Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη προς τον τεθλιμμένον πατέρα του

 

Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδακαι ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένοτη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.5Στου κόσμου τον απέραντο τον θησαυρό δε φέρνειπαρ’ αρμονία και χαρά… Γιατί το συνεπαίρνειστο πέρασμά του ο σίφουνας; Γιατί το ξεριζώνει;…Το φοβερό το γίγαντα ποιός στέλνει; Ποιός σκοτώνειτο πλάσμα μόλις άνοιξε τα φύλλα στον αγέρα;…10Πες μου το συ, πατέρα.

Λαλεί τ’ αηδόνι στο κλαρί, τον ουρανό τηράζεικαι νανουρίζει ολονυχτίς την πλάση που νυστάζει.Τα χίλια του λαλήματα γλυκά συναπαντιώνταιμ’ αστέρια διαβατάρικα κι εγκαρδιακά φιλιώνται.15Τ’ ακούν τα νυχτολούλουδα, τα καταπίνει ο κρίνος…Και την αυγή βουβό! νεκρό! Πες μου ποιός είν’ εκείνοςπου πρόσταξε το σερπετό ν’ ανοίξει τ’ άγριο στόμανα καταπιεί τον άγρυπνο τον ψάλτη, πριν ακόματελειώσει το τραγούδι του και πριν τον εύρει η μέρα;20Το ξέρεις συ, πατέρα;

Θεόρατος καταμεσής στο πέλαγο ένας βράχοςπερήφανος, απάτητος, σκληρός θαλασσομάχοςπέτεται με το ψήλωμα και με την ανδρειά του.Δεν τον ετάραζαν σεισμοί και βλέπει στα νερά του25αδιάφορος τον πόρφυρα στο λάρυγγα να θάφτει,ν’ αλέθει με τα δόντια του, το δύστυχον το ναύτη…Λίγη ψιχάλα εχώνεψε βαθιά σε μια ραφή του,το κρύο την επάγωσε κι ευθύς η κορυφή τουτρίζει, βογκά, σωριάζεται ψηλ’ από τον αιθέρα…30Πες μου γιατί, πατέρα;…

Και του πλατάνου την καρδιά, τον πρίνο, το ρουπάκιακοίμητο, παντοτινό τρώγει κρυφό σαράκι.Κι η λεύκα η μακροτράχηλη με τ’ ασημένιο φύλλο,το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο35τον ουρανό μας να κρατεί και φαίνεται πλασμένονα ξεφυτρώνει αθάνατο σε χώμα πεθαμένο…Περνά ένα μαύρο σύγνεφο, επάνωθέ του στέκει,αστράφτει, σχίζεται, βροντά, ξερνά τ’ αστροπελέκικαι στάχτη γίνονται μεμιάς, σκορπούν με τον αγέρα.40Πες μου γιατί, πατέρα;

Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσειη φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση,τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι,τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη,45όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνειακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη.Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα,ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμαδαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα.50Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;…

Εν Λευκάδι, Οκτώβριος 1877 
'Ετερα Ποιήματα 1872-1878
Πηγή: https://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=316&hi=79075&cnd_id=

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου