Λένε ότι o έρωτας είναι ένα αγόρι,
Άλλοι ότι είναι ένα πουλί,
Λένε κάνει τον κόσμο να γυρίζει,
Και πως δεν πατά στη γη.
Ρωτώντας κάποτε το γείτονά μου
Που έδειχνε να ξέρει,
Αγριεμένη του λέει η γυναίκα του
Λέξη να μην προφέρει.
Ω, ΕΡΩΤΙΑΡΗ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕ
(O LURCHER-LOVING COLLIER)
Ώ ερωτιάρη ανθρακωρύχε, μαύρε, μαύρε σαν τη νύχτα,
Ακολούθα το αίσθημά σου πάνω στους καθάριους λόφους.
Το φανάρι σου έχει σβήσει, οι σήραγγες βουβές είναι όλες.
Βάλε την καρδιά της στόχο και καθόλου μην λαθεύεις,
Γιατί η Κυριακή όπου νά ΄ναι πάει κι εσύ, Κέιτ, έτσι γρήγορα μη φεύγεις,
Γιατί η Δευτέρα φθάνει, όταν πια κανείς δεν θα μπορέσει
να φιλήσει:
Γίνε μάρμαρο στην κάπνα του, και στο μαύρο του εσύ γίνε άσπρο.
Μ Α Ι Ο Σ ( Μ Α Υ )
Μάης με το φως του να χορεύει
Ζωντανεύει αγγείο, μάτι, μέλος,
Ο μοναχικός και ο θλιμμένος
Να επανακάμψει θέλει,
Και σε κάθε ποταμάκι που χαρά για κύκνους είναι
Τα πικ-νίκ δίνουν και παίρνουν δίχως φρόντιση καμμιά
Σε άσπρα και κόκκινα έντονα πανιά.
Οι νεκροί μας μακρυνοί, κουκουλωμένοι
Αναπαύονται σε τρύπες, εμείς όμως
Έχουμε ξεφύγει απ’ τα αόριστά τους βέλη,
Δασάκια τα παιδιά όπου συναντιούνται
Και τα πάλλευκα αγγελούδια-βαμπιράκια πεταρίζουν,
Στέκονται τώρα με το μάτι σκιασμένο,
Το επικίνδυνο εκείνο μήλο είναι παρμένο τώρα πια.
Ο πραγματικός κόσμος απλώνεται μπροστά μας,
Θαρραλέες κινήσεις της νεολαίας,
Άφθονη επιθυμία θανάτου,
Οι ευχαριστούντες, ευχαριστημένοι, στοιχειωμένοι:
Ένας Δάσκαλος που αργοπεθαίνει βυθίζεται βασανισμένος
Στον κύκλο αυτό των θαυμαστών του,
Οι άδικοι κατακτούν την γη.
Και η αγάπη που κάνει ν’ ανυπομονεί
Χελώνα και ζαρκάδι, που αποθέτει
Τον ξανθό δίπλα στον μελαχροινό,
Συνιστά επιμόνως στο αίμα μας,
Πριν απ’ τα κακά και τα καλά
Πόσο ανεπαρκή είναι
Το άγγιγμα, το χάδι, η ματιά.
Δ Υ Ο Α Ν Α Ρ Ρ Ι Χ Η Σ Ε Ι Σ
( T W O C L I M B S)
Αποφεύγοντας τρελλαμένους υπαλλήλους με κοντό μαλλάκι,
Πρόσωπα θλιβερά και άχρηστα τριγύρω από το σπιτικό μου,
Στα όρη του φόβου μου αναρριχώμαι:
Ψηλά, ένας βράχος κάθετος και καφτερός. Σπηλιές καθόλου,
Μήτε και διάσελο, ούτε νερό. Με αφορμή επινοημένη,
Σύντομα πέφτω πάνω σε χαμηλότερη κορυφή λαχανιασμένος,
Φρεσκάροντας την κούρασή μου με λάθη που επιδεικνύουν
Μία ζωή που έχουν κλέψει κι έχουνε τελειοποιήσει.
Να αναρριχηθώ μαζί σου ήταν εύκολο σαν τάμα.
Φθάσαμε στην κορυφή δίχως να πεινάσουμε καθόλου,
Όμως ήταν τα μάτια που ατενίζαμε, όχι η θέα,
Τίποτα άλλο δεν βλέπαμε από εμάς τους ίδιους, ζαβούς, χαμένους,
Επανελθόντες στην ακτή, το πλούσιο εσωτερικό ακόμη
Άγνωστο: ο έρως έδωσε την δύναμη, μα έκλεψε την επιθυμιά.
Μετάφραση Γιώργος Λυκοτραφίτης
Πηγή:https://www.poiein.gr/2008/08/01/whauden-onssa-dhiethiaoa-iaouonaoc-adhssiaoni-aethnaio-eoeionaossoco/
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ
ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΩΡΑ, ΞΕΝΕ, ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΝΗΣΙ
Κοίταξε τώρα, ξένε, σε τούτο το νησί το φως
Να αναδύεται για τις γοητευτικές ανακαλύψεις σου,
Στάσου εδώ ακίνητος
Και σιωπηλός,
Ότι μέσα από τα κανάλια του αυτιού
Ίσως όπως ποτάμι ξεστρατίσει
Ο λικνιστικός ήχος της θάλασσας.
Εδώ στου μικρού αγρού την απώτατη άκρη
Όπου ο ασβεστωμένος τοίχος πέφτει σαν αφρός,
Και ο ψηλός κρημνός του αντιστέκεται
Στο θάρρος και στη χλαπαταγή του παλιρροϊκού κύματος
Και το βότσαλο σκαρφαλώνει πίσω από το αντιμάμαλο
Καθώς ρουφιέται πίσω, και ο γλάρος σφηνώνεται
Μια στιγμή στην κατακόρυφη πλευρά του.
Πέρα μακριά, όπως σπόροι που επιπλέουν, τα πλοία
Απομακρύνονται επειγόντως σε εθελοντικές αποστολές
Και η θέα ολόκληρη
Μπορεί πράγματι να μπει
Και να εγκατασταθεί στη μνήμη όπως τώρα αυτά τα σύννεφα,
Που διατρέχουν τον καθρέφτη του λιμανιού
Και μέσα από το νερό όλο το καλοκαίρι περιέρχονται.
Νοέμβριος 1935
ΟΡΦΕΑΣ
Σε τι να ελπίζει το τραγούδι; Και τα χέρια τρεμάμενα
Λίγο απέχοντας από τα πουλιά, τα απρόσιτα, τα τρισχαριτωμένα;
Να είμαστε απορημένοι κι ευτυχισμένοι,
Ή πάνω απ’ όλα ν’ αποζητάμε τη γνώση της ζωής;
Όμως τα ωραία είναι ικανοποιημένα από τις υψηλές νότες του αιθέρα·
Είναι αρκετή η θαλπωρή. Ω, αν στ’ αλήθεια είναι ενάντιος
Ο χειμώνας κι η αδύναμη χιονονιφάδα,
Τι μπορεί να κάνει η επιθυμία, τι ο χορός;
Απρίλιος 1937
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Πόσο ακίνητο είναι· τα άλογα
Μετακινήθηκαν στη σκιά, οι μητέρες
Ακολούθησαν τους σε αποδημία κήπους τους.
Σιγλόγουροι πάνω σε λίθινα δοχεία
Προλέγουν το τέλος του χρόνου,
Την καταδίκη του παράδοξου.
Όμως αναστεναγμοί ερωτικής απογοήτευσης ανεβαίνουν
Από αξιοθρήνητους τόπους απληστίας
Που δεν μπορούν να συμπεριλάβουν εαυτούς.
Και το ορφανό με τις φακίδες σημαδεύοντας
Πάπιες και πάπιους στη λιμνούλα
Σταματάει γυρεύοντας πέτρες,
Και εύχεται να ήταν μια ατμάκατος,
Ή ο Λουγκαλζαγκίζι ο βροντώδης
Τύραννος της Έρεχ και της Ούμα.
Από το «Η ηλικία του άγχους» (1945;)
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΤΥΡΑΝΝΟ
Επιδίωξή του υπήρξε κάποια μορφή τελειότητας,
Και η ποίησή που επινοούσε ήταν εύκολη στην κατανόηση·
Γνώριζε την ανθρώπινη τρέλα όπως την ανάποδη του χεριού του,
Και το ενδιαφέρον του ήταν μεγάλο για στρατούς και στόλους΄
Όταν γελούσε, σεβάσμιοι γερουσιαστές έσκαγαν από τα γέλια,
Και όταν ούρλιαζε τα νήπια εύρισκαν τον θάνατο ανά τας οδούς.
Ιανουάριος 1939
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ
Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα,
Ο χρόνος μόνο ξέρει το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε·
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.
Εάν θα κλαίγαμε όταν οι παλιάτσοι αρχίζουν το θέαμα,
Εάν θα παραπατούσαμε όταν παίζουν οι μουσικοί,
Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα.
Δεν υπάρχει μοίρα να ειπωθεί, ωστόσο,
Επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο από όσο μπορώ να πω,
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.
Οι άνεμοι πρέπει να έρχονται από κάπου όταν φυσάνε,
Πρέπει να υπάρχουνε αιτίες που τα φύλλα σαπίζουν
Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα.
Ίσως τα τριαντάφυλλα στ’ αλήθεια να θέλουν να μεγαλώνουν,
Το όραμα στα σοβαρά εννοεί να επιμένει·
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.
Ας υποθέσουμε ότι τα λιοντάρια όλα σηκώνονται και φεύγουν,
Και όλα τα ρυάκια κι οι στρατιώτες τρέχουν μακριά·
Θα πει άραγε τίποτα ο Χρόνος αλλά στο είπα εγώ;
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.
Οκτώβριος 1940
ΣΥΝΤΟΜΑ
Αρχίζω να χάνω την υπομονή
Με τις προσωπικές μου σχέσεις:
Δεν έχουν βάθος,
Δεν είναι και φτηνές.
——— ≈ ———
Ιδιωτικά πρόσωπα σε δημόσιους χώρους
Σοφότερα είναι κι ωραιότερα
Απ’ ό,τι τα δημόσια στους ιδιωτικούς τους χώρους
——— ≈ ———
Όσοι δεν θέλουν λογική
Χάνονται στην πράξη:
Όσοι δεν θα πράττουν
Χάνονται για τον λόγο αυτό
Αν μπορούμε ας τιμήσουμε
Τον άνθρωπο σε όρθια στάση
Παρόλο που δεν αξίζει άλλη καμιά
Από την οριζόντια
Mετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος
Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-31/klimakes/aristerh-oxoh-1
Κοιτάω τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό
Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ∙
Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία
Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.
Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,
Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;
Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,
Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει.
Των άστρων, συλλογιέμαι, είμαι θαυμαστής
Που αδιαφορούν για μένα ό,τι κι αν πεις,
Μα τώρα που τα βλέπω ένα ένα
Μέσα στη μέρα δε μου ‘λειψε κανένα.
Αν τ’ άστρα έσβηναν σ’ έναν αφανισμό,
Θα μάθαινα να βλέπω ένα άδειο ουρανό,
Να νιώθω το υπέροχο απόλυτο σκοτάδι,
Και να το συνηθίζω κάθε βράδυ.
Mετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Η τέχνη της θεραπείας του Ουίσταν Χιού Ώντεν 1907 - 1973