Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Το Ψυχοσάββατο
Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη προς τον τεθλιμμένον πατέρα του
Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδακαι ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένοτη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.5Στου κόσμου τον απέραντο τον θησαυρό δε φέρνειπαρ’ αρμονία και χαρά… Γιατί το συνεπαίρνειστο πέρασμά του ο σίφουνας; Γιατί το ξεριζώνει;…Το φοβερό το γίγαντα ποιός στέλνει; Ποιός σκοτώνειτο πλάσμα μόλις άνοιξε τα φύλλα στον αγέρα;…10Πες μου το συ, πατέρα. Λαλεί τ’ αηδόνι στο κλαρί, τον ουρανό τηράζεικαι νανουρίζει ολονυχτίς την πλάση που νυστάζει.Τα χίλια του λαλήματα γλυκά συναπαντιώνταιμ’ αστέρια διαβατάρικα κι εγκαρδιακά φιλιώνται.15Τ’ ακούν τα νυχτολούλουδα, τα καταπίνει ο κρίνος…Και την αυγή βουβό! νεκρό! Πες μου ποιός είν’ εκείνοςπου πρόσταξε το σερπετό ν’ ανοίξει τ’ άγριο στόμανα καταπιεί τον άγρυπνο τον ψάλτη, πριν ακόματελειώσει το τραγούδι του και πριν τον εύρει η μέρα;20Το ξέρεις συ, πατέρα; Θεόρατος καταμεσής στο πέλαγο ένας βράχοςπερήφανος, απάτητος, σκληρός θαλασσομάχοςπέτεται με το ψήλωμα και με την ανδρειά του.Δεν τον ετάραζαν σεισμοί και βλέπει στα νερά του25αδιάφορος τον πόρφυρα στο λάρυγγα να θάφτει,ν’ αλέθει με τα δόντια του, το δύστυχον το ναύτη…Λίγη ψιχάλα εχώνεψε βαθιά σε μια ραφή του,το κρύο την επάγωσε κι ευθύς η κορυφή τουτρίζει, βογκά, σωριάζεται ψηλ’ από τον αιθέρα…30Πες μου γιατί, πατέρα;… Και του πλατάνου την καρδιά, τον πρίνο, το ρουπάκιακοίμητο, παντοτινό τρώγει κρυφό σαράκι.Κι η λεύκα η μακροτράχηλη με τ’ ασημένιο φύλλο,το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο35τον ουρανό μας να κρατεί και φαίνεται πλασμένονα ξεφυτρώνει αθάνατο σε χώμα πεθαμένο…Περνά ένα μαύρο σύγνεφο, επάνωθέ του στέκει,αστράφτει, σχίζεται, βροντά, ξερνά τ’ αστροπελέκικαι στάχτη γίνονται μεμιάς, σκορπούν με τον αγέρα.40Πες μου γιατί, πατέρα; Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσειη φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση,τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι,τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη,45όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνειακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη.Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα,ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμαδαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα.50Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;… Εν Λευκάδι, Οκτώβριος 1877 * |
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Τη αξιεράστω και φιλομούσω Κλεαρέτη Σκιαδαρέση
εις ανάμνησιν της 25 Μαρτίου 1872
Τον ουρανό σου εφλόγισετ’ αστέρι μου μιαν ώραΠοιός το θυμάται τώρα;…
Εφλόγισε τον ουρανότ’ αστέρι μου μιαν ώραΠοιός το θυμάται τώρα;…
Αναδημοσίευση από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=3&text_id=304
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη προς τον τεθλιμμένον πατέρα του
Τρίτη 12 Απριλίου 2022
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης-Κανάρης
Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι
κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι,
ὅταν φτωχός, ἀγνώριστος, μικρός, χωρὶς πατρίδα
τὴ ματωμένη ἐπλεύρωσες, Κανάρη ναυαρχίδα,
ἂν ὅταν ἀνεπήδησες μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ στύλου
μέσα στὴ μαύρη τὴ σπηλιὰ τοῦ Καραλῆ τοῦ σκύλου,
κανένας μάντις σὤλεγε ὅτι θὰ νἄλθῃ ὥρα
νὰ ἰδῇς, Κανάρη, ἐλεύθερη τὴ δύστυχη τὴ χώρα,
πὤρρευ᾿ ἑτοιμοθάνατη, - ὅτ᾿ ἤθελες φωτίσει
μ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀστροπελέκι σου Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
ὅτι θὰ γένῃς ζωντανὴ τοῦ Γένους σου σημαία,
ὅτι θὰ πᾶς μακρὰ μακρὰ νὰ φέρῃς βασιλέα,
καὶ χίλια δαφνοστέφανα ὁ κόσμος θὰ νὰ βάλῃ,
Κανάρη, στ᾿ ἀπροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
ὅτι πρὶν πέσῃς κατὰ γῆς θὰ σοῦ δοθῇ κ᾿ ἡ χάρη
νὰ ἰδῇς νὰ λάμψῃ ἀνέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
ὅπου ἐβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
ὅτ᾿ ἕνα Γένος σύψυχο τοῦ λάκκου σου τὸν ᾅδη
θὰ ἐδρόσιζε μὲ κλάμματα, ὁποὺ θὰ ν᾿ ἀνάβρανε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια του κι᾿ ἀθάνατα θὰ νἆναι,
ὅτι θὰ σκύψῃ ξέσκεπος ἐμπρὸς στὰ λείψανά σου,
νὰ σὲ φιλήσῃ ἐγκαρδιακά. Κανάρη, ὁ Βασιλιάς σου,
ἂν ἕνας μάντις τἄλεγε, ποιός, ἤθε᾿ τὸν πιστέψῃ;
Μόνος ἐσύ, ποὺ γνώριζες ὅτ᾿ εἴχανε φυτέψει
βαθειά, βαθειὰ στὰ σπλάγχνα σου τὰ χέρια τοῦ θεοῦ σου
βοτάνι παντοδύναμο, τροφὴ τοῦ κεραυνοῦ σου,
τὴν πίστη τὴν ἀκλόνητη στοῦ ἔθνους του τὴν τύχη...
Αὐτή, Κανάρη, πὤβαψε τὸν σιδερένιον πῆχυ
κι᾿ ἔδωσε στὸ καράβι σου χίλια φτερὰ νὰ τρέχῃ
σήμερα ποιὸς τὴν ἔχει;...
Ἄχ! δὲν τὸ πίστευα ποτέ!... Πέρυσι σ᾿ εἶδ᾿ ἀκόμα
συγνεφιασμένον, κάτασπρον στὸ φτωχικό σου στρῶμα,
σὰν κοιμισμένη θάλασσα σὲ ταπεινὸ ἀκρογιάλι
ὅπ᾿ ὀνειρεύεται κρυφὰ καμμιὰν ἀνεμοζάλη
γιὰ νὰ μουγκρίσῃ φοβερά..., καὶ σήμερα κουφάρι!...
Ἔγυρα τότε ἐφίλησα τ᾿ ἀνδρεῖα σου, Κανάρη,
τὰ λιοκαμμένα δάχτυλα κ᾿ ἔνιωσα κάθε ρώγα,
πὤβραζε μέσα κ᾿ ἔλαμπε μὲ τὴν παληά σου φλόγα.
Ἔτρεμα ἐμπρός σου, ἐδάκρυζα, μὤδωκες τὴν εὐχή σου,
μοῦ τίμησες τὸ μέτωπο μ᾿ ἕνα θερμὸ φιλί σου
καὶ μοὖπες, λιονταρόκαρδε. - «Μὴν κλαῖς, δὲ θὰ πεθάνω,
πρὶν ξανανειώσω μιὰ φορὰ καὶ πρὶν νὰ ξεθυμάνω».
Κι᾿ ἀπέθανες! κ᾿ ἐσβύστηκες!... Τὰ ριζιμιά, οἱ βράχοι
δὲν σκιάζονται γεράματα καὶ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη
ὁλόρθο μένει, ἀκλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
καὶ μάχεται μὲ τὰ στοιχειά... Καὶ σὺ καὶ σύ, Κανάρη,
ποὖλθες στὴ γῆ θεόχτιστος κι᾿ ὀπ᾿ ὅταν ἐθωροῦσε
τὸ χιόνι στὸ κεφάλι σου κανεὶς π᾿ ἀσπροβολοῦσε,
ἐπίστευεν ὅτ᾿ ἔβλεπε τὸν Ὄλυμπο ἐμπροστά του
μὲ τὴν ἀθανασία του, μὲ τὴν παλληκαριά του,
ἐσὺ σωριάζεσαι μὲ μιᾶς;... Μέσα στὰ χώματά σου
θὰ καταπιάσῃ ἡφαίστειο ἢ θὰ σβηστῇ ἡ φωτιά σου;...
Κατάρ᾿ ἀκατανόητη, ἄσπλαγχνη, μαύρη μοίρα
νἆν᾿ οἱ νεκροί μας ἄφθαρτοι, νἆν᾿ ἡ ζωή μας στείρα.
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης -Η αχτίδα
«Αν ήμουνα του φεγγαριού
μαλαματένι’ αχτίδα,
θα χώνευα κρυφά κρυφά
μες στα μαλλιά σου τα χρυσά
να γένω μια πλεξίδα.
»Κι όταν η νύχτα θα ’ρχεται
να κλει τα βλέφαρά σου
κι άλλος κανείς δε θα θωρεί
τ’ αγγελικό σου το κορμί
παρά το κόνισμά σου,
»τότε κι εγώ στ’ ανέφελο
θα βγαίνω μέτωπό σου,
θα σε φιλώ… θα λησμονώ
τ’ αστέρια μου, τον ουρανό…
θα σβηώμ’ εκεί σιμά σου.»
Κι εσύ μ’ ένα χαμόγελο,
πὄλαμψε σα δοξάρι
μ’ αγκάλιασες σφιχτά σφιχτά
κι εγώ ελησμόνησα, κυρά,
κι αχτίδα και φεγγάρι.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824- 24 Ιουλίου 1879)
[ΕΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1872 - 1878]
Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης-Παράπονο
Πόσες φορές τὰ κύματα
που ἐπέφταν ἀφρισμένα
στὸ ἔρμο τ’ ἀκρογιάλι μου,
τὰ ρὠτησα γιὰ σένα!
Πόσες φορές τὸ δάκρυ μου
στὴν ἄβυσσο εἶχε στάξει,
καὶ πόσο ἐπαρακάλεσα
ναλθῇ σ' ἐσέ ν' ἀράξῃ!
Τοῦ κάκου! Φεύγ' η θάλασσα
καὶ πίσω της μ' ἀφήνει
ἀφροὺς καὶ λίγα φρύγανα
γιὰ μόνη ἐλεημοσύνη.
Κ’ ἐγώ, τυφλός, ἐκοίταζα
τὸ κῦμα – καὶ δέν εἶδα
ὅτ' εἶναι ἀφρός ἡ ἀγάπη μου
καὶ φρύγανα ἡ ἐλπίδα.
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Παρασκευή 26 Απριλίου 2019
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης…«Ο βράχος και το κύμα»
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
