Ταξίμι πάνω σε σούρα* της Ιερουσαλήμ
Σήμερα κρέμεται στο ξύλο…εκείνη που μας κρέμασε στο νόστο.
Σήμερα κλαίτε πάνω στην Ιερουσαλήμ.
Κι εκείνη δεν κλαίει πάνω σε κανέναν.
Κι όταν τα δάκρυα σμίξουν με του ρολογιού τους δείκτες, θα γίνει χρόνος η Ιερουσαλήμ, τόπος θα γίνουνε τα μάτια. Έξω από μας, οι πόλεις, τα δάκρυα, το βράδυ που δεν έχει τελειωμό. Και μέσα μας, ριζωμένο ένα πολυβόλο, να στοχεύει τα αεροπλάνα και των προφητών το νόστο.
Όλα τα ονόματα που δώσαμε στην Ιερουσαλήμ, όλα αταίριαστα.
Κι αταίριαστα, όλα τα μέσα που διαλέξαμε να την τιμήσουμε:
Ο πίνακας, το ποίημα, το Συμβούλιο Ασφαλείας, η προδοσία και ο θανάτος.
Κι ούτε έναν Ιερεμία δεν βγάλαμε, να περπατήσει μες στους δρόμους μας και μες στα μάτια μας…να μας καταραστεί, να μας θρηνήσει.
Αν δεν μας πιάσει η κατάρα, δεν θα σωφρονιστούμε.
Κι αν στα αυτιά μας δεν φτάσει ο θρήνος, καμιά ομορφιά δεν θα γευτούμε.
Πάψε…πάψε τα δάκρυα του σήμερα, που μοιάζουν με τα δάκρυα του χθες.
Κι ας ψάξουμε άλλο χρώμα για τα δάκρυα του αύριο.
Γιατί για μας, η Ιερουσαλήμ δεν έχει τείχος. Είναι η πρωτεύουσα του αλλοτινού αντίσκηνου, των βασιλιάδων του χρήματος των αλλοτινών και των αλλοτινών μαρτύρων. Πάψε λοιπόν…πάψε τα δάκρυα του χθες, ώσπου να γίνει η Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του χρώματος του κόκκινου, που βάφτηκε από τα νερά του Ιορδάνη.
Μπήκα κρυμμένος θαρραλέα και φοβισμένος απ’ το θάρρος μου
Μία φορά συνέβη στη ζωή μου, να δω την ιστορία αρματωμένη μ’ όλα αυτά τα όπλα και τα κλαδιά των άγριων ελιόδεντρων. Μα δεν συνέβηκε ποτέ, να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος σε βράχο, ούτε κι ο βράχος σε στρατιώτη.
Κι όμως, συνέβη στην Ιερουσαλήμ.
Κι ήμουν εγώ ο βράχος κι ο άνθρωπος και ο στρατιώτης.
Ήρθε η ώρα…κι από τούτη τη στιγμή, ο παράδεισος θα είναι πλέον πιο κοντά. Θα ανταλλάξω την Ιερουσαλήμ με τον παράδεισο. Γιατί δεν είναι σαν εκείνον όμορφη, δεν είναι σαν εκείνον ταπεινή.
Και γιατί εκεί, η υπόσχεση δεν γνωρίζει προδοσία.
Ποιος μου έμαθε ετούτη τη σιωπή;
Ποιος δίδαξε στην Ιερουσαλήμ αυτή την ομορφιά;
Ποιος μου έδωσε να πιω τις δονήσεις από τούτο τον σεισμού;
Ποιος δίδαξε στην Ιερουσαλήμ τη συντροφιά αυτής της νύχτας της ατέλειωτης;
Ποιος μου έμαθε όλο αυτό το θάρρος;
Ποιος έμαθε στην Ιερουσαλήμ όλη αυτή την ειρωνεία;
Όχι. Δεν είναι σκιά δέντρου η πατρίδα. Δεν είναι λεπίδα στου ξίφους το θηκάρι. Όχι. Δεν είναι οικογενειακός δεσμός, ούτε αίματος δεσμός δεν είναι. Δεν είναι θρησκεία η πατρίδα, ούτε και Θεός.
Είναι ετούτη η αποδημία…τούτη η αποδημία…τούτη η αποδημία που σε ρημάζει στην Ιερουσαλήμ.
Και από δω και πέρα, ο παράδεισος θα είναι πιο κοντά.
Δεν υπάρχει συνάντηση, ούτε κι αντίο.
Εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στη συνάντηση και τον αποχαιρετισμό, ανάμεσα στη σάρκα και τα κόκαλα, τότε σε υποδέχεται η Ιερουσαλήμ.
Κι ορμάς πάνω στους εφημεριδοπώλες, στα ερείπια των μνημείων, στους πωλητές των φαλάφελ, των λαχανικών και των εισαγόμενων κονσερβών.
Πράγματι, έμαθαν μέσα σε μια νύχτα των εισβολέων τη γλώσσα.
Ορμάς επάνω τους, την ώρα που εκστασιασμένοι αυτοκτονούν. Παίρνεις τα πράγματά τους και φωνάζεις, φωνάζεις με δυνατή σιωπή:
«Ποιος θ’ αγοράσει την ιστορία μου, την παλιά και την καινούργια, και τις κηλιδωμένες της σελίδες, για μια μοναδική στιγμή θριάμβου;»
Μετά, χαμογελάς στους εισβολείς.
Σκύβεις κι η πλάτη σου, μοιάζει με τόξο αραβικό, απ’ τον καιρό που οι άραβες ήταν ιππότες, τότε που δεν γνωρίζανε το πετρέλαιο και το ραδιόφωνο. Και ετοιμάζεσαι για πράξεις σκοτεινές.
Εν αρχή η πράξη ή ο λόγος; Διστάζεις.
Ας ήτανε η πλάτη σου από μέταλλο, για να μην σπάει.
Κι ας ήταν η σιωπή σου από μέταλλο για να ‘βγαζε φωνή ή κουδούνισμα.
Έπειτα, το όνειρο θα σε πάρει στις εισόδους της πόλης: Ποιός θ’ αγοράσει την ιστορία σου για μια στιγμή θριάμβου, σαν στολίδι…σαν στολίδι. Κι εσύ Χαλίφη, καταριέσαι να είναι αλήθεια το τζιχάντ**. Κι ο θάνατος αλήθεια.
Μια μέρα, η Ιερουσαλήμ δεν ήταν πλέον δική μου. Εγώ πουλώ εφημερίδες σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλες τις γλώσσες…Και τώρα οι σύντροφοι της Ιερουσαλήμ με πουλάνε, υποδέχονται τους νικητές και μιλάνε για πολιτισμό και για εθνολογία. Μια μέρα, η Ιερουσαλήμ δεν ήταν πλέον δική μου.
Μου δώσανε άλλες εφημερίδες κι άλλες ειδήσεις.
Γιατί εγώ δεν ξέρω ανάγνωση.
[Έτσι είπε ένας εφημεριδοπώλης]
Τα παράθυρά της ανοίγουνε στο τίποτα
Ανοχύρωτη, και μπαίνουν μέσα της τις μέρες του πολέμου, χωμάτινοι σωροί αμέτρητοι. Τις μέρες του πολέμου δεν μετριούνται παρά μόνο οι πεθαμένοι.
Μπαίνουνε μέσα της οι χωμάτινοι σωροί κι ο ήλιος και τα τουφέκια των εισβολέων που έγραψαν πάνω τους: «Ω χρυσαφένια Ιερουσαλήμ».
Μπροστά στα μάτια μου, ένα όνειρο μικρό: Με είδα να βγαίνω από ένα κελί καραμελένιο, που μου έκρυβε τον πόλεμο. Με είδε μήπως κανείς στην Ιερουσαλήμ για να του απολογηθώ; Δεν θα επιστρέψω εκεί, γιατί από τα παράθυρά της, τίποτα που να με αφορά δεν φαίνεται.
Μια νεαρή στρατιωτίνα με σταμάτησε, ρωτούσε για το όπλο και την προσευχή μου.
Απολογούμενος, της είπα: «Εγώ δεν πολεμώ, ούτε προσεύχομαι.»
Και μου ‘πε η νεαρή η στρατιωτίνα: «Γιατί ήρθες λοιπόν στην Ιερουσαλήμ;»
Είπα: «Για να περάσω ανάμεσα στο όπλο και την προσευχή. Στο δεξί μου χέρι έχω το σημάδι του πολέμου και στο αριστερό, εκείνο του Θεού. Όμως εγώ δεν πολεμώ, ούτε προσεύχομαι.»
Και ρώτησε: «Τι είσαι;»
Απάντησα: «Ένα λαχείο ανάμεσα στο όπλο και την προσευχή»
Κι είπε: «Και τι θα κάνεις…τι θα κάνεις αν κερδίσεις;»
«Θα αγοράσω χρώμα για τα μάτια της αγαπημένης μου»
Σκέφτηκε «είναι ποιητής» και μ’ άφησε να φύγω.
Ενώ εγώ αναρωτιόμουν: «Γιατί λοιπόν ήρθα στην Ιερουαλήμ;»
[Ο ομιλητής, Μαχμούντ Νταρουίς]
Θησαυρός από βράχο, ήττα και δέντρα σπάνια
Αν είχα τώρα εδώ την πόλη μου, θα παρατούσα τα λόγια και θα ‘πινα παγωμένο νερό από το ποταμάκι πάνω στον λόφο.
Αν είχα τώρα εδώ την πόλη μου, θα απολογούμουν σε κάθε μου συνάντηση, ως εκείνη του θανάτου μου, που όρισα και συχνά, έφτανα εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα απ’ την καθορισμένη ώρα.
Κουτί από βράχο, ήλιο πολύ και ήττα εξ’ αποκαλύψεως
Εν αρχή, ούτε η πράξη, ούτε ο λόγος. Εν αρχή…η ήττα.
Αν είχα τώρα την πόλη μου εδώ, μέσα στην ταξιδιωτική βαλίτσα μου…
Αυτός που με είδε, διαφώνησε μαζί μου και με σκότωσε, γιατί είναι η πόλη μου όμορφη και μοιάζει με αγαπημένη αγέννητη ακόμα.
Και το βράδυ, πάντοτε αργό, στο χρώμα του πορτοκαλιού.
Πίνακας από τον βράχο, κρέμεται πάνω στους εφτά της λόφους.
Τρεις χιλιάδες χρόνια. Και πενήντα προφήτες. Και τέσσερις χιλιάδες στιλέτα. Και πέντε αποφάσεις από τα Ηνωμένα Έθνη.
Και χίλιοι σκοτωμένοι, ή παραπάνω.
Το χέρι μου απλώνεται σ’ αυτόν μα δεν τον φτάνει
Έφτασα. Μια μέρα, πριν από το χέρι μου, τρεκλίζοντας πάνω σ’ έναν απ’ τους αριθμούς. Δεν έπιασα τίποτα, γιατί έφτασα πριν από το χέρι μου.
Και η καρδιά μου, δεν βγαίνει από το στήθος μου.
Οι αριθμοί, χείμαρροι αίματος, ματιών, ιστοριών, παπουτσιών, θρήνων, θρόνων, καρφιών, ποιημάτων…Χείμαρροι οι αριθμοί, που με σκοτώνουν, για ν’ αυξηθούν οι σκοτωμοί, οι εραστές και τα ονόματα της Ιερουσαλήμ.
Και το βράδυ, πάντοτε αργό, στο χρώμα του πορτοκαλιού.
Κυρίες και κύριοι, σας έλεγα ψέματα. Δεν είναι η Ιερουσαλήμ τούτη η πόλη. Ετούτη η πόλη, δεν είναι η Ιερουσαλήμ.
[Έτσι είπε ένα συναισθηματικό κορίτσι
που δούλευε σ’ ένα τουριστικό γραφείο]
*Σούρα: κεφάλαιο από το Κοράνι
**Τζιχάντ: ο ιερός πόλεμος του Ισλάμ
Τοιχογραφία
–
Όπως περπάτησε ο Χριστός πάνω στη λίμνη
έτσι περπάτησα κι εγώ μέσα στο όραμά μου.
Μα εγώ κατέβηκα από το σταυρό
γιατί τα ύψη τα φοβάμαι
κι ούτε προαναγγέλλω ανάσταση
Δεν άλλαξα άλλο απ’ το ρυθμό μου
για να ακούσω την καρδιά μου καθαρά
Στους επικούς οι αετοί, σε μένα, το περιδέραιο του περιστεριού
κι άστρο παρατημένο πάνω στις στέγες
και δρόμος που στο λιμάνι οδηγεί
Τούτη η θάλασσα είναι δική μου
Τούτος ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι
Τούτο το πεζοδρόμιο κι ό,τι έχει πάνω του
από τα βήματά μου και το σπέρμα μου…
δικό μου είναι
Κι η στάση η παλιά του λεωφορείου δική μου είναι
Το φάντασμά μου κι ο αφέντης του επίσης
Τα χάλκινα σκεύη
και ο στίχος του Θρόνου, το κλειδί
η πόρτα, οι φρουροί και τα κουδούνια
το πέταλο της φοράδας που πάνω απ’ τα τείχη πέταξε…
Κι ό,τι ήτανε δικό μου, μου ανήκει.
Μια σελίδα ξεριζωμένη απ’ το Ευαγγέλιο, δική μου
Και το αλάτι που άφησαν πίσω τους τα δάκρυα
πάνω στον τοίχο του σπιτιού μου
Και τ’ όνομά μου, πέντε οριζόντια γράμματα, κι αν λάθος το προφέρω,
μου ανήκει,
Μιμ, ο μαγεμένος, ο ορφανός, ο πληρωτής του παρελθόντος
Χα, χώμα και χλόη, η αγαπημένη, δυο χαλασιές στη σκέψη και στην ψυχή δυο χαλασμοί
Μιμ, ο πολυκύμαντος, ο προετοιμασμένος, ο έτοιμος για το θάνατό του τον υποσχόμενο, εξόριστος, άρρωστος από λαχτάρα
Ουάου, τ’ αντίο, το ρόδο ανάμεσα, η αφοσίωση στη γέννα οπουδήποτε, και των γονιών η υπόσχεση
Νταλ, ο οδηγός, το μονοπάτι, το δάκρυ ενός σπιτιού ερειπωμένου , ένας σπουργίτης που με χαϊδολογεί και με ματώνει
Κι αυτό το όνομα, μου ανήκει
Κι ανήκει και στους φίλους μου
όπου κι αν βρίσκονται
Όπως μου ανήκει και το προσωρινό μου σώμα
Παρόν ή απόν
Δυο μέτρα απ’ αυτό το χώμα θ’ αρκούν στο εξής
Ένα μέτρο κι εβδομήντα πέντε εκατοστά για μένα
Και το υπόλοιπο για τα λουλούδια με τ’ άναρχα χρώματα
που λίγο λίγο θα με πίνουν και θα μου ανήκει ό,τι ήτανε και πριν δικό μου:
Το χθες μου, κι ό,τι θα γίνει δικό μου,
Το μακρινό μου αύριο κι η επιστροφή της άστεγης ψυχής μου
Σαν τίποτα να μην υπήρξε
Σαν τίποτα να μην υπήρξε
Μια γρατζουνιά στο χέρι του μάταιου παρόντος
Κι η ιστορία σαρκάζει τα θύματα
…και τους ήρωές της
…ρίχνει ένα βλέμμα και τους προσπερνάει
Τούτη η θάλασσα μου ανήκει
Κι ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι
Και τ’ όνομά μου
Κι αν λάθος πρόφερα το όνομά μου, στο φέρετρο γραμμένο επάνω,
δικό μου είναι
Μα εγώ,
-ξέχειλος από κάθε λόγο για να φύγω-
Δεν ανήκω σε μένα
Δεν μου ανήκω
Δεν μου ανήκω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου