Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δεπούντης Ιάσων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δεπούντης Ιάσων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Ίάσων Δεπούντης -Λέρος

 Στην άσπρη πλαγιά του ήλιου

Σπίτια από θαλασσινό νερό.

Στέγες από δέρματα ψαριών κι από μαργαριτάρια.

Σαν ένα κόκκινο πουλάρι

ο Ήλιος

Τρέχει στα καλντερίμια του νησιού. Πηδάει

Στις πράσινες λοφοσειρές της μέρας.

Καινούργιος δρόμος ομορφιάς κ' ελπίδας

Ανοίγεται στου καραβιού την πλώρη:

Σ' ένα ποτήρι-ποτήρι με νησιώτικο κρασί,

Μας ταξιδεύει μεθυσμένη η κουρελού μας...

Σ' ένα περβάζι του παράδεισου

προβάλλει μεθυσμένη η Λέρος!

Σ' ένα στενό-στα κάτω μαγαζιά-παραπατάει

μεθυσμένος ο Θεός των γλάρων.

Πετροβολάει, χτυπάει ψηλά με τ' άσπρα τους αυγά,

Που σπάζοντας, γεμίζουνε φτερά τον ουρανό.

Φτερά βγαλμένα από την ευτυχία της ψυχής μας.


Πηγή: Από τη θάλασσα, Δίφρος 1962.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Ιάσων Δεπούντης - Νύχτα


Χτυπάει στα τζάμια η άγκουρα
που πέφτει απ' τη φωνή των γλάρων.
Οι στέγες αφουγκράζονται τ' ανήσυχο φεγγάρι.
Σαν το στοιχειό που σκούζει από το φόβο του-
χτυπάει, χτυπιέται, ξαναχτυπιέται ο άνεμος...
Τους κυνηγάει...
(Τα κυνηγάει τα φαντάσματα)
και κυνηγιέται...
Φήμες κυκλοφορούν από νωρίς στην πολιτεία
κι οι φόβοι της πολλαπλασιάζονται όσο νυχτώνει.
(Άγνωστοι, κρυμμένοι, μυστηριώδεις,-Κάποιοι
που ζούνε κάτου από την ήρεμη επιφάνειά τους-
Και περιμένουν κάποιους άλλους να τους σώσουν-
Άγρυπνοι ,θλιμμένοι, νοσταλγοί,-Κάποιοι
θα φύγουν μυστικά απ' το παρελθόν τους-
που τους κρατάει σε βάθη αιμόρφυτα...)
Έρχονται ,απόψε, οι άγρυπνοι νεκροί!
Από τα βάθη του νερού, από τον πέτρινο ύπνο τους,
από το θάνατο- ζητούν να ξαναζήσουν.
Χτυπούν την πόρτα της χαράς που όλα τα φωνάζει.
Ήρθαν για τη γλυκειά ζωή, ρωτούν για την αγάπη!
Κι είναι η φωνή τους το βαθύ κι ασίγαστο κοχύλι.

Πηγή: "Από τη θάλασσα",1962

Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CE%BD%CF%8D%CF%87%CF%84%CE%B1-%CE%B9%CE%AC%CF%83%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Ιάσων Δεπούντης: [από τότε απ' το αίμα]


από τότε απ' το αίμα

χρονολογείται ο θάνατος του Μπάιρον

στο Μεσολόγγι, η Ελλάδα

δε θέλει σε υπνόσακκους την ποίηση

σε σπαραγμούς τα οράματα των ποιητών της


γιατί ζητούσε με στίχους κι ο Σόλωνας

ένα τρελοκομείο στο χώμα της

να χωρέσει την ψυχή του Σαλαμίνα


γιατί τέτοια τραγούδια, -

τρέλες θεών και ανθρώπων, -

όπως τ' ακούς :

λογαριασμοί που μεταμόρφωσαν τον κόσμο

όπως το βλέπεις :

πλατύσκαλα για ν' ανεβοκατεβαίνει ο νους

μόνο στους Έλληνες ταιριάζαν -

μα ως πού για ποιον το μήνυμα;


ώσπου ο Ρήγας Φεραίος

φιλοτέχνησε μια χάρτα

με βαλκάνιους φίλους μεταξύ τους

κι άλλους πολλούς συντρόφους -

κίτρινους λευκούς αραπάδες

μάτια που είχανε το ίδιο βλέμμα

αυτιά που ακούγανε το ίδιο νόημα

το δίκιο του αδερφού τους


γιατί τα κάστρα σκοτεινά

στέλνουν απελπισία κι ατσάλι


γιατί ο Σολωμός ήρεμος

τραγουδούσε, ο θείος μας

στο Εικοσιένα απέναντι

τ' αρχικό ανατρίχιασμα

πώς συνάζει το φως

που διαλύει τα σκοτάδια

πώς σκορπάει τους εχθρούς



ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΡΟΛΟΪ (1985)

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Ιάσων Δεπούντης - Ο λογαριασμός του νερού


ποίημα έβδομο
«Άριστον μεν ύδωρ», Πίνδαρος
είναι μια θάλασσα το δάσος από σένα που το κοιτάς
η θάλασσα σε γέννησε κι εσύ την απεραντοσύνη της
είναι μια θάλασσα το δάσος, άκου τον πιθανό στρόφαλο
ο melanocetus η maia και η adamsia palliata τι; για τι;
για πλαστικό νερό Dux και για σκληρό νερό Σίγμα
για πλαστικό νερό Σίγμα και για σκληρό νερό Dux
νερό εναντίον της φωτιάς εναντίον εναντίον
νερό εναντίον του κονιορτού εναντίον του ανέμου
νερό εναντίον των όγκων εναντίον των ήχων
νερό εναντίον των χρωμάτων εναντίον των σχημάτων
για μιαν απόκριση για κίνηση για καθαρμό για την ουσία
για το σκληρό νερό Σίγμα για πλαστικό νερό Dux
για το σκληρό νερό Dux για πλαστικό νερό Σίγμα
ωκεανέ μετρώ τα δέντρα σου νερό νερό
νερό νερό νερό νερό ποτέ ποτέ δεν ήσουν
νερό εναντίον των ατμών
νερό εναντίον των λιμνών
νερό εναντίον των χιονιών
νερό εναντίον των πάγων
νερό εναντίον των βροχών
νερό εναντίον των ποταμών
νερό εναντίον των θαλασσών
νερό εναντίον των χειμάρρων
νερό εναντίον του νερού
νερό να πούμε το νερό;
διρό να πιούμε το νερό
βιρό να ξεδιψάσουμε
χιρό να ξεριζώσουμε
νερό το χημικό βαρύ νερό σκληρό νερό
να ξεθανατωθούμε οι ζωντανοί νερό
νερό το ζωντανό νερό να εξεγερθούμε
για πλαστικό νερό Σίγμα για το σκληρό νερό Dux
για πλαστικό νερό Dux για το σκληρό νερό Σίγμα
για μοναχά την tilapia το θαύμα
ωκεανέ δεν κάνεις μηχανή για πλαστικό νερό
νερό νερό ποτέ ποτέ δεν ήσουν
όμως προβλέπω την εξέλιξή σου
μια πέμπτη εποχή

Ιάσων Δεπούντης, Systema Naturae, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 1998.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Μαρίας Σύρρου

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ιάσων Δεπούντης - Δύο ποιήματα

 ΡΟΜΑΝΤΖΟ Ι. 1960

Όλες τις νύχτες ήσουν
Όλες τις νύχτες ήμουν
Όλες τις νύχτες είμαστε
Στην Ύδρα.
Δυο κνήμες ήσουν σε δυο κνήμες
Κι όλη ξανά ξανά ερευνημένη
Κι όλη ως το βάθος σου γυναίκα
Κι όλο ως το βάθος το αίνιγμά σου
Κι όλο ξανά ξανά τον έρωτά σου
Μπορούσες.
ΡΟΜΑΝΤΖΟ ΙΙ, 1960
Δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε
τίποτα να πούμε, τίποτα να ονειρευτούμε.
Πάνω μας το φεγγάρι πελώριο, κίτρινο
σα μια πελώρια, κίτρινη κύστη
έτοιμη να σπάσει.
Κ' η νύχτα
ένα ποτάμι -παρανάλωμα-
που κουβαλιόταν στο σύμπαν.

περ. Καινούργια Εποχή, Χειμώνας 1960

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Ιάσων Δεπούντης - Μπροστά σ ένα πίνακά σου, Πικάσσο

 

μπροστά σ ένα πίνακά σου, Πικάσσο,
βρίσκομαι στην κορφή του αυτού μου, ζωγραφίζεις

σχεδιάζεις ζωγραφίζεις

μα εσύ που γνώρισες που γύρισες απ’ το σφαγείο, οι δυο εσύ
μα εσύ στη βαθιά κρίση της Ευρώπης, εσύ, οι τρεις εσύ
μα εσύ στην εποχή που δούλευαν τα χασαπομάχαιρα τυ ναζισμού
μα εσύ που πότισες τον Άγγελο, εσύ που ζέστανες τ’ αβγό του
μα εσύ των Νέων Καιρών, εσύ του ζόφου μας, P.P., σχεδιάζεις

σχεδιάζεις συμπληρώνεις ζωγραφίζεις

σχεδιάζεις τα στοχαστικά πρόσωπα της κοινότητας ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις το σώμα της την τάση της για μέριμνα ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις τα χέρια και τα πόδια το φιλελεύθερο νου τη
σχεδιάζεις τα κόκαλα τα νεύρα το δημοκρατικό σοσιαλισμό τη
σχεδιάζεις την καρδιά του κόσμου το μαρξισμό τώρα

σχεδιάζεις πλάθεις σμιλεύεις ζωγραφίζεις

όλα και τον αντικατοπτρισμό τους χαράσσεις

σχεδιάζεις ζωγραφίζεις

ο Άνθρωπος κρεμόταν στη μέση

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ως πότε, Κύριε;

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι αλοιφές τι χρώματα τι μπαχαρικά τι κρασιά, τι;
τι κιθάρες, πόσα σπαθιά και τι κρανία, τι Μινώταυροι
τι εγγαστρίμυθοι, τι ζογκλέρ, τι ακροβάτες, τι; γιατί;
τι αλητεία με τα όργανά της, τι μουσικές με ποτήρια, τι;
κι αυτός, εδώ, με την ψυχή στο σκούφο του, – ίδιος, εσύ! –
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι δηλητήρια τι έχθρες τι πάθη τι ζωές, άκλιτο τι;
τι εμπειρίες τι διασταυρώσεις τι έλξεις τι απωθήσεις, τι;
τι γραμμές τι συμπλέγματα, πόσες εντάσεις και κηλίδες, τι;
τι κενά, τι αρμονία και μέτρο, τι χιούμορ, πόση ανθρωπιά
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι μάτια, μάτια πλατιά, μεγάλα μάτια, σαν φωλιές ψαριών
τι μάτια, μάτια πλατιά, μαγνητισμένα μάτια, ορθάνοιχτα
τι μάτια κι άλλα μάτια, παράθυρα διάπλατα στα πέλαγα, τι;
τι μάτια σαν λιοτρόπια, παλεύουν μαύροι ταύροι μέσα τους
τι μάτια – καταρράχτες, μέσα χιμάνε τρέχουν καβαλάρηδες

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τα μάτια των χαιρετισμών και των ταύρων, Κύριε!

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι άλλο από το ύφος του Πικάσσο της avant-garde!
τι άλλο από τις ώριμες προοπτικές του νου, γιατί;
τι άλλο από τροχιές και αναβάσεις βάραθρα χιόνια φως
τι άλλο από τη σιγουριά ενός χεριού που πιάνει φίδια, τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ταύρους πουλιά και σίδερα το Δον Κιχώτη από βροχή (εδώ
η σκηνή κλείνει) πού πάει μετά ο κόσμος; γιατί ο χρόνος
είν’ ο Κένταυρος Χείρων, γιατί εσύ ‘σαι ο σκηνοθέτης του

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

Το ήθος ενός ανένδοτου αγώνα παίρνει όλο το έργο σου, τι;
& πώς; πυρός φωτεινότερον, φωτός εναργέστερον, καταφλέγον
τι; από τι; σαν ποιον που να σου μοιάζει; σαν ένας κλόουν
ή ένας Καμασβάρι, και το παιχνίδι – τέλος…

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

κόσμος σημαίνει κόσμημα κοσμάκης κωμωδία
μια κωμωδία που κλαίει ο COSMOS σου –

ζωγραφίζεις συμπληρώνεις απορρίπτεις ζωγραφίζεις

τα 100 (πρώτα) αρχέτυπα
τα 1.000 βασικά (μοντέλα)
τα 10.000 καθοδηγητικά μοτίβα ζωγραφίζεις

έχε γεια

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

γιατί, Κύριε;

τι έχεις μέσα; τι θα’θελες να πεις και τι να κάνεις; τι;
τι μπορείς με τον σταλμένο κόσμο σου και πώς λοιπόν;
για ποιον; ποιον έφερες Μιστρά; τι άλλο πύραυνο;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
με ποια κλειδιά και δείχτες; τι συστήματα; τι άλλο τι;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
και οι τίτλοι τα τάλαντα οι τιμές; τι κόσμος; τι σημεία, τι σημεία,
και οι γενιές; πατέρες μάνες με παιδιά, συγγενολόγια, τι;
και (μέσα, πιο μέσα ακόμα:)τι φαλλοί τι πισινοί τι μούνοι
και πόση δίψα πείνα σεξ αδηφαγία και γυμνά, τι μεγαλείο,
και τι περιπλανήσεις τι ιστορίες τι λαβύρινθοι τι θυσίες
και (κάτω απ’ το πρώτο στρώμα γης σου:) τι μυστικά, γιατί;
και οι διάδρομοι το άγνωστο και τι περάσματα, τι άλλο τι;
και οι δομές στο έργο σου είναι της Μάνας-Φύσης
κι όλο πιο μέσα εσύ, το Όργανο ο Άνθρωπος το Ζώο
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

η τέχνη σου – είναι –
είναι άσκηση που θέλει αυτή να ερ
μηνέψει τον κόσμο, και πως;

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
για ποιο λόγο δεν το κάνει αυτό ένας ζωγράφος;
τι έκανες καλό με τη ζωγραφική; ας λένε
τιμώρησες με το αθώο πάθος σου κανένα; ας λένε
τιμώρησες τον εαυτό σου; ας λένε
τιμώρησες το φασισμό, τον Καουντίλιο Franco;
τιμώρησες την εποχή; αυτό το res*,
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι εννοείς με τη ζωγραφική πάλι ή πάλη;
πώς πάλι, θα ρωτιέσαι, μαιτρ, τούτη η τεχνοτρονική
(τεχνολογική-ηλεκτρονική)κατάθεση με τη διπλή
ανατολή του Ήλιου; με το ρολόι-λέξη, το “τεχνητό”
χρονόσπερμα; με τ’ άγριο αναρριχητικό μπετόν; έτσι
δε μας ξεφεύγει τίποτα, -“θηρώ”** σου λέω, ανακαλύπτω
πράγματα παρατηρώ βλέπω υπάρχω μες στο πείραμά σου
“διάσπαση – σπασμό”
και θα μιλήσω ίσως κάποτε στον κόσμο για τον έρωτα
πως τα σπασμένα πρόσωπά σου κάτι διαβάζουν πάντα –
πως τα πορτραίτα σου κάτι δικάζουν πάντα –
να το νόημά τους
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ρήτορας, ναι
αλλά και δικαστής


Ιάσων Δεπούντης, Κεφάλι από ρολόι. Κανονικές παραλλαγές από το ποιητικό έργοΟι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso” 1946-1969 -1985. Εκδόσεις Δωδώνη.  Αθήνα 1985.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Ιάσων Δεπούντης-Αέρας με πράσινο



μαζί περάσαμε το δάσος
αγκαλιασμένοι με κλαριά και την
Ηχώ απ το χέρι
δάφνη καπνός σιωπή το πρόσωπό σου
το καταποντισμένο θηρίο το μάγευες
με κύκλους μαγικούς με δέντρα βράχους
με βράχους και δέντρα πολυπρόσωπα
μπλεγμένα με τα μέλη σου
Κένταυροι κι Εσύ Μέδουσα
Σφίγγα κι Εσύ, Μαινάδες για ποιόν;
για μένα τούτη η πομπή
των τεράτων; γυναίκα λέγε λοιπόν
κι Εσύ απειλή για μένα;
μάθε απ αρχής, πιστή Διοτίμα, αγάπη μου
πως δε μετανιώνω ˙ βλέπεις
εσύ είσαι η μοίρα μου κι ο έρωτάς σου
ο κίνδυνος να ελπίζω, ξέρεις
την απάντησή μου
Άρπυιες
ψηλά
Εσύ
Εγώ
ο Σβάικαρντ *
συνταξιδεύουμε
στις άμορφες ακρογιαλιές του Άχανου
πάμε, καθώς η Χίμαιρα σε κλέβει
σε φυγαδεύει η Χίμαιρα πάλι μακριά
απ ‘ τις νύχτες μου˙ το πάθος μου
να σε ζητώ παντού, και πώς;
για ρώτησέ με, Έρωτα, πώς τότε ζω;
και πως υπάρχω μαζί με το σεσημασμένο κλέφτη
τη σκέψη του κορμιού της
ο θάνατος λοιπόν καθημερινός σηματοδότης
κι εσύ ωραία, ωραία γυναίκα, έρωτά μου,
ο μεγαλύτερος εχθρός του Άδη
Ιάσων Δεσπόυντης “Systema Naturae” Σελ.13-14 Εκδόσεις Μανδραγόρας 1998

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Ιάσων Δεπούντης--Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ'


(Εἶναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο τοῦ Πάσχα)


Ποτὲ πρὶν δὲν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες νὰ χτυποῦν

γι' αὐτοὺς ποὺ λείπουν

Ποτὲ πρὶν δὲν ἄναψαν οἱ γιορτινὲς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς

γι' αὐτοὺς ποὺ γιὰ πάντα λείπουν

Ποτὲ πρὶν σὰν ἀπόψε δὲν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος

γι' αὐτοὺς ποὺ λείπουν ἀποδημητὲς στὴ χώρα τοῦ πολέμου

Ποτὲ πρὶν

Αὐτοὶ τὴν ἁρμονία δίνουν στὶς καμπάνες

Ἀνάβουν τὶς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς

Νικοῦν τὸ θάνατο μὲ τὴν αἰωνιότητά τους.


Τοὺς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας

Γυρίζουν πολὺν καιρὸ σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία

Ζητοῦν ἀπόψε μιὰ θέση στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας

Χωρὶς ὕπνο γιὰ νὰ τοὺς πεῖς νεκροὺς

τυλίγοντας τὴν κλωστὴ τοῦ κεριοῦ στὰ δάχτυλά τους

ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν πόρτα μας

ψάχνουν νὰ βροῦν ἁγνὴ τὴ θύμησή τους

σ' ὅλων μας τὴ μνήμη

Κάθονται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου μας θλιμμένοι

σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ τόσα χώματα πλημμυρισμένα

Ὡραῖοι σὰν τὸ θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου

Σὰ μία κραυγὴ χαρᾶς:

Χριστὸς Ἀνέστη!


Κι αὐτὲς οἱ θεῖες καμπάνες

εἶναι τὰ λόγια τους

Κι αὐτὲς οἱ κόκκινες λαμπάδες

εἶναι τὸ βλέμμα τους

Κι αὐτὴ ἡ λεπτὴ κλωστὴ στὰ δάχτυλά τους

εἶναι ἡ ζωή μας —Ὅλοι —νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ

γύρω στὸ γιορτινὸ τραπέζι τῆς Λαμπρῆς — Στὴν κεφαλὴ

τοῦ τραπεζιοῦ ὁ Ἀναστάς Χριστὸς.


Μᾶς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας


Τὸ δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα καθὼς ἔμπαινε

στὰ πληγωμένα βλέφαρα τὸ φῶς τοῦ θείου του λόγου

Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι γιὰ τὴ δικαιοσύνη

Ἕνα ἥσυχο σπίτι σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία καμωμένο ἀπὸ ἀγάπη.


Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στὶς καρδιὲς

νὰ θυμίζουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου.



Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης», Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Ιάσων Δεπούντης-"Στα γκρεμισμένα σπίτια του χειμώνα"

 Τώρα βρίσκομαι μʼ όλα τʼ άρρωστα κι αδύναμα πουλιά μαζί

πάλε τη στέγη ράγισε η σιωπή για τη θλιμμένη ανάμνησή μου.

Τʼ άλλα που θα διηγηθώ είναι οράματα-

Τις νύχτες ενώ δεν ταράζει τον ύπνο μας η συννεφιά ή τʼ όνειρο

ξυπνούμε πολλές φορές – τα πουλιά στη φωλιά τους

κι εγώ στο κρεβάτι μου και κλαίμε.

Μένουν μονάχα τους κι αυτά – και ξέρουν

πόσο κρυώνει ένα πουλί έξω από τη φωλιά του.


Ιάσων Δεπούντης (7.8.1917 - 23.6.2008). 


«Ακατοίκητη Νύχτα» , 1962


Πηγή: Η Ελληνική Ποίηση: Ανθολογία-Γραμματολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Σοκόλη 2000, σ. 315.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008)



Ο Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008) ήταν Έλληνας πεζογράφος και ποιητής.
Γεννήθηκε το 1919 στην Κέρκυρα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Προσαλέντη, στην Κέρκυρα. Επίσης, έκανε σπουδές Συνταγματικού Δικαίου (1941-42), Παιδαγωγικών (1941-43), Κοινωνιολογίας (1954-55) στην Αθήνα, Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας (1954-56) στην Αθήνα και το Παρίσι και Μοντέρνων Μαθηματικών (1970-72) στη Ζυρίχη.

Αυτοεξόριστος
Λόγω της Απριλιανής Χούντας (την 21/4/1967 ήταν υπάλληλος του ΙΚΑ από το οποίο παραιτήθηκε) αυτοεξορίστηκε το 1969 στην Ελβετία, όπου έζησε μέχρι το 1985. Έκτοτε μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα, την Ζυρίχη και την Κέρκυρα. 
Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας των περιοδικών «Θεμέλιο» (1945-46) και «Πρόσπερος» που έβγαινε στην Κέρκυρα. Συνεργάστηκε με το κερκυραϊκό περιοδικό "Πόρφυρας" από το πρώτο τεύχος (1980). Από το 1994 συνεργαζόταν με το περιοδικό "Μανδραγόρας». Ακόμη είχε συνεργασία με τα περιοδικά «Συντέλεια» και «Νέα Συντέλεια».
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε με δύο ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (τεύχος 44) τα Χριστούγεννα του 1946. 
Αυτοπροσδιοριζόταν ως «Οδυσσέας Ωκεανός, πρώην Ιάσων Αργοναύτης με την Αργώ σε Αδρία και Ιόνιο. Και πριν Ιάσων Δεπούντης και πολύ πριν στο χθες, στο αύριο. Και πάντα το ερώτημα: ποιητής ή πειρατής;».
Το 1992 τιμήθηκε από την Ομοσπονδία Συλλόγων και Κοινοτήτων Ελλήνων Μεταναστών της Ελβετίας. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ποιητικός λόγος
Με τα πρώτα του ποιήματα δηλώνει μοντερνιστής, αργότερα εντούτοις η ποίησή του έγινε αφηρημένη. Εστιάζεται στην παντοδυναμία της φύσης, ενώ τον φοβίζει η χωρίς φραγμούς χρήση της τεχνολογίας. Στην ποίησή του, εκτός από τον λόγο, ενσωματώνει κολάζ, φωτογραφίες, ακόμη και αποκόμματα εφημερίδων. Τα ποιήματά του, ποιήματα-συνθέσεις, παραπέμπουν κάποιες φορές στην οπτική ποίηση και στη συγκεκριμένη ποίηση, επιδέχονται δε πολλών ειδών αναγνώσεις. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και στα γερμανικά. Ο ίδιος είχε μεταφράσει Edgar Lee Masters και B. Fondane.
Πέθανε στη Ζυρίχη το 2008.

Έργα

Ποίηση
Από τη θάλασσα (1948)
Η εξορία των αθανάτων (1946)
Μητέρα (1944)
Ακατοίκητη νύχτα (1948 και συγκεντρωτική έκδοση το 1962)
Το ναυάγιο της ομίχλης (1952)
Ο λόφος (1953)
Systema naturae (το 1969, επί Χούντας, κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου χωρίς να περάσει από λογοκρισία, ενώ το 1984 κυκλοφόρησε αναθεωρημένη έκδοση)
Κεφάλι από ρολόι. Οι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso (1971)
Η ορατή (οριακή) υπέρβαση (1997)
Systema avium. Σύστημα (δρομικών) πουλιών (2001)
Η θάλασσα μέσα στην TV (2003, υπέγραψε ως Οδυσσέας Ωκεανός)
Η ζωολογία της Systema naturae (2004)
Μετά τη ζωολογία (2005)

Πεζά
Μεσκαλίν (1960)
X. A. Donnet, ο βομβαρδισμός μιας άμαχης πολιτείας (1963)
Θάλασσα 2. Βυθός (1963)
Ο ύπνος των σκίουρων (1964)
X. A. Donnet σε κβαντικό ρυθμό (2002)

Μελέτες
Λογοτεχνία και Ψυχολογία (1965)



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τι βλέπει ο ήλιος

Ο ήλιος βλέπει καθημερινά
το δρόμο με τον τυφλοπόντικα

Μαζί χωμένους στα στενά τους δρόμους
του σκληρού ασπάλακα και του τερμίτη

Ο ήλιος βλέπει όλους τους δρόμους
που τρέχει ανυπόμονη η καταστροφή
κ’ εκεί π’ ακούγεται οργισμένη η έκρηξη
όλοι ή κανένας όλοι ή κανένας όλοι

Ο ήλιος βλέπει από πολύ κοντά πολύ
τεράστιες πολιτείες κι άγρια δάση
τα παραμορφωμένα πρόσωπα της αγωνίας τους
ένοχο τον αέρα που φυσάει σε πόλεμο
και διεφθαρμένα τα μεγάλα όνειρα

Ο ήλιος βλέπει με κάτι άγρια μάτια πάλι
τα μάτια εκείνων που ακόμη δε χορταίνουν

που δε χορτάσαν την ελπίδα την ειρήνη…

Βλέπει ο ήλιος πριν βουτηχτεί στη δύση του
τα μαύρα φτερωτά ποντίκια των συνοικιών-
όλα σ’ ετοιμασία όλα σ’ ετοιμασία όλα…

Αμέτρητες οργές μες στην ψυχή θα βλέπει
Ο ήλιος που κι αυτή τη νύχτα ακόμη βλέπει!


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ'

Από Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


(Εἶναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο τοῦ Πάσχα)

Ποτέ πριν δεν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες να χτυποῦν
γι' αυτούς πού λείπουν
Ποτέ πριν δεν ἄναψαν οἱ γιορτινές λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
γι' αυτούς που για πάντα λείπουν
Ποτέ πριν σαν ἀπόψε δεν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος
γι' αυτούς πού λείπουν αποδημητές στη χώρα τοῦ πολέμου
Ποτέ πριν
Αυτοί την ἁρμονία δίνουν στις καμπάνες
Ἀνάβουν τις λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
Νικοῦν το θάνατο με την αἰωνιότητά τους.

Τούς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας
Γυρίζουν πολύν καιρό σ' αυτή την πολιτεία
Ζητοῦν ἀπόψε μια θέση στο τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
Χωρίς ὕπνο για να τούς πεῖς νεκρούς
τυλίγοντας την κλωστή τοῦ κεριοῦ στα δάχτυλά τους
ψάχνουν να βροῦν την πόρτα μας
ψάχνουν να βροῦν αγνή τη θύμησή τους
σ' ὅλων μας τη μνήμη
Κάθονται στο τραπέζι τοῦ δείπνου μας θλιμμένοι
σαν ἀνάμνηση από τόσα χώματα πλημμυρισμένα
Ὡραῖοι σαν το θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου
Σα μία κραυγή χαρᾶς:
Χριστός Ἀνέστη!

Κι αυτές οἱ θεῖες καμπάνες
εἶναι τα λόγια τους
Κι αυτές οἱ κόκκινες λαμπάδες
εἶναι το βλέμμα τους
Κι αυτή ἡ λεπτή κλωστή στα δάχτυλά τους
εἶναι ἡ ζωή μας —Ὅλοι —νεκροί και ζωντανοί
γύρω στο γιορτινό τραπέζι τῆς Λαμπρῆς — Στην κεφαλή
τοῦ τραπεζιοῦ ὁ Ἀναστάς Χριστός.

Μᾶς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας

Το δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα καθώς ἔμπαινε
στα πληγωμένα βλέφαρα το φῶς τοῦ θείου του λόγου
Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι για τη δικαιοσύνη
Ἕνα ἥσυχο σπίτι σ' αυτή την πολιτεία καμωμένο από ἀγάπη.

Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στις καρδιές
να θυμίζουν την εἰρήνη και την ἐλπίδα τοῦ κόσμου. 


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Στα γκρεμισμένα σπίτια του χειμώνα
Τώρα βρίσκομαι μʼ όλα τʼ άρρωστα κι αδύναμα πουλιά μαζί
πάλε τη στέγη ράγισε η σιωπή για τη θλιμμένη ανάμνησή μου.
Τʼ άλλα που θα διηγηθώ είναι οράματα-
Τις νύχτες ενώ δεν ταράζει τον ύπνο μας η συννεφιά ή τʼ όνειρο
ξυπνούμε πολλές φορές – τα πουλιά στη φωλιά τους
κι εγώ στο κρεβάτι μου και κλαίμε.
Μένουν μονάχα τους κι αυτά – και ξέρουν
πόσο κρυώνει ένα πουλί έξω από τη φωλιά του.


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Η μαθηματική διάσταση στην ποίηση

Το χάος (χώρος της ψηφιολέξης υπαρκτός) κοπάζει.
Όλα γίνονται τάξη ροής, όπως το γρήγορο νερό εκεί.
Ωστόσο κάποια είδη συστημάτων ανήκουν στην επικράτειά της.

Τότε ήταν στην επιστροφή που πρόσεξα τα χέρια της
χρυσοπράσινα κλωνάρια της τριανταφυλλιάς.

Τότε ήταν στο γύρισμα της νύχτας που άκουσα
θρόισμα φύλλων τις κουβέντες της.

Τότε στην επικράτεια του κυκλάμινου στον κήπο της
επήρα έδωσα συνέχεια στα ερωτήματά μου
«πώς έτσι εκεί μπορεί να βγαίνει
σύμβολο ζωής από το θάνατο
ένα ευαίσθητο κυκλάμινο;»

Το ονομάζω : Άνθισμα γραφής.

Πώς τούτη η εντροπία
ξεσηκώνει – για μια θέση σε ένα μετα-κείμενο –
σχέδια, σχήματα, μορφές· τρέχοντας ήχους, δείχνοντας
θεαματικά την ευκλείδεια επανάδραση· ό,τι στη φύση.
Όπως την κληρονόμησαν, έτσι την έχουν τ’άνθη μέσα τους·
όπως την έκλεισαν οι λέξεις οι αριθμοί οι στίχοι μου:

Πώς από την τάξη και τη συμμετρία στο κομμάτιασμα;
Γιατί με τη χαοτική και φράκταλ γεωμετρία της;
Σε παραλλακτικούς συρμούς, σε εικόνες χάους;

Τότε ήταν που φάνηκαν τ’αέρινα ίχνη του πουλιού στην άμμο.
Τότε που γίναν τα πατήματά του όρθια τρίγωνα· σχεδόν γραφής.
Τότε βαθύτερα στο χώμα χάραξαν τα νύχια τους μορφές γραμμάτων.
Οδήγησαν τη σκέψη μου : τύποι & σύμβολα· τα μαθηματικά της φύσης.
«Ακούς;» μου λες «εσέ καλούν: ¨λευτέρωσέ μας¨».
«Να τα πάρεις» μου είπες «είναι οι στίχοι σου.»
Όλα τα άλλα πουλιά πετούσαν στο στερέωμα·
προσομοιώματα άστρων.

Χάος πάλι εσύ;

ΑΠΟ ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΣΥΜΠΑΝ (κείμενα αχρονικής συνέχειας), εκδόσεις Μανδραγόρας, 2000