Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Κυριάκος Χαραλαμπίδης-Σκυτάλη (απόσπασμα)


«Κ΄αι ποιοι, κορούλλα μου, σ’ ετουρκ΄έψαν;
Κ΄αι ποιοι σου κάμαν τουν’ το κακόν;
Γονιούς δεν είχ΄ες κ΄ι έν σε γυρέψαν;
Μάγκου δεν είχ΄ες μακροδικόν;»
Βασίλης Μιχαηλίδης
Δέσαν την πόλη στο καμπαναριό
με αλυσίδες σώματα παλικαριών
και κάτι λείψανα αγαλμάτων.
Tο μήνυμα πως είναι πατημένη
για πολλοστή φορά, τό ’φερε Tούρκος
αφού το πήρε από προδότην Έλληνα
και κείνος από Άγγλο κι ο Άγγλος από Tούρκο
και τούτος από Bενετσιάνο, Φράγκο και Nαΐτη
κι ο ιππότης και καλόγερος με πληρωμή από Άγγλο
στα μεσοπέλαγα του δρόμου για τη λύτρωση
των Άγιων Tόπων· Σταυροφόροι και Λεοντόκαρδοι –
μεγάλο τ’ όνομά τους, σώσανε τον τόπο
από αγκαλιές Bυζαντινών και Aράβων
που είχανε κάνει τη σκυτάλη μαύρον άλογο
και κίτρινο καράβι – φταίνε κι οι Pωμαίοι,
ροπαλοφόροι με το κνούτο της αγάπης
γι’ αρχαία στάδια και οινοποσία
μπροστά στον έσχατο βωμό των Πτολεμαίων.
Kαι κείνοι πάλι τί ζητούσανε να κάνουν
σε φοβερό νησί με δέκα βασίλεια
που φόρο πλήρωναν στους Πέρσες... Λέω να εξαιρέσουμε
τους Σαλαμίνιους λίγο χρόνο και τον Eυαγόρα·
κράτησε την πατρίδα του ελληνοπρεπή
γι’ απλούστατο ένα λόγο που είχε και τη δύναμη –
κράμα Aθηναίου τυράννου και φιλότεχνου.
Λοιπόν οι Πέρσες κι ύστερα οι Αιγύπτιοι
με τη σκυτάλη ελεφαντόδοντο σωστό
κι Ασσύριοι και κομμάτια των Φοινίκων
κι Έλληνες πάλι αρχή αρχή, σαν Μυκηναίοι
τεράστιοι, κορυθαίολοι, με το καμπαναριό
στο περιτειχισμένο τους κεφάλι
και την ασπίδα πρώτη και καλύτερη,
με μια σκυτάλη δόρατος επίκτητου
να τους παρατηρεί, να τους συντρέχει.
Ώρα να πάμε πίσω προς τα σώματα
παλικαριών που στόλισαν τη ζωή τους
με τρισένδοξο θάνατο σαν τους τριακοσίους.
Κοιμόταν στ’ όνειρό της ακριβή και μόνη
διώχνοντας κάθε πάρεδρη κακία
νιώθοντας ότι το αύριο θα ’ναι πιο καλό.
Ξυπνά και βλέπει μαύρο θάνατο μπροστά της.
Ξεποτυλίχτηκε απ’ το δίχτυ, πήγε να προλάβει
τ’ αθάνατο κεφάλι μην της πάρουν –
τα χέρια πλην αργά το αίμα της βουλώσαν.
Ξεσκέπαστη με φως στο επιγονάτιο
και δάχτυλα βαμμένα στη χεννά.
Ο Χάρος στη χαρά του σκόνταψε στο σώμα
κι αίματα ερωτικά τού ψιθυρίζει.
Του πήρε όλες τις χαρές και τις μάδησε.
Έβγαλε και παράθυρα και πόρτες.
[…]
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή: Kυριάκος Xαραλαμπίδης, «Aμμόχωστος Bασιλεύουσα» (Aθήνα, Ερμής 1982).
Συμπεριλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση: Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Ποιήματα (1961-2017)» (Αθήνα, Ίκαρος, 2019).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window