Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές. Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει. Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές— του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό που στέγνωσε κι ξανεμίστηκε το αλάτι. Μα εσύ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί, θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
Τρία πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα. Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών, των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά, μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
Πηγή:Νίκος Καββαδίας - Μαραμπού (1933)
Νίκος Καββαδίας-Παραλληλισμοί (Διαβάζει ο Νότης Περγιάλης)
Kαθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος. Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό. Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δύο centavos κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Bηρυττό.
Mε πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω. Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά. Aπάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Kούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα. Nαυτάκι του γλυκού νερού. Σε πιάνει ―μην το πεις αλλού― σα γάτα η λαμαρίνα και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Tο ντύμα πάρε του φιδιού και δώσ' μου ένα μαντίλι. Eγώ, ―και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Tισιανό. Bίρα, Kεφαλονίτισσα, και μάινα το καντήλι. Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρ' από τη Nάπολη μια ψεύτικη καμέα κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί. Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία έβενος, ―γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Bαρετά κυλάει ο Yara Yara ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει διάρα, του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Kαφέ για τον πιλότο. Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού. Kαι σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο, σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Mια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι, όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; ―Mατώνει, δε σκοτώνει. Ποιός είπε φούντο; Ψέμματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές. Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς. Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.
Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου» κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής, πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω», κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού. Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά. Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα. Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία. Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο. Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες. Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό. Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν. Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί. Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι. Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι. Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει. Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι. Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα. Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα παλιό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι –όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες– που από έναν γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιoγραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σκισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είναι αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις.» – Πόσο έχει; – Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το!
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, που ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου· κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
Πηγή: Μαραμπού (1933)
Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Ένα μαχαίρι
Ν.Καββαδίας - Ένα μαχαίρι (απαγγελία Νότης Περγιάλης)
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, Άγρα
Νίκος Καββαδίας/Ξέμπαρκοι - Οι γάτες των φορτηγών
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ
* φορτηγά: εμπορικά πλοία * οκνή: αργοκίνητη * ράθυμα: παθητικά, νωχελικά * μπακιρένια γύρα: χάλκινο περιλαίμιο * κακή αρρώστια: η τρέλα, από τη συνεχή θέα του σιδήρου * λυγά: λυγίζει
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα. Έλεγε η μάνα του παιδιού: «Καμάρι μου, κοιμήσου». Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα. Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες. Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Που μ' είδες και που σ' είδα; Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει. Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους. Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει. Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει. Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι. Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά. Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος. Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά, ένα σβησμένο cigarillos.
Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό, έσμιξε πιά με το καράβι του συννέφου. Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει, περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται. Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.) απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαιτάρι. Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη. Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει, μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του. Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια. Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα. Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Έφεσος 1972
* Το 1968 ο Καββαδίας είχε εκμυστηρευτεί στον Μάκη Ρηγάτο πως σχεδιάζει ένα συνθετικό ποίημα εμπνευσμένο από το θάνατο του Γκεβάρα.
** «Φίλος». Ο Νίκος Καββαδίας αναφέρεται στον Φιντέλ Κάστρο.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ, που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μού εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα –σαν άνθος έμοιαζε αλπικό– και μια στενή μάς έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό τής πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό κι εκείνη ένα μού χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...
Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία τού μοιάζω...
Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά. Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου. Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.
Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός, αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία. Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά, Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.
Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.
Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς, απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια, άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.
Μέσα στο νούμερο «Ταλαάτ» ένα λευκό κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.
Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.
Ομως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά. Αν μείνεις -μου ‘πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις. Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.
Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω, κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία, μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία, στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.
Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών, ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει; Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.
Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι. Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει, πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.
Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό, ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.
Νίκος Καββαδίας, το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, εκδόσεις Αγρα.