Θ' άρχιζε η ερημιά, θανάσιμη, κ' η στέγνια
κ΄η δίψα, ακόρεστη: η βαθιά λαχτάρα, για μια στάλα
γάργαρου ή βρώμικου νερού. Κ' ύστερα, η άμμος:
σταχτιά και κίτρινη. Η άμμος. Η θρυμματισμένη
φωτιά, στα στόματα της σάρκας, που ξερνούνε
το αίμα και τον ιδρώτα, ώσπου να φρίξει
ακέριο το κορμί, να σέρνεται και να γονατίσει
κάτω απ' τον ήλιο τον βουερό, που θα τοξεύει
τα πύρινά του βέλη, για να το σκοτώσει
και δεν θα το σκοτώνει. Θ' άρχιζεν η αιώνια
Κόλασή μου στη γη, η συνήθεια ενός θανάτου
που δεν θα τον συνήθιζα.
Μα δε θα τριγυρνούσα
πια, εδώ κ' εκεί, για να σε αρπάζω από τα ξένα χέρια,
δε θα 'τρεχα μες στα πορνεία να σε γυρεύω
και να σε αγρεύω από τα πεζοδρόμια, όπου αλητεύεις
με τους ύποπτους φίλους σου. Όχι! Θα πετούσα
απ' το παράθυρο όλη αυτή την πείρα
της καρτερίας κι όλη τη μαθητεία μου στης νύχτας
της άυπνης τα σκαλοπάτια, που οδηγούνε
στο αγέλαστο πρωινό, με τα σεντόνια
και τα προσκέφαλα από ζήλεια και μίσος ξεσκισμένα.
Μα όχι, μην κλαις, δεν αντέχω άλλο. Εντάξει!
Και τ' αλαφρότερα δάκρυά σου πιο βαριά 'ναι
κι απ' το φριχτό μαρτύριο του έρωτά σου...
Οκτώβριος 1956
Πηγή: Τα ποιήματα 1934 - 1965, Αθήνα, 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου