Απάντησε μου . . . φωνάζω την πληγή σου τη γεμάτη αλάτι: Παλαιστινιακή πληγή - τη φωνάζω και την καλώ - λυώσε με μέσα σου εγώ είμαι ο γιος σου μ' άφησ' εδώ η τραγωδία λαιμός κάτω από το μαχαίρι. Ζω με της πεθυμιάς το θρόισμα μέσα στους ελαιώνες μου και γράφω τραγούδια . . . ζάχαρη πικρή. Βουτώ την πένα στης καρδιάς μου την καρδιά στις φλέβες μου και γράφω για κείνους που καταφρονέθηκαν τρώω το σιδερένιο τοίχο πίνω τον άνεμο του Δεκέμβρη και ματώνω το πρόσωπο του σφετεριστή με τραγούδια μαχαίρια. Κι αν μου σπάσει ο θάνατος την πλάτη στη θέση της θα βάλω βράχο απ' το Χιττίν.
Παλαιστινιακή είναι η φλογέρα μου με τις πράσινες ανάσες μου τη γέμισα. Το τραγούδι μου είναι το αντιστύλι του μαύρου τσαντηριού μέσα στην έρημο, το αχοβόλι του χορού μου ειν' η αποθυμιά του χώματος για τους δικούς του στην απέναντι όχθη.
Ταουφίκ Ζαγιάντ
Ενσάρκωση
Βγαίνω απ' τις βροχές Βγαίνω απ' τη γαλάζια αστραπή, απ' τον αγέρα, τον τυφώνα. Βγαίνω απ' την πληγή που άνοιξε μια ρουκέτα στον κόρφο ενός τοίχου. Βγαίνω από των πηγαδιών τη δίψα. Βγαίνω από γιοφύρι που αντιστέκεται στο πρόσωπο του ανέμου. Βγαίνω από αμυγδαλιές που στης φωτιάς αντιστέκονται το πρόσωπο Βγαίνω απ' την υπογραφή του διοικητή στην άδεια*, απ' τη σκιά των γκλομπ των αστυνόμων βγαίνω, απ' το μαντήλι που δεν γνώρισε παρά μονάχα δάκρυ, απ' το χορτάρι της κλεμμένης γης, από το μίσος στο καμένο χείλι, απ' την αυθόρμητη διαδήλωση, από το πετροβόλημα, στο πρόσωπο του άγριου ανέμου βγαίνω, από το άχτι του συντρόφου, από τη σάρκα σου κι από το φόβο σου βγαίνω . . . σε ποιο Θεό θα καταφύγεις!
Σαμίχ Κάσεμ
Τα λουλούδια και το λεξικό
Κρατάω το κλειδί των μύθων και τα χνάρια
των σκλάβων
διαβαίνω μια στοά θυμιάματα
πιπέρι και αρχαία καλοκαίρια·
βλέπω την Ιστορία στη μορφή ενός γέροντα
που παίζει τα χαρτιά, ρουφάει τ' άστρα και θυμάται
το Χιρράα και το δίχτυ της αράχνης.
Ας είναι
θ' απαρνηθώ το θάνατο και ας πεθαίνουν
ο μύθοι μου.
Ψάχνω μες στα ερείπια
για φως και νέα τραγούδια.
Αχ αγάπη!
έχεις ποτέ σου νοιώσει
πόσο είναι νωθρά των λεξικών τα γράμματα;
Πώς μεγαλώνουν όλες αυτές
ο λέξεις και πώς ζουν;
Συνέχεια τις τρέφουμε
με δάκρυ αναμνήσεων
και ζάχαρη
Ας είναι
θ' απαρνηθώ τα άνθη
πούρχονται μες από ανθολογίες και λεξικά.
Λουλούδια φυτρώνουν
στο μπράτσο του αγρότη και στου εργάτη τη γροθιά
στου μαχητή την πληγή φυτρώνουν
και στου βράχου το μέτωπο.
Μαχμούντ Νταρουίς
*πηγή των ποιημάτων των Μαχμούντ Νταρουίς, Σαμίχ Κάσεμ, Ταουφίκ Ζαγιάντ :
Σε αυτή τη χώρα Υπάρχουν πράγματα Που κάνουν τη ζωή ακόμα Όμορφη: Οι αμφιβολίες του Απρίλη, Η μυρωδιά απ’ το ψωμί Που το φουρνίζουν τη αυγή, Το θάρρος μιας γυναίκας Μπρος στα πολυβόλα Οι απαρχές μιας αγάπης. Το άγριο χορτάρι μες στις πέτρες. Η φωνή μιας μάνας, φωνή Κρεμασμένη στον ήχο μιας φλογέρας. Ο φόβος του εισβολέα μπροστά Στην άσβηστη μνήμη μας… Σ’ αυτή τη χώρα Υπάρχουν πολλά Που κάνουν τη ζωή να αξίζει: Το τέλος του Σεπτέμβρη Μια γυναίκα που μπαίνει Στα σαράντα της Όμορφη σαν ανθισμένη βερικοκιά. Η ώρα του ήλιου στη φυλακή Η ομίχλη με σχήμα ενός σμήνους Από περιστέρια. Οι κραυγές οργής και οδύνης του λαού, Γι’ αυτούς που χαμογελούν Ανεβαίνοντας Στο ικρίωμα- Και που ξέρουν να πεθαίνουνε Χαμογελώντας. Ο φόβος του τύραννου Για τα τραγούδια μας… Σε αυτή τη χώρα υπάρχουν πράγματα Που κάνουν τη ζωή να αξίζει: Σε αυτή τη χώρα ζει Η Κυρά η Αρχόντισσα, μήτρα της Αρχής’ Το όνομά της είναι Παλαιστίνη… Αξίζω Επειδή εσύ ’σαι η Αρχόντισσά μου. Αξίζει να υπάρχει κανείς, Αξίζει να ζει κανείς Και για σένα να πεθαίνει…
(στην Φάντουα Ταουκάν) 1 Εμείς είμαστε αποδεσμευμένοι από τις αναμνήσεις αφού ο Κάρμηλος είναι μέσα μας και το γρασίδι της Γαλιλαίας κρέμεται στην άκρη των ρούχων μας. Μην πεις: Ας τρέξουμε σαν το ποτάμι προς τα εκεί. Μην πεις! Εμείς είμαστε μέσα στη σάρκα της χώρας μου… κι αυτή μας κατοικεί! 2 Δεν ήμασταν πριν τον Ιούνη μικρά περιστέρια, έτσι, δεν διαλύθηκε η αγάπη μας μέσα στις αλυσίδες. Εμείς, αδερφή μου, εδώ και είκοσι χρόνια, εμείς δεν γράφουμε ποιήματα, εμείς πολεμάμε! 3 Εκείνη η σκιά που πέφτει στα μάτια σου έχει μέσα ένα δαιμόνιο ήρθε απ’ τον Ιούνη για να δέσει τον ήλιο στα μέτωπά μας είναι το χρώμα του μάρτυρα είναι η γεύση της προσευχής σκοτώνει ή ζωντανεύει και στις δύο περιπτώσεις! Αχ! 4 Η αρχή της νύχτας στα μάτια σου, ήταν στην καρδιά μου, μια σταγόνα απ’ το τέλος της μεγάλης νύχτας. Αυτό που μας ενώνει αυτή την ώρα σε αυτό το μέρος είναι ο δρόμος της επιστροφής από την εποχή του μαρασμού. 5 Η φωνή σου απόψε είναι μαχαίρι και πληγή και επίδεσμος και η νύστα που ήρθε από τη σιωπή των θυμάτων. Πού είναι οι δικοί μου; Βγήκαν από τη σκηνή της εξορίας, κι επέστρεψαν ακόμη μια φορά αιχμάλωτοι. 6 Οι λέξεις δεν σκουριάσαν, μα ο εραστής αιχμαλωτίστηκε, αγάπη μου, εσύ που με φόρτωσες μπαλκόνια που με βία γκρέμισε ο άνεμος κατώφλια σπιτιών και αμαρτίες. Δεν χώρεσε η καρδιά μου τίποτ’ άλλο, παρά μόνο τα μάτια σου κάποια μέρα μέσα στις μέρες. Τώρα της αρκεί η πατρίδα. 7 Μάθαμε τι κάνει τη φωνή του κορυδαλλού μαχαίρι που αστράφτει μπροστά στους εισβολείς. Μάθαμε τι κάνει τη σιωπή του τάφου γιορτή… και κήπους ζωής. 8 Όταν τραγουδούσες, είδα τα μπαλκόνια να εγκαταλείπουν τους τοίχους και την αυλή να εκτείνεται στη μέση του βουνού. Δεν ακούγαμε μουσική δεν βλέπαμε το χρώμα των λέξεων βρίσκονταν στο δωμάτιο εκατομμύρια ήρωες. 9 Στο αίμα μου υπάρχει ένα καλοκαίρι από το πρόσωπό του κι ένας παλμός δανεικός. Επέστρεψα ντροπιασμένος στο σπίτι κι έπεσε στην πληγή μου μάρτυρας. Ήταν το καταφύγιο της νύχτας των Χριστουγέννων. Ήταν η αναμονή. Κι εγώ συμμάζευα την ανάμνησή του. 10 Τα μάτια του είναι οι δροσοσταλίδες και η φωτιά. Σαν τον πλησιάζω, τραγουδάει, κι εξαϋλώνεται στην αγκαλιά του μια στιγμή σιωπής και μια προσευχή. Ονόμασέ τον όπως θέλεις, μάρτυρα, που εγκατέλειψε την καλύβα παλικάρι κι ήρθε, όταν ήρθε, θεός. 11 Αυτή η γη που απορροφά τη σάρκα των μαρτύρων υπόσχεται στο καλοκαίρι σιτάρι και αστέρια γι’ αυτό, λάτρεψέ τη! Εμείς στα σωθικά της είμαστε αλάτι και νερό στην αγκαλιά της πληγή… που πολεμάει. 12 Καταπίνω τα δάκρυά μου, αδερφή, και φλέγονται τα μάτια μου. Απελευθερώθηκα απ’ το παράπονο στην πόρτα του χαλίφη. Όλοι όσοι πέθαναν κι αυτοί που πρόκειται να πεθάνουν στο κατώφλι της αυγής με αγκάλιασαν, με έκαναν οβίδα. 13 Το σπίτι των αγαπημένων έχει εγκαταλειφθεί η Γιάφα έχει αλλάξει γλώσσα, παντελώς, αυτή που με ψάχνει δεν βρήκε σε μένα τίποτα, παρά το μέτωπο της Γιάφα. Άσε μου όλον αυτόν τον θάνατο, αδερφή μου, άσε μου αυτή την απώλεια, να την πλέξω αστέρι στη νάκμπα της. 14 Αχ, εσύ, πληγή μου υπερήφανη, η πατρίδα μου δεν είναι βαλίτσα κι εγώ δεν είμαι περαστικός αλλά ερωτευμένος, και η γη η ερωμένη μου. 15 Αν αφεθώ στην ανάμνηση, θα ξεφυτρώσει από το μέτωπό μου το βλαστάρι της μετάνοιας και θα αναπολήσω κάτι μακρινό. Αν αφεθώ στη λαχτάρα, θα υιοθετήσω τους μύθους των υποδουλωμένων. Μα εγώ προτιμώ να κάνω τη φωνή μου πέτρα και τον βράχο μελωδία. 16 Το μέτωπό μου δεν κουβαλά σκιά και τη σκιά μου δεν τη βλέπω. Εγώ φτύνω την πληγή όπου η νύχτα ανάβει μέτωπα! Κρύψε το δάκρυ για τη γιορτή γιατί δεν θα κλάψουμε, παρά μόνο από χαρά. Ας ονομάσουμε τον θάνατο στην πλατεία γάμο… και ζωή! 17 Ανατράφηκα με την πληγή και δεν είπα στη μάνα μου τι κάνει τη νύχτα να μοιάζει με σκηνή. Εγώ δεν έχασα την πηγή, τη διεύθυνση και τ’ όνομά μου γι’ αυτό είδα στα κουρέλια της μάνας μου εκατομμύρια αστέρια. 18 Το λάβαρό μου μαύρο το λιμάνι φέρετρο η πλάτη μου καμάρα. Εσύ, φθινόπωρο του αποδομημένου κόσμου εντός μας! Εσύ, άνοιξη του γκρεμισμένου κόσμου εντός μας! Το λουλούδι μου κόκκινο το λιμάνι ανοιχτό η καρδιά μου δέντρο! 19 Η γλώσσα μου είναι το κελάρυσμα του νερού στον ποταμό του κυκλώνα και οι καθρέφτες του ήλιου και του σιταριού σε πεδίο μάχης. Ίσως έσφαλα στην έκφραση μερικές φορές, ήμουν, ωστόσο, δεν ντρέπομαι να το πω, εξαιρετικός όταν αντικατέστησα την καρδιά μου με το λεξικό. 20 Ήταν αναπόφευκτοι οι εχθροί για να μάθουμε ότι ήμασταν δίδυμοι. Ήταν αναπόφευκτος ο άνεμος για να κατοικήσουμε τον κορμό της βελανιδιάς. Ακόμη κι αν ο Εσταυρωμένος δεν μεγάλωνε στον θρόνο του σταυρού, θα περίμενε ένα παιδί με χαμένη την πληγή… δειλό. 21 Έχω μια λέξη για σένα δεν την είπα ακόμη έτσι, η σκιά στο μπαλκόνι καταλαμβάνει το φεγγάρι και η χώρα μου είναι ένα έπος όπου ήμουν οργανοπαίχτης κι έγινα χορδή. 22 Ο αρχαιολόγος είναι απασχολημένος με την ανάλυση των λίθων ψάχνει τα μάτια του στα συντρίμμια των μύθων για να αποδείξει πως εγώ: είμαι περαστικός στο μονοπάτι, είμαι αόμματος, δεν είμαι ούτε ένα γράμμα στο βιβλίο του πολιτισμού. Έτσι εγώ φυτεύω το δέντρο μου. Σε δικό μου χρόνο. Και τραγουδώ για την αγάπη μου. 23 Το σύννεφο του καλοκαιριού που κουβαλά η πλάτη της ήττας κρέμασε τους απογόνους των ισχυρών στο σκοινί της φαντασίας. Κι εγώ, ο δολοφονημένος, ο γεννημένος στη νύχτα του εγκλήματος είμαι εδώ, προσκολλήθηκα περισσότερο στο χώμα. 24 Είναι καιρός ν’ αλλάξω τη λέξη σε πράξη. Είναι καιρός ν’ αποδείξω την αγάπη μου για τη γη και τον κορυδαλλό μιας που ο βούρδουλας καταβροχθίζει την κιθάρα αυτούς τους καιρούς κι εγώ κιτρινίζω στον καθρέφτη από τότε που αχνοφάνηκε πίσω μου το δέντρο.
Μεταφράζουν οι Ευτυχία Κατελανάκη και Ρόνι Μπου Σάμπα
Ξύπνησε με μιας. Άνοιξε το παράθυρο στο αχνό φως, τον καθαρό ουρανό, το αναζωογονητικό αεράκι. Ένιωσε το κορμί του, σπιθαμή προς σπιθαμή, και το ένιωσε γερό. Κοίταξε στο μαξιλάρι και είδε πως δεν είχαν πέσει καθόλου τα μαλλιά του στη διάρκεια της νύχτας. Κοίταξε στο σεντόνι και δεν βρήκε ούτε ίχνος από αίμα. Άνοιξε το ράδιο και δεν άκουσε ειδήσεις για νέους σκοτωμούς στο Ιράκ, στη Γάζα ή στο Αφγανιστάν. Σκέφτηκε ότι κοιμάται ακόμη. Έτριψε τα μάτια του μπροστά στον καθρέφτη και αναγνώρισε εύκολα το πρόσωπό του. Φώναξε: «είμαι ζωντανός». Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Έβαλε μια κουταλιά μέλι σε μια κούπα με γάλα χωρίς λιπαρά. Στο μπαλκόνι είδε ένα περαστικό καναρίνι κουρνιασμένο σε ένα δοχείο για λουλούδια που το είχε αφήσει χωρίς νερό. Είπε καλημέρα στο καναρίνι και σκόρπισε ψίχουλα από το ψωμί τριγύρω του. Το καναρίνι πέταξε και προσγειώθηκε στο κλαδί ενός θάμνου και άρχισε να τραγουδάει. Πάλι σκέφτηκε πως πρέπει να κοιμάται. Κοίταξε άλλη μια φορά τον καθρέφτη και είπε:«αυτός είμαι εγώ». Άκουσε το τελευταίο δελτίο ειδήσεων. Κανένα καινούργιο φονικό στον κόσμο. Ένιωσε πολύ χαρούμενος αυτό το αλλόκοτο πρωινό. Η χαρά του αυτή τον οδήγησε στο γραφείο του. Σχημάτισε μια φράση στο μυαλό του: «Είμαι ζωντανός παρόλο που δεν νιώθω κανένα πόνο». Ένιωσε γεμάτος από μια παθιασμένη επιθυμία να γράψει ποίηση, εξαιτίας αυτής της κρυστάλινης διαύγειας που είχε έρθει να τον βρει από κάποιο μακρινό τόπο. Από το μέρος εκείνο όπου βρισκόταν τώρα! Όταν κάθισε στο γραφείο του, βρήκε τη φράση «είμαι ζωντανός παρόλο που δεν νιώθω κανένα πόνο», γραμμένη σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Τότε πια σταμάτησε να αναρωτιέται αν κοιμάται. Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό.
Περίμενέ την ένα δειλινό την Άνοιξη, ανάμεσα σε μυρωδάτα ρόδα.
Περίμενέ την με υπομονή αλόγου για βουνά εκπαιδευμένου.
Περίμενέ την με τη διαλεχτή καλαισθησία ενός πρίγκιπα.
Περίμενέ την με εφτά προσκέφαλα από σύννεφο.
Περίμενέ την μ’ ευωδιές από καιόμενο λιβάνι γυναικείο.
Περίμενέ την μ’ αντρικό άρωμα σανταλόξυλου στο άλογο καβάλα.
Περίμενέ την και μην βιάζεσαι.
Αν φτάσει αργά, περίμενέ την.
Αν φτάσει πιο νωρίς, περίμενέ την.
Μην τα φοβίσεις τα πουλιά μες στα πλεγμένα της μαλλιά.
Περίμενέ την να καθίσει σ’ έναν κήπο στ’ αποκορύφωμα της άνθισής του.
Περίμενέ την μην πειράξει ο αέρας του την τόσο άμαθη καρδιά της.
Περίμενέ την, από σύννεφο σε σύννεφο, το ρούχο απ’ τα σκέλια της να στείλει.
Και περίμενέ την.
Οδήγησέ την στο μπαλκόνι για να δει πώς πνίγετ’ η σελήνη μες στο γάλα.
Περίμενέ την και πριν το κρασί, να της προσφέρεις το νερό.
Τις δύο πέρδικες π’ αποκοιμήθηκαν στο στήθος της, μην τις κοιτάξεις.
Περίμενε κι ευγενικά το χέρι πιάσ’ της, όταν στο μάρμαρο την κούπα ακουμπήσει.
Σαν να μαζεύεις τη δροσιά γι’ αυτήν, περίμενε.
Μίλα της σαν το φλάουτο σε μια χορδή βιολιού που ’χει τρομάξει,
Σαν να ’ξερες από πιο πριν τι μέλλεται το αύριο να φέρει.
Περίμενε, και γυάλισε τα δαχτυλίδια της, τη νύχτα, ένα-ένα.
Περίμενέ την μέχρι η Νύχτα να σου πει, με τον δικό της τρόπο:
Κανείς δεν είναι ζωντανός, πέρ’ από σας τους δύο.
Έτσι, ευγενικά στον θάνατο, που τόσο επιθυμείς, οδήγησέ την και περίμενε.
(1999)
Επίμετρο
Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish, 13 Μαρτίου 1941 - 8 Αυγούστου 2008): Παλαιστίνιος ποιητής που γεννήθηκε στο χωριό Αλ Μπάρουα της Γαλιλαίας.[1] Ήταν ο δεύτερος γιος μιας μουσουλμανικής σουνιτικής οικογένειας γαιοκτημόνων, η οποία κατέφυγε με τα οκτώ παιδιά της στον Λίβανο, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, το 1948. Έζησε, πάντα με την αίσθηση του εξόριστου, στο Νταρ Αλ Άσαντ, στο Καρ Γιασίρ, στη Χάιφα, στη Μόσχα, στο Κάιρο, στη Βηρυτό, στον Λίβανο, στο Παρίσι και στη Ραμάλα, όπου και τάφηκε.
Σε συνέντευξή του[2] σημειώνει: «Μπορώ να περιγράψω όλα όσα έγραψα ως ποίηση ενός εξόριστου. Γεννήθηκα εξόριστος. […] Υπάρχει εξορία στην κοινωνία, εξορία στην οικογένεια, εξορία στην αγάπη, εξορία μέσα σου. Όλη η ποίηση είναι έκφραση εξορίας ή ετερότητας».
Διακρίθηκε και βραβεύτηκε πολλές φορές. Το έργο του, ποίηση και πρόζα, είναι ευρύ. Σε αυτό συγκαταλέγονται τα εξής: Πουλιά χωρίς Φτερά (1960), Φύλλα Ελιάς (1964), Ένας Εραστής από την Παλαιστίνη (1966), Τα Πουλιά πεθαίνουν στη Γαλιλαία (1970), Ωδή στη Βηρυτό (1982), Λιγότερα Τριαντάφυλλα (1985-86), Το Κρεβάτι Μιας Ξένης (1998), απ’ όπου και το μεταφρασμένο ποίημα, Το Ίχνος της Πεταλούδας (2008), κ.ά.
____________________
1. Περισσότερα για τη βιογραφία και το έργο του σε: Νταρουίς Μαχμούντ (2010). Κατάσταση Πολιορκίας, Μτφρ. από τα Αραβικά - Επίμ: Αγγελική Σιγούρου, Εκδόσεις Μαΐστρος, σσ. 209-223.
2. Στο Διαδικτυακό Περιοδικό Medium, Τ. 42, 2012-13, σε: https://thepalestineproject.medium.com/exile-is-so-strong-within-me-i-may-bring-it-to-the-land-667edf393af6
(μετάφραση από τ’ αγγλικά - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)
Λέει, στην άκρη του γκρεμού που ξεψυχάει: “Δεν έχω πια άλλη χούφτα γη να χάσω”, λέει “Είμαι ελεύθερος: δυο ανάσες δρόμο απ’ την υπέρτατη ελευθερία”. Κρατώ στα χέρια μου το μέλλον μου. Να, τώρα δα, αρχίζω πάλι απ’ την αρχή, γεννιέμαι ελεύθερος, δίχως γονείς, και διαλέγω απ’ το γαλάζιο τ΄ουρανού τα γράμματα του ονόματος μου.
Σχόλιο στο τραγούδι Σου πήρανε το ξύλινο άλογό σου, σου πήρανε – ας είναι- τον ίσκιο του άστρου παιδί μου, λουλούδι του ηφαιστείου παλμέ του χεριού μου στα μάτια σου θωρώ τη γέννηση του αύριο κι ένα άλογο βουλιαγμένο στη σάρκα του πατέρα μου. Ξέρουμε καλά τους διαβόλους που κάνουν ένα παιδί προφήτη. Πες Θεέ μου δε σου ζητώ τα βολετά τα βάρη• Δυνατή πλάτη δωσ’ μου. Σου πήρανε μια πόρτα… για να σου δώσουνε ανέμους… Σου άνοιξαν μια πληγή… Για να σου δώσουν μιαν αυγή. Σου γκρέμισαν ένα σπίτι Για να χτίσεις πατρίδα. Καλά….καλά… Ξέρουμε καλά τους διαβόλους που κάνουν ένα παιδί προφήτη. Πες Θεέ μου δε ζητώ τα βολετά τα βάρη• Δυνατή πλάτη σου ζητώ.
Ταυτότητα
Γράψε. Είμαι Άραβας. Αριθμός ταυτότητος: 50.000 Τα παιδιά μου είναι οχτώ Το ένατο θα ΄ρθει μετά από το καλοκαίρι. Θυμώνεις;
………………. Γράψε. Είμαι Άραβας. Δουλεύω με τ΄ αδέλφια μου του μόχθου σ’ ένα νταμάρι τα παιδιά μου είναι οκτώ τραβάω από την πέτρα τα ρούχα, το ψωμιί και τα βιβλία τους, αλλά στην πόρτα σου δε ζητιανεύω Θυμώνεις;
……………… Γράψε. Είμαι Άραβας. Όνομα δίχως τίτλο υπομονετικός σ’ ένα τόπο που βράζει, οι ρίζες μου αγκυροβόλησαν πριν απ΄ τη γέννηση του χρόνου πριν απ΄των αιώνων το ξετύλιγμα πριν από τις ελιές κι από τα κυπαρίσσια και πριν φυτρώσει το χορτάρι. Ο πατέρας μου απ΄τη φαμίλια είναι τ’ αλετριού ο παππούς μου αγρότης δίχως αξίωμα, το σπίτι μου καλύβα από καλάμια. Όνομα είμαι δίχως τίτλο.
……………….. Γράψε. Είμαι Άραβας. Το χρώμα των μαλλιών μου είναι μαύρο το χρώμα των ματιών μου καστανό. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου: «κουφίε» πάνω στο κεφάλι μου, Σκληρή να ‘ναι σαν πέτρα η παλάμη μου που γρατζουνάει όποιον την αγγίζει, ό,τι αγαπάω για φαί είναι το θυμάρι και το λάδι. Η διεύθυνσή μου: χωριό απόμακρο και ξεχασμένο δίχως ονόματα οι δρόμοι του κι όλοι οι άντρες του στο νταμάρι και στο χωράφι. Θυμώνεις;
………………….. Γράψε. Είμαι Άραβας. Λήστεψες τ’ αμπέλια των προγόνων μου και τα χωράφια που τα δούλευα με όλα τα παιδιά μου. Δεν άφησες στους απογόνους μου παρά αυτές τις πέτρες. Μήπως θα τις πάρει η Κυβέρνησή σας όπως λένε; Λοιπόν, Γράψε στην αρχή της πρώτης σελίδας: εγώ δεν μισώ τους ανθρώπους κανέναν δεν κλέβω μα αν πεινάσω τρώω τη σάρκα του σφετεριστή μου. Φυλάξου. Από την πείνα μου φυλάξου κι απ’ την οργή μου.
Ταουφίκ Ζαγιάντ ((1932-1994)
Με τα δόντια
Με τα δόντια θα υπερασπιστώ την κάθε στιγμή από το χώμα της πατρίδας μου με τα δόντια μου. Γη άλλη πατρίδα μου δε δέχομαι ακόμα κι αν με κρέμαγαν από τις φλέβες, μένω εδώ όμηρος της αγάπης για τη μάντρα του σπιτιού μου, για την πάχνη και το στοργικό ζαμπάκι, μένω εδώ κι όλα τους τα σταυρώματα δε με συντρίβουν. Μένω εδώ και υπερασπίζομαι την κάθε σπιθαμή απ΄ το χώμα της πατρίδας μου με τα δόντια.
Ο σταυρωμένος
Με λουλούδια και με γλυκά Και μ’ όλη την αγάπη μας προσμένουμε Εγώ, η γη, το φεγγάρι, Η πηγή, η ελιά, τ’ αγριολούλουδα, Τα διψασμένα περιβόλια και τ’ αμπέλια και χίλια πράσινα τραγούδια που κάνουνε τις πέτρες και φυλλοφοούν. Με λουλούδια και με γλυκά και μ’ όλη την αγάπη μου προσμένω και καρτερώ του αγέρα την πνοή που έρχεται απ΄ την ανατολή μήπως και στα φτερά του φέρει μήνυμα μήπως και κάποια μέρα ο ποταμός φωνάξει: Σταυρωμένε, ανάσανε, οι δικοί απόντες διάβηκαν.
Σαχίμ Αλ Κάσεμ (1939-)
Και ύστερα
Γεννήθηκα σα ρόδι και στις έξι γωνιές της γης μεγάλωσα όταν θα γίνω δίδυμος με την υδρόγειο θα λάμψω απ΄ την αλήθεια και θα σκουπίσω, φίλη, από τα μάτια σου το δάκρυ κι ύστερα δεν πειράζει και σκοτωμένος αν βρεθώ στου κήπου τα παγκάκια
Περιμένοντας το πουλί της βροντής
Και είναι να ΄ρθει με τον ήλιο πρόσωπο παραμορφωμένο από τη σκόνη της παιδείας και είναι να ΄ρθει ύστερ’ απ΄ την αυτοκτονία της αναβροχιάς μες τη φωνή μου αυτό που τα θαύματά του είν’ ατελείωτα που τ’ άσματα πουλί το λένε της βροντής Θα ‘ρθει γιατί το φτάσαμε το φτάσαμε το αποκορύφωμα του θανάτου
(Τα ποιήματα προέρχονται από το βιβλίο “Ποίηση του λαού της Παλαιστίνης”, εκδ. έλευσις, Ομάδα Νεανικής Πολυέκφρασης Αρκαδίας”, τηλ. 2710238493)
κι η γενναιοδωρία των πουλιών και μια ελιά αθάνατη.
Περπάτησα σ’ αυτή τη γη
προτού οργώσουν τα σπαθιά το ζωντανό κορμί της
και το στρώσουν βορά σε τραπέζι.
Εκεί είναι οι ρίζες μου.
Τον ουρανό δίνω στη μάνα του,
όταν για κείνη κλαίει.
Και κλαίω, τα δάκρυά μου
να τα πάρει ένα σύννεφο που εκεί γυρνά.
Όλες τις λέξεις για το δικαστήριο του αίματος τις έμαθα,
για να παραβιάσω τους κανόνες.
Τις έμαθα και τις διέλυσα
για να συνθέσω μία και μοναδική: Πατρίδα.
Πηγή: Μαχμούντ Νταρουίς, από την ποιητική συλλογή: Να σκέφτεσαι τους άλλους: 12 ποιήματα του Παλαιστίνιου ποιητή, απόδοση στα ελληνικά Τζένη Καραβίτη, Εκδόσεις Νήσος και Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, 2009.
Η Γη μας κατακλύει μας σπρώχνει μέσα από το τελευταίο πέρασμα και εμείς σχίζουμε τα μέλη του σώματος μας για να περάσουμε. Η Γη μας συμπιέζει. Μακάρι να ήμασταν το σιτάρι της έτσι θα μπορούσαμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε πάλι. Μακάρι η Γη να ήταν η μάνα μας ώστε να ήταν εύσπλαχνη μαζί μας. Μακάρι να ήμασταν εικόνες στα βράχια για τα όνειρα μας να φέρουν ως καθρέπτες. Είδαμε τα πρόσωπα εκείνων που θα ρίξουν τα παιδιά μας από το παράθυρο αυτού του τελευταίου χώρου. Το αστέρι μας θα κρεμάσει καθρέπτες. Που πρέπει να πάμε μετά τα τελευταία σύνορα; Πού πρέπει τα πουλιά να πετάξουν μετά τον τελευταίο ουρανό; Που πρέπει τα φυτά να κοιμηθούν μετά την τελευταία πνοή από αέρα; Θα γράψουμε τα ονόματά μας από κόκκινο ατμό. Θα κόψουμε το χέρι του τραγουδιού για να τελειώσει με τη σάρκα μας. Θα πεθάνουμε εδώ, εδώ, στο τελευταίο πέρασμα. Εδώ, και εδώ το αίμα μας θα φυτέψει το ελαιόδεντρό του.
ΤΡΙΤΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου ήταν χώμα ... Ήμουνα φίλος με τους μίσχους του σιταριού. Τις μέρες, όταν τα λόγια μου ήταν οργή Ήμουνα φίλος με τις αλυσίδες. Τις μέρες, όταν τα λόγια μου ήταν πέτρες Ήμουνα φίλος με τα ρέματα. Τις μέρες, όταν τα λόγια μου ήταν εξέγερση Ήμουνα φίλος με τους σεισμούς. Τις μέρες, όταν τα λόγια μουήταν πικρά μήλα Ήμουνα φίλος με την αισιοδοξία. Αλλά όταν τα λόγια μου έγιναν μέλι ... οι μύγες κάλυψαν τα χείλη μου! ...
Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΣΑΝ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις πάρτε τ' ονόματά σας, και φύγετε απελευθερώστε το χρόνο μας από τις ώρες σας, κλέψτε ό,τι μπορείτε από το γαλάζιο της θάλασσας και της άμμου τις μνήμες πάρτε όποιες εικόνες θέλετε, για να καταλάβετε, αυτό που ποτέ σας δεν μπορείτε: Πως μια πέτρα από το χώμα μας κτίζει τη στέγη του ουρανού μας. Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις από σας το ξίφος - από μας το αίμα από σας χάλυβας και πυρκαγιά - από μας η σάρκα μας από σας ακόμα ένα τανκ - από μας πέτρες από σας δακρυγόνα - από μας βροχή επάνω από μας, όπως επάνω από σας, είναι ουρανός και αέρας έτσι πάρτε το μερίδιο σας από το αίμα μας - και χαθείτε ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ σε μια χοροεσπερίδα - και χαθείτε. Όσο για μας, πρέπει να ποτίσουμε τα λουλούδια των μαρτύρων μας όσο για μας, πρέπει να ζήσουμε όπως μας αρέσει. Μην μπαίνετε ανάμεσά μας σαν ιπτάμενα έντομα γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας: Έχουμε να σπέρνουμε σιτάρι, που ποτίζουμε με τον ιδρώτα των κορμιών μας έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ: πέτρες και πέρδικες έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί: έχουμε το μέλλον κ' έχουμε πράγματα να κάνουμε στη γη μας. Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις κάνετε τις παραισθήσεις σας σωρό, σ' ένα εγκαταλειμμένο λάκκο, και χαθείτε. Γιατί έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ, γι' αυτό χαθείτε κ' έχουμε αυτό που εσείς στερείστε: μια αιμορραγούσα πατρίδα, ενός λαού που αιμορραγεί, μια πατρίδα που της αξίζει η αιωνιότητα και η μνήμη. Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή ζήσετε οπουδήποτε σας αρέσει, αλλά μην ζείτε ανάμεσά μας. Πεθάνετε οπουδήποτε σας αρέσει, αλλά μην πεθάνετε ανάμεσά μας είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή, γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας έχουμε το παρελθόν εδώ, έχουμε την πρώτη κραυγή της ζωής έχουμε το παρόν, και το μέλλον, έχουμε τον τωρινό κόσμο, και τον επόμενο γι' αυτό αφήστε τη χώρα μας τη γη μας, τη θάλασσά μας το σιτάρι μας, το αλάτι μας, τις πληγές μας τα πάντα, και αφεθείτε από της θύμησης τις μνήμες. Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις!
ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Δεν μ' αναγνώρισαν στις σκιές που απορροφούν το χρώμα μου σε αυτό το διαβατήριο και η πληγή μου ήταν για αυτούς μια έκθεση για επίδειξη για κάποιο τουρίστα που αγαπά να συλλέγει φωτογραφίες. Δεν μ' αναγνώρισαν. Ω... μην αφήνετε, τη παλάμη του χεριού μου χωρίς τον ήλιο επειδή τα δέντρα μ' αναγνωρίζουν όλα τα τραγούδια της βροχής μ' αναγνωρίζουν μην μ' αφήσετε χλωμό σαν το φεγγάρι.
Όλα τα πουλιά που ακολούθησαν τη παλάμη μου στη πόρτα του μακρινού αεροδρομίου όλα τα χωράφια με το σιτάρι όλες οι φυλακές όλες οι άσπρες ταφόπετρες όλα τα οδοντωτά συρματοπλέγματα όλα τα κυματιστά μανδήλια όλα τα μάτια ήταν με μένα, αλλά τ' αφαίρεσαν από το διαβατήριό μου.
Ξεγυμνωμένος από τ' όνομά μου και τη ταυτότητα μου Σ' ένα χώμα που έθρεψα με τα χέρια μου! Σήμερα ο Ιώβ αναφώναξε σ' όλα τα πλάτη της γης γεμίζοντας τον ουρανό: Μην με κάνετε παράδειγμα για τους άλλους ξανά! Ω, κύριοι, προφήτες, μην ρωτάτε τα δέντρα για το όνομά τους μην ρωτάτε τις κοιλάδες πια είναι η μάνα τους από το μέτωπο μ' αναπηδά το ξίφος της φωτιάς και από το χέρι μ' αναπηδά το νερό του ποταμού όλες οι καρδιές των ανθρώπων είναι η ταυτότητα μου πάρτε μου λοιπόν το διαβατήριό μου!
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
Έτσι πρέπειν' αρνηθώ το θάνατο και να κάψω τα δάκρυα των τραγουδιών που αιμορραγούν και να γδύσω τις ελιές απ' όλα τα νεκρά κλαδιά τους εάν τραγουδούσα για την ευτυχία κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών είναι επειδή η θύελλα μου υποσχέθηκε κρασί και καινούργιες προπόσεις και ουράνια τόξα επειδή η θύελλα σκούπισε μακριά τις φωνές των αδρανών σπουργιτιών, και σκούπισε μακριά τα νεκρά κλαδιά από τους κορμούς των όρθιων δέντρων έτσι πρέπεινα είμαι υπερήφανος για σένα ω πληγωμένη πόλη είσαι αστραπή στη λυπημένη μας νύχτα όταν οι δρόμοι με συνοφρύζουνμε προστατεύεις από τις σκιές τους και τα βλέμματα της έχθρας θα συνεχίσω να τραγουδώ για την ευτυχία κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών γιατί από το καιρό που η θύελλα άρχισε να οργίζεται στη χώρα μου μου έχει υποσχεθεί κρασί και ουράνια τόξα
ΠΑΤΕΡΑ! ΕΙΜΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ
Αχ πατέρα! Οι αδελφοί μου, δεν μ' αγαπούν ούτε θέλουν εμένα ανάμεσά τους. Αχ πατέρα, με προσβάλουν με λιθοβολούν και με ύβρις με λούζουν. Οι αδελφοί μου επιθυμούν τον θάνατό μου και μετά να μου δώσουν τα ψευδή τους εγκώμια κλείνουν την πόρτα σου, μπροστά μου και από το περιβόλι σου με απελαύνουν δηλητηρίασαν τους αμπελώνες μου, Αχ πατέρα! Όταν το αεράκι που διερχόταν αστειεύτηκε με τα μαλλιά μου, όλοι ζήλεψαν αγανάκτησαν μ’ εσένα και εμένα. Τι έχω κάνει σε αυτούς, πατέρα, και τι ζημιά τους έχω προκαλέσει; Πεταλούδες ξαπόσταζαν στον ώμο μου, το σιτάρι μού υποκλινόταν και πουλιά πετούσαν πάνω από τα χέρια μου. Τι έκανα τότε λάθος πατέρα, και γιατί εγώ; Εσύ είσαι εκείνος που με ονόμασε Ιωσήφ! Μ' έσπρωξαν να πέσω μέσα στο πηγάδι και στη συνέχεια κατηγόρησαν τον λύκο. Αχ, πατέρα! Ο λύκος είναι πιο έσπλαχνος απ’ ό,τι οι αδελφοί μου. Έβλαψα κανένα όταν τους είπα για το όνειρό μου; Για έντεκα πλανήτες, είδα στο όνειρό μου, και τον ήλιο και τη σελήνη όλοι γονατιστοί μπροστά μου.
MANA
Νοσταλγώ το ψωμί της μάνας μου τον καφέ της μάνας μου το άγγιγμά της οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα πρέπει να αγαπώ τη ζωή μου στην ώρα του θανάτου μου πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου. Και εάν επιστρέψω μια μέρα πάρε με ως πέπλο στα βλέφαρά σου σκέπασε τα κόκαλά μου με τη χλόη που ευλογήθηκε από τα βήματά σου δέσε μας μαζί με μια μπούκλα από τα μαλλιά σου με μια κλωστή που κρεμάτε από το πίσω μέρος του φορέματός σου μπορεί να γίνω αθάνατος να γίνω Θεός εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου. Ας επιστρέψω και κάνε με ξύλα για τη φωτιά σου σχοινί για να απλώνεις τα ρούχα στη στέγη του σπιτιού σου χωρίς την ευλογία σου είμαι πολύ αδύνατος να σταθώ. Γέρασα δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών της παιδικής μου ηλικίας έτσι ώστε εγώ μαζί με τα χελιδόνια να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το μονοπάτι πίσω στη φωλιά σου που περιμένει.
Σήμερα κρέμεται στο ξύλο…εκείνη που μας κρέμασε στο νόστο. Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ. Κι εκείνη δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.
Κι όταν τα δάκρυα σμίξουν με του ρολογιού τους δείκτες, θα γίνει χρόνος η Ιερουσαλήμ, τόπος θα γίνουνε τα μάτια. Έξω από μας, οι πόλεις, τα δάκρυα, το βράδυ που δεν έχει τελειωμό. Και μέσα μας, ριζωμένο ένα πολυβόλο, να στοχεύει τα αεροπλάνα και των προφητών το νόστο. Όλα τα ονόματα που δώσαμε στην Ιερουσαλήμ, όλα αταίριαστα. Κι αταίριαστα, όλα τα μέσα που διαλέξαμε να την τιμήσουμε: Ο πίνακας, το ποίημα, το Συμβούλιο Ασφαλείας, η προδοσία και ο θανάτος. Κι ούτε έναν Ιερεμία δεν βγάλαμε, να περπατήσει μες στους δρόμους μας και μες στα μάτια μας…να μας καταραστεί, να μας θρηνήσει.
Αν δεν μας πιάσει η κατάρα, δεν θα σωφρονιστούμε. Κι αν στα αυτιά μας δεν φτάσει ο θρήνος, καμιά ομορφιά δεν θα γευτούμε. Πάψε…πάψε τα δάκρυα του σήμερα, που μοιάζουν με τα δάκρυα του χθες. Κι ας ψάξουμε άλλο χρώμα για τα δάκρυα του αύριο. Γιατί για μας, η Ιερουσαλήμ δεν έχει τείχος. Είναι η πρωτεύουσα του αλλοτινού αντίσκηνου, των βασιλιάδων του χρήματος των αλλοτινών και των αλλοτινών μαρτύρων. Πάψε λοιπόν…πάψε τα δάκρυα του χθες, ώσπου να γίνει η Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του χρώματος του κόκκινου, που βάφτηκε από τα νερά του Ιορδάνη.
Μπήκα κρυμμένος θαρραλέα και φοβισμένος απ’ το θάρρος μου
Μία φορά συνέβη στη ζωή μου, να δω την ιστορία αρματωμένη μ’ όλα αυτά τα όπλα και τα κλαδιά των άγριων ελιόδεντρων. Μα δεν συνέβηκε ποτέ, να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος σε βράχο, ούτε κι ο βράχος σε στρατιώτη.
Κι όμως, συνέβη στην Ιερουσαλήμ. Κι ήμουν εγώ ο βράχος κι ο άνθρωπος και ο στρατιώτης. Ήρθε η ώρα…κι από τούτη τη στιγμή, ο παράδεισος θα είναι πλέον πιο κοντά. Θα ανταλλάξω την Ιερουσαλήμ με τον παράδεισο. Γιατί δεν είναι σαν εκείνον όμορφη, δεν είναι σαν εκείνον ταπεινή. Και γιατί εκεί, η υπόσχεση δεν γνωρίζει προδοσία.
Ποιος μου έμαθε ετούτη τη σιωπή; Ποιος δίδαξε στην Ιερουσαλήμ αυτή την ομορφιά; Ποιος μου έδωσε να πιω τις δονήσεις από τούτο τον σεισμού; Ποιος δίδαξε στην Ιερουσαλήμ τη συντροφιά αυτής της νύχτας της ατέλειωτης; Ποιος μου έμαθε όλο αυτό το θάρρος; Ποιος έμαθε στην Ιερουσαλήμ όλη αυτή την ειρωνεία; Όχι. Δεν είναι σκιά δέντρου η πατρίδα. Δεν είναι λεπίδα στου ξίφους το θηκάρι. Όχι. Δεν είναι οικογενειακός δεσμός, ούτε αίματος δεσμός δεν είναι. Δεν είναι θρησκεία η πατρίδα, ούτε και Θεός. Είναι ετούτη η αποδημία…τούτη η αποδημία…τούτη η αποδημία που σε ρημάζει στην Ιερουσαλήμ. Και από δω και πέρα, ο παράδεισος θα είναι πιο κοντά.
Δεν υπάρχει συνάντηση, ούτε κι αντίο.
Εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στη συνάντηση και τον αποχαιρετισμό, ανάμεσα στη σάρκα και τα κόκαλα, τότε σε υποδέχεται η Ιερουσαλήμ. Κι ορμάς πάνω στους εφημεριδοπώλες, στα ερείπια των μνημείων, στους πωλητές των φαλάφελ, των λαχανικών και των εισαγόμενων κονσερβών. Πράγματι, έμαθαν μέσα σε μια νύχτα των εισβολέων τη γλώσσα. Ορμάς επάνω τους, την ώρα που εκστασιασμένοι αυτοκτονούν. Παίρνεις τα πράγματά τους και φωνάζεις, φωνάζεις με δυνατή σιωπή: «Ποιος θ’ αγοράσει την ιστορία μου, την παλιά και την καινούργια, και τις κηλιδωμένες της σελίδες, για μια μοναδική στιγμή θριάμβου;» Μετά, χαμογελάς στους εισβολείς.
Σκύβεις κι η πλάτη σου, μοιάζει με τόξο αραβικό, απ’ τον καιρό που οι άραβες ήταν ιππότες, τότε που δεν γνωρίζανε το πετρέλαιο και το ραδιόφωνο. Και ετοιμάζεσαι για πράξεις σκοτεινές. Εν αρχή η πράξη ή ο λόγος; Διστάζεις.
Ας ήτανε η πλάτη σου από μέταλλο, για να μην σπάει. Κι ας ήταν η σιωπή σου από μέταλλο για να ‘βγαζε φωνή ή κουδούνισμα.
Έπειτα, το όνειρο θα σε πάρει στις εισόδους της πόλης: Ποιός θ’ αγοράσει την ιστορία σου για μια στιγμή θριάμβου, σαν στολίδι…σαν στολίδι. Κι εσύ Χαλίφη, καταριέσαι να είναι αλήθεια το τζιχάντ**. Κι ο θάνατος αλήθεια.
Μια μέρα, η Ιερουσαλήμ δεν ήταν πλέον δική μου. Εγώ πουλώ εφημερίδες σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλες τις γλώσσες…Και τώρα οι σύντροφοι της Ιερουσαλήμ με πουλάνε, υποδέχονται τους νικητές και μιλάνε για πολιτισμό και για εθνολογία. Μια μέρα, η Ιερουσαλήμ δεν ήταν πλέον δική μου. Μου δώσανε άλλες εφημερίδες κι άλλες ειδήσεις. Γιατί εγώ δεν ξέρω ανάγνωση.
[Έτσι είπε ένας εφημεριδοπώλης]
Τα παράθυρά της ανοίγουνε στο τίποτα
Ανοχύρωτη, και μπαίνουν μέσα της τις μέρες του πολέμου, χωμάτινοι σωροί αμέτρητοι. Τις μέρες του πολέμου δεν μετριούνται παρά μόνο οι πεθαμένοι. Μπαίνουνε μέσα της οι χωμάτινοι σωροί κι ο ήλιος και τα τουφέκια των εισβολέων που έγραψαν πάνω τους: «Ω χρυσαφένια Ιερουσαλήμ».
Μπροστά στα μάτια μου, ένα όνειρο μικρό: Με είδα να βγαίνω από ένα κελί καραμελένιο, που μου έκρυβε τον πόλεμο. Με είδε μήπως κανείς στην Ιερουσαλήμ για να του απολογηθώ; Δεν θα επιστρέψω εκεί, γιατί από τα παράθυρά της, τίποτα που να με αφορά δεν φαίνεται.
Μια νεαρή στρατιωτίνα με σταμάτησε, ρωτούσε για το όπλο και την προσευχή μου. Απολογούμενος, της είπα: «Εγώ δεν πολεμώ, ούτε προσεύχομαι.» Και μου ‘πε η νεαρή η στρατιωτίνα: «Γιατί ήρθες λοιπόν στην Ιερουσαλήμ;» Είπα: «Για να περάσω ανάμεσα στο όπλο και την προσευχή. Στο δεξί μου χέρι έχω το σημάδι του πολέμου και στο αριστερό, εκείνο του Θεού. Όμως εγώ δεν πολεμώ, ούτε προσεύχομαι.» Και ρώτησε: «Τι είσαι;» Απάντησα: «Ένα λαχείο ανάμεσα στο όπλο και την προσευχή» Κι είπε: «Και τι θα κάνεις…τι θα κάνεις αν κερδίσεις;» «Θα αγοράσω χρώμα για τα μάτια της αγαπημένης μου»
Σκέφτηκε «είναι ποιητής» και μ’ άφησε να φύγω. Ενώ εγώ αναρωτιόμουν: «Γιατί λοιπόν ήρθα στην Ιερουαλήμ;»
[Ο ομιλητής, Μαχμούντ Νταρουίς]
Θησαυρός από βράχο, ήττα και δέντρα σπάνια
Αν είχα τώρα εδώ την πόλη μου, θα παρατούσα τα λόγια και θα ‘πινα παγωμένο νερό από το ποταμάκι πάνω στον λόφο. Αν είχα τώρα εδώ την πόλη μου, θα απολογούμουν σε κάθε μου συνάντηση, ως εκείνη του θανάτου μου, που όρισα και συχνά, έφτανα εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα απ’ την καθορισμένη ώρα.
Κουτί από βράχο, ήλιο πολύ και ήττα εξ’ αποκαλύψεως
Εν αρχή, ούτε η πράξη, ούτε ο λόγος. Εν αρχή…η ήττα. Αν είχα τώρα την πόλη μου εδώ, μέσα στην ταξιδιωτική βαλίτσα μου… Αυτός που με είδε, διαφώνησε μαζί μου και με σκότωσε, γιατί είναι η πόλη μου όμορφη και μοιάζει με αγαπημένη αγέννητη ακόμα. Και το βράδυ, πάντοτε αργό, στο χρώμα του πορτοκαλιού.
Πίνακας από τον βράχο, κρέμεται πάνω στους εφτά της λόφους. Τρεις χιλιάδες χρόνια. Και πενήντα προφήτες. Και τέσσερις χιλιάδες στιλέτα. Και πέντε αποφάσεις από τα Ηνωμένα Έθνη. Και χίλιοι σκοτωμένοι, ή παραπάνω.
Το χέρι μου απλώνεται σ’ αυτόν μα δεν τον φτάνει
Έφτασα. Μια μέρα, πριν από το χέρι μου, τρεκλίζοντας πάνω σ’ έναν απ’ τους αριθμούς. Δεν έπιασα τίποτα, γιατί έφτασα πριν από το χέρι μου. Και η καρδιά μου, δεν βγαίνει από το στήθος μου.
Οι αριθμοί, χείμαρροι αίματος, ματιών, ιστοριών, παπουτσιών, θρήνων, θρόνων, καρφιών, ποιημάτων…Χείμαρροι οι αριθμοί, που με σκοτώνουν, για ν’ αυξηθούν οι σκοτωμοί, οι εραστές και τα ονόματα της Ιερουσαλήμ. Και το βράδυ, πάντοτε αργό, στο χρώμα του πορτοκαλιού. Κυρίες και κύριοι, σας έλεγα ψέματα. Δεν είναι η Ιερουσαλήμ τούτη η πόλη. Ετούτη η πόλη, δεν είναι η Ιερουσαλήμ.
[Έτσι είπε ένα συναισθηματικό κορίτσι που δούλευε σ’ ένα τουριστικό γραφείο]
*Σούρα: κεφάλαιο από το Κοράνι **Τζιχάντ: ο ιερός πόλεμος του Ισλάμ
Τοιχογραφία
– Όπως περπάτησε ο Χριστός πάνω στη λίμνη έτσι περπάτησα κι εγώ μέσα στο όραμά μου. Μα εγώ κατέβηκα από το σταυρό γιατί τα ύψη τα φοβάμαι κι ούτε προαναγγέλλω ανάσταση Δεν άλλαξα άλλο απ’ το ρυθμό μου για να ακούσω την καρδιά μου καθαρά Στους επικούς οι αετοί, σε μένα, το περιδέραιο του περιστεριού κι άστρο παρατημένο πάνω στις στέγες και δρόμος που στο λιμάνι οδηγεί Τούτη η θάλασσα είναι δική μου Τούτος ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι Τούτο το πεζοδρόμιο κι ό,τι έχει πάνω του από τα βήματά μου και το σπέρμα μου… δικό μου είναι Κι η στάση η παλιά του λεωφορείου δική μου είναι Το φάντασμά μου κι ο αφέντης του επίσης Τα χάλκινα σκεύη και ο στίχος του Θρόνου, το κλειδί η πόρτα, οι φρουροί και τα κουδούνια το πέταλο της φοράδας που πάνω απ’ τα τείχη πέταξε… Κι ό,τι ήτανε δικό μου, μου ανήκει. Μια σελίδα ξεριζωμένη απ’ το Ευαγγέλιο, δική μου Και το αλάτι που άφησαν πίσω τους τα δάκρυα πάνω στον τοίχο του σπιτιού μου Και τ’ όνομά μου, πέντε οριζόντια γράμματα, κι αν λάθος το προφέρω, μου ανήκει, Μιμ, ο μαγεμένος, ο ορφανός, ο πληρωτής του παρελθόντος Χα, χώμα και χλόη, η αγαπημένη, δυο χαλασιές στη σκέψη και στην ψυχή δυο χαλασμοί Μιμ, ο πολυκύμαντος, ο προετοιμασμένος, ο έτοιμος για το θάνατό του τον υποσχόμενο, εξόριστος, άρρωστος από λαχτάρα Ουάου, τ’ αντίο, το ρόδο ανάμεσα, η αφοσίωση στη γέννα οπουδήποτε, και των γονιών η υπόσχεση Νταλ, ο οδηγός, το μονοπάτι, το δάκρυ ενός σπιτιού ερειπωμένου , ένας σπουργίτης που με χαϊδολογεί και με ματώνει Κι αυτό το όνομα, μου ανήκει Κι ανήκει και στους φίλους μου όπου κι αν βρίσκονται Όπως μου ανήκει και το προσωρινό μου σώμα Παρόν ή απόν Δυο μέτρα απ’ αυτό το χώμα θ’ αρκούν στο εξής Ένα μέτρο κι εβδομήντα πέντε εκατοστά για μένα Και το υπόλοιπο για τα λουλούδια με τ’ άναρχα χρώματα που λίγο λίγο θα με πίνουν και θα μου ανήκει ό,τι ήτανε και πριν δικό μου: Το χθες μου, κι ό,τι θα γίνει δικό μου, Το μακρινό μου αύριο κι η επιστροφή της άστεγης ψυχής μου Σαν τίποτα να μην υπήρξε Σαν τίποτα να μην υπήρξε Μια γρατζουνιά στο χέρι του μάταιου παρόντος Κι η ιστορία σαρκάζει τα θύματα …και τους ήρωές της …ρίχνει ένα βλέμμα και τους προσπερνάει Τούτη η θάλασσα μου ανήκει Κι ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι Και τ’ όνομά μου Κι αν λάθος πρόφερα το όνομά μου, στο φέρετρο γραμμένο επάνω, δικό μου είναι Μα εγώ, -ξέχειλος από κάθε λόγο για να φύγω- Δεν ανήκω σε μένα Δεν μου ανήκω Δεν μου ανήκω
Μετάφραση από τα αραβικά: Αγγελική Σιγούρου
Αναδημοσίευση από: https://teflon.wordpress.com/2013/05/01/%D9%85%D8%AD%D9%85%D9%88%D8%AF-%D8%AF%D8%B1%D9%88%D9%8A%D8%B4-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84-%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AF%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9/ Τοιχογραφία- Μαχμούντ Νταρουίς & Le Trio Joubran