Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

W. H. Auden - Η Δεσποινίς Γκι

 

Για την Δεσποινίδα Έντιθ Γκι
Θα σας πω μια ιστορία:
Ζούσε στο Κλέβεντον Τέρας
Στο νούμερο 83.
Απ’ τ’ αριστερό της μάτι αλληθώριζε λιγάκι,
Είχε χείλη πολύ λεπτά, στόμα μικρό,
Στενούς πεσμένους ώμους
Και στήθος πλακουτσό.
Είχε ένα σκούρο γκρι ταγιέρ
Κι ένα βελούδινο καπελάκι
Ζούσε στο Κλέβεντον Τέρας
Σ’ ένα φτωχά επιπλωμένο δωματιάκι.
Είχε ένα αδιάβροχο μαβί,
Μια πράσινη ομπρέλα μη βραχεί,
Κι ένα ποδήλατο με καλαθάκι
Που «έβρισκαν» τα φρένα του λιγάκι.
Η εκκλησιά του Αγίου Αλοΐσιου
Δεν ήτανε πολύ μακριά ,
Κι όταν οργάνωνε Παζάρι
Εκείνη έφτιαχνε πλεκτά.
«Νοιάζεται κανείς» είπε η δεσποινίς Γκι
Κοιτάζοντας τ’ άστρα ψηλά,
«Που ζω στο Κλέβεντον Τέρας
Και περνώ μ’ εκατό λίρες τη χρονιά;»
Πως ήταν η Βασίλισσα της Γαλλίας
Είδ’ ένα βράδυ σ’ ένα όνειρο σημαδιακό
Κι ο εφημέριος του Αγίου Αλοΐσιου
Ζήτησε τη Μεγαλειότητά της σε χορό.
Μα ένας αέρας τρομερός σαρώνει το παλάτι,
Εκείνη ποδηλατούσε σ’ ένα αγρό με καλαμπόκι
Κι ένας ταύρος με τη μούρη του εφημέριου
Και κέρατα χαμηλωμένα την είχε πάρει το κατόπι,
Ένοιωθε στην πλάτη της την καυτή
Του αναπνοή, έτοιμος να της ριχτεί,
Και πήγαινε το ποδήλατο όλο και πιο σιγά
Γιατί «έβρισκαν» τα φρένα τα ελαττωματικά..
Το καλοκαίρι κάνει τα δέντρα ζωγραφιά,
Ο χειμώνας τα κάνει ελεεινά,
Κάθε σούρουπο ποδηλατούσε για τον Εσπερινό
Με τα ρούχα κουμπωμένα ψηλά ως το λαιμό.
Όταν προσπερνούσε ζευγαράκια ερωτευμένα
Κοίταζε αλλού μην τις ματιές τους συναντήσει,
Όταν προσπερνούσε ζευγαράκια ερωτευμένα
Κανένα δεν της ζήτησε κοντά του να καθίσει.
Η δεσποινίς Γκι στο διάδρομο τον πλαϊνό,
Άκουγε το όργανο που έπαιζε μελωδικά,
Και τη χορωδία, στο τέλος της μέρας
Να ψάλει κατανυκτικά.
Γονάτιζε η δεσποινίς Γκι
Στο διάδρομο τον πλαϊνό
«Μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν.
Κάνε με καλό κορίτσι, σε παρακαλώ».
Οι μέρες κι οι νύχτες την περνούσαν
Όπως τα κύματα ένα πλοίο ναυαγισμένο
Ποδηλάτησε, κάτω, στο γιατρό
Με τ’ αδιάβροχό ως το λαιμό της κουμπωμένο.
Ποδηλάτησε, κάτω, στο γιατρό
Και χτύπησε το κουδούνι του δειλά,
«Γιατρέ, πονάω μέσα εδώ,
Και δεν αισθάνομαι πολύ καλά.»
Ο δόκτωρ Τόμας την εξέτασε προσεκτικά,
Και κατόπι ακόμη μια φορά,
Πήγε ως το νιπτήρα να πλυθεί,
Λέγοντας: «γιατί αργήσατε τόσο πολύ;»
Ο δόκτωρ Τόμας κάθισε για φαγητό
Κι η γυναίκα του απέναντί του σιωπηλή
«Μυστήριο πράγμα ο καρκίνος»,
Είπε, κάνοντας βόλους με την ψίχα απ’ το ψωμί.
“Κανείς δεν ξέρει την αιτία,
Αν κι ισχυρίζονται πως ξέρουν μερικοί
Είναι σαν ένας φονιάς που παραφυλάει
Κρυμμένος να σου επιτεθεί.»
«Προσβάλει τις άτεκνες γυναίκες,
Και τους άνδρες όταν παίρνουν σύνταξη απ’ τη δουλειά,
Σαν να ’ναι ένα κατάστημα που δεν πάει καλά
Και του βάζει ο μαγαζάτορας φωτιά .»
Η γυναίκα του σήμανε στους υπηρέτες να σερβίρουν,
Λέγοντας: «Κακόκεφος αγάπη μου έχεις γυρίσει»,
Εκείνος απάντησε: «Είδα τη δεσποινίδα Γκι απόψε,
Φοβάμαι πως σύντομα θα μας αφήσει.»
Πήγαν τη δεσποινίδα Γκι στο νοσοκομείο,
Κείτεται εκεί ερείπιο σωστό,
Ξαπλωμένη στη γυναικεία πτέρυγα
Με το νυχτικό της κουμπωμένο ως το λαιμό.
Οι φοιτητές άρχισαν να γελούν,
Καθώς την είδαν ξαπλωμένη στο τραπέζι
Και ο Μίστερ Ροζ, ο χειρουργός
Έκοψε τη δεσποινίδα Γκι στη μέση.
Ο Μίστερ Ροζ γύρισε στους φοιτητές του
Αυστηρά: «Κύριοι, σας παρακαλώ,
Σπάνια βλέπουμε ένα σάρκωμα
Προχωρημένο όπως αυτό.»
Πήραν τη δεσποινίδα Γκι απ’ το τραπέζι,
Μ’ ένα τροχήλατο φορείο,
Σε κάποια άλλη πτέρυγα
Που ήταν το Ανατομείο.
Την κρέμασαν από την οροφή,
Μάλιστα, κρέμασαν τη δεσποινίδα Γκι,
Και δυο μαθητευόμενοι Οξφορδιανοί
Ανέτμησαν προσεκτικά το γόνατό της το δεξί.
Γ. Χ. Ώντεν

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Ζαννής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window