Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Villon François. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Villon François. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

François Villon - Μπαλάντα


Ξέρω πώς δείχνει από μακριά η μύγα μες στο γάλα.
Ξέρω πώς φανερώνουνε τα ράσα τον παπά.
Ξέρω τι είναι χαλασμός, τι μπόρα, τι ψιχάλα.
Ξέρω πώς κρέμεται ψηλά το μήλο στη μηλιά.
Ξέρω: οι γλύκες οι πολλές υπονοούν πουστιά.
Ξέρω τι είναι τούτα εδώ, τ’ άλλα και τα παράλλα.
Ξέρω ποιος είναι εργατικός και ποιος κωλοβαρά.
Ξέρω τα πάντα, μ’ αγνοώ τι έχω στην κεφάλα.
Ξέρω το ρούχο το καλό και την χοντρή τσουβάλα.
Ξέρω ποιος πάει για μοναχός απ’ την περπατησιά.
Ξέρω και την αρχόντισσα και την παλιοχαρχάλα.
Ξέρω ποια είναι μοναχή απ’ τα σφιχτά λινά.
Ξέρω τι είναι ξέκωλο και τι παλιοτσατσά.
Ξέρω τι είναι μπον-φιλέ και τι παλιοκοκάλα.
Ξέρω τα αποσώσματα και τα καλά κρασιά.
Ξέρω τα πάντα, μ’ αγνοώ τι έχω στην κεφάλα.
Ξέρω: η μούλα απ’ τ’ άλογο κάνει άλλη καβάλα.
Ξέρω η πλάτη καθενός τι βάρος κουβαλά.
Ξέρω ποια είναι φανερή και ποια κρυφή κουφάλα.
Ξέρω τι είναι πούπουλα και τι τζίβα κακιά.
Ξέρω τον ύπνο το καλό και τον φριχτό βραχνά.
Ξέρω ποια ατοπήματα σε στέλνουν στην κρεμάλα.
Ξέρω της Ρώμης την λαμπρή τη δόξα την παλιά.
Ξέρω τα πάντα, μ’ αγνοώ τι έχω στην κεφάλα.
Ξέρω τα πάντα, Πρίγκιπα, πλατιά όσο και βαθιά.
Ξέρω ποιος είναι υγιής και ποιος πηγαίνει γι’ άλλα.
Ξέρω πως όλα ο Θάνατος τα κάνει μια χαψιά.
Ξέρω τα πάντα, μ’ αγνοώ τι έχω στην κεφάλα.
Μεταφραση: Γιώργος Μπλάνας

Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

François Villon - Ποιήματα

 Η κληματαριά της Αγάπης

Έχω ένα δέντρο, ένα μπόλι της Αγάπης,
Που στη καρδιά μου μέσα, αυτό έχει ριζώσει.
Λυπημένα εκτιμώντας τα μπουμπούκια και οι ανθοί του
Και παγερή θλίψη είναι οι καρποί του.
Εν τούτοις, καθώς ήταν ένας τρυφερός βλαστός,
Που ατελείωτη εξάπλωση είχε της σκιάς του το σαράκι,
Τόση που απο κάτω της κάθε χαρά πεθαίνει,
Κι όλες οι ευτυχισμένες μέρες από σιμά μου έχουν πετάξει,
Ούτε να το σκοτώσω μπορώ, ούτε να τ’ αντικαταστήσω
Φύτεψε οποιοδήποτε δέντρο, σώζεται αυτό από μόνο του.

Αχ, κι όμως, για μεγάλο χρονικό διάστημα
Τα δάκρυά μου ήταν για τη ρίζα του βροχή.
Σπανίως αναζητούσα καλύτερο καρπό
Απ’ αυτόν που προσεκτικά είχα τοποθετήσει
Στη σιταποθήκη, για το πικρό ψωμί
Επί του οποίου η ανίαρη ζωή μου θρέφεται:
Αχ, καλύτερα ήταν το έδαφος άσπαρτο
Όπου οι αρκούδες μεγαλώνουν – μα η Αγάπη αντικαθίσταται,
Δε θα φυτέψω κανένα δέντρο, αυτό να μείνει μόνο του.

Αχ, μπορεί αυτή η νέα άνοιξη, από κάποιον να ‘ναι δωσμένη
Τα φύλλα και τα λουλούδια άφθονα στον βλαστό του,
Να κλαδευτούν τα κλαριά της πικρόπνοης ετούτης ρίζας
Μα έχει αυτό κι ένα μεγάλο κλωνάρι, παρηγοριά
Μ’ ευτυχισμένους ανθούς κόκκινους και λευκούς,
Έτσι η ηδονή οφείλει τον πόνο να εξαγνίσει,
Ούτε η Αγάπη σκοτώνει το δέντρο αυτό, ούτε τ’ αντικαθιστά
Φύτεψε οποιοδήποτε δέντρο, μα αυτό να μείνει μόνο του.
`

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ.

Πριγκίπισσα, από ποιον η ελπίδα θρέφεται,
Η καρδιά μου στη ταπεινότητα προσεύχεται
Να κλαδέψει τον άρρωστο κατάφυτο ετούτο κλώνο
Ούτε να σκοτώσει το δέντρο της Αγάπης, ούτε άλλο να φυτέψει
Ένα άλλο δέντρο, σώζεται αυτό από μόνο του.

`

*

Μπαλάντα

Ξέρω της μύγες μέσα στο γάλα
Ξέρω τον άντρα απ’ τα ρούχα του
Ξέρω πως ο καιρός είναι καλός από λάθος
Ξέρω το μήλο απ’ το δέντρο
Ξέρω το δέντρο απ’ το χυμό του
Ξέρω πότε οι πάντες είναι ένας
Ξέρω ποιος κάνει άθλους και ποιος κοπροσκυλιάζει
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Ξέρω το παλτό απ’ το γιακά
Ξέρω τον καλόγερο απ’ την κουκούλα
Ξέρω τον αφέντη απ’ τον υπηρέτη
Ξέρω την καλόγρια απ’ το πέπλο
Ξέρω πότε ένας καταφερτζής φλυαρεί
Ξέρω ηλίθιους που εγείρονται σε χτυπημένη κρέμα
Ξέρω το κρασί απ’ το βαρέλι
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Ξέρω το άλογο ξέρω και το μουλάρι
Ξέρω τα φορτία τους ξέρω και τα όρια τους
Ξέρω τη Βεατρίκη μια Ομορφιά
Ξέρω τα κρεβάτια που υπολογίζουν και προσθέτουν
Ξέρω τον εφιάλτη και τον ύπνο
Ξέρω των Bohemians το σφάλμα
Ξέρω τη δύναμη της Ρώμης
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Πρίγκηψ, ξέρω τα πάντα,
Ξέρω τα ροδαλά μάγουλα ξέρω και τα ωχρά
Ξέρω τον θάνατο που τα πάντα καταβροχθίζει
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

`

*

Η Διαθήκη : Επιτάφιο και Λυρικόν*

Επιτάφιο

Εδώ κείτεται, και κοιμάται βαθιά μες στο μνήμα,
Αυτός που η Αγάπη την περιφρόνησή του έκαμε θύμα,
Ένας υπότροφος μικρός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
Φρανσουά Βιγιόν ήταν τ’ όνομά του, γραμμένο με κόπο.
Ποτέ δεν αποκόμισε μια μπουκιά από αραποσίτη,
Ισχυρογνώμων μ’ όλα τα μέσα, καθώς ο καθείς γνωρίζει,
Κρεβάτι, τραπέζι, και καλάθι τα πάντα έχει λησμονήσει,
Γεναίοι, τώρα το τραγούδι του έχει ξεκινήσει.

`

*

Λυρικόν

Ω, χορηγησέ του τώρα την αιώνια γαλήνη
Κύριε, και στο αιώνιο φως ας μείνει,
Αυτουνού που ούτε ενός κεριού τού έπρεπε η λάμψη,
Καθώς ούτε ενός μαιντανού τού άξιζε η έαρ
Από φρύδια, μαλλιά, και γένια ελεύθερος πια ως στέαρ,
Ένα γογγύλι για τα καλά μ’ ένα φτύαρι τη πλάτη του ξύνει
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.

Εξορισμένος με σοβαρότητα αυστηρή,
Βιασμένος απο πίσω μ’ ένα φτύαρι.
Παρόλα αύτα κραύγασε: “κάντε για μένα έκκληση ιερή!”
Γι’ αποκορύφωμα με μια φινέτσα, ελλιπή,
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.

*Στο πρωτότυπο, ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος, είναι ο εξής:
“Le Testament: Rondeau”. Η λέξη “Rondeau”, είναι γαλλικός ιδιω-
ματισμός που δε φέρει ακριβής μετάφραση σε καμιά γλώσσα, έτσι,
επέλεξα τον όρο “Λυρικόν” ως πιο συγγενή και στη γαλλική αυτή
λέξη μα και στο κλίμα του ποιήματος.

`

*

Μπαλάντα Των Κυριών Του Γιορ

Πείτε μου που, σε ποια χώρα
Είναι η πανέμορφη απ’ την Ρώμη που έλεγαν Φλώρα,
Η Αλκιβιάδα και η Θαΐς,
Πρώτες που ήταν ξαδερφάδες,
Ηχώ που ομιλεί όταν γύρω κάποιος ήχος έχει γεννηθεί
Σ’ ένα ποτάμι ή σε κάποια λιμνούλα
Εκείνες που πιότερο απ’ ανθρώπινη είχαν ομορφιά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;
Που βρίσκεται η αγνή Ελοΐς
Που για χάρη της ο Πιερ Αμπαγιάρ σε κάστρο είχε κλειστεί
Και που τον έκανε μετά να μονάσει στο Σαιν Ντενίς
Για τον ερωτά του τον πόνο αυτό είχε αποδεχθεί.
Επίσης που βρίσκεται η βασίλισσα εκείνη
Που διέταξε τον άμοιρο Μπουριντάν
Μες στο Σηκουάνα να βυθίσουν για παντοτινά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

Η βασίλισσα σαν ένας κρίνος που ‘τανε λευκή
Και που τραγουδούσε με μιας σειρήνας την φωνή,
Η πλατυπόδα η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αλίκη,
Η Αρεμβουργίς που στο Μαίν είχε γεννηθεί
Κι η καλή υπηρέτρια η Ιωάννα της Λορραίνης
Εκείνη που στο Ρουέν τους Εγγλέζους έριξε καταγής
Που βρίσκονται εκείνες, κυρίαρχη Παρθένα, πέσμου αληθινά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

Πρίγκηψ, μη και με ρωτήσεις σε μια βδομάδα
Ή σ’ ένα χρόνο σε ποιο μέρος εκείνες έχουν χαθεί
Γιατί μόνο μ’ ένα ρεφραίν μπορώ ν’ απαντήσω ειλικρινά:
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

`

*

Η Διαθήκη: Λυρικόν

Θάνατε, θρηνώ για την τραχύτητά σου,
Που έκλεψε την αγάπη μου μακριά,
Όμως βλέπω ανικανοποίητη την οντότητά σου
Ωσώτου να βαλαντώσω στην απελπισιά.

Τότε ήταν που ‘χασα όλη μου την ζωηράδα:
Τι κακό σου έκανε, που ήταν ζωντανή;
Θάνατε, θρηνώ για τη φριχτή σου σκληράδα,
Που έκλεψε την αγάπη μου την μόνη και παντοτινή.

Δυο ήμασταν, με μια καρδιά ευλογημένη:
Αν η καρδιά πεθάνει, ω ναι, τότε προνοώ,
Θα πεθάνω, ή θα ζω χωρίς ζωή να μου μένει,
Ακριβώς σαν τ’ αγάλματα τα φτιαγμένα από μόλυβδο.


απόδοση-επίμετρο: Θ.Δ.Τυπάλδος
Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

`

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

François Villon - Ποιήματα

 Η κληματαριά της Αγάπης

Έχω ένα δέντρο, ένα μπόλι της Αγάπης,
Που στη καρδιά μου μέσα, αυτό έχει ριζώσει.
Λυπημένα εκτιμώντας τα μπουμπούκια και οι ανθοί του
Και παγερή θλίψη είναι οι καρποί του.
Εν τούτοις, καθώς ήταν ένας τρυφερός βλαστός,
Που ατελείωτη εξάπλωση είχε της σκιάς του το σαράκι,
Τόση που απο κάτω της κάθε χαρά πεθαίνει,
Κι όλες οι ευτυχισμένες μέρες από σιμά μου έχουν πετάξει,
Ούτε να το σκοτώσω μπορώ, ούτε να τ’ αντικαταστήσω
Φύτεψε οποιοδήποτε δέντρο, σώζεται αυτό από μόνο του.

Αχ, κι όμως, για μεγάλο χρονικό διάστημα
Τα δάκρυά μου ήταν για τη ρίζα του βροχή.
Σπανίως αναζητούσα καλύτερο καρπό
Απ’ αυτόν που προσεκτικά είχα τοποθετήσει
Στη σιταποθήκη, για το πικρό ψωμί
Επί του οποίου η ανίαρη ζωή μου θρέφεται:
Αχ, καλύτερα ήταν το έδαφος άσπαρτο
Όπου οι αρκούδες μεγαλώνουν – μα η Αγάπη αντικαθίσταται,
Δε θα φυτέψω κανένα δέντρο, αυτό να μείνει μόνο του.

Αχ, μπορεί αυτή η νέα άνοιξη, από κάποιον να ‘ναι δωσμένη
Τα φύλλα και τα λουλούδια άφθονα στον βλαστό του,
Να κλαδευτούν τα κλαριά της πικρόπνοης ετούτης ρίζας
Μα έχει αυτό κι ένα μεγάλο κλωνάρι, παρηγοριά
Μ’ ευτυχισμένους ανθούς κόκκινους και λευκούς,
Έτσι η ηδονή οφείλει τον πόνο να εξαγνίσει,
Ούτε η Αγάπη σκοτώνει το δέντρο αυτό, ούτε τ’ αντικαθιστά
Φύτεψε οποιοδήποτε δέντρο, μα αυτό να μείνει μόνο του.
`

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ.

Πριγκίπισσα, από ποιον η ελπίδα θρέφεται,
Η καρδιά μου στη ταπεινότητα προσεύχεται
Να κλαδέψει τον άρρωστο κατάφυτο ετούτο κλώνο
Ούτε να σκοτώσει το δέντρο της Αγάπης, ούτε άλλο να φυτέψει
Ένα άλλο δέντρο, σώζεται αυτό από μόνο του.

`

*

Μπαλάντα

Ξέρω της μύγες μέσα στο γάλα
Ξέρω τον άντρα απ’ τα ρούχα του
Ξέρω πως ο καιρός είναι καλός από λάθος
Ξέρω το μήλο απ’ το δέντρο
Ξέρω το δέντρο απ’ το χυμό του
Ξέρω πότε οι πάντες είναι ένας
Ξέρω ποιος κάνει άθλους και ποιος κοπροσκυλιάζει
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Ξέρω το παλτό απ’ το γιακά
Ξέρω τον καλόγερο απ’ την κουκούλα
Ξέρω τον αφέντη απ’ τον υπηρέτη
Ξέρω την καλόγρια απ’ το πέπλο
Ξέρω πότε ένας καταφερτζής φλυαρεί
Ξέρω ηλίθιους που εγείρονται σε χτυπημένη κρέμα
Ξέρω το κρασί απ’ το βαρέλι
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Ξέρω το άλογο ξέρω και το μουλάρι
Ξέρω τα φορτία τους ξέρω και τα όρια τους
Ξέρω τη Βεατρίκη μια Ομορφιά
Ξέρω τα κρεβάτια που υπολογίζουν και προσθέτουν
Ξέρω τον εφιάλτη και τον ύπνο
Ξέρω των Bohemians το σφάλμα
Ξέρω τη δύναμη της Ρώμης
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

Πρίγκηψ, ξέρω τα πάντα,
Ξέρω τα ροδαλά μάγουλα ξέρω και τα ωχρά
Ξέρω τον θάνατο που τα πάντα καταβροχθίζει
Ξέρω τα πάντα εκτός από εμένα.

`

*

Η Διαθήκη : Επιτάφιο και Λυρικόν*

Επιτάφιο

Εδώ κείτεται, και κοιμάται βαθιά μες στο μνήμα,
Αυτός που η Αγάπη την περιφρόνησή του έκαμε θύμα,
Ένας υπότροφος μικρός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
Φρανσουά Βιγιόν ήταν τ’ όνομά του, γραμμένο με κόπο.
Ποτέ δεν αποκόμισε μια μπουκιά από αραποσίτη,
Ισχυρογνώμων μ’ όλα τα μέσα, καθώς ο καθείς γνωρίζει,
Κρεβάτι, τραπέζι, και καλάθι τα πάντα έχει λησμονήσει,
Γεναίοι, τώρα το τραγούδι του έχει ξεκινήσει.

`

*

Λυρικόν

Ω, χορηγησέ του τώρα την αιώνια γαλήνη
Κύριε, και στο αιώνιο φως ας μείνει,
Αυτουνού που ούτε ενός κεριού τού έπρεπε η λάμψη,
Καθώς ούτε ενός μαιντανού τού άξιζε η έαρ
Από φρύδια, μαλλιά, και γένια ελεύθερος πια ως στέαρ,
Ένα γογγύλι για τα καλά μ’ ένα φτύαρι τη πλάτη του ξύνει
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.

Εξορισμένος με σοβαρότητα αυστηρή,
Βιασμένος απο πίσω μ’ ένα φτύαρι.
Παρόλα αύτα κραύγασε: “κάντε για μένα έκκληση ιερή!”
Γι’ αποκορύφωμα με μια φινέτσα, ελλιπή,
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.

*Στο πρωτότυπο, ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος, είναι ο εξής:
“Le Testament: Rondeau”. Η λέξη “Rondeau”, είναι γαλλικός ιδιω-
ματισμός που δε φέρει ακριβής μετάφραση σε καμιά γλώσσα, έτσι,
επέλεξα τον όρο “Λυρικόν” ως πιο συγγενή και στη γαλλική αυτή
λέξη μα και στο κλίμα του ποιήματος.

`

*

Μπαλάντα Των Κυριών Του Γιορ

Πείτε μου που, σε ποια χώρα
Είναι η πανέμορφη απ’ την Ρώμη που έλεγαν Φλώρα,
Η Αλκιβιάδα και η Θαΐς,
Πρώτες που ήταν ξαδερφάδες,
Ηχώ που ομιλεί όταν γύρω κάποιος ήχος έχει γεννηθεί
Σ’ ένα ποτάμι ή σε κάποια λιμνούλα
Εκείνες που πιότερο απ’ ανθρώπινη είχαν ομορφιά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;
Που βρίσκεται η αγνή Ελοΐς
Που για χάρη της ο Πιερ Αμπαγιάρ σε κάστρο είχε κλειστεί
Και που τον έκανε μετά να μονάσει στο Σαιν Ντενίς
Για τον ερωτά του τον πόνο αυτό είχε αποδεχθεί.
Επίσης που βρίσκεται η βασίλισσα εκείνη
Που διέταξε τον άμοιρο Μπουριντάν
Μες στο Σηκουάνα να βυθίσουν για παντοτινά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

Η βασίλισσα σαν ένας κρίνος που ‘τανε λευκή
Και που τραγουδούσε με μιας σειρήνας την φωνή,
Η πλατυπόδα η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αλίκη,
Η Αρεμβουργίς που στο Μαίν είχε γεννηθεί
Κι η καλή υπηρέτρια η Ιωάννα της Λορραίνης
Εκείνη που στο Ρουέν τους Εγγλέζους έριξε καταγής
Που βρίσκονται εκείνες, κυρίαρχη Παρθένα, πέσμου αληθινά;
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

Πρίγκηψ, μη και με ρωτήσεις σε μια βδομάδα
Ή σ’ ένα χρόνο σε ποιο μέρος εκείνες έχουν χαθεί
Γιατί μόνο μ’ ένα ρεφραίν μπορώ ν’ απαντήσω ειλικρινά:
Ω, πείτε μου που να ‘ναι τώρα τα χιόνια τα περσινά;

`

*

Η Διαθήκη: Λυρικόν

Θάνατε, θρηνώ για την τραχύτητά σου,
Που έκλεψε την αγάπη μου μακριά,
Όμως βλέπω ανικανοποίητη την οντότητά σου
Ωσώτου να βαλαντώσω στην απελπισιά.

Τότε ήταν που ‘χασα όλη μου την ζωηράδα:
Τι κακό σου έκανε, που ήταν ζωντανή;
Θάνατε, θρηνώ για τη φριχτή σου σκληράδα,
Που έκλεψε την αγάπη μου την μόνη και παντοτινή.

Δυο ήμασταν, με μια καρδιά ευλογημένη:
Αν η καρδιά πεθάνει, ω ναι, τότε προνοώ,
Θα πεθάνω, ή θα ζω χωρίς ζωή να μου μένει,
Ακριβώς σαν τ’ αγάλματα τα φτιαγμένα από μόλυβδο.


Μετάφραση: Θ.Δ. Τυπάλδος


Αναδημοσίευση από: http://www.poiein.gr/2017/04/06/franois-villon-dhiethiaoa-adhuaioc-adhssiaoni-eaoodhueaio/

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Francois Villon-Ύστατη μπαλάντα


Εδώ η διαθήκη περατώνεται
Και τελευτά ο δυστυχής Βιγιόν.
Κοπιάστε στην κηδεία του
Όταν το σήμαντρο ακούσετε
Ενδεδυμένοι κόκκινο άλικο
Καθότι μάρτυς απέθανε εν αγάπη.
Ετούτο μα τους όρχεις του τ' ορκίστη
σαν απ' τον κόσμο τούτο θέλησε να φύγεΙ.
Και ειλικρινώς ότι δεν ψεύδεται φρονώ
Διότι διωγμένος υπήρξε σαν βρομοδουλικό
Από τους έρωτές του μ' έχθρητα
Αφού, απ' εδώ έως το Ρουσιγιόν
Δεν υπήρξε βάτος μήτε ακανθών
Που να μην είχε. λέει, δίχως να ψευδολογεί
Από το κοντοβράκι του ξεφτίδι
Σαν απ' τον κόσμο τούτο θέλησε να φύγει.
Έτσι είναι και τόσο πολύ
Τον ηύρε ο θάνατος σαν παλιοκουρελή
Τον οποίο πεθαίνοντας, οικτρά
Τον κεντούσε της αγάπης το κεντρί-
Σουβλερότερο κι από το πάρσιμο
Από λουρί τον έκαμε να αισθανθεί.
(Δια τούτο μένουμε έκθαμβοι)
Σαν απ' τον κόσμο τούτο θέλησε να φύγει.
Πρίγκηψ, απ'το γένος των γερακιών
Μάθετε τι έπραξε της αναχωρήσεώς τη στιγμή:
Τράβηξε μια γουλιά μπόλικο κρασί
Σαν απ' τον κόσμο τούτο θέλησε να φύγει.

Πηγή: Καταραμένοι Γάλλοι Ποιητές, (Απάνθισμα 13ος - 20ος αιώνας). Επιλογή, εισαγωγή, μετάφραση: Ελένη Κόλλια, πρόλογος: Γιάννης Λειβαδάς, Αθήνα: Ηριδανός 2010.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

François Villon-[Άλλη μπαλάντα σε παλιά Γαλλική γλώσσα]


Μα πού να`ναι κι εκείνοι οι άγιοι απόστολοι
Ντυμένοι με στιχάρια κι ιερά,
Ζωσμένοι πετραχήλια, που οι διαόλοι
Τους τρέμανε, οι φτωχοί, γιατί γερά
Τους πιάναν απ`το σβέρκο σα γατιά;
Κι ο αφέντης σαν το δούλο του πεθαίνει
μ`όμοια τους τρώει ο Χάρος λαιμαργία
Πρόσκαιρα είν`όλα,τίποτα δε μένει.
Κι οι αυτοκράτορες πού`ναι, οπού την Πόλη
Κρατούσαν με τα χέρια τα χρυσά,
Και της Γαλλίας πού να βρίσκεται όλη
Των βασιλιάδων η εκλεχτή γενιά,
Που χτίσανε στο Θεόν ευλαβικά
Ναούς και μοναστήρια; Δοξασμένοι
Κι αν ζήσαν στον καιρό τους,πάνε πιά.
Πρόσκαιρα είν`όλα, τίποτα δε μένει.
Πού`ναι οι σοφοί, οι Δελφίνοι απ`την Γκρενόμπλη
Κι από τη Βιέννη, πού είν`η αρχοντιά;
Κι απ`την Ντιζόν, Σαλέν κι από την Ντόλη
Οι αφέντες τα πρωτότοκα παιδιά;
Χωρίς ακολουθία πια καμιά
- Κήρυκες, μουσικούς - πού είν`οι καημένοι;
Έφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν γερά;
Πρόσκαιρα είν`όλα, τίποτα δε μένει.
Πρίγκιπα, κι όσους ζούνε τώρα δα
Ο θάνατος παρόμοια τους προσμένει,
Μπούρικα και χτικιάρικα κορμιά.
Πρόσκαιρα είν`όλα, τίποτα δε μένει.

(François Villon, 1431-1463;)
(Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης)

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Francois Villon-Λάι



Στίχοι: Francois Villon (1431 ή 1432- 1463)
μετάφραση :Σπύρου Σκιαδαρέση
Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Δίσκος: Θάνος Μικρούτσικος, Francois Villon, Στον τόπο μου είμαι τέλεια ξένος
Μίνος ΕΜΙ, 2001

Χάρε, εγκαλώ την τόση σου απονιά
που πλάνεψες και πήρες την καλή μου
κι αχόρταγος ρουφάς και την ζωή μου
τόσο πια, που ο δόλιος έχω χάσει πια
όλο το κέφι και τη δύναμή μου.
Ζωντανή τι σε πείραζε η φτωχιά,
Χάρε;

Είμαστε δυο κι είχαμε μια καρδιά.
Πέθανε, ας πάει μαζί της κι η ψυχή μου,
δίχως να ζω ποια η προκοπή μου,
σαν άψυχη και κρύα ζωγραφιά,
Χάρε;

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Francois Villon-Μπαλάντα της καλής διδαχής


Γιατί είτε αγύρτες είστε είτε αγιογδύτες,
Απατεώνες στα ζάρια ή στα χαρτιά
Ή κιβδηλοποιοί ή λωποδύτες,
Θα πεθάνετε απάνου στη φωτιά
Σαν άθεοι, σαν προδότες. Μα ή κλεψιά
Κάμετε ή καμιάν άλλην ατιμία,
Πού πάνε τα όσα βγάνετε λεφτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

Κι αν είσαστε ποιητάδες, καμποτίνοι,
Κι αν ζείτε σα λωλοί μ’ αδιαντροπιά,
Κι αν είστε οργανοπαίχτες, θεατρίνοι,
Κι αν γυρίζετε χώρες και χωριά
Και φάρσες παίζετε ή έργα σοβαρά,
Κι αν κερδάτε στον τζόγο μ’ ευκολία,
Για πέστε, πού ξοδεύονται ολ’ αυτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

Απ’ τις βρωμιές αυτές αλάργου ζήστε,
Θρέψετε άλογα κι άλλα ζωντανά,
Αμπέλια και χωράφια καλλιεργήστε,
Κι αν γράμματα δεν ξέρετε, λεφτά
Θα κερδίστε αν δουλέφτε με καρδιά.
Μα όσο βαριά κι αν κάνετε αγγαρεία,
Πού πάν’ και κόποι και δουλευτικά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
Παπούτσια, ρόμπες κι άλλα ρουχικά
Καινούρια, δίχως λύπηση καμία,
Πουλάτε τα και φέρτε τα λεφτά
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης) 

Πηγή:https://www.vakxikon.gr/francois-villon-in-profundum-malorum/

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

François Villon-ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΤΟΝΕΡΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
Τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
–Για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά–,
Σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο,
Σε ζουμί απ’ Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
Και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
Σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
Σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
Χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
Τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
Φαφούτη, με τομάρι ψωριασμένο,
Σε γέρου μούργου –π’ όμοια έχει καλά–
Λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
Σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
Που τα’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
Σε νερά που πνιγμένων ποντικών
Πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
Φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
Τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά,
Και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο·
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
Οι κουρέηδες –σα βγαίνει γιομισμένο
Το φεγγάρι– μαυροπρασινισμένο·
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
Που πλένουν κωλοπάνια· σε πορνών
Κλύσματ, –δε με νιώθουν όσοι κι όσες
Δεν τρέχουν στα μπορντέλα όπως εγώ–
Τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
Πάρ’ τον πάτο των χεσμένωνε βρακιών,
Πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
Τσίρλες μικρούλικώνε γουρουνιών
Τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

François Villon, «Οι μπαλάντες κι άλλα ποιήματα», Εισαγωγή, έμμετρη μετάφραση και σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσης, Πλέθρον, Αθήνα 1979 [B΄ έκδοση (A΄ έκδοση, Institut Français d’Athènes, Αθήνα 1947)], σελ. 85-87.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Villon Francois: Μέγας Καταραμένος Ποιητής...



                                 Βιογραφικό

     Ο πρώτος "καταραμένος ποιητής" της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που 'τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ' οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα "εκλεκτά" μέλη του παρισινού υποκόσμου.
     Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδα μαζί μ' άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των "Κοκιγιάρ" από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το "ζαργκόν", στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ' αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
     Ο πλάνητας κακοποιός φτάνει πεινασμένος και σ' άθλια κατάσταση στο Μπλουά. Εκεί ο Κάρολος, Δούκας της Ορλεάνης κι αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη μπαλάντα του με τις αντιθέσεις σε κάθε στίχο -όπως το: "πεθαίνω από δίψα πλάι στη πηγή..."- γράφτηκε κείνη τη περίοδο σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος. Γι' άγνωστο όμως λόγο, φυλακίστηκε στην Ορλεάνη και περίμενε τη θανάτωση. Ο προστάτης Κάρολος, τον αποφυλακίζει. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι όπου έχει πάρει αμνηστία για τη κλοπή στη Ναβάρα, αλλά η συμμετοχή στον τραυματισμό ενός συμβολαιογράφου, τον οδηγεί, το 1462 και πάλι στα σκοτεινά κι υγρά κελιά. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σ' εξορία 10 χρόνων κι από το 1463, τα ίχνη του χάνονται. Ουδείς γνωρίζει που, πότε και πως πέθανε. Από το ποιητικό έργο του σώθηκαν μόνο 3.000 στίχοι. Θεωρείται βέβαιο πως το έργο του "Το Ρομάντζο Της Διαβολοπορδής", που 'γραψε μετά τις φοιτητικές αναταραχές του 1453, έχει χαθεί.
     3 χρόνια μετά γράφει το ποίημα "Κληροδοσία" (Le Lais) πιο γνωστό με το όνομα "Μικρή Διαθήκη", όπως το παρουσίασαν αργότερα οι εκδότες, σ' αντιδιαστολή με τ' άλλο του έργο, τη "Μεγάλη Διαθήκη" που έγραψε όταν αποφυλακίστηκε από το Μαιν-Συρ-Λουάρ το 1461. Η "Κληροδοσία" είναι ένα πολύ εύθυμο ποίημα, που 'γραψε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι απογοητευμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Σ' αυτό κληροδοτούσε στους φίλους του "τα παλιά του παπούτσια, τη "καλή" του φήμη, "το γάιδαρο και το σπαθί του", αν και το τελευταίο το 'χεν ήδη δώσει ως ενέχυρο. Το πιο σημαντικό του έργο είν' η "Διαθήκη" αποτελούμενη από 163 οκτάστιχες στροφές, στις οποίες παρεμβάλλονται 16 μπαλάντες και μικρότερα ποιήματα. Ανάμεσα στις αριστοτεχνικά δομημένες μπαλάντες, είναι η "Μπαλάντα Των Παροιμιών", η "Μπαλάντα Των Κυράδων Του Παλιού Καιρού", η "Μπαλάντα-Προσευχή", η "Μπαλάντα Των Κρεμασμένων", η "Μπαλάντα Για Τη Πόρνη Χοντρό-Μαργκό", τις οποίες ο Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
     Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος".
     Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.

__________________________________________________


Η Μπαλάντα Των Παροιμιών (μικρόν απόσπασμα)

...Όσο πάει στη βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι.
Τόσο η γίδα κακοπέφτει, όσο πιο βαθιά σκαλίζει.
Όσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει.
Όσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει.
Όσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ο κόσμος σε μανίζει.
Όσο πιο πολύ αλαργεύεις, τόσο κι οι άλλοι σε ξεχνούνε.
Όσο ένας εχτιμιέται, τόσο και μονάχ' αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο αργά θα 'ρθούνε...

     Η Μπαλάντα Του Μπλουά

Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών

Σ' αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ' ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ' αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ' αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π' όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ' αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ' όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ' αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ' αίμα που το ξεραίνουνε σ' αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

              σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση  Εκδόσεις Γαβριηλίδη
------------------------------------------

Η Μπαλάντα Των Κυριών Του Παλιού Καιρού


Πέστε μου που, σε ποιό μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκια σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Που 'ν' η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι' αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. 'Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στον Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μάιν, η Σπαρτιάτισσα Ελένη
κι η καλή Ιωάννα από τη Λοραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Πρίγκηψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Απόδοση-Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

         Η Προσευχή Του Francois Villon


Αφού γυρίζει ακόμα η γης, αφού το φως ξεκάθαρα λάμπει,
Λόρδε, βοηθείστε καθέναν απ' αυτούς που στερούνται.
Στον σοφό δώστε υγιές μυαλό, για τον δειλό χαρίστε έν' άλογο.
Ξοδέψτε στους ευτυχείς και παρακαλώ μη ξεχάσετε και με.

Ξέρω πως είστε ικανότερος όλων, πιστεύω στη σοφία σας,
όπως ο ετοιμοθάνατος στρατιώτης, πιστεύει πως θα ξαναζήσει στον παράδεισο.
Όπως κάθε αφτί ακούει και πιστεύει τις σιωπηλές σας κουβέντες,
όπως οι ίδιοι πιστεύουμε, μη ξέροντας τι δημιουργούμε.

   Μπαλάντα Στην Αγαπημένη

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ' το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική...
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα' ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ' αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να 'μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ' όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ' όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει...

Aναδημοσίευση από: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=815

Francois Villon -Μπαλάντα στην αγαπημένη

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ' το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική...
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα' ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ' αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να 'μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ' όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ' όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει...

μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Φρανσουά Βιγιόν -Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού

Αποτέλεσμα εικόνας για FRANCOIS VILLON

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πού ’ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

FRANCOIS VILLON (Παρίσι 1431-; 1480;)  μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης
(1896-1928)

Φλώρα: Ρωμαία εταίρα, διάσημη για την ομορφιά της, φιλενάδα του Πομπήιου.
Αλκιβιάδα: Τον Μεσαίωνα οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ο Αλκιβιάδης ήταν γυναίκα.
Θαΐς: Αθηναία εταίρα, φιλενάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και, μετά τον θάνατό του σύζυγος του Πτολεμαίου, βασιλιά της Αιγύπτου.
Ηχώ: Η μυθική νύμφη που ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο.
Ελοΐς και Πέτρος Αμπαγιάρ: Περίφημο ζευγάρι ερωτευμένων του Μεσαίωνα, που το χώρισε η κακία του κόσμου (ο Αμπαγιάρ, που είναι γνωστότερος με το όνομα Αβελάρδος ήταν σημαντικός θεολόγος και φιλόσοφος). Η αλληλογραφία τους, που σώθηκε, είναι μοναδικό δείγμα ευγένειας ερωτικών αισθημάτων.
Η βασίλισσα που έρριξε τον σοφό Μπουριντάν: Κατά την παράδοση η ακόλαστη βασίλισσα Ιωάννα της Ναβάρρας, αφού πέρασε μια ερωτική νύχτα με τον Μπουριντάν, τον γνωστό φιλόσοφο του 14ου αιώνα, διέταξε και τον έρριξαν στον Σηκουάνα. Ο Μπουριντάν κατόρθωσε να βγει από το ποτάμι κολυμπώντας.
Η ρήγισσα Λευκή: Η βασίλισσα Λευκή της Καστίλλης, που φημιζόταν για την ωραία φωνή της.
Βέρθα: Γυναίκα του βασιλιά των Φράγκων Πιπίνου, μητέρα του Καρλομάγνου.
Βεατρίκη: Αρκετές γυναίκες ονομαστές στον Μεσαίωνα λέγονταν έτσι (η πλέον διάσημη είναι η αγαπημένη του Δάντη, ποιητή της Θείας Κωμωδίας). Δεν γνωρίζουμε σε ποια αναφέρεται ο Βιγιόν.
Αρεμβουργίς: Κόρη του Ελί ντε λα Φλες, κόμη του Μαιν.
Ιωάννα από τη Λορραίνη: Η ηρωίδα των Γάλλων Ζαν ντ’ Αρκ, που αφού νίκησε τους Άγγλους, έπεσε στα χέρια τους, προδομένη από τους Βουργουνδούς, και οδηγήθηκε στην πυρά το 1431, σε ηλικία δεκαεννιά ετών.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Francois Villon-Μπαλάντα του Μπλουά



Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές


Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ/ /μτφρ.: ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Οι επιτάφιοι του Francois Villon



Η μπαλάντα των κρεμασμένων (Ο επιτάφιος του Βιγιόν)

Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερά μας ζείτε,
Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά.
Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστείτε,
Πιότερη ο Θεός για σας θα ‘χει σπλαχνιά.
Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά•
Κι η σάρκα μας, που πλούσια είχαμε θρέψει,
Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει,
Κι ο σκελετός μας στάχτη θε να πέσει.
Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο θεός να τους σχωρέσει!».
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε,
Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα
Η δικαιοσύνη. Μόνο, αφού σκεφτείτε
Πως όλων τα μυαλά δεν είν’ σωστά,
Μ’ ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά
Στης Παρθένας το Γιο να μη στερέψει
Τη χάρη του για μας και να μην πέψει
Τη φλόγα τ’ Άδη απάνου μας να πέσει.
Πεθάναμε, κανείς μη μας παιδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Απ’ τις βροχές πλυμένους μας θωρείτε,
Μαύρους, ξερούς απ’ του ήλιου τη φωτιά•
Τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε
Φρύδια μας μείναν μήτε και μαλλιά.
Ανάπαψη δε βρίσκουμε καμιά:
Εδώθε, εκείθε, απ’ όπου ο άνεμος πνέψει
Στο κέφι του φριχτά θα μας χορέψει
Τσίμπιους σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει
Στην παρέα μας κανείς σας μη γυρέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Η ισχύς σου, αφέντη Ιησού, ας μας προστατέψει•
Ο Άδης λογαριασμούς μη μας σκαλέψει,
Στα νύχια του η ψυχή μας να μην πέσει.
Άνθρωποι, εδώ τ’ ανάμπαιγμα ας τελέψει•
Μονάχα πέστε: «Ο θεός να τους σχωρέσει!».
Μεταφραστής: Σπύρος Σκιαδαρέσης
«ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 1999.

Eπιτάφιο

Εδώ κείτεται, και κοιμάται βαθιά μες στο μνήμα,
Αυτός που η Αγάπη την περιφρόνησή του έκαμε θύμα,
Ένας υπότροφος μικρός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
Φρανσουά Βιγιόν ήταν τ’ όνομά του, γραμμένο με κόπο.
Ποτέ δεν αποκόμισε μια μπουκιά από αραποσίτη,
Ισχυρογνώμων μ’ όλα τα μέσα, καθώς ο καθείς γνωρίζει,
Κρεβάτι, τραπέζι, και καλάθι τα πάντα έχει λησμονήσει,
Γεναίοι, τώρα το τραγούδι του έχει ξεκινήσει.

Λυρικόν
Ω, χορηγησέ του τώρα την αιώνια γαλήνη
Κύριε, και στο αιώνιο φως ας μείνει,
Αυτουνού που ούτε ενός κεριού τού έπρεπε η λάμψη,
Καθώς ούτε ενός μαιντανού τού άξιζε η έαρ
Από φρύδια, μαλλιά, και γένια ελεύθερος πια ως στέαρ,
Ένα γογγύλι για τα καλά μ’ ένα φτύαρι τη πλάτη του ξύνει
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.
Εξορισμένος με σοβαρότητα αυστηρή,
Βιασμένος απο πίσω μ’ ένα φτύαρι.
Παρόλα αύτα κραύγασε: “κάντε για μένα έκκληση ιερή!'
Γι’ αποκορύφωμα με μια φινέτσα, ελλιπή,
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.

Μετάφραση: Θ. Δ. Τυπάλδος

Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/36235/index.html


Αλκίνοος Ιωαννίδης Επιτάφιο

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

François Villon-Μπαλάντα ανάποδων αληθειών



Tο κέρδος είναι πιο ζημιογόνο,
Τη λύπη φέρνει η χαρά,
Γελάμε μόνο απ’ τον πόνο,
Κι ο σπάταλος γνωρίζει την αξία του παρά.
Γυναίκες ονειρεύονται να γίνονται γριούλες,
Πολιτικοί ποτέ δε λένε: θα…
Οι άνδρες κυνηγάνε ασχιμούλες,
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Η πίστη υποθέτει την απάτη,
Το ινάτι βάζει μάτι,
Ο αθυρόστομος γλυκομιλάει,
Κι εκείνος που κοιμάται μας φιλάει.
Ο βλάκας της αλήθειες μας δίνει,
Και η τεμπελιά τα αγαθά,
Ο πόλεμος μας φέρνει τη γαλήνη.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Για τον σοφό επικρατεί η φήμη η κακή,
Πιο γρήγορος απ’ όλους ο κουτσός,
Μόνο οι κακούργοι μπαίνουν στη φυλακή,
Κλώσει τον πατέρα του ο νεοσσός.
Η απελπισία έχει μήνυμα ελπιδοφόρο.
Ο κάμπος πιο ψηλός απ’ τα βουνά,
Τη θάλασσα διαβαίνουμε από τον πόρο.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Ο ποιητής αλήθειες ανάποδες πετάει:
Μόνο ο δίκαιος στα δικαστήρια νικάει,
Μόνο ο τίμιος σ’ αυτή τη ζωή γλεντάει,
Ο γάιδαρος καλύτερα απ’ όλους τραγουδάει.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

***

Πεθαίνω απ’ τη δίψα παν’ απ’ το ρυάκι.
Ανάκτορό μου ένα καλυβάκι.
Απ’ τη χαρά μου κλαίω και γελάω λυπημένα.
Πατρίδα μου αγαπημένη ειν’ τα ξένα.
Ξέρω τα πάντα, τίποτα δεν ξέρω.
Από τον Λάζαρο αρπάζω και στον Κροίσο φέρω.
Τον έντιμο παιδεύω, τον πονηρό παινεύω.
Αμφισβητώ το φανερό και το απίθανο πιστεύω.
Σαν σκουλήκι γυμνός, νιώθω ντυμένος σαν γαμπρός.
Γλέντι – γυρίζω πλάτη, βλέπω οδύνη – μπρος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Πολέμιοι αγκαλιάζουν, οι φίλοι στριμώχνουν.
Μαζεύω άχρηστα, το χρήμα σπαταλώ.
Με άμυαλο συμφωνώ, με φωστήρα αντιμιλώ.
Είμαι ζητιάνος, μα ξιπάζομαι με πλούτη.
Θα γεννηθώ στον ουρανό, ενταφιάστηκα σε γη τούτη.
Μέσα στην παγωνιά και γύρο μου λουλούδια.
Ο κόσμος οδύρεται, εγώ πιάνω τραγούδια.
Ο Άδεις πιο χαρούμενος για μένα από την Εδέμ.
Δίπλα στην φωτιά, κρυώνω σαν είναι κατ’ απ’ το μηδέν.
Την καρδιά μου θερμαίνει ο πάγος.
Η τάξη με αναστατώνει και ηρεμεί το χάος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Δεν βλέπω αυτόν που πέρασε μπροστά μου,
Αλλά του ουρανού τα άστρα καθαρά διακρίνω.
Από τον σκέψεων το βάρος τρίζουν τα οστά μου.
Το αλκοόλ – χυμό, απ’ το νερό μεθάω όταν πίνω.
Πάνω στη γη με προσοχή πατάω,
Και προτιμώ μες στην πυκνή ομίχλη να πετάω.
Γνωρίζω πως το μέλι απ’ την άψινθο πιο πικρό
Ζω σώμα σφριγηλό με πνεύμα νεκρό.
Καταδικάζω την αλήθεια, το ψέμα αθωώνω.
Γιατρεύω τους γερούς, τους άρρωστους πληγώνω.
Δεν ξέρω πιο μακρύτερο: η ώρα ή το έτος;
Γεννήθηκα στο μέλλον, θα πεθαίνω φέτος.
Το πέλαγος ή το ρυάκι διαβαίνουν απ’ τον πόρο;
Ο λύκος ή ο άνθρωπος, ζώο πιο αιμοβόρο;
Η απελπισία, μου ελπίδες δίνει,
Κι ο διάβολος υπόσχεται ειρήνη.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.



(François Villon, 1431 - εξαφανίστηκε το 1463)

μεταφραστή: Γιώργος Σοϊλεμεζίδης