Ο ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Ιζιντόρ Ντυκάς (Isidore Lucien Ducasse, 4/4/1846-24/11/1870), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, το dim/art αναδημοσιεύει ένα κείμενο της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα, 3/12/2011) με τίτλο Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν και ένα του Γιώργου Λαμπράκου με τίτλο Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο (Η Αυγή, 17/7/2012), καθώς και εικονογραφήσεις τωνΑσμάτων του Μαλντορόρ, του σημαντικότερου από τα δύο έργα του Λωτρεαμόν, από τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον Ρενέ Μαγκρίτ και τον Jacques Houplain.
* * *
Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν
—Της Μικέλας Χαρτουλάρη—
«Είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μηνών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα — ή, ακόμη, σαν τις αβέβαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της τραχηλικής χώρας (…) και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!»
Να ένα ελάχιστο δείγμα από την παραστατική δύναμη των εικόνων και τους εφιαλτικούς οραματισμούς του καινοτόμου 22χρονου Ιζιντόρ Ντικάς, ο οποίος επηρέασε όσο ελάχιστοι την ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Κόμης ντε Λωτρεαμόν και με τον ακραίο «Μαλντορόρ». Αυτό το μοναδικό έργο του, γραμμένο το 1868 αλλά δραστικό και σήμερα, επέβαλε την άποψη πως η λογοτεχνία είναι μια εμπειρία και η ανάγνωση μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Ενάντιο σε κάθε σύμβαση κοινωνική, ηθική, αισθητική, ενέπνευσε από τον Μπρετόν και τον Νταλί έως τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Άσμπερι ή τον Λε Κλεζιό, και επέστρεψε στο ελληνικό προσκήνιο έπειτα από τριάντα χρόνια, σε μετάφραση και με ενδιαφέρον επίμετρο του ποιητή Στρατή Πασχάλη (εκδ. Νεφέλη 2011). Θέμα του, η περιπλάνηση ενός ήρωα σκοτεινού που, βιαιοπραγώντας, νοσταλγεί έναν κόσμο ανώτερο.
«Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο», γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Είναι ένας «αρχαγγελικός δυναμιτιστής», σημειώνει ο Ζιλιέν Γκρακ και με τα έξι απάνθρωπα «τραγούδια» του «Μαλντορόρ» προτείνει, όπως λέει ο Ελύτης, την «καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων σκέψης, τη γυμναστική της ψυχής». Σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με την ωμότητα και τη φρίκη στην τέχνη, από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» έως το «Pulp fiction», και η θεματική του Λωτρεαμόν δεν μας ξαφνιάζει όσο τους συγχρόνους του. Σήμερα κατανοούμε ότι χρησιμοποιεί το «κακό» ως όπλο για την κριτική απαξίωση της ανθρώπινης κωμωδίας. Ωστόσο, ακόμη και ο πιο μπλαζέ αναγνώστης συγκλονίζεται όταν εισδύει στην ποιητική αυτού του έργου όπου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας, ψυχεδελικά τοπία ή παραδοξότητες. Και από την άλλη, φράσεις που αναπτύσσονται αστραπιαία, περίοδοι αφηγηματικής ασυνέχειας και η υφολογική ποικιλία, όπου συνυπάρχουν ένας σχιζοφρενικός αυτισμός, το παραλήρημα, η αυτόματη γραφή, η λόγια ρητορική, ο εσωτερικός μονόλογος, το χιούμορ (που κατά βάση σημαίνει μισανθρωπία), αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
Είναι χαρακτηριστικές οι στυγνές σκηνές με τις οποίες κλείνει το έργο. Ο Μαλντορόρ έχει βγει για κυνήγι στους δρόμους του Παρισιού και παραμονεύει το επόμενο θήραμά του, έναν καθώς πρέπει νεαρό Άγγλο, τον Μέρβιν, γιο μοιράρχου. Πότε τον πλησιάζει και πότε οπισθοχωρεί, «σαν αυστραλιανό μπούμερανγκ στη δεύτερη φάση της τροχιάς του ή, μάλλον, σαν καταχθόνια μηχανή». Τελικά θα του στείλει ένα γράμμα ζητώντας να τον συναντήσει. Αντί για υπογραφή, θα βάλει τρία αστέρια και μια κηλίδα αίμα. Ο Μέρβιν θα αισθανθεί τη σαγήνη του κακού, θα γράψει μια παραληρηματική απάντηση και θα ξεκινήσει για το ραντεβού με τον άγνωστο. Η πρώτη συνάντησή τους θα γίνει καθ’ οδόν προς την αποβάθρα του Λούβρου όπου θα διασταυρωθούν χωρίς να γνωριστούν. Ο Μαλντορόρ θα ανοίξει τον πάνινο σάκο που κουβαλάει, θα τον σπρώξει μέσα, θα τον δέσει και σαν δεμάτι με ασπρόρουχα θα αρχίσει να τον βαράει στο στηθαίο της γέφυρας, λέγοντας στους περαστικούς ότι τα ουρλιαχτά προέρχονται από ένα σκυλί με ψώρα. Η τελευταία συνάντησή τους θα γίνει στην πλατεία Βαντόμ. Εκεί θα εκτυλιχθεί μια από τις πιο υποβλητικές και ανατριχιαστικές σκηνές της κλασικής λογοτεχνίας. Κρεμασμένο από τα πόδια, το κορμί του αποτρελαμένου Μέρβιν θα αιωρείται ταλαντευόμενο στα μισά του μπρούντζινου ναπολεόντειου οβελίσκου ώσπου ο Μαλντορόρ θα κόψει το σκοινί. Και τότε το κορμί θα εκσφενδονιστεί, και όπως ένας κομήτης θα κάνει ένα τόξο και θα χτυπήσει στον θόλο του μνημείου του Πανθέου…
* * *
Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι η έκφραση μιας αποκάλυψης τόσο ολοκληρωμένης που μοιάζει υπεράνθρωπη — Αντρέ Μπρετόν
* * *
Το 1934, κατόπιν σύστασης του Πικάσο, ο ελβετός εκδότης Albert Skira ανέθεσε στον Σαλβαδόρ Νταλί την εικονογράφηση των Ασμάτων του Μαλντορόρ. Για την πρώτη έκδοση ο Νταλί έφτιαξε 42 χαρακτικά, όλα στο ύφος των σουρεαλιστικών έργων του εκείνης της περιόδου. Το 1970, για την τελευταία έκδοση του βιβλίου, δημιούργησε 8 ακόμα, φτάνοντας συνολικά τα 50. Αυτά κυκλοφόρησαν σε δύο μορφές: έναν συνολικό τόμο που περιλαμβάνει το κείμενο του Λωτρεαμόν και τα χαρακτικά (όλα αριθμημένα και υπογεγραμμένα), και ένα λεύκωμα που περιλαμβάνει μόνο τα χαρακτικά.
Σήμερα, τα δικαιώματα του τόμου αυτού και των χαρακτικών διαχειρίζεται η Galerie Furstenberg.
* * *
Μαλντορόρ ή το μηδέν και το άπειρο
—του Γιώργου Λαμπράκου—
Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή.
Από καιρού εις καιρόν εμφανίζεται κάποιο βιβλίο με κατάμαυρο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, που εξ αυτού του γεγονότος μάς ελκύει έντονα, περίπου όπως μια μαύρη τρύπα έλκει τη συμπαντική ύλη. Αυτό συνέβη και με τη νέα έκδοση των ασμάτων του Μαλντορόρ σε ένα χοντρό μαύρο εξώφυλλο, που κυκλοφορεί στην ωραία μετάφραση του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος έχει γράψει και το διαφωτιστικό επίμετρο. Ωστόσο, στην περίπτωση των ασμάτων του Μαλντορόρ ξέραμε τι να περιμένουμε, καθώς είχαμε βυθιστεί στις στριγκές μελωδίες τους λίγο μετά τα είκοσί μας, δηλαδή στην ηλικία που τα έγραψε ο «Κόμης του Λωτρεαμόν», ο κατά κόσμον Ισιντόρ Ντικάς (1846-1870). Κι όμως, η απόλαυση από την εκ νέου ανάγνωση ενός αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν εξαντλείται ποτέ.
Ο Λωτρεαμόν, που γεννήθηκε στην Ουρουγουάη και μεγάλωσε στη Γαλλία, προειδοποιεί εξαρχής για το ύφος και το περιεχόμενο των έξι μακροσκελών ποιητικών αφηγημάτων του με ήρωα τον Μαλντορόρ, το (ως έναν βαθμό) άλτερ έγκο του: «Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά». Οι αφηγηματικές οπτικές γωνίες εναλλάσσονται απροειδοποίητα και σχεδόν καλειδοσκοπικά, διαπλέκοντας εσωτερικούς και εξωτερικούς μονόλογους και διάλογους, δίχως ουσιαστική πλοκή και γραμμικότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι εναλλαγής μεταξύ ταυτότητας και μεταμορφώσεων.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιος αναγνώστης θα βρει τον δρόμο του, ούτε τι δρόμος θα είναι αυτός. Σίγουρα όμως στην πορεία της ανάγνωσης θα συναντήσει ζώα και φυτά με ανθρωπόμορφες διαθέσεις, τον Μαλντορόρ «σ’ ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές» με έναν θηλυκό καρχαρία, τη σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας την οποία ο Μαλντορόρ έχει αποτρελάνει, τον Θεό άλλοτε «σκνίπα» και άλλοτε να συναντά τον Μαλντορόρ και να αλλάζει δρόμο για «να αποφύγει το λευκόχρυσο κεντρί που μου ‘δωσε η φύση για γλώσσα», ωδές στον ωκεανό και στην ψείρα, αλλά και στα μαθηματικά, με τα οποία «κατέβασα, απ’ το βάθρο του, στημένο απ’ την ανθρώπινη δειλία, τον ίδιο τον Πλάστη!» Και φυσικά την περίφημη περιγραφή ενός νεαρού «σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!».
Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος και εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο και αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς και εναντίον του εαυτού του, ο Μαλντορόρ διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό «αόρατο άνθρωπο», τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα και απωθημένη οργή. «Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη». Ο Μαλντορόρ απορρίπτει ακόμα και τον έρωτα, αλλά αναρωτιέται εύλογα: «Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση!».
Τα πυρακτωμένα άσματα του Μαλντορόρ συγκροτούνται από υπαρξιακά παραληρήματα, που ωστόσο προδίδουν την έλλογη κατανόηση και τη διαυγή διαίσθηση της ανθρώπινης ψυχής στις οριακές στιγμές της (θυμίζοντάς μας τη «λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» του σχεδόν ομήλικου Ρεμπό). Ο Λωτρεαμόν έχει δώσει έκφραση στα νοσηρά οράματά του με διάφορες ριζοσπαστικές τεχνικές γραφής που έμελλε να γίνουν κοινοί λογοτεχνικοί τόποι στον μοντερνισμό, ενώ αξίζει να τονιστεί η υπέρμετρη φαντασία και το αυθεντικό μαύρο χιούμορ του, όπως όταν ύστερα από μια τεράστια πρόταση νιώθει την ανάγκη για ένα ποτήρι νερό, ή όταν πρέπει να φυσήξει τη μύτη του προτού γράψει το έκτο άσμα!
«Εγώ, όπως και οι σκύλοι, νιώθω βαθιά την ανάγκη του απείρου…», γράφει συγκινητικά, εκτοξεύοντάς μας από το μηδέν στο άπειρο, μέχρι να μας γκρεμίσει και πάλι. Τι έχει να μας προσφέρει ο Μαλντορόρ, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την έκδοσή του; Πέραν των υφολογικών επιτευγμάτων του, ο Λωτρεαμόν φωτίζει πολλά οριακά φαινόμενα, που από την εποχή του έχουν οξυνθεί: ριζική αλλοτρίωση από τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό, πολλαπλές διαστροφές με πολυδιάστατες αιτίες, μισανθρωπία και φυγοκοσμία, εστίαση στο παράλογο, στο ακραίο, στο αντισυμβατικό. Όπως δηλώνει: «Θα υπάρχει, μες στ’ άσματά μου, μια επιβλητική επίδειξη ισχύος, για να περιφρονήσω έτσι τα κοινώς παραδεδεγμένα». Πάντως, ύστερα από τούτα τα έξι «άνθη του κακού» του Μαλντορόρ, θα ακολουθήσουν οι διακειμενικές Ποιήσεις Ι και ΙΙ, όπου ο Λωτρεαμόν, θέλοντας ίσως να περάσει σε ό,τι ο Κίρκεγκορ ονόμαζε «από το αισθητικό στο ηθικό στάδιο», θα διακηρύξει την ανάγκη για μια κοσμοαντίληψη που να περιλαμβάνει την κοινωνική ευθύνη και την ελπίδα στον άνθρωπο.
Εξπρεσιονιστής και υπερρεαλιστής avant la lettre, ρομαντικός μηδενιστής, χθόνιος λάτρης των άστρων, ο Λωτρεαμόν παραμένει ένας μεγάλος αιρετικός του οποίου ακόμα και το κάθε μάτι, στη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του, κοιτάζει «αλλού». Ο Μαλντορόρ επιβεβαιώνει τη ρήση του Σιοράν ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι κίνδυνος», όντας παράλληλα ένα από εκείνα τα βιβλία που εντέλει ανάγονται μόνο στις ίδιες τους τις λέξεις.
* * *
Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι ένα αίνιγμα που διαθέτει τρομακτική δύναμη — Ζακ Ντεριντά
* * *
Ένας ακόμα σπουδαίος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού που εικονογράφησε τον Μαλντορόρήταν ο Ρενέ Μαγκρίτ. Τα 77 σχέδιά του περιλαμβάνονται σε μια έκδοση του έργου από τον βελγικό εκδοτικο οίκο La Boetie, το 1948. Δυστυχώς, πολύ λίγα από αυτά κατορθώσαμε να αλιεύσουμε στο διαδίκτυο, τα περισσότερα από ιστότοπους οίκων δημοπρασιών.
* * *
Άλλη μία εικονογράφηση που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτή του Γάλλου Jacques Houplain για μια έκδοση του Μαλντορόρ από τον οίκο Société des Francs Bibliophiles, το 1947. Τα έργα του όχι μόνο έχουν κάτι από τη ωμή δύναμη, την παραφορά και τη ζοφερότητα των στίχων του Λωτρεαμόν, αλλά και αποτυπώνουν τις περιπλανήσεις του ποιητή στο ζωικό βασίλειο.
* * *
Πηγές:
* * *
Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρία Τσάκος
Αναδημοσίευση από :https://dimartblog.com/2014/11/24/the-subversive-comte-de-lautreamont/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου