Κοιμάμαι μεσημέρι με τη Ρέα.
Κάποιος βγαίνει από τις πικροδάφνες
σκύβει και τη φιλεί στα χείλη
τα φύλλα τρέμουνε με τον αέρα
Ρέα, έλα να πάμε στο νερό της ψιθυρίζει.
Εκείνη μισοξυπνάει χαμογελώντας
διστάζει καθώς κοιτάζουνται στα μάτια.
Ωστόσο ξετυλίγει τον ίσκιο της προσεχτικά
γύρω από το κορμί μου –
το χέρι της αποτραβιέται
κι αφήνει λίγο φως μες στο δικό μου.
Κοιμάται και μας βλέπει
ξέρω του λέει πως μας βλέπεις
ενώ με δείχνει πλάι της
ήσυχα πλαγιασμένον στο χορτάρι.
Θέλει να φύγουνε μαζί
να πάνε για παιχνίδια στο νερό
μα δεν αποφασίζει και φοβάται.
Φοβάται σάμπως να έχουν πέσει
κι οι δυο στου ύπνου μου το δίχτυ
και δεν μπορούν τώρα να ξεφύγουν.
Εγώ δε βλέπω τίποτε απ΄ όλα τούτα
μήτε κοιμάμαι με τη Ρέα.
Φαντάζομαι μονάχα πράγματα
που θα μπορούσε να ονειρευτεί εκείνη
ταξιδεύοντας ακόμη στον ύπνο μου
σ’ ένα βαγόνι με φαντάρους
καθώς μας παίρνουν ολοένα για τον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου