Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Lautréamont (Isidore Ducasse). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Lautréamont (Isidore Ducasse). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Lautréamont - Τα Άσματα του Μολντορόρ (απόσπασμα)



Γέρο-ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα, με τις γαλάζιες γραμμές που βλέπει κανείς πάνω στις ροζιασμένες των μούτσων πλάτες αναλογικά μοιάζεις ? ένα τεράστιο μπλε σημάδι πάνω στο σώμα της γης είσαι: αυτή η παρομοίωση μ’ αρέσει. Γι αυτό, στην πρώτη σου θέα, μια μακριά πνοή θλίψης, που θα την πέρναγε κανείς για μουρμουρητό της αύρας, περνάει, ανεξίτηλα χνάρια στις βαριά κλονισμένες ψυχές αφήνοντας, και συ ξαναφέρνεις στη θύμηση των εραστών σου, που δεν το αντιλαμβάνονται πάντα, το σκληρό αρχίνισμα τ’ ανθρώπου, τότε που πρωτογνωρίζει τον πόνο για να μην τον αποχωριστεί ποτέ πια.Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ !

Γέρο-ωκεανέ, το σύμβολο της απαραλλαξίας είσαι: για πάντα ίδιος με τον εαυτό σου. Δεν αλλάζεις μ’ έναν τρόπο ουσιαστικό κι αν τα κύματά σου σε κάποιαν άκρη μανιάζουν, σε μιαν άλλη, λιγάκι πιο πέρα, την πιο τέλεια γαλήνη παρουσιάζουν. Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο εσύ, που σταματάει στο δρόμο να χαζέψει δυο σκυλιά που απ’ το σβέρκο αρπαχτήκαν, μα δε σταματά όταν περνά μια κηδεία ? που το πρωί στα κέφια του είναι και το βράδυ κατσούφης ? που γελάει σήμερα κι αύριο κλαίει.
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ !

Γέρο-ωκεανέ, τα νερά σου πικρά είναι. Έχουν την ίδια γεύση με τη χολή που διυλίζει η κριτική για τις καλές τέχνες, για τις επιστήμες, για όλα. Αν κάποιος έχει ταλέντο, ηλίθιο τον βγάζουν ? αν κάποιος όμορφη κορμοστασιά έχει, φριχτός καμπούρης γίνεται. Σίγουρα, πολύ πάνω στον άνθρωπο οι ατέλειές του θα πρέπει να βαραίνουν για να τις κρίνει έτσι, κι ας φταίει ο ίδιος για τα τρία τέταρτα απ’ αυτές !
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ !

…Πες μου, λοιπόν, αν είσαι συ το λημέρι του πρίγκιπα του σκότους. Πες το μου…πες το μου, ωκεανέ ( μονάχα σε μένα, για να μη λυπήσεις αυτούς που μέχρι τώρα άλλο από αυταπάτες δε γνώρισαν), κι αν αυτό που ξεσηκώνει τις θύελλες και τ’ αλμυρά σου νερά ψηλά μέχρι τα σύννεφα εξακοντίζει η ανάσα του Σατανά είναι. Να μου το πεις πρέπει γιατί χαρά μεγάλη θα μου δώσει να μάθω πως τόσο κοντά στον άνθρωπο η κόλαση είναι. Αυτή τη στροφή με τούτη την παράκληση να τελειώσω θα ’θελα. Γι αυτό, για ακόμη μια φορά, να σε χαιρετήσω και ν’ αποχαιρετήσω θέλω! Γέρο-ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα… Απ’ τα πολλά δάκρυα τα μάτια μου μουλιάζουν και να συνεχίσω δύναμη δε μου μένει, γιατί το νιώθω πως έφτασε η στιγμή κοντά στους ανθρώπους με το κτηνώδικο πρόσωπο να γυρίσω ? όμως…κουράγιο ! Μια μεγάλη προσπάθεια ας κάνουμε και, με συναίσθηση του καθήκοντος, στη μοίρα μας επάνω σε τούτη τη γη ας ανταποκριθούμε.


Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ.

Μετάφραση: Έλλη Νεζερίτη

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Lautréamont (Isidore Ducasse) - Τα άσματα του Μαλντορορ (Απόσπασμα από τό Τραγούδι ΙΙ)


Αριθμητική! Άλγεβρα! Γεωμετρία! μεγαλειώδης τριάδα, τρίγωνο φωτός!
Μού φανερωθήκατε στα παιδικά μου χρόνια μια νύχτα τού μαΐου κάτω από τό φως τής σελήνης σ’ έναν λειμώνα καταπράσινο // κάνατε λίγα βήματα προς τό μέρος μου τυλιγμένες στο μακρύ φόρεμά σας που κυμάτιζε στην αχλύ και μέ τραβήξατε πάνω στ’ αγέρωχα βυζιά σας σαν παιδί δικό σας, ευλογημένο // Από τότε, ποτέ θεές μου που αντιμάχεστε, εγώ δεν θα σάς εγκατέλειπα. Από τήν εποχή αυτή, τί σχέδια ενεργητικά, πόση συμπάθεια που νόμιζα ότι τήν είχα πια χαράξει ανεξίτηλα επάνω στις σελίδες τής καρδιάς μου σαν να ‘τανε γραμμένη σε επιτύμβιο από μάρμαρο, δεν έσβησαν σιγά, και πόσο σιγανά δεν τίς κατάργησε η απογοητευμένη λογική μου. Οι διαμορφωμένες σας γραμμές σβήνουν σαν τήν καινούργια αυγή που ανατέλλει όλες εκείνες τίς σκιές τής νύχτας. Από αυτήν τήν εποχή αντίκρυσα τόν θάνατο που πρόθεσή του διά γυμνού οφθαλμού ορώμενη είναι να επανδρώνει τάφους, να αλώνει τά πεδία τών μαχών, να τρέφεται με αίμα ανθρώπινο και να βοηθάει τ’ άνθη τού πρωινού να ξεφυτρώσουν πάνω σε κόκκαλα μακάβρια // Από αυτήν τήν εποχή ήμουν παρών σε κάθε επανάσταση τής υδρογείου μας· οι σεισμοί και η καυτή λάβα τών ηφαιστείων, τής ερήμου οι ανεμοθύελλες και τά ναυάγια στην καταιγίδα είχανε θεατή τήν παρουσία μου, απαθή // Από αυτήν τήν εποχή είδα ανθρώπινες γενιές ατέλειωτες κάθε πρωί να υψώνουνε φτερά και μάτια προς τό διάστημα μ’ όλη τήν απειρία τού εντόμου που χαιρετάει τήν τελευταία του μεταμόρφωση ώς να πεθάνει πριν τή δύση //
Μα εσείς, εσείς μένετε πάντα οι ίδιες.
Καμιά αλλαγή ούτε αέρας δεν αγγίζει τά βράχια τά απότομα και τίς απέραντες κοιλάδες τής ταυτότητάς σας // Τό πέρας τών αιώνων θ’ αντικρύσει όρθιους ακόμη επάνω στα ερείπια τού χρόνου τούς καβαλιστικούς σας αριθμούς, τίς εξισώσεις τίς λακωνικές, και τίς ολόγλυφες γραμμές σας αραγμένες στη εκδικητική δεξιά τού Παντοδύναμου τήν ώρα που τ’ αστέρια θα βυθίζονται απελπισμένα και σαν σίφουνες, προς τήν αιωνιότητα μιας νύχτας τρομερής και παγκόσμιας· όταν τό γένος τών ανθρώπων θα λογαριάζει μ’ έναν μορφασμό ποιοί οι λογαριασμοί του για τήν Παρουσία τήν δεύτερη και τελευταία.
Ευχαριστώ για τίς άπειρες υπηρεσίες που μού προσφέρατε // Δίχως εσάς στην πάλη μου ενάντια στον άνθρωπο θα είχα ίσως νικηθεί // Μού χαρίσατε εκείνην τήν ψυχρότητα τών θείων συλλήψεων που είναι απαλλαγμένη από τά πάθη… // Τίς χρησιμοποίησα για να εξοντώσω τίς ολέθριες πανουργίες τού θανάσιμου εχθρού μου, για να τού αντεπιτεθώ επιδέξια και να καρφώσω στα σπλάχνα τού ανθρώπου τό κοφτερό μαχαίρι που θα μείνει για πάντα βυθισμένο στο σώμα του· γιατί απ’ αυτήν τήν πληγή δεν θα συνέλθη.
Μού δώσατε τή λογική, τήν πεμπτουσία τών σοφών σας διδαγμάτων· και με εκείνους τούς συλλογισμούς ο πολύπλοκος λαβύρινθος κατανοήθηκε κι ένιωσε η σκέψη μου να διπλασιάζονται οι τολμηρές της δυνάμεις.
Μ’ αυτές τίς τρομερές βοήθειες ανακάλυψα στην ανθρωπότητα, καθώς βυθίστηκα στα βάθη κι έφτασα ώς τούς ύφαλους τού μίσους, τήν κακία μαύρη κι απαίσια να σαπίζει και να ομφαλοσκοπεί περιβλημένη τά φθοροποιά της μιάσματα // δανείστηκα τό όπλο σας τό βουτηγμένο στο δηλητήριο κι αποκαθήλωσα από τό βάθρο που τού έχτισε η ανθρώπινη ανανδρία τόν ίδιο τόν δημιουργό. Έτριξε τά δόντια…
Ω άγια μαθηματικά, ας ήτανε με τήν αιώνια συναναστροφή σας να γινόταν να παρηγορήσετε τίς μέρες που μού απομένουν από τήν κακία τού ανθρώπου και από τήν αδικία τού Μεγάλου Παντός…
(Isidore Lucien Ducasse, 4 Απριλίου 1846 - 24 Νοεμβρίου 1870), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν,
Μετάφραση : Σταύρου Καρακάση , Ανθολογία γαλλικής ποιητικής πρόζας 1753 – 1929 , επιμέλεια : Ιάσων Δεπούντης, Δίφρος 1967.
Όλες οι αντιδράσεις

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Lautréamont - Μαλντορόρ

 Γέροντα ωκεανέ, καθόλου απίθανο να κρύβεις μέσα σου μελλοντικά οφέλη για τον άνθρωπο. Του έχεις ήδη χαρίσει τη φάλαινα. Δεν επιτρέπεις εύκολα στ' άπληστα μάτια των φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια δυο μυστικά της εσωτερικής σου οργάνωσης -είσαι σεμνός. Ενώ ο άνθρωπος κομπάζει διαρκώς, και μάλιστα γι' ασημαντότητες.

[Μαλντορόρ, Λωτρεαμόν, Μτφρ.: Στρατής Πασχάλης

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Lautréamont - Δεύτερο άσμα (απόσπασμα)

 Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη. Ωστόσο, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνος. Χρειαζότανε κάποιος που να εγκρίνει το χαρακτήρα μου. Χρειαζότανε κάποιος που να έχει τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα. Ήταν πρωί - ο ήλιος σηκώθηκε στον ορίζοντα, μ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και να που ορθώνεται μαζί του εμπρός στα μάτια μου ένας νεαρός, που η παρουσία του γεννούσε στο διάβα του λουλούδια. Με πλησίασε, κι απλώνοντας μου το χέρι: «Ήρθα α εσένα, εσένα, που με ψάχνεις. Ας ευλογήσουμε την ευτυχισμένη τούτη μέρα». Αλλά εγώ: «Φύγε - εγώ δεν σε κάλεσα - δεν έχω ανάγκη τη φιλία σου...». Ήταν βράδυ - η νύχτα άρχιζε ν’ απλώνει τη μελανότητα του πέπλου της πάνω στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και τη διέκρινα, άπλωνε κι εκείνη πάνω μου τη μαγική της επιρροή, και με κοίταζε με συμπόνια – παρ’ όλα αυτά, δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Είπα: «Έλα κοντά μου, θέλω να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών δεν είναι τόσο δυνατό, για να τα φωτίσει σ' αυτή την απόσταση». Τότε, με βάδισμα συνεσταλμένο και με μάτια χαμηλωμένα, πάτησε το γρασίδι, πλησιάζοντας προς το μέρος μου. Μόλις την είδα: «Βλέπω ότι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη έχουν την κατοικία τους μες στην καρδιά σου, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Τώρα, θαυμάζεις την ομορφιά μου, που έχει αναστατώσει πολλές γυναίκες, όμως, αργά ή γρήγορα, θα μετανιώσεις που μου αφιέρωσες τον έρωτα σου, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Όχι πως θα σου είμαι άπιστος ποτέ - σ' εκείνη που μου δίνεται με τόση ανεμελιά κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση εμπιστοσύνη κι ανεμελιά τής δίνομαι κι εγώ – βάλ’ το καλά, όμως, στο νου σου, και μην το λησμονάς: οι λύκοι και τ' αρνιά δεν ανταλλάσσουν βλέμματα γλυκύτητας». Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση! τι χρειαζόμουνα, δεν κατάφερνα να το πω. Δεν είχα συνηθίσει ακόμη να υποβάλλω σε ακριβή ανάλυση τα φαινόμενα του μυαλού μου χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που προτείνει η φιλοσοφία. Κάθισα σ' ένα βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Ένα καράβι μόλις είχε ανοίξει όλα του τα πανιά για να μακρύνει απ' αυτά τα μέρη. Ένα ανεπαίσθητο σημάδι είχε φανερωθεί στον ορίζοντα, και πλησίαζε σιγά σιγά, σπρωγμένο από τη ριπή του ανέμου, μεγαλώνοντας με ταχύτητα. Η θύελλα όπου να 'ναι θα ξεκινούσε τις επιθέσεις της, και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε, μια μαυρίλα όσο αποκρουστική και η καρδιά του ανθρώπου. Το καράβι, που ήταν ένα μεγάλο πολεμικό σκάφος, μόλις είχε ρίξει όλες του τις άγκυρες, για να μη σαρωθεί στα βράχια της ακτής. Ο άνεμος σφύριζε με μανία από τα τέσσερα κύρια σημεία και λιάνιζε τα πανιά. Οι κεραυνοί βροντούσαν με αστραπές, μη μπορώντας να ξεπεράσουν τον ήχο των θρήνων που απλώνονταν στο σπίτι χωρίς θεμέλια, τάφος μετακινούμενος. Ο κλυδωνισμός των υδάτινων αυτών μαζών δεν κατόρθωνε να σπάσει τις αλυσίδες στις άγκυρες. Οι δονήσεις τους, όμως, είχανε μισανοίξει ένα δρόμο για το νερό, στα πλευρά του πλοίου. Ρωγμή πελώρια, αφού, οι αντλίες δεν επαρκούν για ν' αποβάλλουν οι όγκοι υδάτινης άρμης που έρχονται, αφρίζοντας, να σωριαστούν στη γέφυρα, σαν βουνά. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Όποιος δεν έχει δει σκάφος να βουλιάζει στη μέση της λαίλαπας, με διαλείψεις αστραπών και απύθμενου σκότους, ενώ όσοι είναι μέσα του κυριεύονται από εκείνη τη γνώριμη σας απελπισία, αυτός δεν έχει ιδέα από τα πλήγματα της ζωής. Εντέλει, ξεφεύγει μια οικουμενική κραυγή οδύνης απ' τα πλευρά του σκάφους, ενώ η θάλασσα πολλαπλασιάζει τις τρομερές της επιθέσεις. Είναι η κραυγή που βγαίνει από την εγκατάλειψη των δυνάμεων του ανθρώπου. Καθένας τυλίγεται σ' ένα μανδύα παραίτησης και παραδίδει τη μοίρα του στα χέρια του Θεού. Συνωστισμός αγέλης προβάτων. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Έβαλαν τις αντλίες να δουλεύουνε όλη μέρα. Προσπάθειες περιττές. Η νύχτα ήρθε, πυκνή, αμείλικτη, για να οδηγήσει στο απόγειο αυτό το θέαμα το αφιλοκερδές. Οι πάντες σκέφτονται πως μόλις βρεθούν στο νερό, δεν θα μπορούν ν' ανασάνουν, αφού, όσο παλιά κι αν ανατρέξουν στη μνήμη τους, κανένα ψάρι δεν αναγνωρίζουν ως πρόγονο, αλλά πασχίζουν να κρατήσουνε την ανάσα τους όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να παρατείνουνε τη ζωή τους για δύο ή τρία δευτερόλεπτα - μια ειρωνεία εκδικητική που έχει αποδέκτη το θάνατο. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Δεν ξέρουν ότι το σκάφος, καθώς βυθίζεται, προκαλεί φουσκοθαλασσιές σε ισχυρή περιέλιξη γύρω απ' τον εαυτό τους, ότι η αναβράζουσα ιλύς έχει αναμειχθεί με τα τρικυμιώδη νερά, κι ότι μια δύναμη που έρχεται από πάνω, αντιπερισπασμός της θύελλας που ασκεί ψηλά τα ολέθρια έργα της, υποβάλλει το στοιχείο σε κινήσεις απότομες και νευρικές. Έτσι, παρ' όλο το απόθεμα ψυχραιμίας που συλλέγει εκ των προτέρων, αυτός που του μέλλεται να πνιγεί, αφού το σκεφτεί ευρύτερα, θα πρέπει να νιώθει ευτυχής, αν παρατείνει τη ζωή του, στις δίνες της αβύσσου, στο μισό μιας κανονικής ανάσας, για να είμαστε γενναιόδωροι. Άρα θα του είναι αδύνατο ν' αψηφήσει το θάνατο, ό,τι ποθεί πάνω απ' όλα. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Αυτό είναι λάθος. Δεν ρίχνει πια κανονιοβολισμούς, δεν βουλιάζει. Το τσόφλι του καρυδιού καταποντίστηκε τελείως. Ω ουρανέ! Πώς γίνεται να ζει κανείς, άμα δοκιμάσει τόσες ηδονές! Μόλις πριν λίγο μου έτυχε να γίνω μάρτυρας στο ψυχορράγημα πάμπολλων συνανθρώπων μου. Λεπτό προς λεπτό, παρακολουθούσα τις περιπέτειες της αγωνίας τους. Ενίοτε, το μουγκρητό κάποιας γερόντισσας, τρελής από φόβο, είχε τα πρωτεία στο πανηγύρι. Ενίοτε, το σκούξιμο ενός βρέφους στο βυζί δεν άφηνε ν' ακουστούν οι κατευθυντήριες εντολές. Το σκάφος ήταν πάρα πολύ μακριά για να μπορώ ν' αντιλαμβάνομαι ευκρινώς τις οιμωγές που μου έφερνε η ριπή του ανέμου, μα το πλησίαζα ηθελημένα, κι η οπτική παραίσθηση γινόταν πλήρης. Κάθε τέταρτο της ώρας όταν ένα φύσημα του αέρα, πιο δυνατό απ' τ' άλλα, κάνοντας ν' ακούγονται πένθιμα οι ήχοι του μέσα από την κραυγή των τρομαγμένων θαλασσοβατών, εξάρθρωνε το καράβι μ' ένα τρίξιμο καθ' όλο το μήκος του, αυξάνοντας τους θρήνους εκείνων που επρόκειτο να προσφερθούν σαν ολοκαύτωμα στο θάνατο, βύθιζα εγώ στο μάγουλο μου τη μυτερή αιχμή ενός σίδερου και σκεφτόμουνα μυστικά: «Υποφέρουνε πιο πολύ!» Είχα, τουλάχιστον, έτσι, ένα μέτρο σύγκρισης. Από την όχθη, τους απευθυνόμουν με λεκτικές αποστροφές, εξακοντίζοντας κατάρες και φοβέρες. Μου φαινόταν ότι με άκουγαν! Μου φαινόταν ότι το μίσος μου και τα λόγια μου, υπερπηδώντας την απόσταση, εξουδετέρωναν τους φυσικούς νόμους του ήχου, κι έφταναν, διακριτές, στ' αυτιά τους, που τα ξεκούφαιναν οι βρυχηθμοί του θυμωμένου ωκεανού! Μου φαινόταν ότι μάλλον εμένα σκέφτονταν, κι εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους με αδύναμη λύσσα! Από καιρού εις καιρόν, έστρεφα τα μάτια μου προς τις πόλεις, κοιμισμένες πάνω στην ακλόνητη γη, και, βλέποντας ότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι κάποιο σκάφος επρόκειτο να βυθιστεί, μερικά μίλια από την ακτή, στεφανωμένο μ' αρπακτικά πτηνά και πατώντας σε βάθρο από πεινασμένους υδάτινους γίγαντες, αναθαρρούσα, και η ελπίδα μου ξαναγύριζε - λοιπόν, ήμουνα βέβαιος για την απώλεια τους! Δεν μπορούσανε να ξεφύγουν! Για επιπλέον προφύλαξη, πήγα και βρήκα το δίκαννο μου, ώστε, αν κάποιος ναυαγός προσπαθούσε να φτάσει στα βράχια κολυμπώντας, για ν' αποφύγει τον επικείμενο θάνατο, μια σφαίρα στον ώμο να του συνέθλιβε το χέρι και να τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει το σχέδιο του. Την αγριότερη στιγμή της θύελλας, είδα, να ξεχωρίζει κολυμπώντας στα νερά, μ' απέλπιδες προσπάθειες, ένα κεφάλι αεικίνητο, με τα μαλλιά του σηκωμένα. Κατάπινε λίτρα νερού, και βυθιζότανε στην άβυσσο, κλυδωνιζόμενο σαν φελλός. Σύντομα, όμως, εμφανιζόταν και πάλι, με τα μαλλιά του να τρέχουνε κρουνηδόν, και, καρφώνοντας το βλέμμα στην ακτή, λες και περιφρονούσε το θάνατο. Ήταν αξιοθαύμαστα ψύχραιμος. Μια μεγάλη αιμορροούσα πληγή, απ' την αιχμή κάποιου κρυμμένου ύφαλου, σημάδευε το ατρόμητο κι ευγενικό πρόσωπο του. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκάξι ετών, αφού, μέσα απ' τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα, μόλις και διακρινόταν ο ίουλος του ροδάκινου πάνω απ' το χείλος του. Και τώρα δεν απείχε πάνω από διακόσια μέτρα απ' την απόκρημνη ακτή, κι εγώ τον διέκρινα χωρίς δυσκολία. Τι θάρρος! Τι πνεύμα ακατάβλητο! Πόσο η σταθερότητα της κεφαλής του έμοιαζε ν' αψηφά το πεπρωμένο, σχίζοντας σθεναρά το κύμα, που οι αυλακιές του ανοίγονταν δύσκολα εμπρός του!... Το είχα εκ των προτέρων αποφασίσει. Το χρωστούσα σ' εμένα τον ίδιο να κρατήσω την υπόσχεση μου: η ύστατη ώρα είχε σημάνει για όλους, κανείς δεν έπρεπε να της ξεφύγει. Ήταν η απόφαση μου, τίποτα δεν θα την άλλαζε... Ακούστηκε ένας ξερός κρότος και το κεφάλι αμέσως βυθίστηκε, για να μην ξαναφανεί. Δεν άντλησα απ' αυτόν το φόνο όση ευχαρίστηση θα νόμιζε κανείς, κι αυτό, γιατί ακριβώς είχα χορτάσει να σκοτώνω πάντα, έτσι ώστε να το κάνω εφεξής μόνο από απλή συνήθεια, που δεν μπορείς να την ξεπεράσεις, αλλά και που δεν σου προσφέρει πάρεξ αμυδρή ευχαρίστηση. Η αίσθηση είχε αμβλυνθεί, σκληρύνει. Ποια ηδονή να νιώσω από το θάνατο ενός ανθρώπινου όντος, όταν υπάρχουν πάνω από εκατό άλλα, που θα μου προσφέρονταν, ως θέαμα, στην έσχατη πάλη τους με τα κύματα, μόλις το καράβι καταποντιζόταν; Σε αυτόν το θάνατο, δεν είχα καν το θέλγητρο του κινδύνου, γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη, λικνισμένη από τη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας, κοιμόταν μέσα στα σπίτια, μερικά βήματα από εμένα. Σήμερα που τα χρόνια βαραίνουν στο σώμα μου, το λέω με ειλικρίνεια, σαν μια υπέρτατη και πανηγυρική αλήθεια: δεν ήμουν όσο απάνθρωπος είπανε οι άνθρωποι πως ήμουν. Κάποιες φορές, όμως, η κακότητά τους ασκούσε τα επίμονα ολέθρια έργα της για χρόνια ο μανία μου, δεν ήξερα πια ναν παροξυσμοί σκληρότητας και γινόμουνα τρομερός για όποιον πλησίαζε το βλοσυρό μου βλέμμα, κυρίως αν ανήκε στη ράτσα μου. Αν επρόκειτο γι’ άλογο ή για σκύλο, το άφηνα να περάσει: το ακούσατε αυτό που σας είπα; Δυστυχώς, τη νύχτα εκείνης της θύελλας, βρισκόμουν μέσα σ' έναν τέτοιο παροξυσμό, η λογική μου είχε κάνει φτερά (αφού, συνήθως, ήμουν το ίδιο στυγνός, αλλά πιο φρόνιμος) - και το καθετί που θα ‘πεφτε, αυτή τη φορά, στα χέρια μου, έπρεπε να αφανιστεί - δεν προτιθεμαι να ζητήσω συγγνώμη για τα παραπτώματα μου. Το λάθος δεν είναι όλο των ομοίων μου. Το μόνο που κάνω είναι να διαπιστώνω αυτό που συμβαίνει, περιμένοντας την έσχατη κρίση που με κάνει να ξύνω τον αυχένα μου εκ των προτέρων... Σκασίλα μου για την έσχατη κρίση! Η λογική μου δεν κάνει ποτέ φτερά, όπως σας έλεγα για να σας παραπλανήσω. Κι όταν διαπράττω ένα έγκλημα, ξέρω τι κάνω: δεν ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό! Όρθιος σ' ένα βράχο, ενώ η λαίλαπα μαστίγωνε τα μαλλιά και το πανωφόρι μου, παραφύλαγα εκστατικός αυτή τη δύναμη της θύελλας, να ξεσπάει σ' ένα καράβι, κάτω από έναν ουρανό χωρίς άστρα. Παρακολούθησα, με στάση θριαμβική, όλες τις περιπέτειες αυτού του δράματος, από τη στιγμή που το σκάφος αμόλησε τις άγκυρες του, ως τη στιγμή που καταδύθηκε, μοιραίο ένδυμα που παρέσυρε, στα σπλάχνα της θάλασσας, όσους το είχαν φορέσει σαν πανωφόρι. Αλλά, η ώρα πλησίαζε, που επρόκειτο, κι εγώ, να εμπλακώ σαν ηθοποιός σε αυτές τις σκηνές της ανάστατης φύσης. Όταν η θέση όπου το σκάφος είχε αντισταθεί μαχόμενο έδειξε καθαρά ότι θα περνούσε το υπόλοιπο των ημερών του στο ισόγειο της θαλάσσης, τότε, όσοι είχαν παρασυρθεί από τα κύματα, εμφανίστηκαν μερικώς και πάλι στην επιφάνεια. Κρατούσε ο ένας τον άλλον από τη μέση, δυο δυο, τρεις τρεις - ήταν ο τρόπος για να μη σώσουνε τις ζωές τους - γιατί, οι κινήσεις τους γίνονταν δύσκολες, και πήγαιναν στον πάτο σαν τρύπια κανάτια... Ποιος είναι αυτός εκεί ο στρατός των θαλασσίων τεράτων που σχίζει τα κύματα με ταχύτητα; Είναι έξι, τα πτερύγια τους είναι σφριγηλά, κι ανοίγουν δρόμο, μέσα από τα πανύψηλα κύματα. Απ' όλα τ' ανθρώπινα όντα, που αναδεύουν τα τέσσερα μέλη τους μέσα σε αυτή την ήπειρο την ελάχιστα στέρεη, οι καρχαρίες μετά από λίγο φτιάχνουνε ομελέτα χωρίς αυγά και τη μοιράζονται κατά το νόμο του ισχυρότερου. Το αίμα σμίγει με τα νερά και τα νερά σμίγουνε με το αίμα. Τα θηριώδη μάτια τους φωτίζουν επαρκώς τη σκηνή της σφαγής... Αλλά τι να 'ναι πάλι αυτός ο σάλος των υδάτων, κάτω εκεί, στον ορίζοντα; Θα 'λεγες ένας σίφουνας που ζυγώνει. Τι τράβηγμα κουπιών! Το βλέπω τι είναι. Ένας πελώριος θηλυκός καρχαρίας έρχεται να λάβει μέρος απ' το πατέ συκωτιού χήνας και να φάει κρύο βραστό. Είναι έξαλλη, γιατί έρχεται πειναλέα. Μια πάλη αρχίζει ανάμεσα σ' εκείνη και τους καρχαρίες, ερίζοντας για τα ελάχιστα σπαρταριστά μέλη που επιπλέουν εδώ κι εκεί άλαλα, στην επιφάνεια της ερυθρής κρέμας. Στα δεξιά, στ' αριστερά της, ρίχνει δαγκωματιές που γεννάνε πληγές θανάσιμες. Τρεις, όμως, καρχαρίες ζωντανοί την κυκλώνουν ακόμη, κι είναι υποχρεωμένη να γυρνάει σ' όλες τις κατευθύνσεις, για να χαλάει τους ελιγμούς τους. Με αυξανόμενη συγκίνηση, άγνωστη ως τώρα, ο θεατής, στητός στην όχθη, παρακολουθεί αυτή τη ναυμαχία νέου τύπου. Έχει τα μάτια καρφωμένα σ' αυτόν το θαρραλέο θηλυκό καρχαρία, με τα τόσο δυνατά δόντια. Χωρίς πια να διστάζει, στηρίζει τ' όπλο του στον ώμο, κι επιδέξια ως συνήθως, χώνει τη δεύτερη του σφαίρα στα βράγχια ενός από τους καρχαρίες, την ώρα που είχε ξεμυτίσει πάνω από ένα κύμα. Μένουνε δύο καρχαρίες που ακόμα μεγαλύτερη μανία μαρτυρούν. Ψηλά απ' το βράχο, ο άνθρωπος με το υφάλμυρο σάλιο, πέφτει στη θάλασσα και κολυμπάει προς τον εξαίσια χρωματισμένο τάπητα, έχοντας ανά χείρας το ατσάλινο μαχαίρι που δεν το εγκαταλείπει ποτέ. Στο εξής, ο κάθε καρχαρίας θα 'χει δοσοληψίες μ' έναν μόνο εχθρό. Προχωρεί προς τον κουρασμένο καρχαρία και, μ' όλο του το πάσο, του βυθίζει μες στην κοιλιά το κοφτερό λεπίδι. Το κινητό προπύργιο απαλλάσσεται εύκολα απ' τον τελευταίο αντίπαλο... Βρίσκονται ενώπιος ενωπίω ο κολυμβητής και ο θηλυκός καρχαρίας, που έσωσε. Κοιτάζονται στα μάτια για μερικά λεπτά, ανακαλύπτοντας έκπληκτοι την ίδια θηριωδία ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γυρίζουνε γύρω τριγύρω, δεν σταματάνε ν' ανταλλάσσουνε ματιές, και λένε ο καθένας από μέσα του: «Ως τώρα έκανα λάθος - νά που υπάρχει κι ένας πιο μοχθηρός». Τότε, από συμφώνου, υποβρυχίως, ο ένας προς τον άλλο γλίστρησε, με αμοιβαίο θαυμασμό, ο θηλυκός καρχαρίας παραμερίζοντας το νερό με τα πτερύγια του, ο Μαλντορόρ χτυπώντας το κύμα με τα χέρια του -και κράτησαν την ανάσα τους, με βαθύ σέβας, καθένας τους επιθυμώντας ν' ατενίσει, για πρώτη φορά, το ζωντανό πορτρέτο του. Φτάνοντας στα τρία μέτρα απόσταση, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, έπεσαν απότομα ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εραστές, και αγκαλιάστηκαν μ' αξιοπρέπεια κι ευγνωμοσύνη, σ' ένα σφίξιμο τόσο τρυφερό σαν αδελφός και αδελφή. Ο σαρκικός πόθος επακολούθησε αμέσως μετά απ' αυτή την επίδειξη φιλίας. Δύο νευρώδεις μηροί κόλλησαν γερά στο γλοιώδες πετσί του τέρατος, σαν δυο βδέλλες, και τα μπράτσα και τα πτερύγια πλεγμένα γύρω απ' το κορμί του αντικειμένου της αγάπης το περιέβαλαν ερωτικά, καθώς οι λαιμοί και τα στήθη τους μετά από λίγο ήταν μόνο μια γλαυκή μάζα από αναθυμιάσεις του φύκους - στη μέση της θύελλας που συνέχιζε να μαίνεται - στη λάμψη των αστραπών - έχοντας για κλίνη του υμεναίου το αφρώδες κύμα, αρπαγμένοι από ένα υποθαλάσσιο ρεύμα σαν σε λίκνο, και κυλώντας, περιστρεφόμενοι, προς τ' άγνωστα βάθη της αβύσσου, ενώθηκαν σ' ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές!... Εντέλει, μόλις είχα βρει κάποιον που να μου μοιάζει!... Στο εξής, δεν θα 'μουν πια μόνος μες στη ζωή!... Εκείνη είχε τις ίδιες ιδέες μ' εμένα!... Ήμουν απέναντι στην πρώτη μου αγάπη!

Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ, μετάφραση Στρατής Πασχάλης, Αθήνα: 2011 σ. 121-132.

Πηγή: https://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/xeni/lotreamon3.htm

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Lautréamont-[απόσπασμα]

 Οι ταραχές, οι αγωνίες, οι διαστροφές, ο θάνατος, οι εξαιρέσεις στη φυσική ή στην ηθική τάξη, το πνεύμα της άρνησης, οι αποχτηνώσεις, οι παρακρούσεις που τις υπηρετεί η θέληση, τα βάσανα, η καταστροφή, η ανατροπή, τα δάκρυα, οι απληστίες, οι υποταγές, οι διαβρωτικές φαντασίες, τα μυθιστορήματα, το απροσδόκητο, το απαγορευμένο, οι χημικές ιδιορρυθμίες του μυστηριώδη γύπα που παραμονεύει το ψοφίμι μιας πεθαμένης αυταπάτης, οι πρόωρες και αποτυχημένες εμπειρίες, τα σκοτάδια με κέλυφος κοριού, η τρομερή μονομανία του εγωισμού, το μπόλιασμα της βαθιάς νάρκωσης, οι επικήδειοι, οι επιθυμίες, οι προδοσίες, οι τυραννίες, οι ασέβειες, οι ταραχές, οι οξύτητες, οι επιθετικές βρισιές, η παραφροσύνη, η πλήξη, οι δικαιολογημένοι τρόμοι, οι μορφασμοί, οι νευρώσεις, τα ματοβαμμένα εργαλεία που μ' αυτά οδηγούμε τη λογική σε απόγνωση, οι υπερβολές, η έλλειψη ειλικρίνειας, η ανία, οι ευτέλειες, οι μαυρίλες, τα πένθη, τα γεννητούρια που 'ναι χειρότερα κι απο δολοφονίες, τα πάθη, η κλίκα των μυθιστοριογράφων του κακουργιοδικείου, οι τραγωδίες, οι ωδές, τα μελοδράματα, οι ακρότητες που εμφανίζονται αδιάκοπα, η λογική που την αποδοκιμάζουν ατιμώρητα, οι δυσωδίες της δειλίας, οι αηδίες, οι βάτραχοι, οι πολύποδες, οι καρχαρίες, ο σιμούν των ερήμων, οι νυχτοβάτης, θολός, νυχτόβιος, ναρκωτικός, υπνοβάτης, γλοιώδης, ομιλούσα φώκια, διφορούμενος, φθισικός, σπασμωδικός, αφροδισιακός, αναιμικός, μονόφθαλμος, ερμαφρόδιτος, μπάσταρδος, αλμπίνος, παιδεραστής, φαινόμενο του ενυδρείου και γυναίκα με γένια, οι μεθυσμένες ώρες της σιωπηλής αποθάρρυνσης, οι παραλογισμοί, οι δριμύτητες, τα τέρατα, οι εξαχρειωτικοί συλλογισμοί, οι αισχρολογίες, αυτός που δεν σκέφτεται σαν παιδί, η ερήμωση, αυτό το διανοητικό δέντρο του θανάτου, οι αρωματισμένοι καρκίνοι, τα σκέλια με καμέλιες, η ενοχή ενός συγγραφές που περιπλανιέται στην πλαγιά του τίποτα και περιφρονεί τον εαυτό του με χαρούμενες κραυγές, οι τύψεις, οι υποκρισίες, οι αόριστες προσδοκίες που σας συνθλίβουν στ' αδιόρατα γρανάζια τους, οι χοντρές φτυσιές στα ιερά αξιώματα, το σαράκι και τα υπαινικτικά του γαργαλητά, οι τρελοί πρόλογοι, σαν τους προλόγους του Κρόμγουελ, της δεσποινίδας ντε Μωπάν και του Δουμά υιού, τα γερατειά, οι ανημπόριες, οι βλαστήμιες, οι ασφυξίες, οι δύσπνοιες, οι λύσσες - μπροστά σ' αυτα βρόμικα οστεοφυλάκια, που ντρέπομαι να τα ονομάζω, είναι καιρός ν' αντιδράσουμε επιτέλους ενάντια σ' ό,τι μας δυσαρεστεί και μας λυγίζει τόσο βίαια.

Το πνεύμα σας παρασύρεται αδιάκοπα έξω απ' τα νερά του και πιάνεται στην ερεβώδη παγίδα που άτεχνα του στήνουνε ο εγωισμός κι η φιλαυτία.


Isidore Lucien Ducasse (1846-1870)
Κόμης Λωτρεαμόν
Ποίηματα (εκλογή)
Μτφρ. Αντώνης Φωστιέρης

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Lautreamont-(αποσπάσματα)

Από το πρώτο άσμα

ΙΙΙ


Γερό -Ωκεανέ με τα κρυστάλλινά σου κύματα, μοιάζεις, κρατώντας τις αναλογίες,
μ' εκείνες τις γαλαζωπές ραβδώσεις όπου θωρεί κανείς να 'χουν οι ναυτικοί στην
πληγιασμένη τους τη ράχη. Μια τεράστια απεραντοσύνη είσαι απλωμένη πάνω στο
κορμί της γης. Στο πρώτο σου τ' αντίκρισμα, ένας σιγανός λυπητερός αέρας, που θα
τον έλεγε άλλος ψιθυρητό της σάρκας σου της απολαυστικής, περνάει αφήνοντας
αχνάρια άσβηστα μες στη συγκλονισμένη ως τα κατάβαθα ψυχή και ξυπνάει στη θύμηση
κεινών που σ' αγαπάνε, τα τραχιά ξεκινήματα τ' ανθρώπου, τότες που πρωτόνιωσε τον
πόνο, τον πόνο που πια δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ! Σε χαιρετώ, Γερο -Ωκεανέ!

Γερο -Ωκεανέ, η σφαιρική και αρμονική μορφή σου που δίνει κάτι το χαρούμενο στη
σοβαρή όψη της γεωμετρίας, μου θυμίζει με το παραπάνω τα ματάκια του ανθρώπου
τα σμικρά και στρογγυλούτσικα σαν τ' αγριόχοιρου και καθαρογραμμένα σ' όλο τους το
γύρο σαν των πουλιών της νύχτας. Ο άνθρωπος ωστόσο πίστεψε σ' όλους τους καιρούς
πως είναι ωραίος. Εγώ λέω μάλλον ότι πίστεψε στην ομορφιά του από εγωισμό και
φιλαυτία ενώ πραγματικά δεν είναι διόλου ωραίος και το ξέρει. Αλλιώς πώς γίνεται
να κοιτάει τον όμοιό του με τόση καταφρόνια; Σε χαιρετώ, Γερο -Ωκεανέ!

Ποιος θα νιώσει γιατί, δυο ερωτευμένοι που την παραμονή ακόμα λατρεύονταν,
παρεξηγημένοι για μια λέξη μονάχα, παίρνουν των ομματιών τους και τραβάνε
άλλος σ' ανατολή κι άλλος σε δύση, κεντρισμένοι από το μίσος, την εκδίκηση,
τον έρωτα και την τύψη -και δεν ξανασμίγουν ποτέ, καθένας τυλιγμένος στην
περήφανη μοναξιά του; Είναι ένα θαύμα που το βλέπεις ν' ανανεώνεται κάθε μέρα
και που δεν είναι για τούτο λιγότερο αξιοθαύμαστο. Ποιος θα νιώσει γιατί απολαμβάνουμε
όχι μόνο γενικά τις συμφορές των ομοίων μας αλλ' ακόμη και τις συμφορές των
φίλων μας των πιο αγαπητών, ενώ την ίδια στιγμή παριστάνουμε τον θλιμμένο; Αχ, έχει
να κάνει δρόμο πολύν ακόμα η ψυχολογία μας για να μπορέσουμε να πούμε ότι σημείωσε
κάποια πρόοδο. Σε χαιρετώ, Γερο -Ωκεανέ!

... κείνο το αιώνιο μουγκρητό που οι άνθρωποι το τρέμουν ακόμα κι όταν μ' ασφάλεια
σ' ατενίζουνε από την ακρογιαλιά, τότε ναι, το βλέπω κι εγώ, πως δε μου ανήκει το
υπέρτατο δικαίωμα να ονομαστώ ισότιμός σου. Γι' αυτό και μπροστά στην υπεροχή σου,
θα ήμουν πρόθυμος να σου προσφέρω την αγάπη μου όλη (και κανείς δε μπορεί να
φαντασθεί τι περισσήν αγάπη κλείνουν οι λαχτάρες μου για Ομορφιά) εάν εσύ δε μ'
έκανες -και με τι πόνο- να συλλογίζομαι τους συνανθρώπους μου που αποτελούν στο
πλάγι σου την πιο ειρωνική, την πιο κωμική αντίθεση που μπορεί ποτέ κανείς να
απαντήσει σε ολάκερη τη δημιουργία. Όχι, δε μπορώ να σ' αγαπώ, σε σιχαίνομαι!


Από το τέταρτο άσμα
Ι


... Συχνά θα μου τύχει να εκφράσω με πολύ επίσημος ύφος τα πιο αστεία και κωμικά
πράγματα... δε βρίσκω πως αυτός είναι λόγος αρκετός για να χαράξει έστω και για λίγο
το χείλι σας. Θα μου πείτε: μα είναι δυνατόν να εμποδίσω τον εαυτό μου να γελάσει;
Όχι βέβαια, σύμφωνοι, όμως κάθε φορά που παρουσιάζεται μια τέτοια περίπτωση, ας
είναι το γέλιο σας κάπως μελαγχολικό. Δηλαδή να γελάτε αλλά την ίδια στιγμή να κλαίτε
κιόλας. Κι αν σας είναι αδύνατον να κλάψετε με τα μάτια, δοκιμάστε να κλάψετε με το
στόμα. Κι αν μήτε αυτό δε γίνεται, δοκιμάστε να ουρήσετε. Πάντως, ένα οποιοδήποτε
υγρό, σας προειδοποιώ, είναι απαραίτητο σε μια τέτοια περίπτωση, έτσι ώστε ν' απαλύνει
κάπως τη στέγνια που αφήνει το γέλιο καθώς σπάει και τραβάει προς τα πίσω τις γραμμές
των χειλιών πάνω στο πρόσωπο. όσο για μένα, δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψω να με
κάνουνε άνω -κάτω αυτά τα ψευτοκακαρίσματα και τα βλακομουκανήματα του ενός και
του αλλουνού που όλο και βρίσκουνε αφορμή κάτι να πουν όταν βρεθούν μπροστά σ' έναν
χαρακτήρα κάπως διαφορετικό από τον δικό τους, μόνο και μόνο επειδή αυτός αποτελεί
μιαν απ' τις άπειρες παραλλαγές που θέλησε ο Θεός, χωρίς ποτέ του ν' απομακρυνθεί
από έναν πρωταρχικό τύπο, να πλάσει, ώστε να στήσει κάπου τις οστεώδεις τους
κορμοστασιές.


...Το γέλιο, η αμαρτία, η περηφάνια, η τρέλα, όλα θα παρελάσουνε με τη σειρά τους από
την άκρα ευαισθησία ως τον έρωτα της δικαιοσύνης που με χαρακτηρίζουν και θ' αποτελέσουν
ένα υπόδειγμα μπροστά στα μάτια της έκπληκτης ανθρωπότητας. Καθένας θα αναγνωρίσει
τον εαυτό του τέτοιον που είναι πραγματικά κι όχι τέτοιον που θα ήθελε ή θα έπρεπε να είναι.
Κι ίσως -ίσως αυτό το απλό ιδανικό που η φαντασία μου έχει συλλάβει, να ξεπεράσει μια
μέρα όλα όσα ίσαμε σήμερα η Ποίηση βρήκε να πει από τα πιο μεγαλειώδη ως τα πιο σεπτά
και ιερά. Επειδή, αν αφήνω εξεπίτηδες τις διαστροφές μου να κάνουν πότε -πότε την εμφάνισή
τους στις σελίδες αυτές, το κάνω ακριβώς για να φανούν ακόμα πιο δελεαστικές και οι αρετές
που 'χω σκοπό να δοξολογήσω και που το φωτοστέφανό τους θα το στήσω ψηλά, ώστε μέσα
στο μέλλον τα πιο μεγάλα πνεύματα να τρέφουνε προς το πρόσωπό μου τη βαθύτερη και πλέον
ειλικρινή ευγνωμοσύνη. Με άλλα λόγια, την υποκρισία, θα την κάνω πέρα μια για πάντα.


Στα τραγούδια που σκοπεύω να πω θα υπάρχει ολοφάνερα η επιβλητική εκείνη δύναμη
που χρειάζεται για να πηγαίνω πέρα από κάθε έτοιμη γνώμη.

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Lautréamont (Isidore Ducasse)-Γέρο ωκεανέ


     Γέρο ωκεανέ, ω μεγάλε εργένη, όταν περιοδεύεις  την πομπώδη μοναξιά των ψυχρών σου βασιλείων, σωστά περηφανεύεσαι για τη μεγαλοπρέπειά σου την έμφυτη και για τους αληθινούς επαίνους που με βιασύνη θέλω να σου κάνω. Ταλαντευόμενος με ηδονή από τα μαλακά απονέρια του αργοπορημένου μεγαλείου σου που είναι το πιο επιβλητικό από τα προτερήματα που σου χάρισε ο δημιουργός, ξετυλίγεις, στη μέση ενός σκοτεινού μυστηρίου, πάνω σε ολόκληρη τη θεσπέσια επιφάνειά σου τα ασύγκριτά σου κύματα, ήσυχος κι όλο σιγουριά  για τη παντοτινή σου δύναμη. Αυτά παράλληλα πηγαίνουν, λίγη η απόσταση που τα χωρίζει κι όταν το ένα γίνεται μικρό πάει το άλλο και το συναντά για να το  μεγαλώσει, τα συντροφεύει ο θόρυβος ο μελαγχολικός του αφρού που λιώνει και όλα είναι αφρός αυτό μας λένε.< Έτσι, κι οι υπάρξεις οι ανθρώπινες, αυτά τα κύματα τα ζωντανά, η μια μετά την άλλη, με τρόπο μονότονο πεθαίνουν, αλλά χωρίς να κάνουν οι αφροί τους θόρυβο.> Με εμπιστοσύνη το αποδημητικό πουλί πάνω τους ξεκουράζεται κι εγκαταλείπεται στις δικές τους τις κινήσεις  που όλο περηφάνεια του κάνουν το χατίρι μέχρι που τα κόκαλά του κι οι φτερούγες του να ξαναβρούν τη δύναμη την απαραίτητη για το μεγάλο  ταξίδι στον αέρα. Και η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια θα το ’θελα να είναι  η ενσάρκωση της αντανάκλασής σου. Γυρεύω πολλά, κι αυτή η ειλικρινής ευχή είναι δοξαστική για σένα. Το ηθικό σου μεγαλείο, εικόνα του απέραντου, είναι τεράστιο όπως οι διαλογισμοί  του φιλοσόφου, όπως ο έρωτας της γυναίκας, όπως η θεία ομορφιά του πουλιού, όπως οι σκέψεις του ποιητή. Είσαι πιο ωραίος κι απ’ τη νύχτα. Απάντησέ μου, ωκεανέ, θέλεις να γίνεις αδερφός μου; Κινήσου ορμητικά λοιπόν…πιο πολύ…ακόμα πιο πολύ, αν θες με την εκδίκηση του Θεού σύγκριση να σου κάνω`  μάκρυνε  τα γαμψά σου μαύρα νύχια και ένα δρόμο πάνω στο ίδιο σου το στήθος να χαράξεις…έτσι, σωστά. Ξετύλιξε τα τρομερά σου κύματα, φριχτέ ωκεανέ, μονάχα εγώ σε έχω καταλάβει και μπρος στα γόνατά σου πέφτω και προσκυνώ. Το μεγαλείο που έχει ο άνθρωπος του είναι δανεικό` ποτέ δε θα μου το επιβάλλει: αλλά εσύ, ναι. Aχ! όταν προχωράς με ψηλά το τρομερό  κεφάλι σου, τριγυρισμένος από την ακολουθία των ύπουλων νερών, άγριος και μυστηριώδης, κυλώντας τα κύματα το ένα πάνω στ’ άλλο κι αυτό που είσαι εσύ πολύ καλά το ξέρεις, αυτή  την ώρα  μέσα από τα βαθιά σου στήθια σου ξεφεύγει το  μούγκρισμα το ασταμάτητο, λες κι οι μεγάλες τύψεις σε έχουν ταπεινώσει και οι άνθρωποι τόσο πολύ φοβούνται, ακόμα κι όταν σε  ατενίζουν, με ασφάλεια, τρέμοντας πάνω στην ακτή, και τότε το βλέπω πως  εγώ δεν έχω το εξαίρετο  δικαίωμα,  να λέγομαι όμοιος με σένα. Να γι’ αυτό το λόγο μπρος στην ανωτερότητά σου, θα ’δινα όλο τον έρωτά μου <και για την ομορφιά κανείς δεν ξέρει οι φιλοδοξίες μου τι ποσότητα έρωτα περιέχουν >, εάν δε μ’ έκανες με πόνο να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου, που μαζί με σένα σχηματίζουν την πιο ειρωνική αντίθεση, την πιο αστεία εναντίωση που είδαμε μέσα στα χρόνια της δημιουργίας: δεν μπορώ πια να σε αγαπώ, για σένα έχω απέχθεια. Γιατί σε σένα να ξαναγυρίζω, για χιλιοστή φορά,  στα χέρια σου τα φιλικά, που ανοιγοκλείνουν,  για να χαϊδέψουν το μέτωπό μου το καυτό, που βλέπει τον πυρετό να χάνεται μόλις το ακουμπήσουν! Το πεπρωμένο σου το  μυστικό δεν το γνωρίζω` ότι σε αφορά με ενδιαφέρει. Πες μου λοιπόν είσαι  του πρίγκιπα των σκοταδιών η διαμονή…Πες το μου…πες το σε μένα, ωκεανέ <σε μένα μόνο, για να μη  λυπούνται αυτοί που  γνώρισαν μόνο  τις ψευδαισθήσεις>, αν η αναπνοή του Σατανά φτιάχνει τις τρικυμίες που τα νερά σου τα αρμυρά μέχρι ψηλά στα σύννεφα σηκώνουν. Πρέπει να μου το πεις, και θα γεμίσω με χαρά όταν θα μάθω πόσο κοντά στον άνθρωπο είναι η κόλαση. Θέλω αυτή να είναι η τελευταία στροφή της ικεσίας μου. Γι’ αυτό το λόγο, γι’ ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και θα σου πω αντίο! Γέρο ωκεανέ, με τα κρυσταλλένια κύματα… Τα μάτια μου άφθονα δάκρυα γεμίζουν, δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω` γιατί αισθάνομαι πως ήρθε η στιγμή που θα γυρίσω πίσω στους ανθρώπους, με την εμφάνισή τους τη θηριώδη`  αλλά… κουράγιο! Ας κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια και  με το αίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σε αυτή τη γη  να τον ολοκληρώσουμε. Σε χαιρετώ! γέρο ωκεανέ!

Lautréamont (Isidore Ducasse),Τα άσματα του Μαλντορόρ
Μετάφραση: Kώστας Ριτσώνης

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ο ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ


Ο ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Ιζιντόρ Ντυκάς (Isidore Lucien Ducasse, 4/4/1846-24/11/1870), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, το dim/art αναδημοσιεύει ένα κείμενο της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα, 3/12/2011) με τίτλο Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν και ένα του Γιώργου Λαμπράκου με τίτλο Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο  (Η Αυγή, 17/7/2012)καθώς και εικονογραφήσεις τωνΑσμάτων του Μαλντορόρ, του σημαντικότερου από τα δύο έργα του Λωτρεαμόν, από τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον Ρενέ Μαγκρίτ και τον Jacques Houplain.
* * *
Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν
—Της Μικέλας Χαρτουλάρη—
20110405101107-lautreamont.1256938444«Είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μηνών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα — ή, ακόμη, σαν τις αβέβαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της τραχηλικής χώρας (…) και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!»
Να ένα ελάχιστο δείγμα από την παραστατική δύναμη των εικόνων και τους εφιαλτικούς οραματισμούς του καινοτόμου 22χρονου Ιζιντόρ Ντικάς, ο οποίος επηρέασε όσο ελάχιστοι την ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Κόμης ντε Λωτρεαμόν και με τον ακραίο «Μαλντορόρ». Αυτό το μοναδικό έργο του, γραμμένο το 1868 αλλά δραστικό και σήμερα, επέβαλε την άποψη πως η λογοτεχνία είναι μια εμπειρία και η ανάγνωση μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Ενάντιο σε κάθε σύμβαση κοινωνική, ηθική, αισθητική, ενέπνευσε από τον Μπρετόν και τον Νταλί έως τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Άσμπερι ή τον Λε Κλεζιό, και επέστρεψε στο ελληνικό προσκήνιο έπειτα από τριάντα χρόνια, σε μετάφραση και με ενδιαφέρον επίμετρο του ποιητή Στρατή Πασχάλη (εκδ. Νεφέλη 2011). Θέμα του, η περιπλάνηση ενός ήρωα σκοτεινού που, βιαιοπραγώντας, νοσταλγεί έναν κόσμο ανώτερο.
«Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο», γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Είναι ένας «αρχαγγελικός δυναμιτιστής», σημειώνει ο Ζιλιέν Γκρακ και με τα έξι απάνθρωπα «τραγούδια» του «Μαλντορόρ» προτείνει, όπως λέει ο Ελύτης, την «καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων σκέψης, τη γυμναστική της ψυχής». Σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με την ωμότητα και τη φρίκη στην τέχνη, από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» έως το «Pulp fiction», και η θεματική του Λωτρεαμόν δεν μας ξαφνιάζει όσο τους συγχρόνους του. Σήμερα κατανοούμε ότι χρησιμοποιεί το «κακό» ως όπλο για την κριτική απαξίωση της ανθρώπινης κωμωδίας. Ωστόσο, ακόμη και ο πιο μπλαζέ αναγνώστης συγκλονίζεται όταν εισδύει στην ποιητική αυτού του έργου όπου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας, ψυχεδελικά τοπία ή παραδοξότητες. Και από την άλλη, φράσεις που αναπτύσσονται αστραπιαία, περίοδοι αφηγηματικής ασυνέχειας και η υφολογική ποικιλία, όπου συνυπάρχουν ένας σχιζοφρενικός αυτισμός, το παραλήρημα, η αυτόματη γραφή, η λόγια ρητορική, ο εσωτερικός μονόλογος, το χιούμορ (που κατά βάση σημαίνει μισανθρωπία), αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
Είναι χαρακτηριστικές οι στυγνές σκηνές με τις οποίες κλείνει το έργο. Ο Μαλντορόρ έχει βγει για κυνήγι στους δρόμους του Παρισιού και παραμονεύει το επόμενο θήραμά του, έναν καθώς πρέπει νεαρό Άγγλο, τον Μέρβιν, γιο μοιράρχου. Πότε τον πλησιάζει και πότε οπισθοχωρεί, «σαν αυστραλιανό μπούμερανγκ στη δεύτερη φάση της τροχιάς του ή, μάλλον, σαν καταχθόνια μηχανή». Τελικά θα του στείλει ένα γράμμα ζητώντας να τον συναντήσει. Αντί για υπογραφή, θα βάλει τρία αστέρια και μια κηλίδα αίμα. Ο Μέρβιν θα αισθανθεί τη σαγήνη του κακού, θα γράψει μια παραληρηματική απάντηση και θα ξεκινήσει για το ραντεβού με τον άγνωστο. Η πρώτη συνάντησή τους θα γίνει καθ’ οδόν προς την αποβάθρα του Λούβρου όπου θα διασταυρωθούν χωρίς να γνωριστούν. Ο Μαλντορόρ θα ανοίξει τον πάνινο σάκο που κουβαλάει, θα τον σπρώξει μέσα, θα τον δέσει και σαν δεμάτι με ασπρόρουχα θα αρχίσει να τον βαράει στο στηθαίο της γέφυρας, λέγοντας στους περαστικούς ότι τα ουρλιαχτά προέρχονται από ένα σκυλί με ψώρα. Η τελευταία συνάντησή τους θα γίνει στην πλατεία Βαντόμ. Εκεί θα εκτυλιχθεί μια από τις πιο υποβλητικές και ανατριχιαστικές σκηνές της κλασικής λογοτεχνίας. Κρεμασμένο από τα πόδια, το κορμί του αποτρελαμένου Μέρβιν θα αιωρείται ταλαντευόμενο στα μισά του μπρούντζινου ναπολεόντειου οβελίσκου ώσπου ο Μαλντορόρ θα κόψει το σκοινί. Και τότε το κορμί θα εκσφενδονιστεί, και όπως ένας κομήτης θα κάνει ένα τόξο και θα χτυπήσει στον θόλο του μνημείου του Πανθέου…
* * *
Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι η έκφραση μιας αποκάλυψης τόσο ολοκληρωμένης που μοιάζει υπεράνθρωπη — Αντρέ Μπρετόν
* * *
Το 1934, κατόπιν σύστασης του Πικάσο, ο ελβετός εκδότης Albert Skira ανέθεσε στον Σαλβαδόρ Νταλί την εικονογράφηση των Ασμάτων του Μαλντορόρ. Για την πρώτη έκδοση ο Νταλί έφτιαξε 42 χαρακτικά, όλα στο ύφος των σουρεαλιστικών έργων του εκείνης της περιόδου. Το 1970, για την τελευταία έκδοση του βιβλίου, δημιούργησε 8 ακόμα, φτάνοντας συνολικά τα 50. Αυτά κυκλοφόρησαν σε δύο μορφές: έναν συνολικό τόμο που περιλαμβάνει το κείμενο του Λωτρεαμόν και τα χαρακτικά (όλα αριθμημένα και υπογεγραμμένα), και ένα λεύκωμα που περιλαμβάνει μόνο τα χαρακτικά.
Σήμερα, τα δικαιώματα του τόμου αυτού και των χαρακτικών διαχειρίζεται η Galerie Furstenberg.
 * * *
Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο
—του Γιώργου Λαμπράκου—
Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή.
Από καιρού εις καιρόν εμφανίζεται κάποιο βιβλίο με κατάμαυρο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, που εξ αυτού του γεγονότος μάς ελκύει έντονα, περίπου όπως μια μαύρη τρύπα έλκει τη συμπαντική ύλη. Αυτό συνέβη και με τη νέα έκδοση των ασμάτων του Μαλντορόρ σε ένα χοντρό μαύρο εξώφυλλο, που κυκλοφορεί στην ωραία μετάφραση του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος έχει γράψει και το διαφωτιστικό επίμετρο. Ωστόσο, στην περίπτωση των ασμάτων του Μαλντορόρ ξέραμε τι να περιμένουμε, καθώς είχαμε βυθιστεί στις στριγκές μελωδίες τους λίγο μετά τα είκοσί μας, δηλαδή στην ηλικία που τα έγραψε ο «Κόμης του Λωτρεαμόν», ο κατά κόσμον Ισιντόρ Ντικάς (1846-1870). Κι όμως, η απόλαυση από την εκ νέου ανάγνωση ενός αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν εξαντλείται ποτέ.
LautréamontΟ Λωτρεαμόν, που γεννήθηκε στην Ουρουγουάη και μεγάλωσε στη Γαλλία, προειδοποιεί εξαρχής για το ύφος και το περιεχόμενο των έξι μακροσκελών ποιητικών αφηγημάτων του με ήρωα τον Μαλντορόρ, το (ως έναν βαθμό) άλτερ έγκο του: «Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά». Οι αφηγηματικές οπτικές γωνίες εναλλάσσονται απροειδοποίητα και σχεδόν καλειδοσκοπικά, διαπλέκοντας εσωτερικούς και εξωτερικούς μονόλογους και διάλογους, δίχως ουσιαστική πλοκή και γραμμικότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι εναλλαγής μεταξύ ταυτότητας και μεταμορφώσεων.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιος αναγνώστης θα βρει τον δρόμο του, ούτε τι δρόμος θα είναι αυτός. Σίγουρα όμως στην πορεία της ανάγνωσης θα συναντήσει ζώα και φυτά με ανθρωπόμορφες διαθέσεις, τον Μαλντορόρ «σ’ ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές» με έναν θηλυκό καρχαρία, τη σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας την οποία ο Μαλντορόρ έχει αποτρελάνει, τον Θεό άλλοτε «σκνίπα» και άλλοτε να συναντά τον Μαλντορόρ και να αλλάζει δρόμο για «να αποφύγει το λευκόχρυσο κεντρί που μου ‘δωσε η φύση για γλώσσα», ωδές στον ωκεανό και στην ψείρα, αλλά και στα μαθηματικά, με τα οποία «κατέβασα, απ’ το βάθρο του, στημένο απ’ την ανθρώπινη δειλία, τον ίδιο τον Πλάστη!» Και φυσικά την περίφημη περιγραφή ενός νεαρού «σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!».
Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή. «Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη». Ο Μαλντορόρ απορρίπτει ακόμα και τον έρωτα, αλλά αναρωτιέται εύλογα: «Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση!».
lautreamont_isidore_ducasse_dit_le_comte_de_les_chants_de_maldoror_par_d5611563hΤα πυρακτωμένα άσματα του Μαλντορόρ συγκροτούνται από υπαρξιακά παραληρήματα, που ωστόσο προδίδουν την έλλογη κατανόηση και τη διαυγή διαίσθηση της ανθρώπινης ψυχής στις οριακές στιγμές της (θυμίζοντάς μας τη «λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» του σχεδόν ομήλικου Ρεμπό). Ο Λωτρεαμόν έχει δώσει έκφραση στα νοσηρά οράματά του με διάφορες ριζοσπαστικές τεχνικές γραφής που έμελλε να γίνουν κοινοί λογοτεχνικοί τόποι στον μοντερνισμό, ενώ αξίζει να τονιστεί η υπέρμετρη φαντασία και το αυθεντικό μαύρο χιούμορ του, όπως όταν ύστερα από μια τεράστια πρόταση νιώθει την ανάγκη για ένα ποτήρι νερό, ή όταν πρέπει να φυσήξει τη μύτη του προτού γράψει το έκτο άσμα!
«Εγώ, όπως και οι σκύλοι, νιώθω βαθιά την ανάγκη του απείρου…», γράφει συγκινητικά, εκτοξεύοντάς μας από το μηδέν στο άπειρο, μέχρι να μας γκρεμίσει και πάλι. Τι έχει να μας προσφέρει ο Μαλντορόρ, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την έκδοσή του; Πέραν των υφολογικών επιτευγμάτων του, ο Λωτρεαμόν φωτίζει πολλά οριακά φαινόμενα, που από την εποχή του έχουν οξυνθεί: ριζική αλλοτρίωση από τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό, πολλαπλές διαστροφές με πολυδιάστατες αιτίες, μισανθρωπία και φυγοκοσμία, εστίαση στο παράλογο, στο ακραίο, στο αντισυμβατικό. Όπως δηλώνει: «Θα υπάρχει, μες στ’ άσματά μου, μια επιβλητική επίδειξη ισχύος, για να περιφρονήσω έτσι τα κοινώς παραδεδεγμένα». Πάντως, ύστερα από τούτα τα έξι «άνθη του κακού» του Μαλντορόρ, θα ακολουθήσουν οι διακειμενικές Ποιήσεις Ι και ΙΙ, όπου ο Λωτρεαμόν, θέλοντας ίσως να περάσει σε ό,τι ο Κίρκεγκορ ονόμαζε «από το αισθητικό στο ηθικό στάδιο», θα διακηρύξει την ανάγκη για μια κοσμοαντίληψη που να περιλαμβάνει την κοινωνική ευθύνη και την ελπίδα στον άνθρωπο.
Εξπρεσιονιστής και υπερρεαλιστής avant la lettre, ρομαντικός μηδενιστής, χθόνιος λάτρης των άστρων, ο Λωτρεαμόν παραμένει ένας μεγάλος αιρετικός του οποίου ακόμα και το κάθε μάτι, στη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του, κοιτάζει «αλλού». Ο Μαλντορόρ επιβεβαιώνει τη ρήση του Σιοράν ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι κίνδυνος», όντας παράλληλα ένα από εκείνα τα βιβλία που εντέλει ανάγονται μόνο στις ίδιες τους τις λέξεις.
 * * *
Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι ένα αίνιγμα που διαθέτει τρομακτική δύναμη — Ζακ Ντεριντά
* * *
Ένας ακόμα σπουδαίος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού που εικονογράφησε τον Μαλντορόρήταν ο Ρενέ Μαγκρίτ. Τα 77 σχέδιά του περιλαμβάνονται σε μια έκδοση του έργου από τον βελγικό εκδοτικο οίκο La Boetie, το 1948.  Δυστυχώς, πολύ λίγα από αυτά κατορθώσαμε να αλιεύσουμε στο διαδίκτυο, τα περισσότερα από ιστότοπους οίκων δημοπρασιών.
* * *
Άλλη μία εικονογράφηση που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτή του Γάλλου Jacques Houplain για μια έκδοση του Μαλντορόρ από τον οίκο Société des Francs Bibliophiles, το 1947. Τα έργα του όχι μόνο έχουν κάτι από τη ωμή δύναμη, την παραφορά και τη ζοφερότητα των στίχων του Λωτρεαμόν, αλλά και αποτυπώνουν τις περιπλανήσεις του ποιητή στο ζωικό βασίλειο.
 * * *
 Πηγές:
* * *
Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρία Τσάκος