Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
της γής,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
να μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
μένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των
μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους βραδινούς ορίζοντες.
.................................................................................... Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανα-
σηκώνει πάνω από τον εαυτό σου,
ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία,
και τη μοίρα - κι ακόμα ψηλότερα,
ως τη δικαιοσύνη. Και μυρμηδίζεις όλος από μνήμες και
πράξεις κι οράματα
και βλέπεις κύματα – κύματα τις γενιές νάρχονται απ’
το βάθος του χρόνου
κι αιώνια να πλένουν τον κόσμο. Κι οι ρόγες των δα-
κτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε
σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές. Και τότε καταλαβαίνεις
τους πόνους του απείρου
όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο! Και τους πόνους της γης
για να γεννήσει ένα στάχυ. Η τους πόνους ολόκληρης
της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
ένα τραγούδι.
(Από τη συλλογή Καντάτα, εκδ. Κέδρος, 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου