηγάρικα σκυλιά.

Πηγή: Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο,2013.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Κυριάκος Χαραλαμπίδης-Άρδανα


 
Και τη μισήν αυλή του από ‘να μέρος
που δε φαινότανε άλλοτε μια πέτρα της
θωρούσε με τα μάτια του τυφλά.
 
Το θάμα ήτανε στ’ όνειρο, αλλά μισό κι αυτό.
Γιατί όπως ήταν κάτω από κληματαριά
καλού γειτόνου κι έβλεπε προς την αυλή
τ’ αγαπητού σπιτιού του, πώς να προχωρήσει
που ‘χανε στήσει γλέντι και χορό
στην απλωσιά της κάτι ξένοι.
 
Και τον κοιτούσανε όλοι, το πηγούνι τους
σηκώνανε κατά τον ουρανό
και σημαδεύανε συνέχεια όχι.
 
Μιαν άλλη φορά πάλι τα κατάφερε
και μπήκε από σκισμή τ’ ονείρου του στο σπίτι.
Βγαίνοντας στην αυλή του απ’ την καμάρα
τη βρήκε την Τουρκάλα που έβγαζε νερό.
 
Ούτε που σκέφτηκε να τη ρωτήσει το γιατί.
Μονάχα πήρε τη γνωστή του μαντιλιά
την ουρανιά και σκούπισε το πρόσωπό του.
Εκείνη γύρισε αθόρυβα, χωρίς μιλιά
και κάνει κάπως έτσι (κίνηση χεριών)
σάμπως να του ‘λεγε «δε φταίμ’ εμείς,
και δηλαδή τα βρήκαμε, δεν τα πειράξαμε.
Τι να σου κάνω; Αν θέλεις κόπιασε να φάμε».
 
Αυτά σημαίνουνε, Κυριάκο, είπε στον ποιητή
ο άνθρωπος που μπήκε στην αυλή του
πως δε θα πάμε πίσω στο χωριό μας.
Ναι, είναι τραγικό, μα κάλλιο να το ξέρουμε
παρά να ζούμε στο σκοτάδι αλλιώτικης ελπίδας.
Ζύγωσα στ’ όνειρό μου κάμποσες φορές
το σπίτι μου και στ’ όνειρό μου βρήκα
τον τρόπο να διασπάσω τη γραμμή –πήγα πετώντας
ίσαμ’ εκεί, το είδα ως δε θα το ‘βλεπα
σ’ ειρηνικούς καιρούς και μετρημένους.
 
Αλλά συνέχισε πως κάποιοι τον μποδίζαν
να μπει, τον αποτρέπανε: «Σαν έφτανα ως εκεί
να προχωρήσω εκείνοι δε μ’ αφήνανε.
Κι ούτε να φύγω πάλι το μπορούσα.
Έξοδος δεν υπήρχε στ’ όνειρό μου
κι άλλο δεν είχα παρά να ξυπνήσω».
 
Ο ποιητής τον άκουσε με προσοχή
και χαμογέλασε με λόγια μετρημένα.
Αν την Αμμόχωστο, είπε, την αφήκαμε
μέσ’ απ’ τα χέρια μας να ξεγλιστρήσει,
μια μέρα θα την πάρουμε στα σίγουρα
με όρους ταπεινωτικούς∙ αυτό είναι αλήθεια.
Να ξέρεις τούτο μοναχά: Ή τη βλέπεις
και να την πάρεις δεν μπορείς στα ίσια
ή δεν τη βλέπεις κι έχεις την ψευδαίσθηση
πως τηνε βλέπεις, επειδή έτσι φαίνεται.
Αυτό είναι το χειρότερο. Κοίτα, σα να ‘ναι
οι φύλακες εκεί και σ’ εμποδίζουν
να μπεις μες στα λαγούμια της ανάμνησης,
απαγορεύουνε θαρρείς τη δίοδο
ακόμα και στο πέταγμα του νου.
Ωστόσο το φτωχό σου το χωριό Άρδανα,
πλαγιά Πενταδακτύλου, ας το ζαλίσουμε,
κυρ Τόμπυ, στο κρασί της Ιλλυρίας.
Ας πιούμε στην υγειά του, όσο κρατεί
στους ώμους του την Οικουμένη ο Άτλαντας.
Γιατί ο καιρός περνά κι η φύση χάνεται.
Η θάλασσα που τώρα λιώνει στο μετάξι
σαν αύριο θα γενεί θεριό, φυλάξου.
Τότε μπορεί κι εγώ να τρελαθώ
και συ να μπεις στο σπίτι το δικό σου.

 (Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, 1982)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης-Σκυτάλη (απόσπασμα)


«Κ΄αι ποιοι, κορούλλα μου, σ’ ετουρκ΄έψαν;
Κ΄αι ποιοι σου κάμαν τουν’ το κακόν;
Γονιούς δεν είχ΄ες κ΄ι έν σε γυρέψαν;
Μάγκου δεν είχ΄ες μακροδικόν;»
Βασίλης Μιχαηλίδης
Δέσαν την πόλη στο καμπαναριό
με αλυσίδες σώματα παλικαριών
και κάτι λείψανα αγαλμάτων.
Tο μήνυμα πως είναι πατημένη
για πολλοστή φορά, τό ’φερε Tούρκος
αφού το πήρε από προδότην Έλληνα
και κείνος από Άγγλο κι ο Άγγλος από Tούρκο
και τούτος από Bενετσιάνο, Φράγκο και Nαΐτη
κι ο ιππότης και καλόγερος με πληρωμή από Άγγλο
στα μεσοπέλαγα του δρόμου για τη λύτρωση
των Άγιων Tόπων· Σταυροφόροι και Λεοντόκαρδοι –
μεγάλο τ’ όνομά τους, σώσανε τον τόπο
από αγκαλιές Bυζαντινών και Aράβων
που είχανε κάνει τη σκυτάλη μαύρον άλογο
και κίτρινο καράβι – φταίνε κι οι Pωμαίοι,
ροπαλοφόροι με το κνούτο της αγάπης
γι’ αρχαία στάδια και οινοποσία
μπροστά στον έσχατο βωμό των Πτολεμαίων.
Kαι κείνοι πάλι τί ζητούσανε να κάνουν
σε φοβερό νησί με δέκα βασίλεια
που φόρο πλήρωναν στους Πέρσες... Λέω να εξαιρέσουμε
τους Σαλαμίνιους λίγο χρόνο και τον Eυαγόρα·
κράτησε την πατρίδα του ελληνοπρεπή
γι’ απλούστατο ένα λόγο που είχε και τη δύναμη –
κράμα Aθηναίου τυράννου και φιλότεχνου.
Λοιπόν οι Πέρσες κι ύστερα οι Αιγύπτιοι
με τη σκυτάλη ελεφαντόδοντο σωστό
κι Ασσύριοι και κομμάτια των Φοινίκων
κι Έλληνες πάλι αρχή αρχή, σαν Μυκηναίοι
τεράστιοι, κορυθαίολοι, με το καμπαναριό
στο περιτειχισμένο τους κεφάλι
και την ασπίδα πρώτη και καλύτερη,
με μια σκυτάλη δόρατος επίκτητου
να τους παρατηρεί, να τους συντρέχει.
Ώρα να πάμε πίσω προς τα σώματα
παλικαριών που στόλισαν τη ζωή τους
με τρισένδοξο θάνατο σαν τους τριακοσίους.
Κοιμόταν στ’ όνειρό της ακριβή και μόνη
διώχνοντας κάθε πάρεδρη κακία
νιώθοντας ότι το αύριο θα ’ναι πιο καλό.
Ξυπνά και βλέπει μαύρο θάνατο μπροστά της.
Ξεποτυλίχτηκε απ’ το δίχτυ, πήγε να προλάβει
τ’ αθάνατο κεφάλι μην της πάρουν –
τα χέρια πλην αργά το αίμα της βουλώσαν.
Ξεσκέπαστη με φως στο επιγονάτιο
και δάχτυλα βαμμένα στη χεννά.
Ο Χάρος στη χαρά του σκόνταψε στο σώμα
κι αίματα ερωτικά τού ψιθυρίζει.
Του πήρε όλες τις χαρές και τις μάδησε.
Έβγαλε και παράθυρα και πόρτες.
[…]
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή: Kυριάκος Xαραλαμπίδης, «Aμμόχωστος Bασιλεύουσα» (Aθήνα, Ερμής 1982).
Συμπεριλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση: Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Ποιήματα (1961-2017)» (Αθήνα, Ίκαρος, 2019).

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Κυριάκος Χαραλαμπίδης-Φθινόπωρο στου παραδείσου τα παρτέρια


Μια μέρα, που εγώ την Εύα είχα
στα χέρια του σοφού φιδιού αποθέσει
κι ήρθα να τηνε πάρω, τηνε βρήκα
σχεδόν γυμνή, ξεστήθωτη, ανεστόλιστη,
μισή με φύλλο αγγέλου τσακισμένο
μισή με της συκής πεσμένο φύλλο.

Δοκίμασα να τη σηκώσω. Βάραγε
από κοντά ο Θεός τα κρόταλά του.
Και δεν υπήρχε δέντρο ουδέ σκιά.

Χινοπωριάζει γρήγορα στα ξένα.

 

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Κυριάκος Χαραλαμπίδης -Άρδανα ΙΙ


Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Ιούλιος 1992

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, 1995

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Κυριάκος Χαραλαμπίδης--Ακρόπρωρο Ιουλίου



Ελευθερία με τα πουλιά στα χέρια,
με ράμφη και φτερά, κοιτά τον αέρα,
μετρά τις τρύπες του κορμιού της, έχει
στον ώμο τη λαχτάρα, στις πατούνες
καβούρια πέντε κι ευνοικό χαμόγελο.

Αυτή απελπίζεται, χωρίς να τρέμει
τη σφαίρα που τρυπάει μάγουλο, ψυχή,
κι είναι βεβαία, σαν άστρο και φωνή,
πως αν περάσουν πάλι χίλια χρόνια,
ξάφνου στιγμή, κι ανάψει το τσακμάκι,
θα δει τη σπίθα του θαυμάσιου κόσμου.

Ιούλιος 1974
( Αχαιών Ακτή, 1977)

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Κυριάκος Χαραλαμπίδης-«Παιδί με μια φωτογραφία»


  

                                          Δημήτρης Μητροπάνος - Παιδί με μια φωτογραφία

Ποίηση: Κυριάκος Χαραλαμπίδης          
Μουσική: Μάριος Τόκας
Δίσκος: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα
Έτος: 2002


Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα —
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ’χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

Μάης 1979

πηγή: Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Θόλος, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 11

Αναδημοσίευση από:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3928,17306/extras/texts/index_a_40_01_charalambidis.html