ψηλά στην ξάγναντη κορφή,
ρίγος κοινό να κρούει τα πεύκα, την καρδιά μου και τον μέγα
χορό των άστρων σου, αδερφή.
Στα νύχια απάνω τρέμουλο τάνυσα το λιανό κορμί μου,
την αγκαλιά `νοιξα σταυρό
κι έκραξα μ’ όση δύναμη μου αφήσαν άφθαρτην οι πόνοι
κι οι πεθυμιές με τον καιρό.
Κι έτσι σε κοίταξα πολύ, που γεμίσαν νερά και σπίθες
τα μάτια, όλο στα νύχια τανυστός.
Κι ένιωσα οι ρίζες μου της ζωής να ξεκολλάν και να βυθάνε
μες στο καθάριο Πνέμα του Παντός.
Ως έκραξα, έτσι κι έγινε. Διπλά φτερούγια με σηκώσαν,
η ίδια μου ανάσα με ύψωνε ως εκεί
σπαράζοντας μέρες πολλές και νύχτες το `χα μελετήσει:
Ήμουνα λεύτερη ψυχή!
Μα, ως έκαμα να κατεβώ στον Κόσμο, τη χαρά να σείσω
δαυλόν, που η φλόγα δεν τον καταλεί,
τα πόδια αιστάνθηκα στο χώμα καρφωμένα και στα χέρια
αλυσίδες τριπλές βάρος πολύ.
Κι έκλαψα. Πόσο; Στα βαθιά λάλησε ο κόκορας αλώνια
κι άκουσα ν’ ανεβαίνει μιαν ηχή:
“Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τηνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τηνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.
Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα, που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζεύεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.
Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις, να βαθαίνεις,
σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!
Μέσα στου πόνου, που βογκά, την άσωτη Άβυσσο κατέβα.
Κει θα βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.
Της Ιστορίας το Νόμο ακλουθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσυνη
και το ξετύλιμα τ’ αργό…”
Αντάρ’ από τη γης υψώθη. Η αυγή στον ουρανόν αντίκρα.
Άκουσα να βαρούν σπαθιά,
πελέκια και λοστοί. Πηχτό ποτάμι φούσκωνεν αιμάτου.
Η Πολιτεία σωριάζονταν βαθιά.
Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει
τους άνομους γιγάντια Δίκη.
Και με τρεχάματα τρελά, μ’ αλαλητά του θανατά
στα Τάρταρα γκρεμίζονταν οι λύκοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου