Τούτος ο τόπος είν’ ένας μύθος από χρώμα και φως ένας μύθος κρυφός με τον κόσμο του ήλιου δεμένος. Καθ’ αυγή ξεκινά ν’ ανταμώσει ξανά το δικό του αθάνατο γένος.
Τούτος ο τόπος είν’ ένας κήπος με κλαμένα παιδιά στη γαλάζια ποδιά κάποιας μάνας για πάντα χαμένης που συντρόφοι ορφανοί καρτερούν να φανεί στο κατώφλι μιας πόρτας κλεισμένης.
Τούτος ο τόπος είν’ ένας βράχος σα σπαθί κοφτερός που σοφός ο καιρός θα τον κάνει τραγούδι μια μέρα και θα ‘ρθουν εποχές που οι φτωχές ψυχές το σκοπό του θ’ ακούν στον αγέρα.
Νίκος Γκάτσος (1911 -1992 ) Πηγή: Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε Εκδόσεις: Ίκαρος- Αθήνα 1992
Στίχοι: Βασίλης ΑνδρεόπουλοςΜουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Αυτόν τον κόσμο τον καλό
τον χιλιομπαλωμένο
βρε ράβε ξήλωνε ράβε ξήλωνε
δουλειά δουλειά δουλειά να μη σου λείπει
Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον είχαν πρώτα
βρε γέλα φίλε μου γέλα φίλε μου
δεν είναι δεν είναι δεν είναι και για λύπη
Αυτόν τον κόσμο τον καλό
σ' εμάς τον παραδώσανε
βρε τρέχα φίλε μου τρέχα φίλε μου
και μη και μη και μη βαριά το παίρνεις
Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον καρτεράνε
βρε σκέψου φίλε μου σκέψου φίλε μου
την ώρα την ώρα την ώρα που θα φεύγεις
Βγήκαν λάμιες στο ποτάμι σύννεφο έβαλαν γιορντάνι κι άντρας ζώνει τ’ άρματά του πάει ταμένος του θανάτου Και ποιος θα σου κρατήσει άσπρο στο χορό μαντήλι μαγιάπριλο του κόσμου πίκρα περπατάει στα χείλη άι… γαρούφαλλό μου… άι… γαρούφαλλό μου…
Άλογο φαρί καβάλα δράκοι του’στησαν κρεμάλα μπρος στο μαρμαρένιο αλώνι στέκει και το πεταλώνει Ανέμη να γυρίσει παραμύθι ν’αρχινήσει μαύρο κρασί να πιούμε το φεγγάρι έχει μεθύσει άι…γαρούφαλλό μου… άι…γαρούφαλλό μου…
και στην άκρη, στο ποτάμι μια φλογέρα, ένα καλάμι κάνει τον καημό φλογέρα το παράπονό του αέρα Και ποιος θα σου κρατήσει άσπρο στο χορό μαντήλι μαγιάπριλο του κόσμου πίκρα περπατάει στα χείλη άι…γαρούφαλλό μου… άι…γαρούφαλλό μου…
Ποιος πονεί και ποιος το θέλει του ανέμου οι Αρχαγγέλοι του καπνού ‘ναι και τ’ ανέμου δεν το βάσταξα ποτέ μου Ανέμη να γυρίσει παραμύθι ν’αρχινήσει μαύρο κρασί να πιούμε το φεγγάρι έχει μεθύσει άι…γαρούφαλλό μου… άι…γαρούφαλλό μου…
Του Χάρου ειν το πανηγύρι το χορό νεκρός να σύρει τ’ άστρα μες στο παραγάδι και τον ήλιο στο σημάδι Και ποιος θα σου κρατήσει άσπρο στο χορό μαντήλι μαγιάπριλο του κόσμου πίκρα περπατάει στα χείλη άι…γαρούφαλλό μου… άι…γαρούφαλλό μου…
Ένα πουλί θαλασσινό
Ένα πουλί θαλασσινό λέει σε πουλί βουνίσιο θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά για να σε πολεμήσω. Δεν πολεμώ σε πέρδικα,τρυγόνα,περιστέρα μον’ κατεβαίνω κι έρχομαι να σου περάσω βέρα. Εγώ είμ’ αητός και πέτουμαι στα ζύγια του συννέφου οχτροί ‘ναι και με χαιρετούν, φίλοι κι ουδέ μου γνέφουν. Η ανέμη του παραμυθιού πήρε και ξετυλιέται είναι κρυφή η αγάπη μου και δεν ξομολογιέται.
Ξημερώνει ( Το σύννεφο έφερε βροχή )
Το σύννεφο έφερε βροχή κι έχουμε μείνει μοναχοί έγινε η βροχή χαλάζι δεν πειράζει, δεν πειράζει.
Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί σπίτι, ουρανός όπου σταθεί το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο, για το δρόμο.
Άιντε ν’ απλώσουμε πανιά στ’ όνειρο και στη λησμονιά δάκρυα η ζωή στεγνώνει ξημερώνει, ξημερώνει.
Να με θυμάσαι
Στα μάτια παίζει τ’ άστρο της αυγής ο ήλιος πλένει τ’ όνειρο της γης πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ κουράστηκε και πάει να κοιμηθεί
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί
Στα χείλη καίει πικρό μικρό φιλί ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά παραμονεύει η λησμονιά
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί
Δεν περισσεύει υπομονή
Πέντε δεκάρες το ψωμί δεν περισσεύει υπομονή πίκρα κομπόδεμα κρατώ το ‘χω στα στήθια φυλαχτό.
Πλέκεις κορδέλα στα μαλλιά μάγια σου δένουν τη μιλιά φορώ γαρούφαλο στ’ αυτί καημός και πώς να σου κρυφτεί.
Βάλε στη γέφυρα φωτιά και πες στη μάνα σου «έχε γεια» ο δρόμος φέρνει ανήφορο διψάν οι βρύσες για νερό.
Κουράστηκες να καρτερείς φίλε μου αγάντα όσο μπορείς βάθυνε γύρω η σκοτεινιά χαθήκαμε στην ερημιά.
Έλα φίλε
Σκουριασμένο γιαταγάνι στα ‘κονίσματα και του γάμου το στεφάνι μπαίνει σταυρωτά, σταυρωμένα παραμύθια καταχείμωνο πάγος και χιονιάς στα στήθια γράψε αλοίμονο.
Αχ και να ‘μαι το κρασί σου να ταξίδευα αγριόριζα απ’ τη γη σου να σε φίλευα, έλα φίλε κλείσ’ την πόρτα της παράδεισος να την πνίξουνε τα χόρτα κι ο βαρύς κισσός.
Θύμησέ μου να απαγκιάσω να ξεκουραστώ του καλόγερου το ράσο τώρα ξέσχιστο με βαραίνει η καταδίκη εφτασφράγιστη τ’ άνεργο σπαθί στη θήκη άλλος να ζωστεί.
Χάθηκε το φεγγάρι
Του ήλιου σβήστηκε το φως εχάθη το φεγγάρι και πάει το παλικάρι καημός και πόθος μου κρυφός
Πέτρα την πέτρα περπατώ το αίμα του ανασαίνω και πια δεν περιμένω που σκότωσαν ‘τόν π’ αγαπώ
Καημός και πόθος μου κρυφός η νύκτα τον τυλίγει και την φωνή μου πνίγει ο πόνος μου ‘γινε αδελφός
Πέτρα την πέτρα περπατώ το αίμα του ανασαίνω και πια δεν περιμένω που σκότωσαν ‘τόν π’ αγαπώ
Ήρθε να μ’ εύρει την αυγή ήρθε να με φιλήσει ήρθε για να γεμίσει γαρύφαλλα κι αστέρια η γη
Πέτρα την πέτρα περπατώ, φέγγει και ξημερώνει Γλυκό πουλί τ’ αηδόνι τραγούδα μου τον π’ αγαπώ.
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι
βγάλε από την πόρτα το κλειδί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί
βάλε κι άλλη αγάπη στο τραπέζι
Κάποιος πονεμένος θα βρεθεί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί
Άνοιξε στο φως το παραθύρι
δέσε μια κορδέλα στα μαλλιά
βάλε το λουλούδι στο ποτήρι
να γεμίσει η κάμαρη ευωδιά
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι
βγάλε από την πόρτα το κλειδί
το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί.
Είμαι μια στάμνα ραγισμένη
έν’ ακυβέρνητο καράβι
που χρόνια τώρα περιμένει
τη μοίρα του να καταλάβει.
Είδα καπνούς θριάμβους ήττες
και το γυμνό σπαθί του μπόγια
είδα κι αλλόκοτους προφήτες
με κούφια φουσκωμένα λόγια.
Αδιάφορα περνάν της γης τα τρένα
κανένα δε σταμάτησε για μένα.
Μα εγώ με τα παιδιά μαζί του δρόμου
ανάσταση έχω κάνει τ’ όνειρό μου
και μέσ’ από βροχή κι ανεμοζάλη
το φως μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει.
Τις νύχτες μελετάν οι γλάροι
των άστρων τις γεωμετρίες
κι εγώ με πήλινο λυχνάρι
για πεθαμένες ψάχνω Τροίες.
Αχ ανθρωπάκια του σωλήνα
ποτέ δε βγήκατε ταξίδι
εκεί που ζούσε η Μπουμπουλίνα
Ύδρα Ψαρά και Γαλαξίδι.
Αδιάφορα περνάν της γης τα τρένα…
Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά εσείς που χρόνια δεν σηκώσατε κεφάλι και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά
Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε τη γη
Εσείς, αδέρφια, που ποτέ δε βγάλατε άχνα κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή εσείς που η πίκρα σας πλημμύριζε τα σπλάχνα κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί
Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε τη γη