«Θα ρέψεις απ’ την πείνα, καπετάνιο», του ’πε ο μεσημεριανός φρουρός, αλλά σαν να μετάνιωσε. Πήγε και κάθισε κοντά του. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο προχθεσινός. Έβγαλε κι έστριψε τσιγάρο, του ’δωσε να καπνίσει. Άρχισε να του λέει να ’χει κουράγιο, η αίτηση για χάρη τώρα εξετάζεται, όλοι οι μαχητές είναι στο πλευρό του, ακόμη και κάποιοι αξιωματικοί, δεν θα αφήσουν να ξαναγίνει το λάθος που κάνανε με τον Γιαννούλη. Δεν είχε όμως διάθεση να τον ακούσει. Σηκώθηκε τότε ο φρουρός, έκλεισε πίσω του την πόρτα και τον άφησε ξανά μονάχο. Η γόπα έκαιγε στα δάχτυλά του. Κάτι ασυνάρτητες εικόνες άρχισαν πάλι να ’ρχονται στον νου του.
Ο παππούς του χορεύει το κότσαρι στα παρχάρια της Τραπεζούντας∙ τρέχει Δεκέμβρη μήνα με το σώβρακο σε ένα καψόνι της Σχολής Αξιωματικών∙ παίζει κυνηγητό στην εξοχή με τα αδέλφια του∙ το γραφείο του πατέρα του είναι γεμάτο με λογιστικά έγγραφα της τράπεζας• οδηγεί την Ταξιαρχία Αόπλων απ’ το Φλάμπουρο, την ψηλότερη κορυφή των Πιερίων, σπάζοντας τον κλοιό του Εθνικού Στρατού∙ υποβάλλει αίτημα στην Υπηρεσία του να τον μεταθέσουν απ’ το Παρανέστι στο αλβανικό μέτωπο∙ ένα βράδυ των Δεκεμβριανών στέκεται έξω απ’ το παράθυρο του πατρικού του και κρυφακούει τη μάνα του να κλαίει. Οι εικόνες γίνονται ένα κουβάρι, στροβιλίζονται μες στο μυαλό του. Μέρα είναι; Νύχτα είναι; Η αίτηση χάριτος, η απόρριψή της, η αντίδραση των συντρόφων του, το άχτι που του ’χε ο Γούσιας γιατί ανέφερε στον Βαφειάδη τις ατιμίες του με τις αντάρτισσες, οι κατσαρίδες, οι αράχνες και ο σκόρπιός του κελιού του, σήμερα θα τον εκτελέσουν, αύριο θα τον εκτελέσουν... Για να καταλήξει στο ερώτημα που από την αρχή τον βασάνιζε: Θα ’ρθει άραγε η μάνα του να τον σκεπάσει όταν θα τον εκτελούν;
Είναι πρωί της 24ης Φεβρουάριου. Τα βήματα που ακούει στον διάδρομο δεν είναι τα συνηθισμένα. Καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει. Η πόρτα του κελιού του ανοίγει. Μπαίνουν μέσα τρεις φρουροί. Σηκώνεται. Τινάζει τη στολή του, σιάζει τα ρούχα του, τεντώνει το κορμί του. Παίρνει θέση ανάμεσά τους και ακολουθεί. Ξέρει επακριβώς το τυπικό, τα ’χει όλα κανονισμένα στο μυαλό του.
Θα τον στήσουνε στα έξι μέτρα. Ο γραμματέας του δικαστηρίου θα ανακοινώσει την καταδικαστική απόφαση και την απόρριψη της αίτησης χάριτος. Θα του ζητήσουν έπειτα να πει τα τελευταία λόγια. Εκείνος τότε θα πει ότι τους συγχωρεί, γιατί άλλοι τους έβαλαν. Ίσως του δώσουν τον χρόνο να βγάλει τα ρούχα και τα παπούτσια του για τους μαχητές που τα έχουνε ανάγκη. Το απόσπασμα θα σηκώσει τα όπλα. Μόλις που θα προλάβει ν’ ακούσει τους πυροβολισμούς. Θα πέσει κάτω μ’ ανοιχτά τα μάτια, έχοντας στο μυαλό του την ανάμνηση της μάνας του ή της Κατερίνας ή, έστω, του μισοφαγωμένου κοριτσιού.
Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε απ’ τη στιγμή που ήρθαν και τον πήρανε. Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη πλάτη. Κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια. Ίσα που άνοιξε η πόρτα του παιδικού του δωματίου. Η μάνα του μαζί με την Κατερίνα και τη μισοφαγωμένη κοπέλα πήγανε να μπουν. Δεν πρόλαβαν να τον σκεπάσουν.
Το χιόνι των αγράφων (Σπονδυλωτό μυθιστόρημα), 2021, σσ. 154-156.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου