Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - [άτιτλο]

Τρεις μήνες στην τάξη ούτε που τον πρόσεξα. Συμβαίνουν αυτά, όταν έχεις να κάνεις με καινούριο σχολείο. Εκατό και εκατόν πενήντα καινούριες φάτσες, άλλα ονόματα. Όπως εκείνη τη φορά στην ενημέρωση γονέων. Που μ’ άφησε ο άθλιος να μιλάω τέσσερα λεπτά για τον γιο του, τις επιδόσεις και το ήθος του – κόρη είναι, μου ’πε με ξερή φωνή στο τέλος.

Εν πάση περιπτώσει, έλεγα για τον μαθητή που τρεις μήνες τον είχα στην τάξη, αλλά έμελε να τον αναγνωρίσω σε κέντρο συνεστιάσεων σαν γκαρσόνι. Οπότε και τον πρόσεξα καλύτερα, εννοώ απέκτησε ένα ορισμένο όνομα και μια αναγνωρίσιμη μορφή ανάμεσα στο πλήθος των υπολοίπων. Κι ας προτιμούσε να περνάει λάθρα, στο τελευταίο θρανίο με το κεφάλι ακουμπισμένο στους αγκώνες και τους αγκώνες ακουμπισμένους στο θρανίο.

Τα νεύρα και η αμηχανία, οι ύπνοι και οι ξύπνοι των τελευταίων θρανίων είναι ο πιο αντικειμενικός κριτής των διδακτικών επιδόσεων του εκπαιδευτικού, σε πείσμα των σηκωμένων χεριών και του προσηλωμένου βλέμματος των πρώτων θρανίων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αίσθημα ικανοποίησης απ’ το να αντιλαμβάνεσαι το τελευταίο θρανίο να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την απαγγελία σου από το «Με τι μάτια τώρα πια» του Άρη Αλεξάνδρου, παρότι μάζευε μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα τα αποφάγια από ’να γαμήλιο γλέντι, ενώ την ίδια στιγμή εσύ έσβηνες το αυτοκίνητο σε κάποιον επαρχιακό δρόμο και κοιτούσες σιωπηλός τον σκοτεινό θόλο του ουρανού.

Ποιοι βαθμοί, ποιες αριστείες, ποια πανεπιστήμια να σε χωρέσουν, ρε Αργύρη; Μια παραπληγική αδελφή, ένας πατέρας υποαπασχολούμενος και μια μάνα με κατάθλιψη στο σπίτι.

 Δυτικά του Βάλτου

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - Ανθοφορίες



Ήταν όμορφος εκείνος ο Απρίλης. Από τους πιο όμορφους. Έτσι όπως τον θυμάμαι στον πευκώνα της πλαγιάς. Το πλατανόδασος απέναντι να πρασινίζει και οι αγριάδες να ψηλώνουν μέχρι το γόνατο. Μια ατέλειωτη στρατιά από κάμπιες να κατεβαίνει από τον κορμό ενός δέντρου και οι ξεραμένες πευκοβελόνες να σχηματίζουν ένα μαλακό στρώμα κάτω από τα πόδια μου. Εκεί καθόμουνα αμίλητος και ευτυχισμένος. Γιατί είναι ωραίο να είσαι στα δεκάξι στον πευκώνα του χωριού σου για το πρώτο ραντεβού και να ονειρεύεσαι ότι έτσι ακριβώς θα ήθελες να είναι όλη η ζωή σου: ένας καταπράσινος Απρίλης, με τον ουρανό ναψιχαλίζει την πρώτη ανοιξιάτικη βροχή. Κι εσύ να κοιτάς μια το ανθισμένο τοπίο και μια το όμορφο κορίτσι δίπλα σου χωρίς να δίνεις δεκάρα για το ατύχημα που έγινε δυο μέρες πριν στο Τσέρνομπιλ και για τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για το ραδιενεργό νέφος και τον κίνδυνο βροχής.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η ιδιωτική μου αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2018, σσ. 72-73].

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - Μαθήματα δημιουργικής γραφής

 Μαθήματα δημιουργικής γραφής

- Μάθημα δημιουργικής γραφής πρώτο: Ουδεμία γραφή και δη δημιουργική δεν ανθεί στα μαθήματα δημιουργικής γραφής.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής δεύτερο: Τα πιο ωραία μου γραφτά είναι όσα γράφονται ερήμην μου, σε συνθήκες συγγραφικής παραζάλης.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής τρίτο: Γράφω πάει να πει σβαρνιέμαι, ουχί στο πάτωμα αλλά στο ταβάνι.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής τέταρτο: Έξω από θρησκευτικούς δογματισμούς, η γραφή είναι φύσει και θέσει πολυθεϊστική.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής όγδοο: Όταν αρχίσουν να σας επισκέπτονται οι ήρωες και να συνομιλούν μαζί σας μπορείτε να χαρείτε με την ιδέα ότι η φαντασία σας νίκησε επιτέλους την πραγματικότητα, αλλά μην παραλείψετε να το κοιτάξετε.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής πέμπτο: Αποφύγετε τις αφιερώσεις σε αγαπημένα πρόσωπα. Κάποια βιβλία σας μπορεί να τα αντιπαθήσετε εκ των υστέρων.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής έβδομο: Από εμπορικής άποψης η καλύτερη εκδοτική περίοδος είναι αυτή της άνοιξης έναντι του φθινοπώρου και της μη έκδοσης έναντι της άνοιξης.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής έκτο: Μην εκβιάζετε την απάντηση όσων ευσχήμως αποφεύγουν να εκφραστούν για το βιβλίο σας. Δίνετε άλλοθι στην ειλικρίνειά τους, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα σας αρέσει.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής ένατο: Συγγραφή ή ανάγνωση; Ας μην ξεχνάμε ότι η συγγραφή ενός βιβλίου κρύβει πάντα κάποια ιδιοτέλεια, όχι όμως και η ανάγνωσή του.

- Μάθημα δημιουργικής γραφής δέκατο: Δεν περιποιεί τιμή μόνο ο συγγραφέας για τον αναγνώστη, αλλά πρωτίστως ο αναγνώστης για τον συγγραφέα.


Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - Δοκιμές Θανάτων

 Η γης αναταράχτηκε 

«Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι. Μην το ξεχνάς» του ’γραφε. Πώς να το ξεχάσει; Κολλημένο στο μυαλό του το χρέος. Όπως τα βερεσέδια στον ψιλικατζή της γειτονιάς.  Ή το τραγούδι του Λοΐζου για τις νύχτες της αγρύπνιας. Και να ’θελε να το ξεχάσει, δεν μπορούσε. Έτσι όπως το ’βλεπε. Στον απέναντι δρόμο. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ένα τεράστιο μήνυμα, κατά μήκος του μαντρότοιχου. Σαν τα μοιρολόγια  της γιαγιάς, της τάβλας τα τραγούδια και κυρίως σαν τις παραλογές των δημοτικών. Για την αδελφή του Κωνσταντή. Και το δέσιμο των πεθαμένων. Να του θυμίζουν ότι δεν πρέπει να ξεχνάει. Ούτε να τσιγκουνεύεται. Μπόλικες οι διαθέσιμες εποχές στο εξής. Οι χειμώνες, οι άνοιξες, τα φθινόπωρα και ιδίως τα καλοκαίρια. Αυτή θα ’ταν η ανταμοιβή του. Για όλες τις υπερωρίες από δουλειά σε δουλειά. Ώστε να μην προλαβαίνει για την Ευανθούλα. Να πάνε θάλασσα. Να λιαστούν στην αμμουδιά. Να κάτσουν στην ταβέρνα. Να παραγγείλουν σουβλάκια. Να τσουγγρίσουν τα ποτήρια. Να κοιτάξουν το ηλιοβασίλεμα. Να γυρίσουν σπίτι. Να πέσουν στο κρεβάτι. Να αγκαλιαστούνε. Να αλλάξουν ερωτόλογα. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μια βιασύνη η δική τους η αγάπη. Κάτι ξεψυχισμένα αγκομαχητά. Δυο λεπτά, σαν αγγαρεία. Γυρνούσαν μετά πλευρό, κοιμόντουσαν. Αφού σε τέσσερις, πέντε ώρες θα ’πιανε δουλειά. Στους δρόμους με το μηχανάκι. Αλλά έχει ο Θεός. Νέοι είναι ακόμα. Κι ας έλεγε το τραγούδι του Λοΐζου. Ότι έγινε κιόλας τριάντα χρονών. Διαμέρισμα νοικιάζουν. Οικοσκευή έχουν να πάρουν. Ένα παιδικό δωμάτιο να ετοιμάσουν. Να κλείσουν ημερομηνία για το δημαρχείο. Κοστούμι, φόρεμα, δώρα κουμπάρων. Κι έτσι γρήγορα περνούσε ο καιρός. Όπως έτρεχε κι ο ίδιος. Σε ταχυμεταφορές το πρωί. Ντελίβερι το βράδυ. Με το ’να αφεντικό να τον φωνάζει που άργησε. Τ’ άλλο να του χρεώνει τις φθορές στο μηχανάκι. Να ’χει και τούς πελάτες συνέχεια να γκρινιάζουν. Για έναν φάκελο, μια σαλάτα, τα δυο λεπτά που άργησε. Και αυτός να μην αντιδρά. Ούτε μιλιά να βγάζει. Έστω και αν κάποτε ήτανε ΡΟΚ. Και θα ’πρεπε λογικά να τον φοβούνται. Αλλά τώρα δεν έχει μείνει τίποτα απ’ το κάποτε. Ούτε τα μακριά μαλλιά ούτε η ηλεκτρική κιθάρα. Η μπάντα που ’χε φοιτητής. Πέμπτο έτος, γεωπονική. Όταν έπαιξε σε δυο συναυλίες. Ανάμεσα στο κοινό η Ευανθούλα. Κι είπανε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι. Δεν θέλει πολυτέλειες η ευτυχία. Ένα σλίπινγκ μπαγκ, μια κιθάρα και μια Ευανθούλα. Αλλά τότε ήταν που έπιασε δουλειά στις ταχυμεταφορές. Καπάκι στο σαντουιτσάδικο. Το καλοκαίρι έμεινε χρεωστούμενο. Όπως και μερικά νοίκια. Μαζί με τα έξοδα για το μωρουδιακά. Στον πέμπτο μήνα η Ευανθούλα. Δίχως να ’χουν κλείσει δημαρχείο. Παιδικό δωμάτιο, κοστούμι, νυφικό. Και με το τραγούδι του Λοΐζου κολλημένο στα αυτιά του. Για τα αναφρανίλ και τα τριπτιζόλ, που κατέβαζε με τις χούφτες. Κάτι δύσκολες νύχτες. Όταν δεν τον έπιανε ο ύπνος. Ενώ σολάριζαν στο μυαλό του οι εφιάλτες. Κάνοντας την Ευανθούλα από δίπλα να φοβάται. Έτσι όπως τον άκουγε να γρατζουνάει τους τοίχους. Και ύστερα να τσακίζει τα όνειρά του στο πάτωμα. Σαν τις σπασμένες κιθάρες των χεβιμεταλάδων. Κομμένες χορδές, σπασμένα τάστα και παντού χρέη. Ό,τι ακριβώς σκεφτόταν το πρωί. Που καβάλησε το μηχανάκι. Κέντρο-Τριανδρία οχτώ λεπτά και Τριανδρία-Κέντρο άλλα οχτώ. Γκαζώνοντας για να προλάβει. Ανάμεσα σε ΙΧ και απορριμματοφόρα, φορτηγά κι ασθενοφόρα. Ώσπου πήγε και κόλλησε στην πόρτα ενός αστικού. Αγίου Δημητρίου. Λίγο πριν τα πανεπιστήμια. Για να μείνει στο τέλος ένα σύνθημα. Γραμμένο από την Ευανθούλα. Με κάτι τεράστια γράμματα. Στον μαντρότοιχο του δρόμου. Μπρος απ’ το νεκροταφείο Φλώρινας. Στην πλάτη του λόφου. Να το βλέπει πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Χειμώνα-καλοκαίρι. Και να θυμάται το χρέος του απέναντι στους ζωντανούς. Σκεπτόμενος να αφήσει τον Λοΐζο. Και να πιάσει τα μοιρολόγια της γιαγιάς, της τάβλας τα τραγούδια ή ακόμη καλύτερα την παραλογή του νεκρού αδελφού. Που του ’δίνε τουλάχιστον ελπίδα. Ότι μπορεί να βγει απ’ τον τάφο. Για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Να πάρει δηλαδή την Ευανθούλα και τον γεννημένο γιο του. Και να πάνε διακοπές. Στο κάτω κάτω, άνθρωποι είναι και αυτοί. Το δικαιούνται. 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - Δυτικά του Βάλτου

Όταν ανοίγαν τα σχολεία, ετοίμαζα αποβραδίς την τσάντα, τα ρούχα, τα παπούτσια. Αν μάλιστα ήταν αθλητικά, τ’ άφηνα στο δωμάτιο, δίπλα στο κρεβάτι. Όλη νύχτα μύριζε η δερματίνη, κι εγώ ονειρευόμουν ότι έπαιζα μπάλα με τους φίλους στην αυλή του σχολείου. Είχε τότε το σχολείο εξήντα μαθητές, άνετα βγάζαμε δύο ενδεκάδες. Στην εποχή του πατέρα μου ήταν εκατόν δέκα, είχαν ακόμη και αναπληρωματικούς. Όταν πήγαν οι κόρες μου, έφταναν με το ζόρι τούς είκοσι, ούτε για μονότερμα δεν έκαναν. Τρία χρόνια τώρα που ’κλεισε το δημοτικό, κάτι τελευταίοι μαθητές πήγανε στο διπλανό χωριό. Ερήμωσε η αυλή, σκούριασαν τα μονόζυγα που ’χαμε για τέρμα, σάπισαν τα παγκάκια. Αν μου ζητούσαν να περιγράψω τα άδεια σχολεία της επαρχίας θα ’λεγα, ξεκινώντας απ’ το δικό μας, ότι ολημερίς ηχούν σιωπές, αποβραδίς μυρίζουν δερματίνη και ολονυχτίς παίζουνε μονάχα τους μπακότερμα.


Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης - Πιο θάνατος (απόσπασμα)

 «Θα ρέψεις απ’ την πείνα, καπετάνιο», του ’πε ο μεσημεριανός φρουρός, αλλά σαν να μετάνιωσε. Πήγε και κάθισε κοντά του. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο προχθεσινός. Έβγαλε κι έστριψε τσιγάρο, του ’δωσε να καπνίσει. Άρχισε να του λέει να ’χει κουράγιο, η αίτηση για χάρη τώρα εξετάζεται, όλοι οι μαχητές είναι στο πλευρό του, ακόμη και κάποιοι αξιωματικοί, δεν θα αφήσουν να ξαναγίνει το λάθος που κάνανε με τον Γιαννούλη. Δεν είχε όμως διάθεση να τον ακούσει. Σηκώθηκε τότε ο φρουρός, έκλεισε πίσω του την πόρτα και τον άφησε ξανά μονάχο. Η γόπα έκαιγε στα δάχτυλά του. Κάτι ασυνάρτητες εικόνες άρχισαν πάλι να ’ρχονται στον νου του.

Ο παππούς του χορεύει το κότσαρι στα παρχάρια της Τραπεζούντας∙ τρέχει Δεκέμβρη μήνα με το σώβρακο σε ένα καψόνι της Σχολής Αξιωματικών∙ παίζει κυνηγητό στην εξοχή με τα αδέλφια του∙ το γραφείο του πατέρα του είναι γεμάτο με λογιστικά έγγραφα της τράπεζας• οδηγεί την Ταξιαρχία Αόπλων απ’ το Φλάμπουρο, την ψηλότερη κορυφή των Πιερίων, σπάζοντας τον κλοιό του Εθνικού Στρατού∙ υποβάλλει αίτημα στην Υπηρεσία του να τον μεταθέσουν απ’ το Παρανέστι στο αλβανικό μέτωπο∙ ένα βράδυ των Δεκεμβριανών στέκεται έξω απ’ το παράθυρο του πατρικού του και κρυφακούει τη μάνα του να κλαίει. Οι εικόνες γίνονται ένα κουβάρι, στροβιλίζονται μες στο μυαλό του. Μέρα είναι; Νύχτα είναι; Η αίτηση χάριτος, η απόρριψή της, η αντίδραση των συντρόφων του, το άχτι που του ’χε ο Γούσιας γιατί ανέφερε στον Βαφειάδη τις ατιμίες του με τις αντάρτισσες, οι κατσαρίδες, οι αράχνες και ο σκόρπιός του κελιού του, σήμερα θα τον εκτελέσουν, αύριο θα τον εκτελέσουν... Για να καταλήξει στο ερώτημα που από την αρχή τον βασάνιζε: Θα ’ρθει άραγε η μάνα του να τον σκεπάσει όταν θα τον εκτελούν;
Είναι πρωί της 24ης Φεβρουάριου. Τα βήματα που ακούει στον διάδρομο δεν είναι τα συνηθισμένα. Καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει. Η πόρτα του κελιού του ανοίγει. Μπαίνουν μέσα τρεις φρουροί. Σηκώνεται. Τινάζει τη στολή του, σιάζει τα ρούχα του, τεντώνει το κορμί του. Παίρνει θέση ανάμεσά τους και ακολουθεί. Ξέρει επακριβώς το τυπικό, τα ’χει όλα κανονισμένα στο μυαλό του.
Θα τον στήσουνε στα έξι μέτρα. Ο γραμματέας του δικαστηρίου θα ανακοινώσει την καταδικαστική απόφαση και την απόρριψη της αίτησης χάριτος. Θα του ζητήσουν έπειτα να πει τα τελευταία λόγια. Εκείνος τότε θα πει ότι τους συγχωρεί, γιατί άλλοι τους έβαλαν. Ίσως του δώσουν τον χρόνο να βγάλει τα ρούχα και τα παπούτσια του για τους μαχητές που τα έχουνε ανάγκη. Το απόσπασμα θα σηκώσει τα όπλα. Μόλις που θα προλάβει ν’ ακούσει τους πυροβολισμούς. Θα πέσει κάτω μ’ ανοιχτά τα μάτια, έχοντας στο μυαλό του την ανάμνηση της μάνας του ή της Κατερίνας ή, έστω, του μισοφαγωμένου κοριτσιού.
Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε απ’ τη στιγμή που ήρθαν και τον πήρανε. Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη πλάτη. Κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια. Ίσα που άνοιξε η πόρτα του παιδικού του δωματίου. Η μάνα του μαζί με την Κατερίνα και τη μισοφαγωμένη κοπέλα πήγανε να μπουν. Δεν πρόλαβαν να τον σκεπάσουν.

Το χιόνι των αγράφων (Σπονδυλωτό μυθιστόρημα), 2021, σσ. 154-156.