Όσο υπάρχουν κοιμητήρια, στήλες, τύμβοι
δεν έχουν χαθεί τα πάντα.
Ακόμα και μέσα στα ερείπια η ζωή προχωρά,
θαμμένη κάτω από φθαρμένα παραπήγματα,
ενοχοποιητικά αθώα παίρνει την εκδίκησή της,
ακτινοβολεί αόρατα, αμύνεται, συμπαρίσταται,
προχωρά, ίσως μέχρι το τέλος του κόσμου,
ίσως και όχι.
ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ
Απαιτούνται λιγότερα απ’ όσα νομίζεις:
τρεις μέρες λόξυγγα
βλάβη στην κεντρική θέρμανση
απώλεια εμπιστοσύνης στο Τόκιο
τριχοειδή ρήγματα στον πυρηνικό αντιδραστήρα
ναυτία
έλλειψη οξυγόνου
πονόδοντος.
Ήδη ο 21ος αιώνας δεν έχει καμία αξία
ήδη όλα σου φαίνονται μαύρα
κι εσύ δεν προλαβαίνεις
να διαβάσεις
ούτε καν
αυτή τη γραμμή.
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ
Υπάρχουν θερμοκρασίες που κανένα θερμόμετρο δεν μετρά,
μόνο το δέρμα είναι ικανό να τις διακρίνει:
Η χλιαρή ανάσα του βρέφους που μυρίζει βουτυρόγαλο,
η ψυχρή άχνα των ροδάκινων απ’ το ψυγείο,
το κόκκινο εξάνθημα του θυμού που ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι μας,
καθώς και το ψυχρό λουλούδι του παγετού
που καίει του παιδιού την περίεργη γλώσσα:
επιπλέον, η πυρετώδης κάψα της ζήλειας στ’ ακροδάχτυλά μας,
η φλεγόμενη ντροπή που πλημμυρίζει το μυαλό,
και κάτι που ποτέ και πουθενά δεν απαντάται στο γαλαξία μας:
η ζεστασιά δύο σωμάτων που κοιμούνται
κουλουριασμένα μεταξύ τους στο κρεβάτι.
ΤΟ ΤΣΙΓΚΙΝΟ ΠΙΑΤΟ
Τα πάντα έχουν ειπωθεί για τη φτώχεια:
πως είναι ανυποχώρητη, γλοιώδης, σκληρή
και πως δεν αφορά κανέναν εκτός από τους ίδιους τους φτωχούς.
Είναι πληκτική.
Τόσο πολυάσχολη που δεν της μένει χρόνος
για να παραπονιέται πως είναι πληκτική.
Σαν τη βρωμιά, τη συναντάς στα κατακάθια.
Είναι μεταδοτική, δύσοσμη, ένας μπελάς σκέτος.
Εντύπωση προκαλεί πως είναι πανταχού παρούσα.
Σα να υπήρχε ανέκαθεν.
Οι ιδιότητές της είναι θεϊκές.
Φιλεύσπλαχνοι και άγιοι την αναζητούν.
Καλόγεροι και καλογριές της ορκίζονται αιώνια πίστη.
Όλους τους υπόλοιπους, που μια ζωή τρέχουν να της ξεφύγουν,
τους προλαβαίνει στην επόμενη γωνιά του δρόμου,
ασυγκίνητη, μεγαλοπρεπής,
με το τσίγκινο πιάτο στο χέρι.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ
Με άλλες λέξεις
να λες το ίδιο,
πάντα το ίδιο και το αυτό.
Με τις ίδιες λέξεις πάντα
να λες κάτι διαφορετικό, τελείως διαφορετικό,
ή το ίδιο με εντελώς άλλο τρόπο.
Να αφήνεις πολλά ανείπωτα,
ή με λέξεις ασήμαντες
να λες πολλά.
Τέλος, να τηρείς μια βαρυσήμαντη σιωπή.
ΕΝΘΥΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Το πρωινό του οικτιρμού που κυλάει στα μέλη σου
σαν λουμπάγκο’
η μέρα που γελοιοποιήθηκες για πάντα’
το απόβραδο εκείνο που κείτεσαι στο πάτωμα
με ματωμένη μύτη’
η ώρα που ανακαλύπτεις πως για δεκατέσσερα χρόνια
εννιά μήνες και δύο εβδομάδες έσφαλλες’
το λεπτό εκείνο που η ίδια σου η κόρη
σε βλέπει σαν ξένο’
η στιγμή που μπορείς να φανταστείς την αιχμή
του μαχαιριού στην πλάτη σου’
η στιγμή που βρίσκεις το αποχαιρετιστήριο γράμμα
στο τραπεζάκι της κουζίνας’
το δέκατο του δευτερολέπτου που η χιονοστιβάδα
κάτω από τα πόδια σου αρχίζει να κυλάει’
και πριν και μετά
όλες εκεινες οι αδιανόητα απειράριθμες στιγμές
που δεν σου καιγόταν καρφάκι.
*
ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Όλα όσα δεν μπορείς να κάνεις:
Να προσγειώσεις ένα φορτωμένο τζάμπο
να αποδείξεις το θεώρημα του Μορντέλ
να πλέξεις – άλλοι το κάνουν για εσένα,
ατάλαντος καθώς είσαι εξαρτημένος
από τον Άγιο Florian,
από τον διευθυντή φυλακών, τον άνθρωπο
με τις αποστειρωμένες λαβίδες, τον χειρομάντη,
τον σκουπιδιάρη, τον γιατρό
και, κυρίως, από τη Μανούλα.
Όλοι αυτοί μπορούν να κάνουν κάτι, να συνεισφέρουν
στη διατήρησή σου, να σε ψυχαγωγήσουν,
να σου κρατήσουν παρέα, είτε
το επιθυμείς, είτε όχι,
ενώ εσύ;
*
ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ ΠΛΑΝΟ
Η βροντή της αυγουστιάτικης νύχτας με ξύπνησε,
αλλά εσύ πέταξες μακριά το σεντόνι στον ύπνο σου,
ανονείρευτη, ασυγκίνητη από την καταιγίδα.
Αστραπές μαγνησίου τυφλώνουν
τα κλειστά σου βλέφαρα.
Ένα λευκό βιολετί φωτίζει τους γοφούς σου που ανασαίνουν
ενώ ξανά και ξανά το νερό φλυαρεί χορεύοντας
πάνω στη στέγη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου