Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πούλιος Λευτέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πούλιος Λευτέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Λευτέρης Πούλιος - Το ρολόι

Έχω ένα μικρό ρολόι στο κεφάλι μου
που δουλεύει δουλεύει άπαυτα δουλεύει
μετρώντας τον εσωτερικό χρόνο ρυθμίζοντας
την αρμονία του είναι μου.
είναι ένα μαγαζάκι με ρολόγια το κορμί μου
που παίζουν συνεχώς μα ωστόσο ξέφρενα
τη συμφωνία της ζωής·
μπορώ να πω πως είμαι ένα μεγάλο κάθετο εκρεμμές
πού σε κάθε τικ τακ γεννάει
Αφροδίτες και Ερμήδες.

Πηγή: Ποιήματα: Επιλογή 1969-1978, Αθήνα: Κέδρος 2001.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Λευτέρης Πούλιος - Μπομπ Ντύλαν


Μερικά πείσματα τρέχουν σαν αυτοκίνητα 
σε δρόμο ανώμαλο ουρλιάζουν σα στούκας
και τσακίζονται με φόρα πάνω στα βράχια
ο φίλος που ζωγράφιζε έδεσε με κορδέλλες τα μαλλιά του 
και χόρεψε σ' ένα νεκροταφείο με πεθαμένους τρελλούς 
η φίλη πούγραφε ποιήματα ανέβηκε σ' ένα δελφίνι 
και πνίγηκε μαζί με το δελφίνι
δεν μου αρκείτε «δίχως επιφύλαξη και μικροϋπολογισμούς» 
πήρα τη θέση μου ανάμεσα σ' ένα πλήθος που χαχανίζει 
δε σας ανήκω δίνω μια βουτιά και βολεύομαι 
ανάμεσα στους προφήτες της βίβλου
κι αν θέλετε κάτι ακόμα σας βεβαιώνω
πως είμαι ένας βλάκας μέσα στο σκοτάδι
που σούργει τ' αργά του μάτια από ώριμο γυαλί
αργά πάνω στα πράγματα
και δεν πολύ σκοτίζομαι να εκφράσω
τις αμφισβητήσεις μου γιαυτά.

Λεφτέρης Πούλιος, Ποίηση, Αθήνα, 1969.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Λευτέρης Πούλιος - Τα περιπλανώμενα φιλιά μας

 Τα περιπλανώμενα φιλιά μας

μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο

αλλά η αγάπη δεν μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις

που μας χωρίζουν αιώνια

τον έναν απ’ τον άλλον.

Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές

και όστρακα

κι ήρθα σε σένα σαν ναυαγός

ν’ αγγίξω το θαμμένο μέλι

στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.


Από τη συλλογή: Το αλληγορικό σχολείο, Εκδόσεις Κέδρος, Δεκέμβριος 1999.


Πηγή:  Το κόσκινο

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Λευτέρης Πούλιος - Ό,τι επαναστατικό είναι αιώνιο



Ό,τι επαναστατικό είναι αιώνιο.
Έρχεται από μακριά η ποίηση
για να γραφτεί στις ανθρώπινες καρδιές.
Είναι αυτό που έχουμε ανάγκη,
να ντυθούμε με κουρέλια ηλιόφωτος
και η ανθρωπιά να σκεπάσει
ολόκληρο αυτόν το βάρβαρο κόσμο.
Το κέντρο υπήρχε πάντα
ακίνητο και στερεό.
Η φωνή με το Θεό σαν το περιεχόμενό της
ξεχύνεται με ένα άλλο σχέδιο
κάθε φορά,
και τα σύμβολα πέφτουν αρμονικά
στο δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.
Γκρεμίζοντας και χτίζοντας
προχωρεί κανείς.
Αυτό ξέρω κι απ’ αυτό κατέχομαι.


Λ. Πούλιος, Το θεώρημα, Κέδρος

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Λευτέρης Πούλιος - Ποιήματα

 ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ

(1944)

 

ΑΝΑΦΟΡΑ

 

Ναι μούσα μίλησες τόσο καθαρά σε μένα

που σχεδόν έχω γίνει τρελός.

Δεν έχω πια μέρα

Δεν έχω πια νύχτα

κι όλα με τραβούν απ’ το γιακά

Συνουσιάστηκα μαζί σου αλλόφρονα.

(Ο ΓΥΜΝΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ, 1977)

 

ΕΡΧΟΜΑΙ ΝΑ ΔΙΑΣΧΙΣΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

 

Έρχομαι να διασχίσω τη σιωπή

και να βλαστήσω μες στον καθένα.

Από κλαρί σε κλαρί σαν πυγολαμπίδα

μετέφερα το φωτεινό μου φορτίο

νικώντας τη βαρύτητα, διασχίζοντας τις εποχές

άγιος, βασιλιάς, τρελός σε μια χώρα

πράσινης προέλευσης πέρα απ’ τον ορίζοντα

της νόησης.

 

Ο άλλος που είμαι φιλάει το στόμα μου

μ’ ερεθιστική πνοή

απαγγέλλει στίχους με οργή

και μια πριονισμένη σελήνη έρχεται σύντομα

σαν ένα στόμα

γονατίζει προσπαθώντας να πιει

τη φοβερή μου κραυγή.

 

ΥΨΗΛΗ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ

 

Τόσες μουσικές κρυμμένες σ’ ένα φυτό

τόσες κραυγές μέσα σε κάθε αυγό

το απλό είναι απέραντο

κι ο μονάκριβος ανθός του φλογερού καινούριου

 

Η βραδινή χώρα

ανάβει τη φωτεινή κοροϊδία της προς τ’ άστρα.

(ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, 1978)

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

Αιχμάλωτος μιας εποχής

αφήνοντας ακύμαντα τα όρια

κι όσα γράφω εδώ κιτρινίζουν

μέχρι να πιάσουν φωτιά.

Περνάει κιόλας η σκοτεινιά. Όμως

έπρεπε να πονέσω για να καταλάβω

το απεριόριστα δυνατό,

μαζί με το απερίγραπτα αδύνατο,

πως μέσα μου όλη η πραγματικότητα

κι όλο το σύννεφο.

 

Η ΧΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ

 

Αυτή η ώρα είναι δική μου.

Ώρα εμποδισμένων επιθυμιών κι έντονης μοναξιάς.

Να βλαστημήσεις ή να προσευχηθείς;

Ίσως η ώρα να πεις μια λέξη

που τη ζητάει ακόμα ο ουρανός.

Μια περιδιάβαση το πρωί στ’ ακρογιάλι

μια χειρονομία το βράδυ σ’ έναν ώριμο κήπο

που ο θάνατος είναι το λουλούδι.

(ΤΑ ΕΠΟΥΣΙΩΔΗ, 1988)

 

ΑΛΗΘΙΝΟΣ Ο ΠΟΝΟΣ

 

Ο θεός του ζωντανού καρπού

κι όλα τα όντα

κι όλα τ’ ανθρώπινα

υποτάσσονται στο θάνατο.

 

Αλλάζει ο καιρός, ένας άλλος ήλιος

λάμπει στις μεταμορφώσεις

και το παράλογο γίνεται δυνατό.

Αληθινός ο πόνος που αφθονεί στη γη.

Αληθινός ο θρήνος

και το σκοτεινό ψιθύρισμα της σιωπής

όταν ο Θεός ανοίγει τη μοναξιά.

 

ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΑ

 

Είναι θαυμάσιο να τραγουδάς.

Όχι όπως ο αέρας στα δάση,

όχι όπως ο ήλιος στην κορυφογραμμή,

όχι όπως η βροχή στο πέλαγος,

αλλά όπως ο λύκος ζευγαρώνει

και πέφτουν πάνω του ροδοπέταλα.

 

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΗΤΗΣ

 

Ζωή απόλυτα γυμνή.

Δεν βλέπω καμιά απουσία χάρης

απ’ άκρη σ’ άκρη

από τη θέρμη των χειλιών ως

το πολικό ψύχος της καρδιάς του φιλάργυρου.

Κι απ’ το ερωτικό σάλεμα του σκουληκιού

ως τον σπασμό των οπισθίων του σύμπαντος.

Ήρθαμε να δούμε τις φανερώσεις αυτές.

Του απόλυτου όντος την οδήγηση.

 

Ζω στο δικό σου αποκλειστικά φως.

(ΜΩΣΑΪΚΟ, 2001)


Πηγή:  https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8E%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%AE/

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Λεύτερης Πούλιος - Άσχημοι καιροί


Άσχημοι καιροί
καιροί ηλεκτρονικών μαστιγίων
χτυπάω τις πόρτες για να μιλήσω.

Δεν ξέρει τίποτα το ανύποπτο παγόνι
που παίρνει πικρή ανάσα
σε τούτη τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα.

Άσχημοι καιροί
καιροί του χαμένου θάρρους
κι η ποίηση στη μέση του
γονατισμένου λαού.

Λευτέρης Πούλιος ( 1944 - )
Πηγή: «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΕΠΙΛΟΓΗ 1969-1978»
Εκδόσεις: ΚΕΔΡΟΣ- ΑΘΗΝΑ- Ιούνιο; 1982

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Λευτέρης Πούλιος - Θεέ

 Είμαι γυμνός από το ρούχο της ευσπλαχνίας σου

άνθρωπε ανώτερε

τροφοδότη τούτων των στίχων

φονιά και πεταλούδα

είσαι συ

είναι

κι η μουσική της γήινης θλίψης·

δυο θεοί που αναβρύζουν απ’ τις βρύσες της ανυπαρξίας τους.

Κηπουρέ, αστροδέτη, μαστάρι της θύελλας,

ανθρώπινο αιματοκύλισμα. Αυτό είναι το δώρο σου,

συναγμένη γύρω των πραγμάτων όλων.

Κάνε με ένα παιδί

κάνε με παρακαλώ ένα αμέριμνο πλάσμα

κάνε με έστω στουπί του ήλιου σου

δώσ’ μου λέξεις ευνοϊκές. Δαίμονα χρυσομάλλη,

άντρα και κέρατο θείων πορνών

ανυπόφορο ψέμα που τα χείλη μου τρέμισες

στο αιδοίο της καλοσύνης σου

μίλα λοιπόν

χύσε οργασμούς ανθρώπινης ευαισθησίας στη μήτρα της

ποίησης.

Γλυπτό που ταξιδεύεις τ’ ομοίωμά μου στο πλαστικό σου

σύμπαν, το χέρι υψώνω στην ικεσία,

ουρλιάζω παράφορος και κτηνώδης,

σε παίρνω στο τηλέφωνο σου ανοίγω την καρδιά μου

καίγομαι πηδώντας έξω απ’ το κρέας,

κρατώντας λουλούδια και τη λάβα και ζώντας

στην εμπειρία της θλίψης

για να πληρώσω το γεγονός του δεσμού μου

με τούτον τον κόσμο και τον άλλον κατά πάσα πιθανότητα.

Και είμαι κουλός δεν πιάνουν τα χέρια μου αλήθειες.

Στριφογυρνώ μέσα στο δέρμα σαν έμβρυο σε γέρικη μήτρα,

κόμποι και βόλοι που συμπιέζονται αλληλοσυγκρούονται

και εκρήγνυνται στο μαγικό σκοτάδι

μεμβρανώδη πόδια που φωνάζουν μέσα απ’ τα μάτια

μέσα στο κέντρο

ηλεκτρόνια και ενέργειες και σχετικότητες.

Εσύ είσαι ένα κόκαλο που το πετάνε στο σκύλο

Εγώ ένας βλάκας στο Γαλαξία που λέγεται “θλιβερό φωτάκι”

με πεταλίδα, φύκι, ζητιάνο έχω συγγένεια, ψάρι και κάτουρα.

Στημένη η σημαία της νίκης στη γνωριμία της δυστυχίας μου.

Βράχε-φωτιά ή κεραυνέ ή Αγελάδα ή Δία ή Βράχμα

ή Αλλάχ κάνε τούτο το ποίημα να ουρλιάξει

σαν κυκλώνας ντυμένο το άπειρο δέος της διαφθοράς μου.

Είμαι στο έλεός σου· φλόγα που καλπάζει από μια γενιά

στην άλλη νιώθοντας βαριεστημάρα.

Ω λύτρωση που ο νους μου δε σε χωράει.

Ω μαργαρίτα-αποσύνθεση

Η γη λοιπόν είναι το νόμισμα που μ’αυτό

θα ξοφλήσεις το χρέος σου;

Απόλλων Φοίβε διακονιάρη έλα και γέμισε

με το ίδιο σου το πρόσωπο

αυτή τη ζωή μου. Να βγει η ψυχή μου σαν συντριβάνι

έξω από τον τάφο της ύπαρξης παίζοντας τους καημούς του

έρωτα

που ‘ναι εξατμίσεις της μηχανής σου.

Μη με σκοτώνεις σιγά σιγά τη μέρα της αποκαθήλωσης

στο απέραντο γέλιο των πυρηνικών βομβών

απανωτά χτύπησε το κουβούκλιο της κοσμογονίας

με των ματιών μου τις πέτρες. Σχημάτισε με τ’ άντερά μου

τον καιόμενο φοίνικα σ’ ένα πελώριο κουτόσπιρτο.

Ασύλληπτο χάδι ανάμεσα απ’ τα διαυγή βλέμματα

των ωραίων θηλυκών αστεριών.

Κατακλυσμέ ανθρωπίνων μελών

πνίξε με για πάντα.

Σκίσε την πόλη με το πέος του πολέμου, σύντριψε

τους ανθρώπους, τα τρένα που έρπουν, τα ιπτάμενα που

φτερουγίζουν κομματιάζοντας τη νάιλον μέρα

σε χιλιάδες κουρέλια μυστηριώδους εξέλιξης.

Ρούφηξε τις γραμμές του ορίζοντα

Βάλε το χρόνο στον τάφο του

κάνε με πέτρα με το κουκούτσι της.

Η κάθε μέρα τελειώνει σαν χαλίκι που γίνεται αέρας

κι ακουμπάει και λάμπει πάνω στη μεγάλη βασιλική νεκρο-

φόρα

την Κυρία Γη.


*Από το βιβλίο Ποίηση 2, Εκδόσεις Κέδρος.


Πηγή: https://tokoskino.me/2024/12/18/%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AD/

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Λευτέρης Πούλιος - Για το πρόσωπο στον καθρ'εφτη


Ποιος είσαι σύ που με κοιτάζεις μέσα απ’ τον καθρέφτη
ω πανάθλια συντροφιά
ω ανεξιχνίαστο πρόσωπο
Πόσα χρόνια κουβαλήσαμε μαζί το φορτίο της μοίρας;
ω εχθρέ ω τρελέ μου
τρέχεις; κι αν τρέχεις τι;
Άραγε ποιος θα φτάσει πρώτος
εσύ; εσύ; εσύ;
η εγώ;

Γυμνός ομιλητής, Κέδρος

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Λευτέρης Πούλιος - Μυθολογία


Μια σειρήνα μέσα απ’ την οδύσσεια

με κόκκινο φόρεμα κι ένα χρυσοκέντητο σύμβολο

ρίχνει το τραγούδι της εκφραστικό, περιπαθές

και γεμάτο, σ’ ένα λιμάνι — κόλαση απόλαυσης κι αποπλάνησης

μακριά απ’ τον άνεμο.

Ένα καράβι στην ξέρα, μια νάρκη στην άμμο

και κόκαλα σκόρπια με δηλητήρια της μουσικής

που πετρώνει τη βούληση

και σκοτώνει και σκοτώνει και σκοτώνει.


Λευτέρης Πούλιος. 1978. Αλληγορικό σχολείο. Αθήνα: Κέδρος.

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Λεύτέρης Πούλιος - Ποιήματα

Η  ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ  ΕΙΝΑΙ  ΕΥΑΛΩΤΗ

Μανιασμένη βροχὴ
πάνω ἀπ’ τὰ θαμμένα δάχτυλά μου.
Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
κάτω ἀπὸ ’να δέντρο
ἔξω ἀπ’ τὴ σπηλιὰ
Μ’ ἄγριες κουρελιασμένες προβιὲς
Καὶ βιβλικὴ γενειάδα –
ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι τσουκνίδα
εἶναι εὐάλωτη –

Κακοσιτισμένο
Νὰ ἀγναντεύει τὸ μαχητικὸ ἀφρὸ
τῆς ἀκροθάλασσας
Καθετὶ εἶναι γεμάτο
καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλευθερία.

Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
Στὸ ναὸ τῆς φαντασίας μὲ ἰκετήρια κλαδιὰ
Τρέμοντας μὲ σκέψεις φτωχοῦ θεοῦ
Τὸ εἶδα
στὴ στοιχειωμένη πολυκατοικία
Ὁδηγημένο στὴν ἀφθονία μὲ αὐτοκίνητο οὐίσκι ἔντυπο
ἢ στὸ ἄντρο τῆς μιζέριας

Μὲ ὁλόλαμπρη γύμνια χλωμὰ στήθια
Ὀρυχτὰ στολίδια νεκρὸ βρακὶ
Ἡ μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση
κάτω ἀπὸ ληστρικὰ νύχια
Ἔξαλλο βασανιστήριο
Φτυστὰ στὸν καιρό.

Κακόμοιρο πετσὶ θαμμένο
μέσα σὲ τόση νύχτα

Ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι εὐάλωτη
Μέσα στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.


ΠΑΡΝΗΘΑ 

Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σάλπισμα τοῦ ἀγγέλου, θειάφι 
κίτρινο ζωηρὸ καὶ μενεξεδὶ ζωηρὸ 
πάνω στὸ βουνὸ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔτρεχε σὲ συνάντησή μου 
πίσω ἀπὸ θολὸ τζάμι. 
Δρόμος κανένας γιὰ τὸ γυρισμὸ 
δυὸ ἀερικὰ ἦρθαν κοντά μου καὶ μὲ παρέσυραν. 
Ἡλιοβασίλεμα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο 
καὶ τῆς κόλασης τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο 
μετὰ τὸ σκίσιμο τοῦ οὐρανοῦ. 
Ἄρτεμη, γιατί μ’ ἔδιωξες; 
Ἡ ὥρα σὰν ἀνυπόμονο λεοντάρι μὲ τὴ χαίτη 
ριγμένη πρὸς τὰ πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά. 
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Γολγοθὰς δυὸ πόλοι 
τοῦ ἴδιου ποιήματος. 
Ἄγρια μάχη κενταύρων στὸ βορινὸ μέρος 
τὰ μπράτσα μου ἐνάντια στὸ δαίμονα 
καὶ τὰ κοράκια ψηλὰ ἀνακατεύοντας πριονίδι 
καὶ παγάκια στὴ χούφτα μου. 
Νοσταλγία τοῦ βράχου ποὺ πάνω του κάθισε 
κάποτε ὁ Πὰν παίζοντας τὸν αὐλὸ 
μὰ δὲν κάθεται πιὰ παρὰ ἡ μαύρη δυσοίωνη 
κουκουβάγια ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. 
Ὁ φονιὰς ἄγγελος τράβηξε τὸ σπαθί του 
ἀσήμι λαμπερὸ καὶ καμφορὰ στὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ. 
Γλίτωσα τὴ ζωή μου, ἕνα βλαστάρι ἀνάμεσα 
στὰ λιθάρια. Κράτησα τὴ ζωή μου ἐκεῖ ποὺ 
ἡ δύση ἦταν κοντὰ ἀτενίζοντας τὸ ἀόρατο 
μέσα στὸν τρόμο καὶ σήκωσα σὰν μιὰ πέτρα 
τὸ πρόσωπό μου. 

ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ [2005]
Στο μετρό 
ονειροπολώ 
κι ανασαίνω βαριά 
απ’ το κάπνισμα. 

Για μια στιγμή ζαλίζομαι 
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα. 
Θλίβομαι νιώθοντας 
την ανέλπιδη τέχνη 
του ποιητή. 

Πόσο απλός ο κόσμος, 
αυτό το μεγάλο τίποτα, 
και πόσο δυστυχία 
και βάσανα 
σε ραγισμένες καρδιές 
και ψυχές πεθαμένες. 

ΣΤΡΙΓΚΛΙΣΜΑ 
Μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὶς μεγαλουπόλεις μὲ πείνα μὲ τόλμη 
μὲ ἁγιότητα σούρανε τὰ μακρουλά τους ποδάρια 
Τὰ σβησμένα ἀπ’ τὸ ὄπιο μάτια τοὺς τ’ ἀλουμινένια 
πιάτα τοὺς τὰ κουρέλια τους στὸ χωματόδρομο 
Τὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου γίνανε ἀφίσες τῶν τοίχων 
Ξερατὸ καὶ λουλούδια ἐνὸς πολιτισμοῦ ἄθλιου 
Ὁ δρόμος ἔχει τὴν ἀγωνία του τοὺς θλιβεροὺς μαντρότοιχους 
μὲ τ’ ἀγκωνάρια τῆς παραφορᾶς 
Καὶ στὴ βάση κάτ’ ἀπ’ τὸ δέντρο ὁ ἐλεύθερος 
ἀπλώνοντας ρίζες καὶ κλωνάρια 
Ὁ δραπέτης τῆς ζούγκλας τῶν πόλεων 
Σχεδὸν ριπίδι σχεδὸν ἀκάθαρτη συμμετρία 
Ὥριμος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης 
Ἡ ἀγάπη τὸν κυριεύει, ἐπουλώνει τὴ λέπρα τῆς ἐσωτερικῆς γῆς 
Ἄνθρωπε τῆς ἐποχῆς μου παράδειγμα 
Δόξα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ σκάει 
Ποδοπατώντας σάπιες ἀξίες βαραθρώνοντας τέλματα 
Μὲ τὰ παπούτσια στὸ κούτελο τῆς καλοπέρασης 
Ἔστω καὶ μὲ τὴ στολὴ τοῦ νικημένου 
Μακαρίζω αὐτοὺς ποὺ τὸ στῆθος τους οὐρλιάζει 
στὴ μυστηριακὴ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου 
σὰν ἄστρο. 
Αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν στὸ μέλλον δρόμο 
κομμένα ἁγνὰ προϊόντα της φύσης 
Στὴν ἀνώνυμη ἱστορία. 
Τὸ μπρίκι 
Εἶναι τὸ αἰώνιο τσίγκινο μπρίκι 
αὐτὸ πού μου ἔδωσε ὅ,τι καλύτερο εἶχε 
αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μᾶλλον ὁλότελα ξαφνικὰ 
χωρὶς οὔτε ἀρχὴ μήτε τέλος. 
Νὰ ψήνει καφὲ καὶ νὰ ντιντινίζει στὸ ράφι. 
Εἶναι τὸ δηλητηριῶδες τσίγκινο μπρίκι 
ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ξυριστικὴ μηχανή. 
Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο τὸ τέλος τοῦ χειμώνα 
σὲ θερμότητα κανονικὴ σὰν ἐκείνη τοῦ ἥλιου. 
Μουντζουρωμένο καὶ μαλακὸ ἀλλὰ ὄχι γιὰ πέταμα.

 
ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

 

Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός
χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη
που ‘χασε όλη την αγνότητα
λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.

Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται
για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.
Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.
Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει
ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,
έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη
και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.

Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές
και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα
έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα
εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.

Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες
των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά
για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους.

 

 [ΜΠΑΛΩΝΩ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΜΟΥ]

 

Μπαλώνω τα φτερά μου
για μια πτήση στο καθαρό φως.
Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης.

Η καρδιά μου μες στη μιζέρια,
παλμοί του ουρανού πριν το χάραμα.

Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει.

 ..........................................................

Ο κόσμος ένα αχανές μυστήριο
στο χρόνο που καταστρέφει
και στο χρόνο που συντηρεί.
Η γη κινείται με τη δύναμη του χρήματος
και τη βλακεία του κοσμάκη.

Συνήθως υπάρχει μια διέξοδος
όμως για μένα βραδιάζει.
Τα λάθη μου πολλά
το χρέος μου μεγάλο
και στο τραπέζι αντίκρυ μου
κάθεται το μηδέν.




ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Είναι ένας ποιητής περισσότερο κι από ένα φονιά
φυτεύει ένα ζουμπούλι στο μυαλό του
πολλές φορές μεταμορφώνεται σ’ ένα ευχαριστώ.
Σήμερα γιορτάζει τα χίλια εννιακόσια εβδομήντα
έξι καρφιά πάνω στο σταυρό του.
Κατουράει τον ορίζοντα
καλεί ένα αστέρι να κοιμηθεί κάτω απ’ την προστασία του
Δεν έχει παρελθόν και μέλλον
Δεν έχει πια ούτε Κυριακές στην ντουλάπα του
είναι φίλος με όλα
ακόμα κι ένα χαλίκι μπορεί να του πει
με τα άπειρα στόματά του
«καλημέρα σύντροφε».


Πηγή:https://anemourion.blogspot.com/2017/12/blog-post_56.html
https://www.bibliotheque.gr/article/71096

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Λευτέρης Πούλιος - Πάρνηθα

 Και πριν από το σάλπισμα του αγγέλου, θειάφι
κίτρινο ζωηρό και μενεξεδί ζωηρό
πάνω στο βουνό με τη μορφή που έτρεχε σε συνάντησή μου
πίσω από θολό τζάμι.
Δρόμος κανένας για το γυρισμό
δυο αερικά ήρθαν κοντά μου και με παρέσυραν.
Ηλιοβασίλεμα σχεδόν ανεπαίσθητο
και της κόλασης το στόμα ορθάνοιχτο
μετά το σκίσιμο του ουρανού.
’ρτεμη, γιατί μ’έδιωξες;
Η ώρα σαν ανυπόμονο λεοντάρι με τη χαίτη
ριγμένη προς τα πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά.
Ο Όλυμπος κι ο Γολγοθάς δυο πόλοι
του ίδιου ποιήματος.
Άγρια μάχη κενταύρων στο βορινό μέρος
τα μπράτσα μου ενάντια στο δαίμονα
και τα κοράκια ψηλά ανακατεύοντας πριονίδι
και παγάκια στη χούφτα μου.
Νοσταλγία του βράχου που πάνω του κάθισε
κάποτε ο Παν παίζοντας τον αυλό
μα δεν κάθεται πια παρά η μαύρη δυσοίωνη
κουκουβάγια από καιρό σε καιρό.
Ο φονιάς άγγελος τράβηξε το σπαθί του
ασήμι λαμπερό και καμφορά στη λαβή του σπαθιού.
Γλίτωσα τη ζωή μου, ένα βλαστάρι ανάμεσα
στα λιθάρια. Κράτησα τη ζωή μου εκεί που
η δύση ήταν κοντά ατενίζοντας το αόρατο
μέσα στον τρόμο και σήκωσα σαν μια πέτρα 
το πρόσωπό μου. 
 
 
Ο γυμνός ομιλητής

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Λευτέρης Πούλιος - «Αντί της σιωπής»

1

Νύχτα, δρόμοι άδειοι που μόνο ένα
λεωφορείο περνά.
Φεγγάρι που ‘ρχεται πάνω σε σιδηροτροχιές.
Άνεργη η λύπη χασομερά εδώ.
Ο άνεμος σφυρίζει στο χώρο μου
και μεταδίνει το θλιβερό αόριστο μήνυμα
μιας θάλασσας που αναρριγά.
Το μακρινό στιλπνό μου όνειρο
αναβλύζει απ’ τις πληγές της ψυχής μου.

Πατρίδα μου είναι ο άνθρωπος.

2

Υπάρχουν άλλοι κόσμοι, αλλά μέσα σ’ αυτόν.
Χώρος, χρόνος και αιτιότητα είναι έγκλειστα
στη σκέψη.
Ό,τι υπάρχει μας καλεί σε αγώνα,
μια προσπάθεια εντοπισμού του απόλυτου.
Το σύμπαν δεν γνωρίζει ειρήνη
κι εμείς μοχθούμε με λέξεις να υφάνουμε
έναν ουρανό
έξω απ’ το πραγματικό! Έξω απ’ το πραγματικό!

3

Αυτός είναι ο θάνατος του φωτός
όταν φωτοστέφανα του οτιδήποτε
ποδοπατιούνται και αγωνίες και όνειρα.
Διατρυπώ το δίχτυ των λαθών μου
Κι οι αμαρτίες μου κλείνονται στη σιωπή.
(Ποτέ δεν άρχισα και ποτέ δεν τέλειωσα
τούτο το ποίημα.)
Ο κόσμος είναι ένας
αλλά κομματιασμένος απ’ τη σκέψη.


8
Ζητώ να εισβάλω σε μια ψυχή.
Αν το χώμα κρατάει καλά το μυστικό του
το τυλιγμένο με πάχνη
κι ο άνεμος γδύνει το δέντρο
ο άνθρωπος αναγκάζει
το σκλαβωμένο πουλί μέσα του
να σκιρτήσει.
Πόσες φορές στο μονοπάτι των μαζών
ή μέσα στην πιο πυκνή μοναξιά
με μάτι ελεύθερο από μάγισσες και πνεύματα
σου έχω απλώσει το χέρι;
*
10
Κάθε πράγμα υπάρχει αναγκαστικά
για να εκφράζει το όραμα της πραγματικότητας.
Η φύση αυτή τη στιγμή εγκυμονεί
τη σκέψη του Θεού.
Κάθε πράγμα είναι ένα σύμβολο.
Άνθρωπε, πέρνα
τίποτε δεν σου κλείνει το δρόμο
εκτός από αδιάφορους όγκους τυπωμένου χαρτιού
φαντάσματα και
διάφορες εικόνες άρνησης
στον κινηματογράφο του μυαλού σου.
Όμως οι λέξεις είναι η αστροφεγγιά του νου.
*
11
Η ευγενής γλώσσα δεν έχει τίποτα
πια να πει.
Και μόνο χοντροκομμένες λέξεις γεμίζουν
τον ουρανό της ποίησης.
Δεν υπάρχει τίποτα που να 'χει απομείνει
ιερό.
Και προσκυνάμε το αδειανό, το κάτι
το ανειρήνευτο.
Η αλήθεια στις ρωγμές των τοίχων.
Τί περιμένουμε συναθροισμένοι
πάνω στο κουρασμένο θαύμα;
*
12
Έτσι σταμάτησε αυτή η διδαχή.
Ο θάνατος πορεύεται πάνω στη γη
δίχως ν' αφήνει ίχνη.
Πέφτεις μέσα στο δίχως όρια κενό
και παραμένεις μέσα στην ουσία.
Γι' αυτό δεν με τρομάζει ο θάνατος.
Το κέντρο όλων είναι ο Θεός
βλέπω απ' το κέντρο φωτεινούς ιριδισμούς
που εκτοξεύονται στις τροχιές των άστρων
και του εσώτατου κόσμου.
Δεν υπάρχει Χάνω ή Κερδίζω
αλλά ένα άγιο
για όλους κοινό τέρμα.

*“Αντί της σιωπής”, 12 ποιήματα του Λευτέρη Πούλιου συνοδευόμενα από 12 ζωγραφιές του Τάσου Μαντζαβίνου, που εκτίθονταν σε σχετική έκθεση στην γκαλερί “Είκοσι Τέσσερα” στην Αθήνα, το διάστημα 15 Μαρτίου-14 Απριλίου 1993. Την επιμέλεια του βιβλίου είχε ο Μισέλ Φαϊς, του οποίου επίμετρο περιλαμβάνεται στην έκδοση. Επίμετρο για τη ζωγραφική του Τάσου Μαντζαβίνου παρατίθεται από την Ελένη Βακαλό. Το βιβλίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το 1993.


Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2023/12/29/%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84/
https://www.facebook.com/verovlasis

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Λεύτερης Πούλιος - Ποίημα χωρίς όρια


Όλες οι μορφές ανυψώνονται
Μορφές του αδιάκοπου κυνηγητού του κέρδους
Μορφές της ακατάπαυστης αναζήτησης της ηδονής
Μορφές από πολιτικές εκδηλώσεις στα γήπεδα
Μορφές που γεννάει ο πλανήτης
Και που σμιλεύουν το πρόσωπο του πλανήτη
Πλανήτης-έκλειψη
Πλανήτης-φυλακή
Πλανήτης χωρίς γέλια χωρίς αέρα χωρίς φως
Πλανήτης ευνουχισμένος
Άστρο του κεφαλαίου
Άστρο του κέρδους
Άστρο απόστημα
Ο ξεγραμμένος πλανήτης
Η αποχαυνωμένη γη και το αίμα που αποκρίνεται
Το χυμένο αίμα των πολέμων
Απ' τις δολοφονίες
Το αίμα του εργάτη
Των χτυπημένων από γκλομπς
Των εκτελεσμένων
Των αυτοκτονημένων
Κι αυτών που πήγαν από δυστύχημα
Το αίμα που έρχεται τραγουδώντας
Σαν προσκλητήριο για ανταρσία.

Πηγή: Ο γυμνός ομιλητής, Κέδρος 1977.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Λευτέρης Πούλιος - Ποιήματα

 ΦΑΝΤΑΧΤΕΡΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ


Διάκοσμος - ένα νεκροταφείο.
Λέξεις κινούνται πάνω στους σταυρούς.
Κουρασμένος απ' των κορακιών
την ευστροφία, ονειρεύομαι
τον παράδεισο, που δεν έχει σχέση
με το ρυθμό της κουλουριασμένης
ειρήνης
στα μάτια των αγαλμάτων.
Παράδεισος είναι να νιώθεις βαθιά.
Κάθομαι και πίνω βότκα
διαβάζοντας μυστικιστές ποιητές.




ΜΠΑΡ


Μια νέα χαρά
ήρθε και με βρήκε
αυτό το καλοκαίρι.
Μαύρος γυαλιστερός παράδεισος
σαν υγρή νυχτιά,
όταν ο θεός των φαντασμάτων
με κερνούσε να πιω
στο σκοτεινό σνακ-μπαρ της γωνίας. 




ΘΡΗΝΟΣ


Περπατώ
           στον στοιχειώδη δρόμο
ντυμένος τον ήχο βιαστικών τακουνιών
          και καρδιών που πάλλονται
φτιαγμένος για θάνατο.
          Ο ορίζοντας μαύρος
          η πτώση τυχαία.
Στο μέσο κάποιας φράσης διατυπώνομαι.
          Κανένα φως δεν μας έδειξε
          πού να δούμε.
Κι η φρικιώσα σελήνη ένα σκέτο μηδενικό
          ψηλά.

          Το πνεύμα μέσα μου
          με παρακινεί.
Αγαπητοί μου συμπολίτες,
ικανοί για τούτο:
           πέστε μου
πού είμαι θαμμένος;
πού είστε εσείς οι ίδιοι θαμμένοι;





ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ


Ξάφνου βραδιάζει,
με διαπερνά μια φωταχτίδα.
Ο δρόμος γιορτάζει την καινούργια άνοιξη,
αφήνομαι στον ήσυχο ύπνο.
Όλα πήραν τέλος.
Ανάβει της νύχτας το ύστατο άστρο.
Αύριο από το βάθος του καιρού
τέλειοι θα ξαναγεννηθούμε.



*από την «Κρυφή Συλλογή»,
εκδόσεις Κέδρος 2008


Πηγή:https://trenopoiisis.blogspot.com/2020/05/lefteris-poulios-kryfh-syllogi.html

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Λευτέρης Πούλιος-Το διπλανό δωμάτιο, αρ. 18

 


 
Μπαλώνω τα φτερά μου
για μια πτήση στο καθαρό φως.
Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης.
Η καρδιά μου μες στη μιζέρια,
Παλμοί του ουρανού πριν το χάραμα.
Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει.

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Λευτέρης Πούλιος - Ερωτική Γεωγραφία



ΑΓΑΠΗ γιγάντια εσωτερική εκκρεμότητα·
μήλο μουσκεμένο από σειρήνες
σε πιάνω ενώ η πραγματικότητα κατρακυλάει
μέσα απ’ τα χέρια μου.
Κυνηγάω το όραμα με τα τραγίσια ποδάρια μου
βλέπω τον κόσμο να χάνεται μέσα στην απεραντοσύνη
της μηχανοκρατίας.
Ένας αρχαίος ουράνιος τρόμος με καταδιώκει
Αιθεροβατώ λυσσάω εξαίσια
εσύ κολυμπάς σ’ ένα πέλαγο ματιών
κυλάς σαν ένα ποτάμι γεμάτο φεγγάρια.
Πάνω στα σκαλοπάτια τα ψόφια μας χάδια
μέσα στο δρόμο ποδοπατούν το φιλί μας
σε μια αστυνομική κλούβα φυλακισμένο το χαμόγελό σου.

*

ΠΡΟΣΤΑΞΕ τα σκυλιά σου που κάθονται
κάτω απ’ τη βερικοκιά της αυλής
να με ξεσκίσουν, την καρδιά, το σηκώτι μου
κι ό,τι περιστοιχίζει τη σκέψη μου.
Εξ αιτίας της ομορφιάς που έχεις
όπως εγώ τις κοσμικές μου δονήσεις
προσφέρω τ’ όνομά μου στη λήθη.
Αγάπα με, χάιδεψέ με, λιώσε με στο στόμα σου
διώξε από πάνω σου την αόριστη μελαγχολία
να ο καθρέφτης που μέσα του ταξιδεύεις.
Κυρία, αναισθητίστρια, αμαζόνα
άνιμα
ανακουφίστρια των πληγών του πραγματικού
μάγισσα παραδόξων εικόνων του πονηρού.

*
ΘΕΛΩ να σε πλάσω με λέξεις που καίνε και παραληρούν
εδώ στο παλαβόσπιτό μου.
Καθισμένος πάνω σε μια στραβοπόδαρη ακτίνα του φεγγαριού
στο καπάκι ενός κόσμου που βράζει
ακούγοντας γέλια από αόρατες κοιλιές
σκάβω τη μεγάλη κραυγή των ανθρώπων.
Πάνω σου τα λόγια μου άφηνε να συνδέονται.
Υπάρχει ο έρωτας
όπως υπάρχουν στεναγμοί φυλακών
μ’ ένα μάτι τρελό κι αχαλίνωτο π’ αγναντεύει την άβυσσο.
Υπάρχουν σεμνές σιωπές πλάι στο λυγμό
και το ψωμί ξεριζωμένο απ’ το σκληρό χώμα.
Υπάρχει η αγάπη
όπως υπάρχει μέσα στα ανάθεμα της εργατιάς
η εκμεταλλεύτρια τάξη
και το απερίφραστο μπλε του θανάτου.
Υπάρχει ο έρωτας
όπως ο άνθρωπος χτισμένος σ’ ένα θεμέλιο από δάκρυα.

*
Ο ΑΝΕΜΟΣ μαίνεται στις κόκκινες ανθήσεις
Το κορμί σου μέσα σε βελουδένιο τρεμούλιασμα
Τα χείλη του του αιδοίου σου σε σχήμα φασματικού τριαντάφυλλου
Το χέρι μου είναι ένα κι ένα για το στήθος σου
Οι φλόγες του δέρματός σου είναι η Τροία
Ο Αχιλλέας είναι στο άρμα των μαλλιών σου
Πάνω στον κόρφο σου παίζουν οι Μπητλς
κι ο πόθος δεμένο με κρατεί
στην άκρα γη που κόβεται
στ’ αυτί σου που ακούει την πτώση.

*

ΦΙΛΙ στο φιλί διασχίζω την ήπειρό σου
καλπάζω σα ζώο μαστιγωμένο στις πεδιάδες σου
στα ποτάμια και στις πόλεις σου
μέσα απ’ τους δύσβατους δρόμους του αίματος
κυνηγώντας το όπαμα της ηδονής.
Μαζί σου μεθάω και φτύνω
την άγουρη ομορφιά που ΄ναι ο κόσμος.

*
ΤΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ φιλιά μας
μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο
αλλά η αγάπη δε μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις
που μας χωρίζουν αιώνια
τον ένα απ’ τον άλλο.

Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές
και όστρακα
κι ήρθα σε σένα σα ναυαγός
ν’ αγγίξω το θαμμένο μέλι
στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.

*
ΗΡΘΑΝ τα χέρια μου να μελετήσουν
τον άσπρο χάρτη του κορμιού σου, γυναίκα
με δέρμα λείο και στερεό
κυλώντας σαν ένα τόπι την υλική σιωπή.

*
ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥΤΟ της σιωπής ίσως να μην τον ερμηνεύεις
καθώς το στόμα σου γλείφει το σώμα μου
βασίλισσα στη χώρα της αθωότητας και της ενοχής.
Σπαθιά φτερουγίζουν γύρω μας και φρουρούν το φιλί μας.
Οι σωλήνες του καλοριφέρ βήχουν μες στο δωμάτιο
και στοιβάζονται στο μπάνιο κύματα του ηλεκτρικού.
Αυτή τη στιγμή βγάζεις διάτες και κηρύττεις τον πόλεμο.
Έξω στο δρόμο αγίους αποκεφαλίζουν
και κρεμάνε πουτάνες.
Ώρες τυφλές, πράξεις και λόγοι, αλήθεια
και ψέμα όλα είναι ένα.
Στις κούνιες μωρά ασφυκτιούν
στις πλατείες στρατοί συνάζονται και σκορπιούνται
κι όλα είναι ένα καθώς τα κορμιά μας
σμίγουν σε μια συνουσία αλλόφρονη.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ κύμα θα χαθεί.
Τώρα που η ψυχή σήκωσε την κεραία της
τίποτα να μην ταράξει την ώρα σου.
Εδώ χαρήκαμε το κορμί σου
και το κορμί μου.
Η δύναμη που μας κρατάει ψηλά
είναι αυτό το κύμα.
Πώς να σου μιλήσω για πράγματα που είναι
αβάφτιστα μέσα μας;
Ας κινηθούμε κι ας ακολουθήσουμε το κύμα
στην επόμενη εύνοιά του.

*Από το “Το αλληγορικό σχολείο” (1978).

Πηγή: https://tokoskino.me/

Edouard Vuillard - Τhe Window