Στὸν Μ. Καραγάτση
Τοῦ Ἄλμπορ τὸ φανάρι πότε θὰ φανεῖ;
Οἱ μαθήτριες σχολάσανε τοῦ ᾠδείου.
Φωτεινὲς ρεκλάμες τῆς ὁδοῦ Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σὲ κρατῶ
στὸν καιρὸν ἀπάνω του Σιρόκου.
Δούλευε τὸ φτυάρι, μαῦρε τοῦ Μαρόκου
ποὺ μασᾶς βοτάνια γιὰ τὸν πυρετό.
Φεμινά!... Χορὸς τῶν κεφαλῶν.
Κ᾿ οἱ Ναγκὸ χορεύουν στὴν Ἀσία.
Σὲ πειράζει -μοῦ ῾πες- ἡ ὑγρασία
κ᾿ ἡ παλιά σου ἀρρώστια τῆς Τουλών.
Τζίντζερ, ποὺ κοιτᾶς μὲ τὸ γυαλί,
τὸ φανάρι τοῦ Ἄλμπορ δὲν ἐφάνη.
Βλέπω στὸ Λονδίνο ἐγὼ τὴ Fanny
στὸ κρεβάτι σου ἄλλον νὰ φιλεῖ.
Κρέας ἁλατισμένο τοῦ κουτιοῦ.
Μύωπα καπετάνιο μου καὶ γέρο,
ἕνα μαγικὸ σκονάκι ξέρω
τέλειο γιὰ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ.
Ἄναψε στὴ γέφυρα τὸ φῶς.
Μέσα μου μιλεῖ ἕνας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης καὶ μεγάλος
μὰ γιομάτος πείρα καὶ σοφός.
Μέσα μου βαθιὲς ἀναπνοές.
Τοῦ Κολόμβου ξύπνησαν οἱ ναῦτες.
Ὅλες τὶς ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
καὶ Marconi στεῖλε τὸ S.O.S..
~
Πούσι, 1947
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου