Ο κοινωνικός έλεγχος γέννησε την ακατάπαυστη ανάγκη να παράγεται και να καταναλώνεται το περιττό, την ανάγκη της αποκτηνωτικής δουλειάς που δεν είναι πραγματικά αναγκαία, την ανάγκη μορφών ξεκούρασης που υποβοηθούν και οξύνουν αυτή την αποκτήνωση, την ανάγκη να διατηρούνται απατηλές ελευθερίες, όπως οι ελευθερίες του ανταγωνισμού ανάμεσα σε τιμές απ’ τα πριν καθορισμένες, η ελευθερία ενός αυτολογοκρινόμενου τύπου, η ελευθερία τέλος να διαλέγεις ανάμεσα στις μάρκες και στα γκάτζετς.
Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021
Κυριακή 8 Αυγούστου 2021
Pier Paolo Pasolini-Για τον καταναλωτικό ολοκληρωτισμό και τον ρόλο της τηλεόρασης
Κανένας φασιστικός συγκεντρωτισμός δεν κατάφερε να κάνει αυτό που έκανε ο συγκεντρωτισμός του καταναλωτικού πολιτισμού. Ο φασισμός πρότεινε ένα αντιδραστικό και μνημειώδες μοντέλο, αλλά παρέμεινε νεκρό γράμμα. Οι διάφοροι ιδιαίτεροι πολιτισμοί (αγρότες, υποπρολετάριοι, εργάτες) συνέχισαν ατάραχοι να συμμορφώνονται με τα παλιά τους πρότυπα: η καταστολή περιορίστηκε στο να επιτύχουν την προσήλωσή τους στα λόγια. Σήμερα, αντίθετα, η προσήλωση στα πρότυπα που επιβάλλει το Κέντρο είναι άνευ όρων. Τα πραγματικά πολιτιστικά πρότυπα αποκηρύσσονται. Η αποκήρυξη ολοκληρώθηκε. Επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι η "ανοχή" της ηδονιστικής ιδεολογίας που επιδιώκει η νέα εξουσία είναι η χειρότερη καταπίεση στην ανθρώπινη ιστορία. Πώς θα μπορούσε να ασκηθεί αυτή η καταστολή; Μέσω δύο επαναστάσεων εντός της αστικής οργάνωσης: την επανάσταση της υποδομής και την επανάσταση του πληροφοριακού συστήματος. Οι δρόμοι, η μηχανοκίνηση κ.λπ. έχουν πλέον ενώσει στενά την περιφέρεια με το κέντρο, καταργώντας κάθε υλική απόσταση. Αλλά η επανάσταση στο σύστημα πληροφοριών ήταν ακόμη πιο ριζική και αποφασιστική. Μέσω της τηλεόρασης, το Κέντρο έχει αφομοιώσει ολόκληρη τη χώρα, η οποία ήταν ιστορικά τόσο διαφοροποιημένη και πλούσια σε πρωτότυπους πολιτισμούς, στον εαυτό της. Ξεκίνησε ένα έργο ομογενοποίησης που κατέστρεψε κάθε αυθεντικότητα και συγκεκριμενοποίηση. Με άλλα λόγια, όπως είπα, επέβαλε τα δικά της μοντέλα, τα οποία είναι τα μοντέλα που επιθυμεί η νέα εκβιομηχάνιση, η οποία δεν αρκείται πλέον στον "άνθρωπο που καταναλώνει", αλλά ισχυρίζεται ότι δεν νοείται άλλη ιδεολογία εκτός από εκείνη της κατανάλωσης. Ένας νεο-εργασιακός ηδονισμός, που αγνοεί τυφλά κάθε ανθρωπιστική αξία και είναι τυφλά ξένος προς τις ανθρώπινες επιστήμες. Η προγενέστερη ιδεολογία που επιθυμούσε και επέβαλε η εξουσία ήταν, ως γνωστόν, η θρησκεία: και ο καθολικισμός, στην πραγματικότητα, ήταν τυπικά το μόνο πολιτισμικό φαινόμενο που "ομολογούσε" τους Ιταλούς. Τώρα έχει γίνει ανταγωνιστής του νέου "τυποποιητικού" πολιτιστικού φαινομένου που είναι ο μαζικός ηδονισμός: και, ως ανταγωνιστής, η νέα εξουσία έχει ήδη αρχίσει να τον εκκαθαρίζει πριν από μερικά χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα θρησκευτικό στο μοντέλο του Νέου άνδρα και της Νέας γυναίκας που προτείνει και επιβάλλει η τηλεόραση. Είναι δύο άνθρωποι που επικυρώνουν τη ζωή μόνο μέσω των καταναλωτικών αγαθών της (και, φυσικά, εξακολουθούν να πηγαίνουν στη λειτουργία τις Κυριακές: με τα αυτοκίνητά τους). Οι Ιταλοί αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό αυτό το νέο μοντέλο που τους επιβάλλει η τηλεόραση σύμφωνα με τα πρότυπα της Παραγωγής που δημιουργεί ευημερία (ή, καλύτερα, σωτηρία από τη δυστυχία). Το έχουν αποδεχτεί: είναι όμως πραγματικά σε θέση να το υλοποιήσουν;
Τρίτη 30 Μαρτίου 2021
Χριστίνα Βαϊζίδου-Καταναλωτική συμπεριφορά, με αφορμή μια μαύρη Παρασκευή
Η κατανάλωση και η
συλλογή αγαθών έχει τις ρίζες της στα πρωτόγονα ένστικτα του κυνηγού-συλλέκτη.
Σε κριτικό πλαίσιο όμως, ο καταναλωτισμός αναφέρεται στην τάση των ανθρώπων να
ταυτίζονται έντονα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καταναλώνουν, ιδίως με
προϊόντα που είναι εμφανή σύμβολα κοινωνικού στάτους, π.χ. ένα ακριβό
αυτοκίνητο, το πιο σύγχρονο κινητό ή επώνυμα ρούχα. Ο πρώτος ο οποίος
περιέγραψε ψυχιατρικά την τάση για μαζική καταναλωτική υστερία ήταν ο Emil
Krapelin, ήδη το 1915.
Στις μέρες μας, η φράση
του Ρενέ Ντεκάρτ “σκέφτομαι άρα υπάρχω” θα μπορούσε πιθανότατα να
αντικατασταθεί με τη φράση “ψωνίζω άρα υπάρχω”. Οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν
συνδέσει την απόκτηση αγαθών με την ευχαρίστηση και τη χαρά, οδηγούμενοι
αναπόφευκτα στον υπερκαταναλωτισμό. Εξάλλου δεν είναι τυχαίος ο όρος “shopping
therapy” δεδομένης της απόλαυσης που προκαλεί η κατανάλωση και της δυνατότητας
που δίνει στο άτομο να ξεφύγει από αρνητικές σκέψεις. Ο υπερκαταναλωτισμός
είναι ένα είδος εθισμού, μία εμμονή που οδηγεί στην αγορά πραγμάτων, τα οποία
τις περισσότερες φορές δε μας είναι καθόλου απαραίτητα.
Πρόκειται δυστυχώς για
μία αφενός μεν πρόσκαιρη αφετέρου ιδιαίτερα επιφανειακή προσέγγιση. Shopping
σημαίνει, επίσης, κοινωνική συναναστροφή. Τις περισσότερες φορές η βόλτα στα μαγαζιά
γίνεται μαζί με κάποιο φίλο ή φίλη. Αυτό συνεπάγεται διέξοδο από τη μοναξιά,
ευχάριστη κουβέντα και κατ’ επέκταση αλλαγή της διάθεσης. Ο υπερκαταναλωτισμός
αποτελεί συχνά σύμπτωμα εκδήλωσης υπαρξιακού προβλήματος και αντικατοπτρισμό
της ευρύτερης κοινωνικής παθολογίας του ατόμου, το οποίο καταφεύγει σ’ αυτόν
για να εξομαλύνει δύσκολα προσωπικά ή μη προβλήματα και να αντιμετωπίσει την
έλλειψη ανθρώπινων σχέσεων. Αποτελεί, δηλαδή, έναν ανορθόδοξο και
αναποτελεσματικό τρόπο καταπολέμησης, κάλυψης ή και υπέρβασης βαθύτερων
αισθημάτων μοναξιάς, θυμού, δυσφορίας, θλίψης, κατωτερότητας και ανεπάρκειας, η
ύπαρξη των οποίων δημιουργεί και τροφοδοτεί την ακατάπαυστη καταναλωτική τάση,
ενώ η ικανοποίηση της γεννά με τη σειρά της προσωρινά και βραχυπρόθεσμα συναισθήματα
πλήρωσης, ικανοποίησης και ασφάλειας, καθώς τα υλικά αγαθά δεν πληγώνουν, ούτε
προδίδουν.
Ορισμένοι
ερευνητές υποστηρίζουν ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση αυξάνει τον καταναλωτισμό και
ότι αντίστροφα ο καταναλωτισμός μπορεί να δημιουργήσει χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Αγοράζοντας κάτι για τον εαυτό του, το άτομο είναι σαν να κάνει μία
συμφιλιωτική κίνηση αποδοχής προς τον ίδιο του τον εαυτό και να τον ενθαρρύνει.
Δημιουργείται στον άνθρωπο έτσι η ανάγκη αυτοβελτίωσης μέσω
των αγαθών, καθώς ορίζει τον εαυτό του καθημερινά με υψηλότερα έξωθεν
προσδιορισμένα κριτήρια.
Ο εγκέφαλός
μας εμπλέκεται άμεσα στη διαδικασία της κατανάλωσης. Η πανδαισία των αισθήσεων
που εμπλέκονται στις αγορές παίζει καθοριστικό ρόλο στις προτιμήσεις μας. Τα
αισθητήρια μηνύματα που παίρνουμε αντικρίζοντας κατακόκκινες φράουλες ή και το
χάδι στα απαλά υφάσματα παραπέμπουν έμμεσα σε βαθιές, σωματικές ή νευρολογικές
ανάγκες.
Ο Γάλλος
φιλόσοφος Μπερνάρ Στιγκλέ (Stiegler, 2006) υποστηρίζει ότι πρόκειται για μία
εκτροπή της σεξουαλικής ενέργειας προς την κατανάλωση υλικών αγαθών, η οποία
έχει ως αποτέλεσμα τον εθιστικό κύκλο της κατανάλωσης και οδηγεί έτσι σε
υπερκατανάλωση και τελικά στην εξάντληση του πόθου.
Σε μία
προσπάθεια προσέγγισης της ψυχολογίας των καταναλωτικών μαζών, μπορούμε να
ανατρέξουμε στον πατέρα της ψυχανάλυσης. Ο Sigmund Freud στο βιβλίο του «Η
ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ» αναφέρει πως οι μάζες διακατέχονται
από τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, τα οποία ως επί το πλείστον είναι βίαια,
επιθετικά και σεξουαλικά και είναι χειραγωγίσιμες, εύπλαστες. Έτσι μπορεί
κάποιος να αγγίξει τις επιθυμίες και τους φόβους τους, προς όφελός του.
Ο Έντουαρντ
Μπερνέζ, μαθητής και ανιψιός του Φρόιντ ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τα προϊόντα
μαζικής παραγωγής με ασυνείδητες επιθυμίες, υποστηρίζοντας
πως κατ’ αυτόν τον τρόπο πείθεται ο κόσμος να αγοράζει πράγματα που δε
χρειάζεται. Ο ίδιος μάλιστα, τη δεκαετία του 1920, ανέπτυξε διάφορες τεχνικές
ώθησης στη μαζική κατανάλωση. Ξεκίνησε να πειραματίζεται με το μυαλό της λαϊκής
κυρίως τάξης και να μελετά τα συναισθήματά της. Έδειξε το μεγάλο του ταλέντο
στη χειραγώγηση των ασυνείδητων επιθυμιών όταν εταιρίες τσιγάρων του ζήτησαν να
διερευνήσει τρόπους να αυξήσουν την πελατεία τους και να πείσει και τις
γυναίκες να καπνίσουν, θέαμα που έως τότε θεωρούνταν ταμπού. Ο Μπερνέζ είχε την
ιδέα να υποβληθεί ένα δείγμα γυναικών σε ψυχανάλυση, ώστε να φανεί τι
πραγματικά σημαίνει το προϊόν γι αυτές. Φάνηκε λοιπόν πως σε βαθύτερο επίπεδο
οι γυναίκες συνέδεαν το κάπνισμα με την ανδρική σεξουαλική εξουσία και τη χειραφέτηση.
Έτσι οργανώθηκε η ανάλογη διαφημιστική καμπάνια, με μηνύματα που συνέδεαν
εντέχνως το κάπνισμα με την ανεξαρτησία. Ο παρθένος στη διαφήμιση πληθυσμός
υπέκυψε στο δέλεαρ κι έκτοτε οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα στην
"εσωτερική" παρόρμηση να καπνίσουν.
Οι άνθρωποι
ήθελαν πια να αποκτήσουν ή έστω να κατασκευάσουν ή να δανειστούν έναν εαυτό
ανεξάρτητο και διαφορετικό απ’ όλους τους άλλους κι αυτή ακριβώς την εικόνα
άρχισε να τους πουλάει η διαφήμιση.
Σιγά σιγά
έπρεπε οι εταιρείες να εκπαιδεύσουν τον κόσμο να επιθυμεί νέα πράγματα προτού
καν χαλάσουν τα παλιά. Εδραιώθηκε έτσι μία κουλτούρα, στα πλαίσια της οποίας οι
επιθυμίες όφειλαν να ξεπερνούν τις ανάγκες. Αν μπορέσει κανείς να κωδικοποιήσει
την παρουσίαση ενός αντικειμένου με τρόπο που να αγγίζει τις βαθύτερες
επιθυμίες, αλλά και να εκμεταλλεύεται - εξορκίζοντάς τους - τους βαθύτερους
φόβους του καταναλωτή, τότε μέσα του το προϊόν συνδέεται μια και καλή με την
ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σιγουριάς. Η εμφάνιση αρχικά της τηλεόρασης
και στη συνέχεια η κυριαρχία του διαδικτύου συνέβαλαν αποφασιστικά στην παγίωση
μιας καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς όρια.
Αξίζει λοιπόν για τον
καθένα από εμάς να σταθεί για δύο λεπτά κριτικά απέναντι στις καταναλωτικές του
συνήθειες, να αναλογιστεί τα κίνητρα και τις ανάγκες του και ίσως και να
ενεργοποιήσει τις κριτικές οδούς του εγκεφάλου απέναντι σε φαινόμενα μαύρων
ημερών. Γιατί είτε πρόκειται για μια μαύρη Παρασκευή ή για μια συννεφιασμένη
Κυριακή, πιθανότατα όλοι μας, έχουμε καλύτερα ή τουλάχιστον πιο ουσιαστικά
πράγματα να κάνουμε.
Πηγή:https://www.psychology.gr/diafora-themata-psychologias/3511-katanalotiki-symperifora.html
Ζίγκμουντ Μπάουμαν-Ο εαυτός σε μια καταναλωτική κοινωνία
Η
μετανεωτερική κοινωνία μας είναι μια κοινωνία καταναλωτική. Όταν την αποκαλούμε
καταναλωτική, έχουμε κατά νου κάτι περισσότερο από την τετριμμένη και
συγκροτημένη περίσταση κατά την οποία όλα τα μέλη της είναι καταναλωτές – όχι
απλώς ορισμένα ανθρώπινα όντα, αλλά όλα τα ανθρώπινα όντα, υπήρξαν καταναλωτές προ
αμνημονεύτων χρόνων. Αυτό που πραγματικά έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι η δική
μας κοινωνία είναι «καταναλωτική» με την εξίσου βαθειά και θεμελιώδη σημασία με
την οποία εκείνη των προκατόχων μας, η νεωτερική κοινωνία κατά τη βιομηχανική
της φάση, ήταν μια «κοινωνία των παραγωγών».
Αυτός ο παλαιότερος τύπος της νεωτερικής κοινωνίας
απασχολούσε κάποτε τα μέλη της πρωτίστως ως παραγωγούς και στρατιώτες·
διαμόρφωσε τα μέλη της υπαγορεύοντας την ανάγκη να αναλάβουν αυτούς τους δύο
ρόλους, και το πρότυπο που τους πρόσφερε εκείνη η κοινωνία ήταν η ικανότητα και
η προθυμία τους να διαδραματίσουν αυτούς τους δύο ρόλους. Στο τωρινό στάδιο της
ύστερης νεωτερικότητας (Giddens) ή δεύτερης νεωτερικότητας (Beck) ή
μετανεωτερικότητας, η νεωτερική κοινωνία έχει ελάχιστη ανάγκη από τη μαζική
βιομηχανική εργασία και τους στρατούς κληρωτών, έχει όμως ανάγκη – και
απασχολεί – τα μέλη της για την ικανότητα τους ως καταναλωτές.
Ο ρόλος που η σημερινή κοινωνία μας προσδοκεί από τα μέλη
της είναι αυτός του καταναλωτή, και τα μέλη της κρίνονται παρομοίως από την
ικανότητά και την προθυμία τους να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο. Η διαφορά
μεταξύ της σημερινής κοινωνίας και της άμεσης προκατόχου της δεν είναι τόσο
ριζική ώστε να εγκαταλείψει τον ένα ρόλο και να επιλέξει αντιθέτως κάποιον
άλλο. Σε κανένα από τα δυο τους στάδια δεν μπορούν οι νεωτερικές κοινωνίες να
τα καταφέρουν χωρίς τα μέλη τους να παράγουν αντικείμενα για κατανάλωση·
τα μέλη και των δύο κοινωνιών, βεβαίως, καταναλώνουν. Ο καταναλωτής, ωστόσο, σε
μια καταναλωτική κοινωνία είναι ένα εκ διαμέτρου διαφορετικό πλάσμα από τον
καταναλωτή οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας ως τώρα.
Η διαφορά έγκειται στην έμφαση και στις προτεραιότητες –
μια μετατόπιση της έμφασης που δημιουργεί μια τεράστια διαφορά σχεδόν σε κάθε
όψη της κοινωνίας, της κουλτούρας και του ατομικού βίου. Οι διαφορές είναι τόσο
βαθιές και πολύμορφες που δικαιολογούν εξολοκλήρου να μιλούμε γι’ αυτήν ως μια
κοινωνία ενός ξεχωριστού και διακριτού είδους – μια καταναλωτική κοινωνία.
Στην ιδανική περίπτωση, όλες οι αποκτηθείσες συνήθειες θα
πρέπει «να στηρίζονται στους ώμους» αυτού του νέου τύπου καταναλωτή όπως
ακριβώς τα ηθικής εμπνεύσεως επαγγελματικά και πλεονεκτικά πάθη συνήθιζαν να
στηρίζονται, όπως επανέλαβε ο Max Weber μετά τον Richard Baxter, «στους ώμους
του αγίου όπως ο ελαφρύς μανδύας, που μπορεί να ριχτεί στο πλάι οποιαδήποτε
στιγμή» [1]. Και πράγματι, οι συνήθειες ρίχνονται διαρκώς, καθημερινά, και με
την πρώτη ευκαιρία στο πλάι, και ποτέ δεν τους δίνεται η ευκαιρία να δυναμώσουν
σαν τα σιδερένια κάγκελα ενός κελιού (εκτός από μια μετα-συνήθεια: τη «συνήθεια
να αλλάζουμε συνήθειες»). Στην ιδανική περίπτωση, τίποτα δεν θα πρέπει να
υιοθετείται με σιγουριά από έναν καταναλωτή, τίποτα δεν θα πρέπει να επιβάλλει
μια δέσμευση για πάντα, καμία ανάγκη δεν θα πρέπει να θεωρείται ως πλήρως
ικανοποιημένη, καμία επιθυμία να μη θεωρείται απόλυτη. Θα πρέπει να υπάρχει ο
όρος «μέχρι νεοτέρας» προσαρτημένος σε κάθε όρκο πίστης και σε κάθε δέσμευση.
Αυτό που μετράει είναι η μεταβλητότητα, η εγγενής προσωρινότητα όλων των
υποσχέσεων· μετράει περισσότερο από την ίδια την δέσμευση, που ούτως ή άλλως
δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για
την κατανάλωση του αντικειμένου της επιθυμίας (ή της επιθυμητότητας αυτού του
αντικειμένου).
Το ότι κάθε κατανάλωση απαιτεί χρόνο είναι στην
πραγματικότητα η κατάρα της καταναλωτικής κοινωνίας και μια μεγάλη ανησυχία για
τους εμπόρους καταναλωτικών αγαθών. Η ικανοποίηση του καταναλωτή πρέπει να
είναι στιγμιαία και αυτό μάλιστα με μια διπλή σημασία. Τα καταναλωτικά αγαθά
πρέπει να φέρνουν ικανοποίηση άμεσα, να μην απαιτούν καθόλου την απόκτηση
δεξιοτήτων και μακρά προπαρασκευή, αλλά η ικανοποίηση πρέπει να λήγει τη στιγμή
που ο χρόνος που απαιτείται για κατανάλωση έχει τελειώσει, και αυτός ο χρόνος
πρέπει να ελαττωθεί στο απολύτως ελάχιστο. Η αναγκαία μείωση κατορθώνεται
καλύτερα αν οι καταναλωτές δεν μπορούν να κρατήσουν την προσοχή
τους ούτε να εστιάσουν την επιθυμία τους σε οποιοδήποτε αντικείμενο για
μεγάλη διάρκεια· αν είναι ανυπόμονοι, παρορμητικοί και ανήσυχοι· και προπαντός
αν ενθουσιάζονται εύκολα και έχουν την προδιάθεση να χάνουν γρήγορα το
ενδιαφέρον τους. Στην πραγματικότητα, όταν η αναμονή αφαιρείται από την
επιθυμία και η επιθυμία από την αναμονή, η καταναλωτική ικανότητα των
καταναλωτών είναι πιθανό να προεκταθεί πολύ πέρα από τα όρια που έχουν τεθεί
από οποιεσδήποτε φυσικές ή αποκτηθείσες ανάγκες ή έχουν σχεδιασθεί από
την φυσική ανθεκτικότητα των αντικειμένων της επιθυμίας. Τότε, η
παραδοσιακή σχέση μεταξύ αναγκών και της ικανοποίησής τους αντιστρέφεται: η
υπόσχεση και η ελπίδα της ικανοποίησης προηγείται της ανάγκης που υπόσχεται να
ικανοποιηθεί και θα είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την υπάρχουσα ανάγκη –
ωστόσο όχι τόσο μεγάλη ώστε να αποκλείσει την επιθυμία για τα αγαθά που φέρουν
αυτή την υπόσχεση.
Για την ακρίβεια, η υπόσχεση είναι όλο και πιο ελκυστική
όσο η εν λόγω ανάγκη είναι λιγότερο οικεία· είναι αρκετά διασκεδαστικό να
βιώνει κανείς μια εμπειρία που δεν γνώριζε ότι υπήρχε. Η συγκίνηση μιας νέας και
πρωτοφανούς αίσθησης – όχι η απληστία της απόκτησης και κατοχής ούτε ο πλούτος
στην υλική, χειροπιαστή του σημασία – είναι το όνομα του καταναλωτικού
παιχνιδιού. Οι καταναλωτές είναι πρωτίστως συλλέκτες αισθήσεων· συλλέκτες
πραγμάτων είναι μόνο υπό μια δευτερεύουσα και παράγωγη σημασία. Όπως το έθεσαν
ο Mark C. Taylor και ο Esa Saarinen, «η επιθυμία δεν επιθυμεί ικανοποίηση.
Αντιθέτως, η επιθυμία επιθυμεί επιθυμία». [2] Τέτοια είναι τουλάχιστον η
περίπτωση με τον ιδανικό καταναλωτή. Η προοπτική της εξασθένισης της επιθυμίας,
του διασκορπισμού της, και η απουσία κάθε δυνατότητας να την επαναφέρουμε, ή η
προοπτική ενός κόσμου στον οποίο δεν έχει απομείνει τίποτα που να είναι
επιθυμητό, πρέπει να είναι ο πιο δυσοίωνος τρόμος του ιδανικού καταναλωτή (και,
φυσικά, του εμπόρου καταναλωτικών αγαθών).
Για να αυξηθεί η ικανότητά τους για κατανάλωση, οι
καταναλωτές δεν πρέπει ποτέ να αφήνονται σε ηρεμία. Είναι αναγκαίο να
εκτίθενται διαρκώς σε νέους πειρασμούς για να τους κρατούν στην κατάσταση της
αδιάκοπης υποψίας και της σταθερής δυσαρέσκειας. Το δόλωμα που τους υπαγορεύει
να μετατοπίσουν την προσοχή τους χρειάζεται να επιβεβαιώνει την υποψία τους
καθώς προσφέρει μια διέξοδο από τη δυσαρέσκεια: «Νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα;
Δεν έχεις δει ακόμη τίποτα!» Λέγεται συχνά ότι η καταναλωτική κοινωνία
αποπλανεί τους πελάτες της. Όμως για να το κάνει αυτό, χρειάζεται πελάτες που
θέλουν να αποπλανηθούν (όπως για να διατάζει τους εργάτες του, το αφεντικό του
εργοστασίου χρειαζόταν ένα συνεργείο με σταθερά παγιωμένη εξάρτηση στην
πειθαρχία και την υποταγή στις εντολές). Σε μια καταναλωτική κοινωνία που
λειτουργεί σωστά, οι καταναλωτές αναζητούν δραστήρια να αποπλανηθούν. Ζουν από
θέλγητρο σε θέλγητρο, από πειρασμό σε πειρασμό – κάθε θέλγητρο και κάθε
πειρασμός είναι κάπως διαφορετικός και ίσως δυνατότερος από τον προκάτοχό του.
Κατά πολλούς τρόπους είναι ακριβώς όπως οι πατέρες τους, οι παραγωγοί, που
ζούσαν από τη μια στροφή της ταινίας μεταφοράς σε μια επόμενη
πανομοιότυπη.
Αυτός ο κύκλος της επιθυμίας είναι ένας καταναγκασμός,
μια υποχρέωση, για τον πλήρως αναπτυγμένο, ώριμο καταναλωτή· ωστόσο αυτή η
υποχρέωση, αυτή η εξωτερικευμένη πίεση, αυτή η απιθανότητα να ζεις τη ζωή σου
με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θεωρείται η ελεύθερη άσκηση της βούλησής σου. Η
αγορά ίσως να τους έχει ήδη επιλέξει ως καταναλωτές και έτσι τους στέρησε την
ελευθερία να αδιαφορούν για τις κολακείες της, αλλά με κάθε διαδοχική επίσκεψη
στην αγορά, οι καταναλωτές έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι είναι αυτοί
οι ίδιοι που διατηρούν τον έλεγχο. Είναι οι δικαστές, οι κριτές, και οι
επιλογείς. Μπορούν, άλλωστε, να αρνηθούν την αφοσίωσή τους σε οποιαδήποτε από
τις απεριόριστες επιλογές που προσφέρονται – εκτός από την επιλογή να επιλέγουν
ανάμεσα τους.
Είναι ο συνδυασμός του καταναλωτή, διαρκώς άπληστου για νέα
θέλγητρα και γρήγορα βαριεστημένου με θέλγητρα που ήδη είχε, και του κόσμου σε
όλες του τις διαστάσεις – οικονομική, πολιτική, προσωπική – μεταμορφωμένη
σύμφωνα με το πρότυπο της καταναλωτικής αγοράς και, όμοια με αυτή την αγορά,
έτοιμου να εξυπηρετήσει και να αλλάξει τα θέλγητρά του με ολοένα και μεγαλύτερη
επιτάχυνση, που εξαλείφει όλους τους σταθερούς οδοδείκτες από έναν ατομικό
χάρτη του κόσμου ή από τα σχέδια για ένα δρομολόγιο της ζωής. Στην
πραγματικότητα, το να ταξιδεύεις με ελπίδα είναι σε αυτή την περίπτωση πολύ
καλύτερο από το να φθάνεις. Η άφιξη έχει αυτή τη μουχλιασμένη μυρωδιά στο τέλος
του δρόμου, αυτή την πικρή γεύση της μονοτονίας και της στασιμότητας που
σηματοδοτεί το τέλος για οτιδήποτε για το οποίο ο ιδανικός καταναλωτής ζει και
θεωρεί νόημα της ζωής. Για να απολαύσεις το καλύτερο που έχει να προσφέρει
αυτός ο κόσμος, ίσως κάνεις όλων των ειδών τα πράγματα εκτός από ένα: να
δηλώσεις, όπως ο Φάουστ του Goethe, «Ω, στιγμή, είσαι όμορφη, κράτησε για
πάντα!»
Κι έτσι όλοι ταξιδεύουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν
ρωτηθήκαμε εξάλλου για τα συναισθήματά μας. Ριγμένοι μέσα σε μια αχανή και
ανοικτή θάλασσα χωρίς σημάδια και με ορόσημα που βυθίζονται γρήγορα, μπορούμε
να αγαλλιάσουμε με την υπέροχη θέα των νέων ανακαλύψεων ή να ριγήσουμε από τον
φόβο του πνιγμού. Πώς κάνει κάποιος ένα θαλάσσιο ταξίδι σε αυτές τις ταραγμένες
θάλασσες – θάλασσες που σίγουρα απαιτούν γερές βάρκες και ικανούς
θαλασσοπόρους; Αυτό είναι το ερώτημα. Ακόμη περισσότερο όταν κατανοεί
κανείς ότι όσο πιο απέραντη η έκταση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, τόσο
περισσότερο τείνει η μοίρα του ναυτικού να πολώνεται και να γίνεται βαθύτερο το
χάσμα μεταξύ των πόλων.
Όμως υπάρχει μια παγίδα. Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί
στον τρόπο ζωής του καταναλωτή· ο καθένας μπορεί να ευχηθεί να είναι
καταναλωτής και να ενδώσει στις ευκαιρίες που προσφέρει αυτός ο τρόπος ζωής.
Αλλά δεν μπορεί ο καθένας να είναι καταναλωτής. Η επιθυμία δεν είναι αρκετή·
για να στραγγίξει κανείς την απόλαυση μέσα από την επιθυμία, πρέπει να έχει μια
λογική ελπίδα απόκτησης του επιθυμητού αντικειμένου, και ενώ αυτή η ελπίδα
είναι λογική για μερικούς, είναι μάταιη για άλλους. Όλοι μας είμαστε
καταδικασμένοι στη ζωή των επιλογών, αλλά δεν έχουμε όλοι μας τα μέσα να
κάνουμε επιλογές.
Αλλά μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το ένα είδος κοινωνίας
από το άλλο από τις διαστάσεις σύμφωνα με τις οποίες διαστρωματώνει τα μέλη
της, και, όπως όλες οι άλλες κοινωνίες, η μετανεωτερική, καταναλωτική κοινωνία
είναι μια διαστρωματωμένη κοινωνία. Εκείνοι «εκεί ψηλά» και εκείνοι «εκεί κάτω
χαμηλά» τοποθετούνται σε μια κοινωνία καταναλωτών στο πνεύμα της κινητικότητας
– την ελευθερία να επιλέγουν που θα βρίσκονται. Εκείνοι «εκεί ψηλά» ταξιδεύουν
στη ζωή σύμφωνα με ό,τι ποθήσει η καρδιά τους και επιλέγουν τους προορισμούς
τους από τις χαρές που αυτοί έχουν να προσφέρουν. Εκείνοι «εκεί κάτω χαμηλά»
διώκονται από τον τόπο που θα προτιμούσαν να παραμείνουν, και εάν δεν
μετακινηθούν, είναι ο τόπος που τραβιέται κάτω από τα πόδια τους. Όταν
ταξιδεύουν, ο προορισμός τους, τις περισσότερες φορές, είναι η επιλογή κάποιου
άλλου και σπάνια είναι ευχάριστος· και όταν φτάνουν, καταλαμβάνουν έναν
εξαιρετικά άχρωμο τόπο που με ευχαρίστηση θα άφηναν πίσω τους αν είχαν κάπου
αλλού να πάνε. Όμως δεν έχουν. Δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε· δεν υπάρχει
πουθενά τόπος που είναι πιθανό να είναι ευπρόσδεκτοι.
Μετάφραση: Καψάλης Δημήτρης
Πηγή:https://www.respublica.gr/2016/03/post/self-consumer-society/
Σάββατο 27 Ιουνίου 2020
Κορνήλιος Καστοριάδης-«Η άνοδος της ασημαντότητας» (απόσπασμα)
«Από εκεί και πέρα, αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: Το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά –και οι άνθρωποι, τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται συνεχώς από τις δυτικές κοινωνίες μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο;
Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αποδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων.
Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήμερα. Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για να αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από τη ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων.
Θα έπρεπε λοιπόν από εδώ και πέρα οι άνθρωποι (μιλάω τώρα για τις πλούσιες χώρες) να δεχτούν ένα αξιοπρεπές αλλά λιτό βιοτικό επίπεδο και να παραιτηθούν από την ιδέα ότι ο κεντρικός σκοπός της ζωής τους είναι να αυξάνεται η κατανάλωση τους κατά 2 με 3% το χρόνο. Για να το δεχθούν αυτό, θα έπρεπε κάτι άλλο να δίνει νόημα στη ζωή τους. Ξέρουμε, ξέρω ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο – τι ωφελεί όμως, από τη στιγμή που η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου δεν το δέχεται και δεν κάνει αυτό που πρέπει ώστε να γίνει πραγματικότητα; Αυτό το άλλο είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων, αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροιόντων. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να πάψει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου. Άλλο πολιτικό σύστημα, μιαν αληθινή δημοκρατία που θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων. Μιαν άλλη οργάνωση της παιδείας, ώστε να διαπλάθονται πολίτες ικανοί να ασκούν και να άρχονται, σύμφωνα με τη θαυμάσια έκφραση του Αριστοτέλη- και ούτω καθ’ εξής.
Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν θεμελιώδη προβλήματα: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αληθινή, μια άμεση δημοκρατία, όχι πια με 30.000 πολίτες, όπως στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, μα με 40 εκατομμύρια πολίτες, όπως στη Γαλλία, ή ακόμα και με πολλά δισεκατομμύρια άτομα στην κλίμακα του πλανήτη; Προβλήματα κολοσσιαίας δυσκολίας, που όμως κατά τη γνώμη μου μπορούν να λυθούν –με την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δημιουργία λύσεων, αντί να προβληματίζεται για το πότε θα μπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση.
Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας – και η τραγωδία της εποχής μας είναι ότι η δυτική ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά νοιάζεται για αυτά. Πόσον καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις ματαιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονομάζουμε εμπορεύματα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους – οικολογική, για παράδειγμα – θα προκαλέσει άραγε μια βίαιη αφύπνιση, ή μήπως την εμφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δε μπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι όλοι όσοι έχουν συνείδηση του φοβερά σοβαρού χαρακτήρα των ζητημάτων πρέπει να προσπαθήσουν να μιλήσουν, να ασκήσουν κριτική σε αυτή την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο, να ξυπνήσουν την συνείδηση των συμπολιτών τους.»
«(…) η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Όταν δηλώνεται ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το «πλουτίστε» (και η δόξα της δήλωσης αυτής ανήκει, σ’ ότι αφορά τη Γαλλία, στους σοσιαλιστές, οι οποίοι την έκαναν με έναν τρόπο που η Δεξιά δεν είχε τολμήσει να την κάνει), μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σ’ αυτή τη βάση.
Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να ζητούν και να δέχονται μπαξίσια για να κάνουν τη δουλειά τους, οι δικαστές να βγάζουν τις δικαστικές αποφάσεις στη δημοπρασία, οι εκπαιδευτικοί να βάζουν καλούς βαθμούς στα παιδιά των οποίων οι γονείς του έδωσαν μια επιταγή κλπ. Πριν από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια έγραφα πως ο μόνος φραγμός για τους ανθρώπους σήμερα είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων. Κατά ποια λογική όμως αυτοί που εισβάλλουν τις κυρώσεις θα είναι οι ίδιοι αδιάφθοροι; Ποιος θα φυλάει τους φύλακες; Η γενικευμένη διαφθορά που παρατηρούμε στο σύγχρονο πολιτικοοικονικό σύστημα δεν είναι περιφερειακό ή ανεκδοτολογικό φαινόμενο αλλά έχει γίνει δομικό χαρακτηριστικό, ενδογενές στο σύστημα της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Αγγίζουμε έτσι εδώ έναν θεμελιώδη παράγοντα, γνωστό στους μεγάλους πολιτικούς στοχαστές του παρελθόντος και παντελώς άγνωστο στους σημερινούς δήθεν πολιτικούς φιλοσόφους, κακούς κοινωνιολόγους και άθλιους θεωρητικούς: τη στενή συνάφεια ανάμεσα σ’ ένα κοινωνικό καθεστώς και στον ανθρωπολογικό τύπο (ή το φάσμα τέτοιων τύπων) που είναι αναγκαίος για να λειτουργήσει αυτό το καθεστώς. Τους περισσότερους απ’ αυτούς τους ανθρωπολογικούς τύπους ο καπιταλισμός τους κληρονόμησε από τις προγενέστερους ιστορικές περιόδους: τον αδιάφθορο δικαστή, τον βεμπεριανό δημόσιο υπάλληλο, τον αφοσιωμένο στο καθήκον του εκπαιδευτικό, τον εργάτη για τον οποίον η δουλειά του ήταν, παρ’ όλες τις συνθήκες, πηγή περηφάνιας. Τέτοιου είδους πρόσωπα γίνονται αδιανόητα στη σύγχρονη εποχή: αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο θα αναπαράγονταν, ποιος θα τα αναπαρήγε, στο όνομα τίνος πράγματος θα λειτουργούσαν. Ακόμη και ο ανθρωπολογικός τύπος που αποτελεί δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού, ο σουμπετερικός επιχειρηματίας –που συνδυάζει την τεχνική επινοητικότητα, την ικανότητα να συγκεντρώνει κεφάλαια, να οργανώνει μια επιχείρηση, να διερευνά, να διεισδύει, να δημιουργεί αγορές -, είναι υπό εξαφάνιση. Αντικαθίσταται από διευθυντικές γραφειοκρατίες και από κερδοσκόπους.
Κι εδώ πάλι, όλοι οι παράγοντες συγκλίνουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Γιατί να πασχίζει κανείς να παραγάγει και να πουλήσει, τη στιγμή που μια σωστή κίνηση με τα επιτόκια στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή αλλού μπορεί να αποφέρει μέσα σε μερικά λεπτά 500 εκατομμύρια δολάρια; Τα ποσά που διακυβεύονται στην κερδοσκοπία κάθε εβδομάδα είναι της τάξης του ετήσιου ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι η διοχέτευση των πιο «επιχειρηματικών» στοιχείων προς αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, οι οποίες είναι εντελώς παρασιτικές, από τη σκοπιά του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Αν αθροίσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες και λάβουμε επιπλέον υπόψη την ανεπανόρθωτη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος που επιφέρει αναγκαστικά η καπιταλιστική «μεγέθυνση» (αναγκαίος όρος, η ίδια, της «κοινωνικής ειρήνης»), μπορούμε και οφείλουμε να αναρωτηθούμε για πόσον καιρό ακόμα θα μπορεί να λειτουργεί το σύστημα».
*Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφ Κ.Κουρεμένος, Ύψιλον, 2000
Πηγή: roadartist.blogspot.com
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος...λίγο φαΐ, λίγο κρασί/Χριστούγεννα κι Ανάσταση.
Πηγή: http://artinews.gr/%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%AC-%CE%BF-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CF%82-%CF%86%CE%B1%CE%90-%CE%BB%CE%AF%CE%B3%CE%BF-%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%AF-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7.html