Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Λεύτέρης Πούλιος - Ποιήματα

Η  ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ  ΕΙΝΑΙ  ΕΥΑΛΩΤΗ

Μανιασμένη βροχὴ
πάνω ἀπ’ τὰ θαμμένα δάχτυλά μου.
Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
κάτω ἀπὸ ’να δέντρο
ἔξω ἀπ’ τὴ σπηλιὰ
Μ’ ἄγριες κουρελιασμένες προβιὲς
Καὶ βιβλικὴ γενειάδα –
ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι τσουκνίδα
εἶναι εὐάλωτη –

Κακοσιτισμένο
Νὰ ἀγναντεύει τὸ μαχητικὸ ἀφρὸ
τῆς ἀκροθάλασσας
Καθετὶ εἶναι γεμάτο
καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλευθερία.

Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
Στὸ ναὸ τῆς φαντασίας μὲ ἰκετήρια κλαδιὰ
Τρέμοντας μὲ σκέψεις φτωχοῦ θεοῦ
Τὸ εἶδα
στὴ στοιχειωμένη πολυκατοικία
Ὁδηγημένο στὴν ἀφθονία μὲ αὐτοκίνητο οὐίσκι ἔντυπο
ἢ στὸ ἄντρο τῆς μιζέριας

Μὲ ὁλόλαμπρη γύμνια χλωμὰ στήθια
Ὀρυχτὰ στολίδια νεκρὸ βρακὶ
Ἡ μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση
κάτω ἀπὸ ληστρικὰ νύχια
Ἔξαλλο βασανιστήριο
Φτυστὰ στὸν καιρό.

Κακόμοιρο πετσὶ θαμμένο
μέσα σὲ τόση νύχτα

Ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι εὐάλωτη
Μέσα στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.


ΠΑΡΝΗΘΑ 

Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σάλπισμα τοῦ ἀγγέλου, θειάφι 
κίτρινο ζωηρὸ καὶ μενεξεδὶ ζωηρὸ 
πάνω στὸ βουνὸ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔτρεχε σὲ συνάντησή μου 
πίσω ἀπὸ θολὸ τζάμι. 
Δρόμος κανένας γιὰ τὸ γυρισμὸ 
δυὸ ἀερικὰ ἦρθαν κοντά μου καὶ μὲ παρέσυραν. 
Ἡλιοβασίλεμα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο 
καὶ τῆς κόλασης τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο 
μετὰ τὸ σκίσιμο τοῦ οὐρανοῦ. 
Ἄρτεμη, γιατί μ’ ἔδιωξες; 
Ἡ ὥρα σὰν ἀνυπόμονο λεοντάρι μὲ τὴ χαίτη 
ριγμένη πρὸς τὰ πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά. 
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Γολγοθὰς δυὸ πόλοι 
τοῦ ἴδιου ποιήματος. 
Ἄγρια μάχη κενταύρων στὸ βορινὸ μέρος 
τὰ μπράτσα μου ἐνάντια στὸ δαίμονα 
καὶ τὰ κοράκια ψηλὰ ἀνακατεύοντας πριονίδι 
καὶ παγάκια στὴ χούφτα μου. 
Νοσταλγία τοῦ βράχου ποὺ πάνω του κάθισε 
κάποτε ὁ Πὰν παίζοντας τὸν αὐλὸ 
μὰ δὲν κάθεται πιὰ παρὰ ἡ μαύρη δυσοίωνη 
κουκουβάγια ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. 
Ὁ φονιὰς ἄγγελος τράβηξε τὸ σπαθί του 
ἀσήμι λαμπερὸ καὶ καμφορὰ στὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ. 
Γλίτωσα τὴ ζωή μου, ἕνα βλαστάρι ἀνάμεσα 
στὰ λιθάρια. Κράτησα τὴ ζωή μου ἐκεῖ ποὺ 
ἡ δύση ἦταν κοντὰ ἀτενίζοντας τὸ ἀόρατο 
μέσα στὸν τρόμο καὶ σήκωσα σὰν μιὰ πέτρα 
τὸ πρόσωπό μου. 

ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ [2005]
Στο μετρό 
ονειροπολώ 
κι ανασαίνω βαριά 
απ’ το κάπνισμα. 

Για μια στιγμή ζαλίζομαι 
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα. 
Θλίβομαι νιώθοντας 
την ανέλπιδη τέχνη 
του ποιητή. 

Πόσο απλός ο κόσμος, 
αυτό το μεγάλο τίποτα, 
και πόσο δυστυχία 
και βάσανα 
σε ραγισμένες καρδιές 
και ψυχές πεθαμένες. 

ΣΤΡΙΓΚΛΙΣΜΑ 
Μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὶς μεγαλουπόλεις μὲ πείνα μὲ τόλμη 
μὲ ἁγιότητα σούρανε τὰ μακρουλά τους ποδάρια 
Τὰ σβησμένα ἀπ’ τὸ ὄπιο μάτια τοὺς τ’ ἀλουμινένια 
πιάτα τοὺς τὰ κουρέλια τους στὸ χωματόδρομο 
Τὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου γίνανε ἀφίσες τῶν τοίχων 
Ξερατὸ καὶ λουλούδια ἐνὸς πολιτισμοῦ ἄθλιου 
Ὁ δρόμος ἔχει τὴν ἀγωνία του τοὺς θλιβεροὺς μαντρότοιχους 
μὲ τ’ ἀγκωνάρια τῆς παραφορᾶς 
Καὶ στὴ βάση κάτ’ ἀπ’ τὸ δέντρο ὁ ἐλεύθερος 
ἀπλώνοντας ρίζες καὶ κλωνάρια 
Ὁ δραπέτης τῆς ζούγκλας τῶν πόλεων 
Σχεδὸν ριπίδι σχεδὸν ἀκάθαρτη συμμετρία 
Ὥριμος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης 
Ἡ ἀγάπη τὸν κυριεύει, ἐπουλώνει τὴ λέπρα τῆς ἐσωτερικῆς γῆς 
Ἄνθρωπε τῆς ἐποχῆς μου παράδειγμα 
Δόξα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ σκάει 
Ποδοπατώντας σάπιες ἀξίες βαραθρώνοντας τέλματα 
Μὲ τὰ παπούτσια στὸ κούτελο τῆς καλοπέρασης 
Ἔστω καὶ μὲ τὴ στολὴ τοῦ νικημένου 
Μακαρίζω αὐτοὺς ποὺ τὸ στῆθος τους οὐρλιάζει 
στὴ μυστηριακὴ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου 
σὰν ἄστρο. 
Αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν στὸ μέλλον δρόμο 
κομμένα ἁγνὰ προϊόντα της φύσης 
Στὴν ἀνώνυμη ἱστορία. 
Τὸ μπρίκι 
Εἶναι τὸ αἰώνιο τσίγκινο μπρίκι 
αὐτὸ πού μου ἔδωσε ὅ,τι καλύτερο εἶχε 
αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μᾶλλον ὁλότελα ξαφνικὰ 
χωρὶς οὔτε ἀρχὴ μήτε τέλος. 
Νὰ ψήνει καφὲ καὶ νὰ ντιντινίζει στὸ ράφι. 
Εἶναι τὸ δηλητηριῶδες τσίγκινο μπρίκι 
ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ξυριστικὴ μηχανή. 
Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο τὸ τέλος τοῦ χειμώνα 
σὲ θερμότητα κανονικὴ σὰν ἐκείνη τοῦ ἥλιου. 
Μουντζουρωμένο καὶ μαλακὸ ἀλλὰ ὄχι γιὰ πέταμα.

 
ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

 

Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός
χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη
που ‘χασε όλη την αγνότητα
λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.

Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται
για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.
Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.
Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει
ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,
έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη
και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.

Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές
και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα
έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα
εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.

Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες
των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά
για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους.

 

 [ΜΠΑΛΩΝΩ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΜΟΥ]

 

Μπαλώνω τα φτερά μου
για μια πτήση στο καθαρό φως.
Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης.

Η καρδιά μου μες στη μιζέρια,
παλμοί του ουρανού πριν το χάραμα.

Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει.

 ..........................................................

Ο κόσμος ένα αχανές μυστήριο
στο χρόνο που καταστρέφει
και στο χρόνο που συντηρεί.
Η γη κινείται με τη δύναμη του χρήματος
και τη βλακεία του κοσμάκη.

Συνήθως υπάρχει μια διέξοδος
όμως για μένα βραδιάζει.
Τα λάθη μου πολλά
το χρέος μου μεγάλο
και στο τραπέζι αντίκρυ μου
κάθεται το μηδέν.




ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Είναι ένας ποιητής περισσότερο κι από ένα φονιά
φυτεύει ένα ζουμπούλι στο μυαλό του
πολλές φορές μεταμορφώνεται σ’ ένα ευχαριστώ.
Σήμερα γιορτάζει τα χίλια εννιακόσια εβδομήντα
έξι καρφιά πάνω στο σταυρό του.
Κατουράει τον ορίζοντα
καλεί ένα αστέρι να κοιμηθεί κάτω απ’ την προστασία του
Δεν έχει παρελθόν και μέλλον
Δεν έχει πια ούτε Κυριακές στην ντουλάπα του
είναι φίλος με όλα
ακόμα κι ένα χαλίκι μπορεί να του πει
με τα άπειρα στόματά του
«καλημέρα σύντροφε».


Πηγή:https://anemourion.blogspot.com/2017/12/blog-post_56.html
https://www.bibliotheque.gr/article/71096

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου