Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαλαωρίτης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαλαωρίτης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Το Ψυχοσάββατο


Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
απόψε τα μεσάνυχτα θα νά ’λθει να καθίσει,
ένας πατέρας πὄχασεν όμορφη θυγατέρα.
Τηνε γυρεύει εδώ κι εκεί, τη νύχτα, την ημέρα,
και δεν τη βρίσκει ο δύστυχος. Όσους ρωτά του λένε
πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε.
Επήγε στην τριανταφυλλιά
εψές με το φεγγάρι.
Της λέει: —η φιλενάδα σου
μην ήλθ’ εδώ να πάρει
τα ρόδα σου να στολισθεί
στην εκκλησιά να πάει;…
Κι εκείνη τ’ απαντάει:
—Κάθε πρωί την έβλεπα
όμορφη σαν εμένα·
μου εμέτραε τα ρόδα μου,
κι αν έλειπε κανένα,
μ’ εμάλωνε και μὄλεγε
πως θα με παραιτήσει
και δε θα μ’ αγαπήσει.
Κι ενώ μ’ εμάλων’ έκοβε
τ’ άνθη μου τα δροσάτα
κι εστόλιζε τα στήθια της
τ’ άσπρα τα μυρωδάτα·
εκείνη μὄδιν’ ομορφιά,
εγώ την εντροπή μου,
λες κι ήταν αδελφή μου.
Πες μου, πατέρα, πες μου το,
μην είναι κακιωμένη
και σ’ έστειλε για να μου πει
πως τώρα κατεβαίνει;
Τρεις μέρες τηνε καρτερώ
με το φιλί στο στόμα
και δεν τη βλέπω ακόμα.
Πάει στο νυχτολούλουδο,
το βλέπει μαραμένο:
—Γιατί, λουλούδι μου, είσ’ αχνό
και παραπονεμένο·
δεν σὄφερ’ η Μαρία σου
νεράκι από τη βρύση
εψές να σε ποτίσει;…
—Τη νύχτα τα μεσάνυχτα
εκεί που καρτερούσα
νά ’λθει η Μαρία να με βρει
κι έστεκα κι αγρυπνούσα,
μέσα στο φως του φεγγαριού
μου φάνη πως την είδα
πὄφευγε σαν αχτίδα.
Κι ενώ κρυφομιλούσανε, ακούστηκε από πέρα
φωνή που μοιρολόγαε κι έλεγε στον πατέρα:
—Την επεράσαν τέσσαροι
μες τ’ άνθη ξαπλωμένη·
ποιό μάτι δεν την έκλαψε
εκείθε που διαβαίνει!
Εμπρός επήγαιν’ ο σταυρός
οπίσω του οι παπάδες,
λιβάνια και λαμπάδες.
Την είδα, δύστυχε, κι εγώ
την είδα τη Μαρία
δίπλα στο ξυλοκρέβατο.
Δεν πας στην εκκλησία
να βρεις το νεκρολίβανο,
οπού καπνίζει ακόμα
στου τάφου της το χώμα;
Σύρε, πατέρα, να τη δεις
απόψ’ οι πεθαμένοι,
μεγάλη έχουνε γιορτή,
και βγαίνουν στολισμένοι
σαν νιόνυφοι απ’ τα μνήματα
με τ’ άσπρα σάβανά τους
να φαν τα κόλλυβά τους.
Σαν έλθουν τα μεσάνυχτα,
τ’ ορνίθι σαν λαλήσει,
σύρε και κλάψε μοναχός
σιμά στο κυπαρίσσι.
Σήμερο ψυχοσάββατο
θα ’λθει στην αγκαλιά σου
να πάρει τα φιλιά σου.
Επήγε κι εκαρτέρεσε
πίσ’ από τ’ άγιο Βήμα.
Ήλθανε τα μεσάνυχτα…
Εσείστηκε το μνήμα.
Βγαίν’ η Μαρία ολόλευκη,
κι εκεί που τον εφίλει
ανάμεσα στα χείλη:
—Πατέρα μου, του λέει, γλυκέ,
γιά ιδές πώς είμαι κρύα!
Αν είν’ αλήθεια π’ αγαπάς
τη μαύρη τη Μαρία,
έλα μ’ εμέ στον τάφο μου,
σκιάζομαι το σκοτάδι
μονάχη μου στον Άδη.
Το σάβανό μου είναι πλατύ.
Γιά ιδές το… μας σκεπάζει…
Έλα να πάμε… κοίταξε,
σχεδόν γλυκοχαράζει…
Τρέμω… κρυώνω… πάρε με…
Είμαι μικρή η καημένη
να μείν’ ορφανεμένη.
Αγάλια… αγάλια… ακλούθα με·
πατέρα, μη βαρέσεις…
Είναι τα μνήματ’ ανοιχτά,
βάστα με μη μου πέσεις.
Θυμάσαι πώς μ’ εχάιδευες
και πώς με τραγουδούσες
όταν μ’ αποκοιμούσες;
Πατέρα μου, πατείς βαριά…
Πιάσου απ’ το σάβανό μου…
Τραβήξου ολίγο… εσκόνταψες
επάνω στο σταυρό μου…
Εφθάσαμε… καρτέρεσε
να κατεβώ να στρώσω,
σεντόνι να σ’ απλώσω.
Δώσ’ μου το χέρι σου… Έλα δω…
Πατέρα μου, αχνίζεις!…
Τα μάτια σου θολώνουνε…
Γιατί να με φοβίζεις;
Πάμε στο κρεβατάκι μου
να σε γεροκομήσω,
δε θέλω να σ’ αφήσω.
Γιά ιδές κρεβάτι όμορφο!
Επήρ’ απ’ τα μαλλιά μου
τα ρόδα που μου βάλανε
απ’ την τριανταφυλλιά μου.
Τα μάδησα, τα σκόρπισα
επάνω στο σεντόνι,
που είν’ άσπρο σαν το χιόνι.
Πατέρα μου, τί καρτερείς;
Τί στέκεσαι στην άκρη;…
Πατέρα μου, δεν μ’ αγαπάς!…
Σφόγγισ’ αυτό το δάκρυ…
Άλλοι θα κλάψουνε για μας…
Κι εμείς δεν τους ακούμε…
Έλα να κοιμηθούμε.
—Κι η μάνα σου, Μαρία μου,
κι η μάνα σου η καημένη
χωρίς εμέ, χωρίς εσέ
η δύστυχη πού μένει;…
Μην κλαις, παιδί μου… γλήγορα
φεύγει, πετά η ζωή μου…
Σύρε με την ευχή μου.
Μαρία μου, ένα φιλί,
ένα φιλάκι ακόμα…
Μοσχοβολάει, ψυχούλα μου,
τ’ αθώο σου το στόμα…
Καρτέρεσε, Μαρία μου,
άφες με να χορτάσω,
σε λίγο θα σε χάσω.
Κι εκεί οπού την έσφιγγε, κι εκεί που την εφίλει
την έχασ’ απ’ τον κόρφο του, τὄφυγε από τα χείλη.
Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής και θαμποφέγγ’ η μέρα,
κλάψτε την νια την όμορφη, κλάψτε και τον πατέρα!

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη προς τον τεθλιμμένον πατέρα του

 

Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδακαι ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένοτη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.5Στου κόσμου τον απέραντο τον θησαυρό δε φέρνειπαρ’ αρμονία και χαρά… Γιατί το συνεπαίρνειστο πέρασμά του ο σίφουνας; Γιατί το ξεριζώνει;…Το φοβερό το γίγαντα ποιός στέλνει; Ποιός σκοτώνειτο πλάσμα μόλις άνοιξε τα φύλλα στον αγέρα;…10Πες μου το συ, πατέρα.

Λαλεί τ’ αηδόνι στο κλαρί, τον ουρανό τηράζεικαι νανουρίζει ολονυχτίς την πλάση που νυστάζει.Τα χίλια του λαλήματα γλυκά συναπαντιώνταιμ’ αστέρια διαβατάρικα κι εγκαρδιακά φιλιώνται.15Τ’ ακούν τα νυχτολούλουδα, τα καταπίνει ο κρίνος…Και την αυγή βουβό! νεκρό! Πες μου ποιός είν’ εκείνοςπου πρόσταξε το σερπετό ν’ ανοίξει τ’ άγριο στόμανα καταπιεί τον άγρυπνο τον ψάλτη, πριν ακόματελειώσει το τραγούδι του και πριν τον εύρει η μέρα;20Το ξέρεις συ, πατέρα;

Θεόρατος καταμεσής στο πέλαγο ένας βράχοςπερήφανος, απάτητος, σκληρός θαλασσομάχοςπέτεται με το ψήλωμα και με την ανδρειά του.Δεν τον ετάραζαν σεισμοί και βλέπει στα νερά του25αδιάφορος τον πόρφυρα στο λάρυγγα να θάφτει,ν’ αλέθει με τα δόντια του, το δύστυχον το ναύτη…Λίγη ψιχάλα εχώνεψε βαθιά σε μια ραφή του,το κρύο την επάγωσε κι ευθύς η κορυφή τουτρίζει, βογκά, σωριάζεται ψηλ’ από τον αιθέρα…30Πες μου γιατί, πατέρα;…

Και του πλατάνου την καρδιά, τον πρίνο, το ρουπάκιακοίμητο, παντοτινό τρώγει κρυφό σαράκι.Κι η λεύκα η μακροτράχηλη με τ’ ασημένιο φύλλο,το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο35τον ουρανό μας να κρατεί και φαίνεται πλασμένονα ξεφυτρώνει αθάνατο σε χώμα πεθαμένο…Περνά ένα μαύρο σύγνεφο, επάνωθέ του στέκει,αστράφτει, σχίζεται, βροντά, ξερνά τ’ αστροπελέκικαι στάχτη γίνονται μεμιάς, σκορπούν με τον αγέρα.40Πες μου γιατί, πατέρα;

Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσειη φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση,τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι,τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη,45όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνειακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη.Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα,ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμαδαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα.50Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;…

Εν Λευκάδι, Οκτώβριος 1877 *

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Τη αξιεράστω και φιλομούσω Κλεαρέτη Σκιαδαρέση

 

εις ανάμνησιν της 25 Μαρτίου 1872

[Παραλλαγή α΄]

Τον ουρανό σου εφλόγισετ’ αστέρι μου μιαν ώραΠοιός το θυμάται τώρα;…

Εν Λευκάδι τη 22 Σεπτεμβρίου 1872 *
[Παραλλαγή β΄] *

Εφλόγισε τον ουρανότ’ αστέρι μου μιαν ώραΠοιός το θυμάται τώρα;…
Αναδημοσίευση από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=3&text_id=304

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη προς τον τεθλιμμένον πατέρα του

 

Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδακαι ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένοτη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.5Στου κόσμου τον απέραντο τον θησαυρό δε φέρνειπαρ’ αρμονία και χαρά… Γιατί το συνεπαίρνειστο πέρασμά του ο σίφουνας; Γιατί το ξεριζώνει;…Το φοβερό το γίγαντα ποιός στέλνει; Ποιός σκοτώνειτο πλάσμα μόλις άνοιξε τα φύλλα στον αγέρα;…10Πες μου το συ, πατέρα.

Λαλεί τ’ αηδόνι στο κλαρί, τον ουρανό τηράζεικαι νανουρίζει ολονυχτίς την πλάση που νυστάζει.Τα χίλια του λαλήματα γλυκά συναπαντιώνταιμ’ αστέρια διαβατάρικα κι εγκαρδιακά φιλιώνται.15Τ’ ακούν τα νυχτολούλουδα, τα καταπίνει ο κρίνος…Και την αυγή βουβό! νεκρό! Πες μου ποιός είν’ εκείνοςπου πρόσταξε το σερπετό ν’ ανοίξει τ’ άγριο στόμανα καταπιεί τον άγρυπνο τον ψάλτη, πριν ακόματελειώσει το τραγούδι του και πριν τον εύρει η μέρα;20Το ξέρεις συ, πατέρα;

Θεόρατος καταμεσής στο πέλαγο ένας βράχοςπερήφανος, απάτητος, σκληρός θαλασσομάχοςπέτεται με το ψήλωμα και με την ανδρειά του.Δεν τον ετάραζαν σεισμοί και βλέπει στα νερά του25αδιάφορος τον πόρφυρα στο λάρυγγα να θάφτει,ν’ αλέθει με τα δόντια του, το δύστυχον το ναύτη…Λίγη ψιχάλα εχώνεψε βαθιά σε μια ραφή του,το κρύο την επάγωσε κι ευθύς η κορυφή τουτρίζει, βογκά, σωριάζεται ψηλ’ από τον αιθέρα…30Πες μου γιατί, πατέρα;…

Και του πλατάνου την καρδιά, τον πρίνο, το ρουπάκιακοίμητο, παντοτινό τρώγει κρυφό σαράκι.Κι η λεύκα η μακροτράχηλη με τ’ ασημένιο φύλλο,το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο35τον ουρανό μας να κρατεί και φαίνεται πλασμένονα ξεφυτρώνει αθάνατο σε χώμα πεθαμένο…Περνά ένα μαύρο σύγνεφο, επάνωθέ του στέκει,αστράφτει, σχίζεται, βροντά, ξερνά τ’ αστροπελέκικαι στάχτη γίνονται μεμιάς, σκορπούν με τον αγέρα.40Πες μου γιατί, πατέρα;

Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσειη φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση,τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι,τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη,45όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνειακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη.Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα,ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμαδαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα.50Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;…

Εν Λευκάδι, Οκτώβριος 1877 
'Ετερα Ποιήματα 1872-1878
Πηγή: https://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=316&hi=79075&cnd_id=

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης-Κανάρης


Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι

κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι,

ὅταν φτωχός, ἀγνώριστος, μικρός, χωρὶς πατρίδα

τὴ ματωμένη ἐπλεύρωσες, Κανάρη ναυαρχίδα,

ἂν ὅταν ἀνεπήδησες μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ στύλου

μέσα στὴ μαύρη τὴ σπηλιὰ τοῦ Καραλῆ τοῦ σκύλου,

κανένας μάντις σὤλεγε ὅτι θὰ νἄλθῃ ὥρα

νὰ ἰδῇς, Κανάρη, ἐλεύθερη τὴ δύστυχη τὴ χώρα,

πὤρρευ᾿ ἑτοιμοθάνατη, - ὅτ᾿ ἤθελες φωτίσει

μ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀστροπελέκι σου Ἀνατολὴ καὶ Δύση,

ὅτι θὰ γένῃς ζωντανὴ τοῦ Γένους σου σημαία,

ὅτι θὰ πᾶς μακρὰ μακρὰ νὰ φέρῃς βασιλέα,

καὶ χίλια δαφνοστέφανα ὁ κόσμος θὰ νὰ βάλῃ,

Κανάρη, στ᾿ ἀπροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,

ὅτι πρὶν πέσῃς κατὰ γῆς θὰ σοῦ δοθῇ κ᾿ ἡ χάρη

νὰ ἰδῇς νὰ λάμψῃ ἀνέλπιστο, παρήγορο δοξάρι

ὅπου ἐβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,

ὅτ᾿ ἕνα Γένος σύψυχο τοῦ λάκκου σου τὸν ᾅδη

θὰ ἐδρόσιζε μὲ κλάμματα, ὁποὺ θὰ ν᾿ ἀνάβρανε

μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια του κι᾿ ἀθάνατα θὰ νἆναι,

ὅτι θὰ σκύψῃ ξέσκεπος ἐμπρὸς στὰ λείψανά σου,

νὰ σὲ φιλήσῃ ἐγκαρδιακά. Κανάρη, ὁ Βασιλιάς σου,

ἂν ἕνας μάντις τἄλεγε, ποιός, ἤθε᾿ τὸν πιστέψῃ;

Μόνος ἐσύ, ποὺ γνώριζες ὅτ᾿ εἴχανε φυτέψει

βαθειά, βαθειὰ στὰ σπλάγχνα σου τὰ χέρια τοῦ θεοῦ σου

βοτάνι παντοδύναμο, τροφὴ τοῦ κεραυνοῦ σου,

τὴν πίστη τὴν ἀκλόνητη στοῦ ἔθνους του τὴν τύχη...

Αὐτή, Κανάρη, πὤβαψε τὸν σιδερένιον πῆχυ

κι᾿ ἔδωσε στὸ καράβι σου χίλια φτερὰ νὰ τρέχῃ

σήμερα ποιὸς τὴν ἔχει;...

Ἄχ! δὲν τὸ πίστευα ποτέ!... Πέρυσι σ᾿ εἶδ᾿ ἀκόμα

συγνεφιασμένον, κάτασπρον στὸ φτωχικό σου στρῶμα,

σὰν κοιμισμένη θάλασσα σὲ ταπεινὸ ἀκρογιάλι

ὅπ᾿ ὀνειρεύεται κρυφὰ καμμιὰν ἀνεμοζάλη

γιὰ νὰ μουγκρίσῃ φοβερά..., καὶ σήμερα κουφάρι!...

Ἔγυρα τότε ἐφίλησα τ᾿ ἀνδρεῖα σου, Κανάρη,

τὰ λιοκαμμένα δάχτυλα κ᾿ ἔνιωσα κάθε ρώγα,

πὤβραζε μέσα κ᾿ ἔλαμπε μὲ τὴν παληά σου φλόγα.

Ἔτρεμα ἐμπρός σου, ἐδάκρυζα, μὤδωκες τὴν εὐχή σου,

μοῦ τίμησες τὸ μέτωπο μ᾿ ἕνα θερμὸ φιλί σου

καὶ μοὖπες, λιονταρόκαρδε. - «Μὴν κλαῖς, δὲ θὰ πεθάνω,

πρὶν ξανανειώσω μιὰ φορὰ καὶ πρὶν νὰ ξεθυμάνω».

Κι᾿ ἀπέθανες! κ᾿ ἐσβύστηκες!... Τὰ ριζιμιά, οἱ βράχοι

δὲν σκιάζονται γεράματα καὶ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη

ὁλόρθο μένει, ἀκλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι

καὶ μάχεται μὲ τὰ στοιχειά... Καὶ σὺ καὶ σύ, Κανάρη,

ποὖλθες στὴ γῆ θεόχτιστος κι᾿ ὀπ᾿ ὅταν ἐθωροῦσε

τὸ χιόνι στὸ κεφάλι σου κανεὶς π᾿ ἀσπροβολοῦσε,

ἐπίστευεν ὅτ᾿ ἔβλεπε τὸν Ὄλυμπο ἐμπροστά του

μὲ τὴν ἀθανασία του, μὲ τὴν παλληκαριά του,

ἐσὺ σωριάζεσαι μὲ μιᾶς;... Μέσα στὰ χώματά σου

θὰ καταπιάσῃ ἡφαίστειο ἢ θὰ σβηστῇ ἡ φωτιά σου;...

Κατάρ᾿ ἀκατανόητη, ἄσπλαγχνη, μαύρη μοίρα

νἆν᾿ οἱ νεκροί μας ἄφθαρτοι, νἆν᾿ ἡ ζωή μας στείρα.


 


Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης -Η αχτίδα


«Αν ήμουνα του φεγγαριού

μαλαματένι’ αχτίδα,

θα χώνευα κρυφά κρυφά

μες στα μαλλιά σου τα χρυσά

να γένω μια πλεξίδα.


»Κι όταν η νύχτα θα ’ρχεται

να κλει τα βλέφαρά σου

κι άλλος κανείς δε θα θωρεί

τ’ αγγελικό σου το κορμί

παρά το κόνισμά σου,


»τότε κι εγώ στ’ ανέφελο

θα βγαίνω μέτωπό σου,

θα σε φιλώ… θα λησμονώ

τ’ αστέρια μου, τον ουρανό…

θα σβηώμ’ εκεί σιμά σου.»


Κι εσύ μ’ ένα χαμόγελο,

πὄλαμψε σα δοξάρι

μ’ αγκάλιασες σφιχτά σφιχτά

κι εγώ ελησμόνησα, κυρά,

κι αχτίδα και φεγγάρι.


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824- 24 Ιουλίου 1879)

[ΕΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1872 - 1878]

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης-Παράπονο


Πόσες φορές τὰ κύματα
που ἐπέφταν ἀφρισμένα
στὸ ἔρμο τ’ ἀκρογιάλι μου,
τὰ ρὠτησα γιὰ σένα!
Πόσες φορές τὸ δάκρυ μου
στὴν ἄβυσσο εἶχε στάξει,
καὶ πόσο ἐπαρακάλεσα
ναλθῇ σ' ἐσέ ν' ἀράξῃ!
Τοῦ κάκου! Φεύγ' η θάλασσα
καὶ πίσω της μ' ἀφήνει
ἀφροὺς καὶ λίγα φρύγανα
γιὰ μόνη ἐλεημοσύνη.
Κ’ ἐγώ, τυφλός, ἐκοίταζα
τὸ κῦμα – καὶ δέν εἶδα
ὅτ' εἶναι ἀφρός ἡ ἀγάπη μου
καὶ φρύγανα ἡ ἐλπίδα.

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης…«Ο βράχος και το κύμα»



«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο

Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,

εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.

Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,

ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου

τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι

Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Μάρκος Μπότσαρης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος. Έργο του Θεόφιλου

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης-Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα



Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα, σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάννα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατὶ εἶναι χρόνοι δίσεκτοι καὶ τρέμει μὴν τὸ χάσει.
Τραγούδι δὲν ἀκούγεται, ψυχὴ δὲν ἀνασαίνει.
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος καὶ μνῆμα τὸ κρεβάτι
κι ἡ χώρα κοιμητήριο κι ἡ νύχτα ρημοκλήσι.
Ἄγρυπνος ὁ Ἀλὴ πασᾶς, ἀκόμη δὲ νυστάζει,
κι εἰς ἕνα δέρμα λιονταριοῦ βρίσκεται ξαπλωμένος.
Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
καὶ τὄβαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του, μὴν πέσει.
Χαϊδεύει μὲ τὰ δάκτυλα τὰ κάτασπρα του γένια,
ποὺ σέρνονται στοῦ λιονταριοῦ τὴν τρομερὴ τὴ χαίτη.
Ἀγκαλιασμένα τὰ θεριά, σοῦ φαίνονται πὼς ἔχουν
ἕνα κορμὶ δικέφαλο, τὸ μάτι δὲ γνωρίζει

ποιὸ τάχα νἆν᾿ τὸ ζωντανὸ καὶ ποιὸ τὸ σκοτωμένο.

Πηγή:https://el.wikisource.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%AD%CF%83%CE%B1%CE%BD%CE%B5_%CF%84%CE%B1_%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CE%BD%CE%B1