Με την κάνη του όπλου του
ξύρισε τη μούχλα
απ’ το πολύτιμο εύρημά του.
Το χάιδεψε τρυφερά.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά.
Έκλεισε τα μάτια.
Έβγαλε το κράνος του
τ’ ακούμπησε στη γη μεσίστιο.
Ψέλλισε λόγια αλλόκοτα
σ’ άγνωρη γλώσσα.
Το σήκωσε ψηλά σαν σε τελετουργία.
Το φίλησε σε τρεις μεριές.
Τ’ ακούμπησε στη ματωμένη γη ανάσκελα.
Έγινε το ψωμί του άλικο
σαν βαφτισμένο σε πορφύρα οστράκου.
Στροβίλισε το βλέμμα του.
Διπλώνοντας τα ασθενικά του δάχτυλα
μέτρησε νεκρά κεφάλια.
Έκοψε δέκα ματωμένες φέτες.
Ακούμπησε μια–μια ευλαβικά
στα μισάνοιχτα μαρμαρωμένα στόματα
των αντίπαλων στρατιωτών.
Ύψωσε στον ουρανό τα χέρια
κι έβγαλε κραυγή σπαρακτική:
«Ψωμί αδέρφια μου, ψωμί!»
Κι έμεινε δίπλα τους.
Εκεί,
σε δείπνο αδερφικό
με τους νεκρούς εχθρούς του.
Στον μυστικό τον δείπνο
του ψωμιού που τους χωρίζει
του ψωμιού που τους ενώνει.
Βαρβάρα Χριστιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου