Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΘΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΑΘΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Νικηφόρος Βρεττάκος -Μισοτελειωμένο γράμμα



Κάθομαι πλάϊ στην πηγή του Κηφισού, προσπαθώ
να σου γράψω ένα επίγραμμα στην αχτίνα που πέφτει
στο νερό και σκορπίζεται σε ρουμπίνια: Χορός
από φώτα. Και μες στου φωτός τα μόρια χορός
από κύκνους.
                    Δεν γίνεται.
Το θαύμα του κόσμου είναι μια πυρκαγιά
που πηγαίνει σε βάθος. Προσπαθώ να σ’ το ειπώ
αλλά οι λέξεις μου καίγονται όπως το χόρτο.
Ό,τι μπορώ να σου γράψω είναι ελάχιστο.
Είναι άπειρο, αγάπη μου, το άγραφο κείμενο.
Ως ένα μικρό σημείο μπορείς μοναχά. Για το άλλο
γραφή δεν υπάρχει.
                               Προσπαθώ να σου το
μεταδώσω στις φλέβες σαν έννοια, σαν αίσθηση,
σαν δέος, σαν βοή, σαν αόριστη λάμψη…
Το φως δεν προφέρεται. Το βάθος του κόσμου, αυτό
το άνθος των ήχων…
                                Δε συλλαβαίνεται…
Το γράμμα μου τούτο, θα μείνει ατέλειωτο.
Δέκα στίχοι μονάχα, ένα πελώριο
κενό, κι από κάτω, μια μικρή υπογραφή
από νερό —
Νικηφόρος

Το βάθος του κόσμου

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Αφροδίτη Κατσαδούρη - Όταν φυσάει στην Αθήνα|


Όταν φυσάει στην Αθήνα και είστε όλοι στα νησιά 

παίζουμε κουκλοθέατρο

με τα ρούχα που έχετε ξεχάσει απλωμένα στο μπαλκόνι 

χορεύουμε ικαριώτικα με τα πουκάμισα τ' αδειανά

κάποια τα σκίζουμε

άλλα τα κλέβουμε

και κάποια άλλα

πιο αιμοδιψή και πονηρά

μας εκβιάζουνε

για να μην σας πούνε 

τι τους ψιθυρίζουμε.


Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Θεόδωρος Μπασιάκος - Μεταξουργείο

Η γειτόνισσα βήχει ασταμάτητα.
Βουλγάρα, γι’ αυτό βήχει.
Πολύ με στενοχωρούν οι άνθρωποι που βήχουν.
Είναι άδικο που βήχουν μόνο οι φτωχοί.
Θα της έκανε καλό πιστεύω ένα τσάι ζεστό.
Ακόμα καλύτερα ένα ταξιδάκι στις Μπαχάμες, ή
στις Άλπεις που είναι ξηρό το κλίμα.
Τέλος πάντων:
Ό,τι μας πει ο γιατρός, δεν είμαστε γιατροί εμείς.


Θεόδωρος Μπασιάκος (1963 – 19 Ιουλίου 2020)

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Αντώνης Αντωνάκος - Κινίνα Εξαρχείων - Ή Απ' Την Αναρχία Στο Ερ Μπι Εν Μπι


Αυτή η περιοχή ήταν κάποτε γεμάτη ρωμαλέα παιδιά. Το γυναικείο Σώμα έβρισκε εδώ μια καυτερή πιπεριά για να τρίψει στις ρόγες του.

Η λαϊκή του Σαββάτου, σχεδόν με μιαν αφέλεια παιδική, διατηρούσε τα σεξουαλικά υπονοούμενα των βλάχων που ροβολούσαν απ’ της Λαρίσης το ποτάμι και τα γλυκά αγγουράκια των Θηβών.

Η οδός Καλλιδρομίου μύριζε γιασεμί και πληθυντικό ευγενείας.

Τα ερωτικά παγοθραυστικά της επαρχίας πρόσφεραν τα ερωτικά τους όργανα σε λογοτέχνες και μπακάληδες, χωρίς υπεροψία αλλά βουτηγμένα στη μέθη, ανωνύμως πάντα, χοροστατούντων κάποιων μητροπολιτών, μεταμφιεσμένων σε κορίτσια με πονηρούς σκοπούς.

Οι κρανοφόροι δεν είχαν αγοράσει ακόμα γκαρσονιέρα στην περιοχή και ο λόφος του Στρέφη ήτο γεμάτος ανωμάλους λογίους και βρετανικό LSD, ενισχύοντας τα φωναχτά ή αντιθετικά χρώματα της μικροαστικής πλήξης.

Η αναρχία ήταν περισσότερο ποίηση και στύση του αυθορμητισμού.

Οι βρικόλακες αγόραζαν τα ρετιρέ τους έχοντας άλλοθι καλλιτεχνικόν και λεφτά στην άκρη για δεύτερη μπριζόλα.

Κάτι γκαρσόνια με χιούμορ αφήναν χρυσόσκονη πάνω στους τοκετούς της διανόησης που φλίπαρε ανάμεσα σε ούζα και χαβαλέ, ψάχνοντας καινούργιες χορηγίες Φορντ και ευκαιρίες στα μεταχειρισμένα αυτοκινητάκια που κουβαλούσαν κάθε Κυριακή οι μαντράδες στο Σχιστό.

Η ακολασία διαβιούσε σιδερωμένη και κολλαριστή, λίγο πριν φτάσουν τα καράβια με την πρέζα και την κάνουν αγνώριστη.

Η Τρικούπη και η Σόλωνος άρχισαν να οριοθετούν ένα ερωτικό ντελίριο του πεζοδρομίου. Πιάτσες τού μέσα κόσμου που εβγάζαν το μέγα και αόρατον ηθικόν τους στον ήλιο, που, τον έκρυβε η νύχτα των ντροπαλών αρσενικών.

Όμορφοι επαρχιώτες αθεράπευτα νυμφομανείς, αφήναν πίσω τη μανούλα και τα χωράφια για να κερδίσουν λίγη αιωνιότητα, σχηματίζοντας ένα μοχθηρό πρόσωπο μέσα στη ζούγκλα του ανταγωνισμού, σαν πιθήκου, χαραγμένο με μίσος, κακία και απόγνωση στα ανήλιαγα στενά από κάτουρα και αμμωνιακή σήψη.

Εκδότες και πιστολάδες μέσα σε σουβλατζίδικα που θεράπευαν λοξούς γόηδες απ’ το ξενύχτι.

Επαναστάτες αγκιστρωμένοι στο θαυμασμό τού εαυτού τους πετούσαν τις μπροσούρες τους στον ακάλυπτο, σουρωμένοι και δυστυχισμένοι που δε γεννήθηκαν στην Αμερική.

Το Rock έγινε το κινίνο για όλες τις παθήσεις μαζεύοντας Τάταρους της Κριμαίας και πιστολάδες του Τέξας σε γιαπιά, γιορτάζοντας τα κούλουμα της αναρχίας που γινόταν καθεστωτική και αφόρητη αφού με τα πρώτα φράγκα δραπέτευε στην οδό Σκουφά και στα Κολωνάκια με όση αυτοδηλητηρίαση και αυτοσαρκασμό απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Οι υγιείς δραπέτευαν στα νησιά κάνοντας τον αντικομφορμισμό τους ιδεολογία απλώνοντας πάνω στο εθνικό πτώμα το έμπλαστρο της πολιτικής οικολογίας.

Οι έμποροι ναρκωτικών άλλαξαν μάσκα, αγκαλιάζοντας τον Καστοριάδη και τον Στίνα, φυτεύοντας ολλανδική μαριχουάνα στους φαντασιακούς ντενεκέδες τού καπιταλιστικού παραδείσου.

Οι χιπστεράδες αγόραζαν με τα λεφτά τού μπαμπά ξύλινα σπαθιά κυνηγώντας ψυχεδελικές πεταλούδες στα ρουμάνια της Ζωοδόχου πηγής, σκορπώντας την τέφρα φιλελεύθερων ραβίνων στα μουστάκια νεαρών παιδιών που τα ξεπάστρεψε η πατρική αγάπη.

Τώρα σήμερα εδώ οι αναρχίζοντες αστοί χτυπάνε τα κουταλοπίρουνά τους στα πιάτα, με τον κυνισμό τού επίτιμου πράκτορα της περιοχής, περιμένοντας τα ψίχουλα της αμερικάνικης πρεσβείας για τα τελευταία πληρωμένα άρθρα στην εφημερίδα των συντακτών, κατατροπώνοντας τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, δίπλα σε υπόγεια με μισότρελους πρόσφυγες, αποθεώνοντας τη φολκλόρ ιδεολογία τους που καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Χριστόφορος Μηλιώνης - Γεγονός που... έγινε


   «Γεγονός που έγινε», συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας ο φίλος μου ο Λουκάς ο Κούσουλας, ο ποιητής όταν θέλει να βεβαιώσει για του λόγου του το αληθές. Όπως εγώ τώρα. Τη στιγμή μάλιστα που έχω διηγηθεί ως σήμερα ένα σωρό «γεγονότα» που έγιναν και δεν έγιναν ή, τουλάχιστον, που δεν έχουν γίνει όπως τα έχω διηγηθεί. Και μήτε ξέρω πια πώς έχουν γίνει. Ένα μονάχα ξέρω: πως είναι πιο αληθινά από την ίδια την αλήθεια.

   Μα ποιος να το ‘λεγε τότε πως το γεγονός που θα διηγηθώ όχι μόνο είναι «γεγονός που έγινε» και μάλιστα όπως θα το διηγηθώ, αλλά και πώς θα το θυμόμουν έκτοτε συχνά-πυκνά και θα το διηγόμουν κάθε τόσο – κάπου σαράντα χρόνια τώρα;

   Δηλαδή οι συνθήκες που επαναλαμβάνονται το φέρνουν και το θυμάμαι. Κι αν είναι κάτι που χρωστάμε στα χρόνια που σηκώνει η καμπούρα μας, είναι η γνώση πως οι καταστάσεις έρχονται και ξανάρχονται, πανομοιότυπες στην ουσία τους. Τόσο που κάποια στιγμή λες, όπως στο σινεμά: «Αυτό το έργο το ξανάδαμε τόσες φορές! Πάμε πια να φύγουμε!»

   Η δικτατορία της Χούντας, στις 21 Απριλίου 1967, με βρήκε καθηγητή στο Γυμνάσιο του Περισσού. Παράρτημα του Γυμνασίου Νέας Ιωνίας. Έμενα στο Νέο Ηράκλειο, πιο κάτω από το σινεμά «Τα τρία αστέρια. Άκουσα πρωί πρωί την είδηση από το ραδιόφωνο και βγήκα στη βεράντα της εισόδου. «Μέρα του Απρίλη, γεμάτη θάμπος», που λέει κι ο ποιητής. Χαρά Θεού! Καλή ώρα… Αντίκρυ ήταν το Γυμνάσιο Νέου Ηρακλείου, κι ο Γυμνασιάρχης είχε βγει στο μπαλκόνι του και χάζευε την πρωινή κίνηση στο δρόμο σαν τίποτε να μην είχε συμβεί. Ήταν η συνηθισμένη. Μόνο που κάπου-κάπου περνούσε κανένα αυτοκίνητο με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα κι άφηνε πίσω του τον ήχο από κάποιο εμβατήριο.

   Ήταν κάτι που μερικοί το φοβόντουσαν πως μπορούσε να γίνει. Εγώ δεν ασπαζόμουν αυτή την εκδοχή. «Ο λαός δεν σηκώνει δικτατορίες», έλεγα σχεδόν κομπάζοντας και απειλώντας. 

   Μα να που έγινε. Τι θέλατε εγώ να κάνω; Μήπως να βγω και ν’ αρχίσω να φωνάζω; Και ποιος θα με άκουγε; Κι αν με άκουγε τι θα γινόταν; Δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως θα γινόμασταν δυο, θα γινόμασταν τρεις, πως θα γινόμασταν χίλιοι δεκατρείς… Το πιο βέβαιο είναι πως, αν το ‘κανα την ίδια στιγμή θα κατέφθανε το 100, θα με μπαγλάρωνε και μη με είδατε, μη με απαντήσατε. «Άιστος άπυστος», που λέει ο λόγος. Αγανάκτησα λοιπόν μες στην αμηχανία μου και στην απόγνωση: «Επιτέλους, τι κάνει αυτός ο λαός;» αναρωτήθηκα, και πήρα το λεωφορείο από τη στάση, μπροστά στο σινεμά. Δεν ήταν το πιο βολικό μέσον, αλλά ήθελα, εκείνη τουλάχιστον την ώρα να δείξω πως είμαι ένας νομοταγής πολίτης και φεύγω για τη δουλειά μου χωρίς χρονοτριβή.

   Μάταιη σπουδή. Μονάχα καμιά δεκαριά μαθητές είχαν έρθει και τρεις τέσσερις συνάδελφοι. Ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες κι αμέσως γινόταν φανερό πως οι άλλοι τις περνούσαν στο μυαλό τους από κόσκινο για να καταλάβουν τι κρύβουν τα λόγια σου. Κάποια στιγμή θέλησε να μου ανοίξει συζήτηση ένας από τους συναδέλφους, που όλο για ιστορίες του στρατού μάς μιλούσε, τον καιρό που ήταν ανθυπολοχαγός. Του είπα: «Από δω και πέρα, τέρμα οι συζητήσεις».

   Διώξαμε τους λίγους μαθητές, τους ευχηθήκαμε Καλό Πάσχα και φύγαμε κι εμείς.

    Αυτή τη φορά ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο – ίσως για να δείξω πως τίποτε δεν άλλαξε. Για να επιστρέψω από το σχολείο στο σπίτι μου, κατέβαινα στο σταθμό στα Πευκάκια, κι έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Εκεί, τον τελευταίο καιρό στεκόταν ένας νεαρός, ένας τύπος περίεργος, λες κι είχε ξεκολλήσει από παλιά γελοιογραφία του Ντομιέ, της εποχής του ρομαντισμού. Λιπόσαρκος, ατημέλητος αλλά όχι βρώμικος, με φαρδιά παντελόνια, με μακριά μαλλιά, έδειχνε πιο πολύ διανοούμενος περιθωριακός ή κάτι σαν ισόβιος φοιτητής παρά για ψώνιο.

   Στεκόταν λοιπόν στην πλατφόρμα κι όταν έβλεπε πως είχε μαζευτεί αρκετό ακροατήριο, άρχιζε να βγάζει λόγο, συνήθως για τις αμαρτίες μας και για το Θεό, που πίσσα και φωτιά θα μας ρίξει… Οι επιβάτες λίγο πολύ ήταν πάντα οι ίδιοι, τον είχαν συνηθίσει κι αυτόν και τα κηρύγματά του και κανείς πια δεν τα πρόσεχε. Άλλωστε μιλούσε ασυνάρτητα, όλο κάτι κοινωνικά και θεολογικά αποφθέγματα.

   Αυτή τη φορά όμως πετούσε και κάποια λόγια, νεφελώδη πάντα, αλλά που έμοιαζαν να έχουν αποσπασθεί από λόγο πολιτικό, σαν αυτούς που έβγαζε στο «μέγα πλήθος και το μέγα πάθος» της πλατείας Κλαυθμώνος ο Γεώργιος Παπανδρέου, «ο Γέρος της Δημοκρατίας» που τον λέγαμε με καμάρι – και μ’ έναν τόνο βαθύτατου σεβασμού και συστράτευσης. Οι επιβάτες στην πλατφόρμα του Σταθμού τον κοιτούσαν για μια στιγμή ξαφνιασμένοι, ύστερα κοίταζαν τους διπλανούς τους, έκαναν τέλος στροφή και προσποιούνταν τους αδιάφορους, χαμογελώντας κρυφά μέσα τους. Κι εκείνος διέκοπτε κάθε τόσο το κήρυγμά του, τους κοιτούσε κατά πρόσωπο κι έλεγε με ολοφάνερη ειρωνεία: «Φοβούμαστε, ε; Τις δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Αλλά ο Χριστός δεν εφοβήθηκε…» - κι από κει και κάτω άλλαζε τον τόνο και συνέχιζε τα θεολογικά του.

   Το πράγμα μού θύμισε τον Σόλωνα, που προσποιήθηκε τον τρελό για να μιλήσει στους Αθηναίους για πράγματα απαγορευμένα. Στο εξής, σκέφτηκα, μόνο οι τρελοί θα μιλάνε. Και τα ψώνια.

   Πέρασαν έκτοτε σαράντα πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Χούντα έπεσε όπως έπεσε. Μερικοί από τους πρωτεργάτες μπήκαν στη φυλακή – «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» -, κάποιοι από αυτούς τελειώσαν τη ζωή τους εκεί μέσα, κάποιοι ίσως ακόμα ζουν, ο Παττακός βγήκε για λόγους υγείας και κάθε Απρίλη βγαίνει στην τηλεόραση. Η ατραξιόν της ημέρας. Ποιος δίνει σημασία πια;

   Και μονάχα ο φασισμός δεν έλειψε αυτά τα σαράντα πέντε χρόνια. Γιατί βέβαια η χούντα ήταν μονάχα το ένα πρόσωπο του φασισμού, το ακάλυπτο. Κάθε τόσο να σου κι ένας νέος κουκουλοφόρος φασισμός – σαν τους «γνωστούς αγνώστους». Πότε με την κουκούλα του πολιτικού στελέχους, πότε του τρισβάρβαρου επιχειρηματία και του μάρκετινγκ, πότε με την κουκούλα της κρατικής εξουσίας, και πότε με το τρισεύγενο προσωπείο των ΜΜΕ – έντυπων και ηλεκτρονικών.

   Και κάθε φορά που πας κάτι να ψιθυρίσεις, σαν υπαινιγμό να πούμε, οι άλλοι σε κοιτάζουν δήθεν ξαφνιασμένοι, σαν να αναρωτιούνται σιωπηλά: Τι εννοείς; Δεν έχουμε Δημοκρατία; Θυμάσαι τότε εκείνον τον τύπο στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στα Πευκάκια, τον τύπο του Ντομιέ που λέγαμε. «Οι δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε;»

   Και μουρμουρίζεις μέσα σου: μόνο οι τρελοί και τα ψώνια μιλάνε.

(από τις «Αληθινές ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρίλιος – ιούνιος 2006)

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Μιχάλης Κατσαρός - Αίτηση

                                   Δώσε μου από σένα
                                   το δώρο
                                   θα το στήσω στην οδό Κριεζώτου
                                   στην οδό Πανόρμου και στη Λεωφόρο.
                                   Δώσε μου.
                                   Με λένε Πρίγκιπα Ιονδέρτη.
                                   Πρίγκιπα Μορέως
                                   και άλλα ονόματα.
                                   Δώσε μου το – πάνω στο μαξιλάρι
                                   σε μακρύ διάδρομο Ανακτόρων  
                                   με μαύρο υπηρέτη ή αξιωματικό φρουράς
                                   ναυτικού – δώσε ένα – έστω – 
                                   λοχαγό Κριμαίας ή ό,τι.

                                   Με λένε αίτηση – ευπειθέστατος είμαι
                                   σε ό,τι είναι
                                   σε ό,τι βουίζει εν Αιγύπτω
                                   σε ό,τι βουνό όρος γίνεται.
                                   Δώσε μου η ώρα είναι 7 και 5.
                                   Δεν έχει άλλη διορία.
                                   Δώσε μου.

                                  Μιχάλης Κατσαρός (1919 -1998)
                                  Πηγή: «4 μαζινό, Μιχάλης Κατσαρός

                                  Εκδόσεις: ΙΔΜΩΝ – ΑΘΗΝΑ  1996

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Δημήτρης Φύσσας - Στις μεταφορές


Κ.Σ.

Έλα Ορφέως κι Αγίας Άννης έλα στις μεταφορές
Τη Βουλή και τω Δήμω τέρα ινκόγκνιτα, αν με πιάνεις,
Πέρα απ τους κούριερ κυριλέ με ξενικά αρχικά
Έλα Σαλαμινίας Πλούτωνος Αγίου Πολυκάρπου
Πλιθόχτιστα ξυλοδεσιές νερολακούβες τσιμεντόλιθοι
Πρώην μοναστήρι τ'Αη Δημήτρη αμαξοστάσια της ΕΑΣ
Κρυμένη Αγιά Παρασκευή μισοχωμένη Αγιά Τριάδα
Ντενεκέδες με φλέγόμενο κατράμι καταχείμωνο- με
παρακολουθείτε;
Σάντουιτς εργατικά Πακιστανοί το τέρμα του 027
Δίπλα στην απίστευτη καντίνα «NOVA»- είσαστε δω;
Έλα Κολοκυθού στα τελευταία αστικά μας περιβόλια
Μελάμποδος και Σαρπηδόνος κι Αίμωνος, αν μ' εννοείτε.
Ή Σόφτεξ ΕΤΜΑ Παπαδόπουλος κεραία του Ναυτικού,
Και παλιατζίδικα, και κτίρια που ελέγχουν τις πουτάνες
Κι η Εταιρία Προστασίας Ζώων, και το κτήμα Χασεκή:
Μόνο στην Ιερά Οδό θες μια βδομάδα, αντιλαμβάνεστε;
Μα πρώτα έλα στις μεταφορές στα φορτηγά
(Παραμυθιά, Καρλόβασι, Ραψάνη, Ορεστιάδα)
Χάρμποτ ξυλόσομπες μπουριά στιλ στρατώνες του '60
Έλα νταλίκες απλωμένα ρούχα μποστανάκια
Όλα στο Δήμο Αθηναίων, μη φοβόσαστε
Όλα πέντε λεφτά απ' την Ομόνοια, αλήθεια
Έλα Ορφέως κι Αγίας Άννης έλα στις μεταφορές -

Σάμπως καταλαβαίνετε τι λέω τόσην ώρα;
Που να πηγαίνετε έξω από τις ράγες σας, είναι κι οι λάσπες
Λασπώνουνε γραβάτες τζιπ τακούνια, δυσκολεύεστε.
Τουλάχιστον σκεφτείτε το, τι με κοιτάτε έτσι σα χάνοι.

Εσύ όμως νιώθεις, λέιντι Μπάιρον, εσύ καταλαβαίνεις
Είναι σα να τα 'χεις δει όλα αυτά, τα ξέρεις


θέλω να πεθάνω ακούγοντας ρεμπέτικα.

Δημήτρης Φύσσας, Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους, Ποιήματα 1972 - 2007

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Μίλτος Σαχτούρης - Συμπτώματα

 

Αθήνα προπολεμική - μεταπολεμική

και συ καφενείο — το καρύδι μέσα στο κλουβί


Αθήνα προπολεμική

Αθήνα υπερτονική

Αθήνα κατατονική

με το χρυσό σου δάχτυλο στ’ αυτί


την τελευταία μου διεύθυνση

την ξέχασα στο ωρολογοπωλείο


και θάνατος το Πρίντεζι


Ω, Βενετία.


Χρωμοτραύματα

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Αθήνα 1936-2013


Σχεδόν ογδόντα χρόνια -είναι πολλά
αυτά που μας χωρίζουν
Με γέννησε το Μεταξουργείο
με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια
η Κεφαλλονιά
και με φανάτισε

Σου γράφω τώρα
από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι
εγώ
ο πρώτος σου πακιστανός
ο αόρατος άνθρωπος
συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό
νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ' ουρανού
αιώνια ευνοούμενοι της ήττας
χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη
κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω
σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα
όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου
ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου
ότι επέζησα των ονείρων μου...

περ. Σημειώσεις, τ. 78, Δεκ. 2013.
Από τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Λευτέρης Πούλιος- Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα


Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά.
σεργιανίζοντας πάνω-κάτω στη μεθυσμένη μου απογοήτευση·
γυρεύοντας μια πόρνη ή ένα φίλο ή την ανάσταση.
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής-λογής
βολτάρουν τη νύχτα· και σιδερένια σκυλιά που κορνάρουν·
γάτες στους σκουπιδοτενεκέδες και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νοιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά· άμυαλε
γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ
γλυκοκυττάζοντας τις πουτάνες. και πίνοντας ένα
διπλό ουίσκυ. Σ’ ακολούθησα μέσα από ομίχλες
από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων
μαλλιών μου. Κάθησα να με κεράσεις
πάνω στο σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά
καθισμένα αγάλματα.
– Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας –
Οι χαφιέδες μάς κοιτάζουν καχύποπτα και
τα φώτα σβύνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι;
Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά
και βουή, ανεβασμένος στη κορφή της ελπίδας,
όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στη καρέκλα
παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας
που άχνιζε.
Νοιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.
Πάμε να κατουρήσουμε όλα τα αγάλματα
της Αθήνας· προσκυνώντας μονάχα
του Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σα παππούς κι εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ τη τρέλλα
μου γέρο· όποτε μου τη δώσει θα
σε σκοτώσω.

Λεφτέρης Πούλιος, Έξη ποιητές (Ανεξάρτητη Έκδοση, Αθήνα 1971)


                                                                  Λευτέρης Πούλιος - Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα