Όλες τις άλλες μέρες ο Στεφανής δεν ξεμύτισε. Είχε να γράψει ένα κείμενο για τον Γκαρίντσα , που μ΄ αυτό θα έκλεινε το άλμπουμ. Δηλαδή, με δικά του λόγια - στο σχολείο, άλλωστε, έγραφε τις καλύτερες εκθέσεις - να γράψει τι ήταν εκείνο που του άρεσε περισσότερο από τον Γκαρίντσα. Δύο περιστατικά φανέρωναν τι ξεχωριστή περίπτωση ήταν ο Γκαρίντσα. Το πρώτο ήταν ένα παράξενο συμβάν. Μετά τους αγώνες της Χιλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεξιώθηκε τους παίκτες της Εθνικής Βραζιλίας στο προεδρικό μέγαρο και χάρισε στον καθένα από μία βίλα. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι. Μονάχα ο Γκαρίντσα έδειχνε να βρίσκεται αλλού. Ο Πρόεδρος τον ρώτησε. Και τότε ο Γκαρίντσα του είπε:" Θέλω μια χάρη". "Παρακαλώ" , απάντησε ο Πρόεδρος. "Θα μπορούσατε να αφήσετε ελεύθερο εκείνο το πουλί; " και έδειξε έναν μικρό παπαγάλο φυλακισμένο σε κλουβί. Το άλλο στοιχείο , σύμφωνα με τα λόγια του Στεφανή , ήταν το εξής: " Ο ποδοσφαιριστής Γκαρίντσα δεν έχει τέλεια τα πόδια του. Το ένα είναι λίγο ατροφικό, γι΄ αυτό και κουτσαίνει. Το 1963, ένας Ιταλός γιατρός του πρότεινε να τον εγχειρίσει , αλλά φοβήθηκε μήπως χειροτερέψει η κατάστασή του και έτσι έκανε πίσω. Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για όλους. Ότι δηλαδή κάποιος μπορεί να γίνει ποδοσφαιριστής και μάλιστα σαν τον Γκαρίντσα, αρκεί να μην το βάλει κάτω. Πρέπει να σφίξει τα δόντια και να το θέλει πραγματικά. Ο Γκαρίντσα αξίζει να λέγεται παράδειγμα προς μίμηση". Όταν τελείωσε ο Στεφανής και έκλεισε το λεύκωμα, ήταν προχωρημένα μεσάνυχτα. Την επομένη θα γύριζαν οι δικοί του και το σπίτι θα αποκτούσε ξανά την καθημερινή κίνηση και τους συνηθισμένους ήχους. Σηκώθηκε σιγά σιγά και έβαλε το άλμπουμ στον πάτο της βαλίτσας, εκεί όπου η μητέρα τού τακτοποιούσε τα ασπρόρουχα. Ήταν το πιο ασφαλές μέρος. Μετά προχώρησε προς το παράθυρο, κούφωσε τα παντζούρια και πήγε και ξάπλωσε ευχαριστημένος στο κρεβάτι του. Εκείνο το βράδυ, αργά μες στη νύχτα, σηκώθηκε στα Τουρκοβούνια ένας δυνατός αέρας, παράξενος κι αλλιώτικος. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε φυσήξει τέτοιος άνεμος σε όλη την περιοχή. Σε λίγο πήρε να δυναμώνει τόσο, που άρχισε να ξηλώνει από τις στέγες τα κεραμίδια. Σήκωνε απ΄ τους δρόμους το χώμα και έφερνε στην επιφάνεια την άσφαλτο. Εκεί όπου πρώτα υπήρχαν δέντρα, τώρα φαίνονταν ταμπέλες και φανάρια της τροχαίας. Αντί για στέγες, τα σπίτια είχαν ταράτσες με κεραίες τηλεόρασης. Οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια δεν φορούν πια ψάθινα καπελάκια ή μπερέδες ... Και μαζί με όλα αυτά, ο αέρας, που συνέχιζε να φυσάει με την ίδια πάντοτε μανία, ξεκολλούσε τα φύλλα από το ημερολόγιο τοίχου και έδειχνε: 1967 ...1969 ...1974 ...1979 ... Άνθρωποι έφευγαν , έρχονταν. Μαζί με όλα αυτά ο άνεμος γύριζε και τα φύλλα της Ιστορίας: Βιετνάμ, Μάης του ΄68, Κύπρος, πολιτικές αλλαγές, πόλεμοι, αίμα, νίκες ...
Κώστας Ακρίβος : Απόσπασμα από το διήγημά του Ο Γκαρίντσα και το τέρμα των παιδικών χρόνων δημοσιευμένο στον Α΄ τόμο " Παγκόσμιο Κύπελλο - πρόσωπα και ιστορίες " που κυκλοφόρησε ως ένθετο μέσα στην εφημερίδα " Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου