Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπανικολάου Μήτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπανικολάου Μήτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μήτσος Παπανικολάου - Ύδρα 1910


Μητέρα
φορούσες το τριανταφυλλί σου φόρεμα
στο δρόμο του βουνού προς τη θάλασσα
στο νησί της πατρίδας.

Μ’ άσπρα τριαντάφυλλα στα χέρια σου
μ’ άσπρα πουλιά στον ουρανό
μ’ άσπρα πανιά στη θάλασσα
σε ξαναβλέπω.

Η φιλία μας είχε αρχίσει από τότε
σε μια ζωή χωρίς το θάνατο
μ’ άσπρα πανιά
μ’ άσπρα πουλιά
μ’ άσπρα τριαντάφυλλα
με φόρεμα τριανταφυλλί.

Μήτσος Παπανικολάου - Ποιήματα

 ΕΝ’ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
– Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, ω εσύ πού ’ρθες σε μένα,
τ’ ωχρό τ’ απομεσήμερο κι έφυγες με το βράδυ,
περαστικά σαν τ’ όνειρο, σαν το φιλί θλιμμένα
που άφηνες, φεύγοντας, σε μένα για σημάδι.
Και γέμισες με μι’ άπειρη γλυκύτητα τα ξένα
που ήταν για μένα πιο βαριά κι απ’ το σκοτάδι.
Και νιώθω ακόμα σήμερα, που σ’ έχω πια χαμένα,
απ’ το κορμί μου να περνά κάποιο δικό σου χάδι.
Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ και τώρα
τόσο γλυκά, όσο γλυκά μου χάρισες κι εσύ
τη δύναμή σου, τη χαρά, τη νιότη σου στην ώρα
που έδειχνε ο δείχτης άμετρη στιγμή την ηδονή.
‐ Ω, εσύ που δε με γνώριζες κι ήρθες σε με, κι εγώ,
σα να σε γνώριζα από πριν, σε θέλω και σε νοσταλγώ.]

DOMESTICA

Στο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


Μία‐μία οι καρέκλες άδειασαν γύρω από το τραπέζι∙

στις ισκιωμένες κάμαρες ένα παιδί δεν παίζει,

ούτ’ ένα πιάνο, τίποτε – καμιά φωνή με τρίλιες

δε βγαίνει απ’ του παράθυρου τις ισκιωμένες γρίλιες.

Σώπασε κάθε θόρυβος, κάθε συνομιλία,

τρίζουν τα ξύλα απ’ τον καιρό και τη μελαγχολία.

Τα παγωμένα χέρια μας του χαίρε λεν τα χάδια

στις έρημες τις κάμαρες και στα κρεβάτια τ’ άδεια.

Έχει η χαρά των γυρισμών από καιρό πεθάνει∙

κλείσαν οι πόρτες του σταθμού, βράδιασε στο λιμάνι.

Είναι λευκές οι νύχτες μας και μαύρες είν’ οι μέρες,

τις πόρτες με τα νύχια τους σκαλίζουν οι φοβέρες.

Από την κλειδαρότρυπα κοιτάζει κάποιο μάτι∙

ποιος μένει ακόμα για να δει στο διπλανό κρεβάτι.

Μείναμε μόνοι κι ορφανοί. Τ’ αδέρφια μας πού νά ’ναι;

Μόνο του φεγγαριού γλυκά τα μάτια μας κοιτάνε.

Κι εκείνου ακόμα τα μαλλιά ξάσπρισαν στους κροτάφους

Γιατί, απ’ την πρώτη νύχτα του, βλέπει τη γη με τάφους∙

μ’ ας μη μιλάμε πια γι’ αυτούς, είναι παλιό το θέμα∙

πάμε… θα τους ξεχάσουμε… θα πούμε ότι είναι ψέμα…

Φθινόπωρο… Φθινόπωρο… Σαλπίζουνε στα δάση

τα βούκινα που, απ’ τον παλιό καιρό, δεν έχουν σπάσει.

Κλαίνε τα δέντρα στην πηγή∙ δάκρυ στάζουν τα φύλλα,

ανατριχίλα στο νερό, στο σώμα ανατριχίλα…

Δεν έχει ο γυμνός έρωτας ρούχο για να φορέσει

και περιμένει ζέστη απ’ το φύλλο που θα πέσει.

Ακούμπα το κεφάλι σου στα χέρια και θυμήσου

τώρα που μελαγχολικοί μήνες θα σ’ αποκλείσουν:

Των λουλουδιών η στάχτη απ’ τις ανοίξεις, μες στα χέρια

μας έμεινε, και των καρπών από τα καλοκαίρια.

Στάχτη κι απάνω στα μαλλιά, στάχτη στη γλώσσα μένει.

Οι μπόρες δε μας άρπαξαν. Η μουσική σωπαίνει.

Σωπαίνουν όλα: τα πουλιά, τα χείλη, τα βιβλία,

ο κουρασμένος έρωτας, η γνώση κι η φιλία.

Μείνανε τα φαντάσματα των είκοσι χρονώ μας

μες στον καθρέφτη και γελούν με το παράπονό μας.

Βράδυ, βροχή και ταραχή. Στην εκκλησιά σημάναν∙

έστειλε μήνυμα γλυκό και μακρινό η καμπάνα.

Δεν ήταν πια το κάλεσμα που άκουγα πολύ νέος –

ήταν φωνή για προσευχή γαλήνια κι όλο δέος,

που από τα τζάμια πέρασε κι ήρθε στην κάμαρή μου

κι ήταν σα νά ’ναψε ένα φως στη σκοτεινή ψυχή μου.

Κι έμοιαζε σα να μού ’λέγε πως ίσως, κάποια μέρα

ό,τι δε βρήκαμε στη γη, θα τό ’βρουμε κει πέρα.


ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Μέσα στη βουή του δρόμου

ήταν νά βρω τ’ όνειρό μου,

να το βρω και να το χάσω

κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου

κι ήταν η χαρά του κόσμου,

η χαρά που μας ματώνει

σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε

όσα δε θα ξαναρθούνε –

πουλιά πού ’χουν φτερουγίσει

σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμά του

– πέρασμα ζωής, θανάτου –

στην καρδιά μου σα σφραγίδα

ω… την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη

που μας ζει και μας πεθαίνει

κι όλο μας τραβάει δω κάτου

ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο

και παντοτινά χαμένο,

σε κρατώ στο νου μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

 

 

 ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ 

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί∙ 

μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι 

και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δε θα βρεθεί 

για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που ν’ αράζει.

Και νά, το βράδυ κι η βροχή το τζάμι μου χτυπάει 

σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα στις τόσες άλλες,

μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει 

κάθε που κλαίει μες στη ζωή και της βροχής τις στάλες.

Κουβέντες μες στη σκοτεινιά, του ανέμου μοιρολόι,

ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,

μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τ’ αλύπητο ρολόι 

θυμίζει τόσα πράματα που τά ’χει πια σκοτώσει.

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί.

Μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι.

Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί 

ώς τον Απρίλη που θα ’ρθεί, σαν πάγος που δε σπάζει;

 

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 

Νιότη μου, που δε σ’ ένιωσα, χωρίζουμε σε λίγο∙ 

μάταια τα χέρια μου κρατάς στα χέρια σου πριν φύγω.

Το αίμα τρέχει απ’ την πληγή που σ’ άνοιξα στα στήθη –  

ω… ο θάνατος σου νά ’σβηνε κι αυτός μέσα στη λήθη…

Μας λείπεται ώς την ύστερη την ώρα λίγος δρόμος.

Θα τον περάσουμε κι αυτόν∙ τι τ’ όφελός μας όμως,

αφού την άγια βλάστηση που γύρω μας φουντώνει 

η πληγωμένη σου καρδιά στάζοντας θα ματώνει;

Ωστόσο ας προχωρήσουμε… Τίποτε πια δε μένει,

στο τέλειωμα του δρόμου μας ο τάφος περιμένει –  

τα χέρια μου τον άνοιξαν, μυρίζουν χώμα ακόμα,

και θα τον κλείσουνε μαζί με το άχραντό σου σώμα.

Όμως κάλλιο να πέθαινα πριν από σένα, Νιότη 

– κερδίζουν πάντα στη ζωή όσοι πεθαίνουν πρώτοι –

παρά να σέρνω ανέλπιδος τα βήματά μου μόνα 

σ’ ένα χλωμό χινόπωρο κι ύστερα στο χειμώνα.

Λευκές με σέναν άνοιξες κι άλικα καλοκαίρια 

σκορπίζουν τα λουλούδια τους και χίλια περιστέρια 

με τσακισμένα τα φτερά σωριάζονται στο χώμα 

εκεί που – θρήνος… – οι Έρωτες ψυχομαχούν ακόμα.

Μόνος μου πια δε θα νοιαστώ η Μούσα αν θα μου βάνει 

πάνω στα γκρίζα μου μαλλιά της δάφνης το στεφάνι∙  

απ’ το κεφάλι μου έπεσαν τα ρόδα που φορούσα 

κι ό,τι τα νιάτα μου άξιζαν, ω… δεν τ’ αξίζει η Μούσα.

Ήσουν τραγούδι ανείπωτο στα σύννεφα γραμμένο  

όνειρο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ τους ανθρώπους ξένο,

που η μπόρα τώρα σε σκορπά μες στ’ ουρανού τα βάθη –  

πουλί που στον ορίζοντα το μακρινό εχάθη.

Το χέρι μου περίλυπος στο μέτωπο μου ας φέρω:

Θα ξέρω πως η σκέψη μου κλείνει βαθιά ένα γέρο.

Ω… των πραγμάτων βιάστηκα και βρήκα το άδειο βάθος 

κι αιτία του θανάτου σου γίνηκε αυτό το λάθος.

Νιότη μου, που δε σ’ ένιωσα, χωρίζουμε σε λίγο…

Σε μια κραυγή το στόμα μου μ’ απελπισιά ανοίγω∙ 

αυτά τα λόγια μοναχά στο θάνατό σου παν:

– Πεθαίνει ο Μέγας Παν…

 

ΛΥΡΙΚΟ 

Ήταν αλήθεια πως εζούσα 

κάποια ζωή ξεχωριστή,

ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα 

κι όπως δεν ήθελε η ζωή.

Λοξά με κοίταζαν οι άλλοι 

σα να με παίρναν για τρελό,

κι ήταν για με χαρά μεγάλη 

μαζί τους πάντα να γελώ.

Μ’ αλήθεια, αν έχασα το νου μου 

κι αν έχω τώρα τρελαθεί,

τό ’παθα, αχ άστρο τ’ ουρανού μου,

όταν επρόβαλες εσύ!…

 

 

[ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ…]

Απελπισία, απελπισία, απελπισία…

Τί να την κάνω λίγη φαντασία;

Οι θάνατοι έχουν φτάσει τις γεννήσεις 

κι όμως εσύ ζητάς ν’ αυτοκτονήσεις.

Ο έρως απογοήτευση μεγάλη –

την μιαν αγάπη αφήνω για την άλλη.

Αγώνες, περιπέτειες και ταξίδια∙ 

η γη ένας βράχος κι είμαστε τα στρείδια.

Η ποίηση, η σοφία δε με σώνει∙ 

δεν είμαι ούτε μυρμήγκι, ούτε αηδόνι.

Του αγνώστου το μυστήριο για να λύσω 

θά ’πρεπε να πεθάνω και να ζήσω.

Και το τραγούδι μου αυτό γιατί το γράφω;

– Ω… σε ποιο σκοτεινό τάφο…  


ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Το φεγγάρι απόψε λάμπει

σε θερμούς ονειροπόλους,

σε ζευγάρια ερωτευμένα –

λάμπει σ’ όλους, και σε μένα…

Το κοιτώ, καθώς περνάει

ταξιδιάρικα στα χάη∙

πέφτει στο κρεβάτι απάνω

που ίσως μέλλω να πεθάνω…

– Το δικό μας θέλεις πόνο;

Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται…

Ένα «χαίρε» δώσε μόνο

όπου ακόμα με θυμούνται…