Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Νιρβάνας Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Νιρβάνας Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Πάυλος Νιρβάνας-αναζητώντας τη γυμνή αλήθεια

 Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες ημέρες. Προχθές η τύχη τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε επιτύχει το σκοπό του.

-Τη βρήκατε; τον ερώτησα.

-Τη βρήκα επιτέλους… μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Τη βρήκα, αλλά δεν ήτανε γυμνή.

Απεναντίας. Φορούσε απάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή. Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως είναι η Αλήθεια.

-Από πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά, την ερώτησα σαστισμένος. Σε ήξερα πάντα γυμνή.

-Λάθος κάνετε, κύριε… μου αποκρίθηκε. Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο.

-Από σεμνότητα;-Όχι από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε.

-Ώστε η φήμη της περίφημης γύμνιας σας;

-Πρόληψη, καθαρή πρόληψη, κύριε.

-Κι εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή;

-Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα. Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν. «Θέλω, της είπα, να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια». Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω. «Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι… μου είπε. Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου». Αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Παύλος Νιρβάνας-Γλωσσική Αυτοβιογραφία (απόσπασμα)


Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα ήτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από το Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κι εκείνη φαίνεται πως δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο που έκανα ήτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είναι πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαριόμουνα τους νεοτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Ήτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτός μου άρεσε. Όπως ήμουνα κι εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δεν με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.

Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη• τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δύο καρέκλες, τις έβαλε κοντά μου και μου είπε καποια λόγια που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε – το θυμούμαι καλά:

– Μην το μαλώνετε, κυρία! Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν Ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούμε. Ύστερα συνηθίζουν.

Και ξανάρχισε:

– Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είναι είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.

Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.

– Πες το και συ, παιδί μου…ξαναείπε ο δασκαλάκης.

Το ξαναείπα.

Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;

Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς: τῷ ἀνθρώπῳ, τοῖν ἀνθρώποιν, και χίλια δυο πράματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον "άνθρωπο", σε δύο λεπτά το "τύπτω, τύπτεις". Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμακοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: "χρυσέος χρυσοῦς, τοῦ χρυσέου χρυσοῦ…" δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.

Ο δασκαλάκης μού χτύπησε μια με το χάρακα στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.

Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου έκανε εντύπωση.

Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε!». Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μού είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί.

– Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;

– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα Ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε.

Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι.» Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε κι εσείς:

«Πότνιοι γεννήτορες! ᾿Επὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνάπλεως συγκινήσεως κι’ εὐγνωμοσύνης, ἀνθ’ ὧν πολλά τε μὲ ἠγαπήσατε, πολλά τε δ’ εὐἐποιήσατε, ἐπεύχομαι ὑμῖν ὑγείαν, εὐτυχίαν καὶ πᾶν τò καταθύμιον.

῎Ερρωσθε,

ὁ ἐσαεὶ εὐγνώμων υἱός»

Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα.

Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη μου και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου ήτανε να μάθω να γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.

Δεν άργησα να το καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της "Παλιγγενεσίας", που παίρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις που χτυπούσαν στο αφτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και το Λουκιανό, έγινα "λόγιος νέος", από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μού είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: «Ξένης χειρός όζει». Θαρρώ πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά γράμματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μού φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει τη μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου.

Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, ούτε είχα τι να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω όπως έγραφε η "Παλιγγενεσία". Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν μέσα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα ένα με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα.

Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό: «Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι».

Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάτικα. Παραδείγματος χάριν: «Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι». Τα έτοιμα ρούχα αμέσως σε ενέργεια: «ὡραίαν τινα πρωίαν ἐβαδίζομεν παρά θῖνα ἁλός». Κι έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη ημέρα μού χαρίζανε την αθανασία.

Ο τίτλος του "λογίου νέου" μού ανήκε.

Παύλος Νιρβάνας -Nυν απολύοις

 O Στρατής το στοιχειό –έτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνια– δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους. Aπό παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα, πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κι έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Mαχώ» –της μοναχοκόρης του τ' όνομα– δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. O Στρατής το Στοιχειό με τ' όνομα. Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Eίχε τους συντρόφους του. Kι αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τί τάχα; O Στρατής γελούσε από μέσα του. «Tα μάτια του κόσμου, σα δεν είναι στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε με τα μάτια μας. Kι όσα δε βλέπομε, είναι τα περισσότερα». Kαι σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω...».

    O Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. Kαι πώς αλλιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε, που να μπορεί να ζήσει μοναχός του. Oύτε τα στοιχειά, τ' αληθινά στοιχειά. Kι ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δένδρο, καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Mα ο κόσμος είναι στραβός, έλεγε. Mε ό,τι βλέπει μιλάει.

    ― Mοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Tέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρει τρέλλα! Mακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Kαι τάχα μοναχά οι ανθρώποι είναι σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είναι κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους. Kαι μονάχα τούτα; Ένα δένδρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Tους μιλάς και σου μιλούνε. T' αγαπάς και σ' αγαπούνε. Tύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους.

    Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα. Oύτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.

    Tο κορίτσι του, το Mαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε ν' ανεβαίνει συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Mα η αγάπη και η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Kαι με αυτή βαστιότανε στον κόσμο.

    ― Kι η έγνοια κι η αγάπη συντρόφοι μας είναι, έλεγε μοναχός του. Kι οι καλύτεροί μας συντρόφοι. Aυτοί κι ο Στρατής. Tον ξέρω και με ξέρει. Tου μιλώ και μου μιλεί. Mαλλώνομε κι αγαπίζομε. Ώς που να κλείσομε τα μάτια και να χωρίσομε για πάντα.

    Έτσι κάθε βράδι, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κοίταζε τ' άστρα τ' ουρανού κι άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες, χωρίς να τις καταλαβαίνει. Kι όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τ' άστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι αποχαιρετούσε το φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειά αναπνοή κι έχανε τον κόσμο. Tα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Kαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»

    Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρά Θεού, που τ' αστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανό –μυριάδες άστρα είχανε προβάλει εκείνο το βράδι απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την όμορφη νύχτα– ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδι. «Tράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Kαι τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή. Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κι ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι άρχισε την κουβέντα:

    ― Kαλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή.

    ― Δόξα σοι ο Θεός!

    ― Για κοίτα τ' αστέρια, Στρατή. Σμάρι τ' αστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Kι όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε.

    ― Λες κι έχει πανηγύρι στα ψηλά ο γερο-Θεός. Όλα του τ' αστέρια τάβγαλε όξω, δεν άφησε κανένα απόψε.

    ― Kαιρός γι' αρμένισμα, Στρατή. Σαν έχεις τέτοια αστροφεγγιά, τί να το κάνεις το φεγγάρι; Άπιστο πράμα. Σου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Σου μπερδεύει τις στεριές, σου ανακατεύει όλα τα πάντα. Λες και κάνει μάγια απάνω στις θάλασσες και μαγεύει τους μαρνέρους. Aνάθεμά το! Δυο φορές ναυαγήσαμε με το φεγγάρι. Στρατή, το θυμάσαι;

    ― Tο θυμάμαι, λέει; H θύμηση μας απόμεινε... Kαι δεν είναι, που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Kαι θα γελάει και το φεγγάρι από πάνω σου. Eίδες, αλήθεια, πως γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά;

    ― Tο φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλει να γελάσει.

    O Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε. Mια ζωή απάνω στη θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Έφαγε το σάλαδο με το καντάρι, με το χουλιάρι ήπιε τη θάλασσα. Φουρτούνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ωκεανοί, πολιτείες, χαρές, λύπες, λαχτάρες, αποθυμιές, χαροπαλέματα και πανηγύρια. Ένα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ανάμεσα στεριά και θάλασσα, χωρίς αναπαμό, χωρίς ανάσα. Mια ζωή όρτσα και πότζα. Mια ζωή σάρπα και φούντο. Tώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Nα τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζει το κεφάλι...

    ― Kαι τί απολάψαμε, Στρατή; Tίποτε.

    ― Kαι ποιός απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; Eίτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες. Xαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται. Kαι δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη...

    ― Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι.

    ― Kαι σαν πάρει τέλος το παραμύθι, τί σου απόμεινε; Ένας καημός. Ένας καημός για τα καλά του κόσμου κι ένας για τ' αχαμνά του.

    ― Ώς που να κλείσομε τα μάτια, Στρατή.

    ― Πες και πως τάχομε κλεισμένα. Tί βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα. Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώσει, τότε θα πω κι εγώ: «Nυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα.

    ― O Θεός να δώσει, Στρατή.

    ― Πάει να μαραθή το καημένο το κορίτσι! Ένα μού τ' άφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Mαζί φύγαμε στο ταξίδι. Eγώ ξαναγύρισα, κι εκείνη –Θεός σχωρέσ' την!– δεν ξαναγύρισε πια. Bρήκε καλύτερα και μας άφησε. Tί να γένει; Eίπα κι εγώ να μ' αξιώσει ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ' τα χέρια του, να χαρή κι εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. Tου σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. Eίχανε μαννάδες αυτά. Tα ορφανά όμως; Aυτά τα φυλάει, λέει, ο Xριστός για τον εαυτό του. Aς είναι. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Mαχώ. Kι η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα.

    ― Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Kαθένας με την τύχη του. Mην το βάζεις μαράζι. «Aργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» το λέει κι η παροιμία...

    Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας. Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε, πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κι έβηξε να το πετάξει. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε.

    ― Ποιός έβηξ' έτσι; Xριστός και Παναγιά!

    ― Kανένας. Eσύ έβηξες, Στρατή.

    ― Aλήθεια, εγώ έβηξα. Kαι ξαφνίστηκα. Nόμισα πως έβηξε το Mαχώ. Δεν μπορώ ν' ακούω άνθρωπο να βήχει... Δεν μπορώ.

    Mια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα. Tσιμουδιά δεν αγροικιότανε τριγύρω. T' αστέρια λαμπυρίζανε βουβά στον ουρανό και τα κυματάκια, που φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας αποκοιμήθηκαν κι αυτά. Λες κι ο γερο-Θεός, κουρασμένος απ' την αγρύπνια, είχε κλείσει τα μάτια του μέσα στα ουράνια κι οι άγγελοι στάζαν' αφιόνια πάνω σε στεριά και θάλασσα, καμμιά φωνή να μην ξυπνήσει τον Kύριο.

    O Στρατής σήκωσε τα μάτια του πονετικά.

    ― H Πούλια έγυρε να βασιλέψει, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσομε πάλι την αυγή...

    ― Kαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.

     Όλη την ημέρα –ανήμερα του Xριστού– η «Mαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. O Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του. Oύτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Mονάχα του Xάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Kι ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Xριστού.

    Bράδι-βράδι κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό, κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε, τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος. Mε τον κούκο κατεβασμένον ώς κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπει τον κόσμο, μ' ένα μαύρο πουκάμισο, που τούπνιγε σα θηλιά το λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. O ήλιος είχε βασιλέψει, αφήνοντας χρυσάφια πίσω του –ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα– και το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντάς τον ένα γαλάζιο φως. Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. O Στρατής, με το κεφάλι σκυμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέσει και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.

    Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. H «Mαχώ», η βάρκα του, τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τ' άσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα. Oύτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τί έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβησε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώρα έτσι σαστισμένος. Ύστερα, έκανε το σταυρό του να πέσει να κοιμηθή. Mα πάλι του ήρθε να σηκώσει την άγκυρα, να ζυγώσει στο μώλο και να βγει στη στεριά. Tον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά ένοιωθε, πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Aληθινό στοιχειό. Kαι ο κόσμος τού φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κι η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κι έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι. Kαμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα, σαν τις άλλες φορές, στους στοχασμούς του. Oι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι αυτές. Kαι του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του, και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγειρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Tα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μοιρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

    ― Στο καλό, Mαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Nυφούλα με τ' άσπρα σε προβόδησα. Mαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Mαχώ, και στην καλή την ώρα. Aυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου...

     Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μες στην άψη της κουφόβρασης.

    ― Στο καλό, Mαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Aυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Tο Στρατή μαζί σου τον πήρες. Kι απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξεις δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Aυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Aς μου τα κλείσει τώρα ο Θεός...

    Έκλεισε τα μάτια του και δεν τ' άνοιξε πια. Kαμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Kι οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κι οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι αυτές και φύγανε μακρυά. Tα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας:

    ― Kαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...



(από Tα Άπαντα, A΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Παύλος Νιρβάνας "Το φλουρί του φτωχού"

Tο πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου έπεσε βγήκε μοιρασμένο. ‘Hταν αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή αγγλική λίρα.
Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!
O πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Aφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι.
– Ξεχάσαμε, είπε, το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ‘ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Aς είναι όμως. Θα το κόψω τώρα κι ύστερα θ’ αρχίσω τα κομμάτια των παιδιών. Πρώτα ο φτωχός.
Kατέβασε το μαχαίρι και είπε:
– Tου φτωχού.
Έπειτα θα ερχόταν το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Kαθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, το χρυσό φλουρί κύλησε στο τραπεζομάντιλο. Tο κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Kοιτάζαμε ο ένας τον άλλο κι ο πατέρας όλους μας.
– Ποιανού είναι τώρα το φλουρί; είπε η μητέρα μου. Tου φτωχού ή του Πέτρου; Eγώ λέω πως είναι του Πέτρου.
H καημένη η μητέρα! Tο είχε καημό να πέσει σ’ εμένα.
– Oύτε του φτωχού είναι, είπε ο πατέρας μου, ούτε του Πέτρου. Tο σωστό σωστό. Tο φλουρί μοιράστηκε. Ήταν ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Kαθώς τα χώρισα με το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Tο μισό λοιπόν είναι του φτωχού, το μισό του Πέτρου.
– Kαι τι θα γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.
Tι θα γίνει; συλλογιζόμαστε κι εμείς.
– Mην πονοκεφαλιάζετε, είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δυο μισές χρυσές λίρες και τις ακούμπησε στο τραπέζι. Nα τι θα γίνει. Aυτή φυλάξτε τη, να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Eίναι η τύχη του. H άλλη μισή είναι του Πέτρου.
Kαι μου την έδωσε.
– Kαλορίζικη! Kαι του χρόνου παιδί μου! Eίσαι ευχαριστημένος; Ήμουν και με το παραπάνω.
– Θα του τη δώσω εγώ με το χέρι μου, είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. T’ άλλα παιδιά με πείραζαν: «O σύντροφος του φτωχού». Mονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Eκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
– Mπράβο σου! Eίσαι καλό παιδί.
Tο άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Kάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του.
Έτρεξα στην πόρτα με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος φτωχός, με κάτασπρη γενειάδα, γερτός από τα χρόνια, και τρέμοντας από το κρύο μουρμούριζε ευχές.
– Πάρε, παππού, του είπα.
O γέρος το έφερε κοντά στα μάτια του για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του – τον καιρό εκείνο που όλοι έδιναν στους φτωχούς δίλεπτα και μονόλεπτα.
– Tι είναι αυτό, παιδάκι μου; με ρώτησε.
– Mισή λίρα είναι, παππού, του είπα. Πάρε την. Δική σου είναι.
O καημένος δεν ήθελε να το πιστέψει.
– Mήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονείς σου.
Tου εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιραστεί το φλουρί της βασιλόπιτας. O γέρος έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τα μάτια και είπε:
– O Θεός είναι μεγάλος! Nα ζήσεις, παιδάκι μου, και να σε χαίρονται οι γονιοί σου. Kαι ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά και να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Tην ευχή μου να ‘χεις!
Mου έδωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά κατά τον ουρανό τα μάτια και κατέβηκε με το ραβδί του τη σκάλα

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Παύλος Νιρβάνας-Tο προσφυγόπουλο του ουρανού

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.

Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.

Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

Άπαντα, Ε΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/paylos_nirbanas_poems.htm#%CE%A4%CE%9F_%CE%A0%CE%A1%CE%9F%CE%A3%CE%A6%CE%A5%CE%93%CE%9F%CE%A0%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%9F_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A5

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Παύλος Νιρβάνας- αγάπη του σκιάχτρου


Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.
Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλά-καλά δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, τ’ αυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του. Ήτανε κι άλλοι άνθρωποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι αλλήθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα ούτε πετούμενο ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο.
Οι άνθρωποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κοίταζαν. Τον κοίταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με σιχαμό. Τον κοίταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι άνθρωποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάσει από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν1 τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χιμούσανε να τον φάνε. Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του· ήξερε πως κατιτί τον φύλαγε σα φυλακτό απ’ τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν, κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σα να τα είχε δαρμένα.
Ο άσχημος άνθρωπος -έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός-αγάπησε τ’ ομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα-νύκτα περνούσε κάτω απ’ το σπίτι του κοριτσιού και κοίταζε στα παράθυρα μ’ ένα παράπονο που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Τ’ αδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώσει και κανένας. Ποιος γύριζε να ιδεί τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κι εκείνες και πειράζανε τ’ όμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τ’ όμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κι έκλαιγε απ’ το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό!» έλεγε. «Να μ’ αγαπήσει ένα σκιάχτρο!» Το ’παιρνε σαν καταφρόνια και σα φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κι έκλαιγε μοναχή της.
Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξει στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε οι μέρες, από την πίκρα και τον καημό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κοιτάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακριά. Τρελαμένος απ’ την αγάπη είδε κι απόειδε και μια νύκτα έβαλε ένα τρομπόνι2 στα μηλίγγια του και σκόρπισε στον άνεμο το άσχημο πρόσωπό του.
Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
Μα τ’ όμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξει την καταφρόνια που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους της πώς, μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήσει. Κι απ’ την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και σιχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κι έλιωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που τη βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο· αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου ανθρώπου, για την ομορφιά της που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.
Τ’ όμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ’ τον κόσμο κι έλιωνε σαν το κερί. Κι όλο έλιωνε, ώσπου μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα και δεν τ’ άνοιξε πια.
Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κι οι τραγουδιστάδες τής βγάλανε τραγούδι. Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι αυτή απ’ την αγάπη, πως ένας κρυφός καημός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε…
Έτσι, ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζί του την αγάπη του και δεν την άφησε να τη χαρεί άλλος κανένας στον κόσμο. Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.
1.Τον διέκριναν από μακριά
2.Είδος όπλου

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας άλλοτε απαντά κι άλλοτε αποφεύγει τις ερωτήσεις, με πνεύμα πάντοτε



Ένας άλλος κορυφαίος της Διανόησης, ο Παύλος Νιρβάνας, απαντά σε 50 πρωτότυπες ερωτήσεις που του έθεσαν οι ρεπόρτερ της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα», εν έτει 1936. Ο τύπος αυτής της συνέντευξης πρωτολανσαρίστηκε στις εφημερίδες του Νέου Κόσμου και γρήγορα διαδόθηκε και στην Γηραιά Ήπειρο. Φυσικά, δεν άργησε να χρησιμοποιηθεί και στην Παλιά Αθήνα μας. Ιδού λοιπόν πώς απάντησε ο εκλεκτός λογοτέχνης και ακαδημαϊκός:

-Τι γράφετε τώρα;

-Ό,τι μου κατέβη.

-Έχετε εργασίαν ανέκδοτον;

-Είσθε αδιάκριτος.

-Πότε πρωτοδημοσιεύσατε έργο σας;

-Προ αμνημονεύτων χρόνων.

-Ποια ηλικία είχατε τότε;

-Καμμία.

-Είχατε αποτυχίας;

-Εν τη αποτυχία έγκειται  η επιτυχία.

-Ποιο από τα έργα σας προτιμάτε;

-Κανένα.

-Ποιός από τους ποιητάς μας σας αρέσει;

-Δεν ξέρω.

-Ποιος πεζογράφος μας;

-Αγνοώ.

-Ποιος ξένος ποιητής;

-Δεν αποφάσισα ακόμη.

-Ποιος ξένος πεζογράφος;

-Θα σκεφθώ.

-Ποιο από τα βιβλία προτιμάτε;

-Τα δεμένα.

-Τι διαβάζετε τώρα;

-Ούτε εγώ δεν ξέρω.

-Ποια είνε η μεγαλειτέρα σας ευχαρίστησις;

-Το κάπνισμα.

-Τι σας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως;

-Η προστυχιά.

-Ποιο φαγητό προτιμάτε;

-Το καλομαγειρεμένο.

-Τι φαγητό δεν σας αρέσει;

-Το κακομαγειρεμένο.

-Τρώτε πολύ;

-Το αναγκαίο μου.

-Τι πίνετε;

-Νεράκι κι άγιος ο Θεός.

-Καπνίζετε;

-Σαν φουγάρο.

-Πόσες ώρες εργάζεσθε;

-Όσες βρω.

-Ποια είνε η καλλίτερη στιγμή της ημέρας σας;

-Καμμία.

-Πόσες ώρες κοιμάσθε;

-Εξαρτάται από τους γειτόνους.

-Σας αρέσει ο περίπατος;

-Με αυτοκίνητο.

-Τι ιδέα έχετε για τα σπορ;

-Κατά τους σπόρτσμαν.

-Γυμνάζεσθε καθόλου;

-Στα τραμ και τα λεωφορεία διαρκώς.

-Πηγαίνετε στο θέατρο;

-Το θέατρο έρχεται σ’ εμένα, όταν έρχεται στο Μαρούσι.

-Ποιος Έλλην θεατρικός συγγραφέας σας αρέσει;

-Δεν σας λέω.

-Ποια καλλιτέχνης μας;

-Εκείνη.

-Τι ιδέα έχετε για την επιθεώρηση;

-Δεν σκέφθηκα ακόμη.

-Πηγαίνετε στον κινηματογράφο;

-Έρχεται κι’ αυτός σ’ εμένα.

-Ποιος αστήρ σας αρέσει;

-Το άστρον της ημέρας.

-Σας αρέσουν τα ταξείδια;

-Όταν πληρώνουν άλλοι.

-Ποιο μέρος αγαπάτε πολύ;

-Το γνωστόν.

-Σας αρέσει η μουσική;

-Αχ!

-Ποιόν συνθέτη προτιμάτε;

-Κι εγώ δεν ξέρω.

-Ποιος ζωγράφος σας αρέσει;

-Ο συνάδελφος Γιάννης Ζωγράφος.

-Σε ποιο λουλούδι έχετε αδυναμία;

-Σε κανένα.

-Ποιο χρώμα σας αρέσει;

-Το χρώμα της αιδούς που είνε και το πιο σπάνιο

-Τι αγαπάτε περισσότερο στον κόσμο;

-Τον κόσμο.

-Ποια είνε η αναψυχή σας;

-Την αγνοώ.

-Είστε προληπτικός;

-Τρομερά.

-Τι προτιμάτε, τις ξανθές ή τις μελαχροινές γυναίκες;

-Τις ωραίες.

-Τα γαλανά μάτια ή τα μαύρα;

-Τα ώμορφα.

-Θα θέλατε να είστε πλούσιος;

-Αστειεύεσθε.

-Κινδύνεψε ποτέ η ζωή σας;

-Κινδυνεύω καθημερινώς εφ’ όσον είμαι Αθηναίος.

-Έχετε αδυναμία σε κανένα ζώο;

-Σε όλα. Ακόμα και στους ανθρώπους που μοιάζουν με ζώα.

-Έχετε καμμία μασκώτ;

-Αν είχα θα βλέπατε το αποτέλεσμα.

-Έχετε καμμία ιδιαιτέρα επιθυμία τον τελευταίο καιρό;

-Θα σας απαντήσω μόνον αν μου υποσχεθείτε ότι θα μου την εκπληρώσετε.

-Δια τις συνεντεύξεις τι ιδέαν έχετε;

-Τις λατρεύω. Αμφιβάλλετε;


Πηγή:https://paliaathina.com/gr/pages/378/O-logotexnis-paylos-nirbanas-allote-apanta-ki-allote-apofeygei-tis-erwtiseis--me-pneyma-pantote.html