Πρόσμενα, πρόσμενα να ’ρθείς, κι εσύ δεν ήρθες όμως...
Μα στην απελπισία μου, δε μού ’λειψε η ελπίδα,
περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος
κι όλους τους είδα νά ’ρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.
Κι έμεινα τέλος μόνος μου μες στ’ άδειο καφενείο,
έμεινα, όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας, μόνος,
κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο
που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.
Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση
και τά ’κλεισα και σ’ είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω
είχες ερθεί στο ραντεβού που δε μου είχες δώσει
για να με κάνεις πιο πολύ μ’ αυτό να σ’ αγαπήσω.
Και την καρδιά μου σ’ άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου
τα μαύρα τη στολίζανε τα κρέπια του θανάτου!
Εκλογή από τα ωραιότερα ελληνικά λυρικά ποιήματα, 1931
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου